Τα όπλα όμως που μπορεί να αντιπαραθέσει, περιορίζονται από τον όγκο και βάρος που δύναται να μεταφέρει.
Ο πεζός είναι διαχρονικά ο πιο “αδικημένος” στρατιώτης.
Είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις του πεδίου μάχης, από τις οχυρωμένες θέσεις των πολυβόλων μέχρι τα θωρακισμένα οχήματα και ότι άλλο έχει προετοιμάσει η εχθρική διάταξη μάχης.
Τα όπλα όμως που μπορεί να αντιπαραθέσει, περιορίζονται από τον όγκο και βάρος που δύναται να μεταφέρει.
Μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, οι Αμερικανοί ερευνούσαν την πιθανότητα να αυξήσουν τη δύναμη πυρός του πεζικάριου.
Βέβαια υπήρχαν οι οπλοβομβίδες, οι όλμοι των 60mm και τα αντιαρματικά Bazooka, αλλά καμία από αυτές τις λύσεις δεν ήταν πραγματικά φορητή και ευέλικτη για χρήση από μόνο έναν άνδρα.
Οραματίστηκαν ένα ατομικό όπλο, όχι βαρύτερο από ένα τουφέκι, το οποίο θα εκτόξευε ένα εκρηκτικό βλήμα. Θα έπρεπε να καλύπτει το κενό μεταξύ των 25 μέτρων των χειροβομβίδων και των 800+ μέτρων των όπλων καμπύλης τροχιάς.
Εκτοξεύοντας μπαλάκια του γκολφ
Αυτό που αναζητούσε ο στρατός ήταν ένας εκτοξευτήτρας που θα έστελνε ένα γέμισμα υψηλού εκρηκτικού (ΗΕ: High Explosive) με αρκετή ακρίβεια ώστε να στοχεύει ένα παράθυρο κτηρίου ή μια “φωλιά” πολυβόλου.
Κατέληξαν σε ένα βλήμα διαμέτρου 40mm. Το γέμισμα περιβαλλόταν από ένα μεταλλικό, θραυσματοποιημένο κάλυμμα. Με την πρόσκρουση, ένας πυροκροτητής ενεργοποιούσε το εκρηκτικό στέλνοντας περίπου 400 θραύσματα σε ακτίνα 5 μέτρων. Για την ασφάλεια του χειριστή, ο μηχανισμός ενεργοποιούνταν δια της περιστροφής του βλήματος σε απόσταση περίπου 30 μέτρων από την κάνη.
Η τεχνική πρόκληση που αντιμετώπιζαν οι σχεδιαστές ήταν να μειώσουν την ανάκρουση τόσο, ώστε να την αντέχει ο στρατιώτης. Η λύση ήλθε από μια παλαιότερη πατέντα που εφάρμοζε η γερμανική Rheinmetall στα αντιαρματικά βλήματα.
Λέγεται σύστημα “υψηλής-χαμηλής πίεσης”, Στην ουσία, ο κάλυκας χωρίζεται σε δύο ομόκεντρα διαμερίσματα. Με την πυροδότηση του φυσιγγίου, τα αρχικώς υψηλής πίεσης αέρια περνούν μέσα από τρύπες στον εξωτερικό θάλαμο και χάνουν την πίεσης τους καθώς επεκτείνονται.
Αυτή η χρονική καθυστέρηση, μοιράζει την πίεση σε μεχαλύτερο διάστημα και τη συγκρατεί σε ανεκτά όρια. Το μειονέκτημα της είναι η πολύ χαμηλή ταχύτητα του βλήματος (δε ξεπερνά τα 76 μέτρα ανά δευτερόλεπτο) και η πολύ μεγάλη καμπύλη τροχιά του. Έτσι η βομβίδα παρομοιαζόταν από τους δοκιμαστές με “μπαλάκι του γκόλφ” που ταξιδεύει προς το στόχο.
Ένα τεράστιο μονόκανο
Το κρατικό εργοστάσιο Springfield Armory αλλά και το κέντρο ερευνών ειδικού πολέμου, μελέτησαν αρκετά σχέδια όπλων που θα εκτόξευαν τη νέα βομβίδα. Μερικά χρησιμοποιούσαν γεμιστήρες, ένα ήταν μια μεγεθυμένη καραμπίνα τύπου “χράπα-χρούπα”, αλλά καμία λύση δεν ήταν αρκετά αξιόπιστη. Επιπλέον ο όγκος και το βάρος ήταν αποτρεπτικά.
Τελικά, ο σχεδιαστής Roy Rayles πρότεινε ένα απλό εκτοξευτήρα μονής βολής.
Μηχανικά πρόκειται για ένα όπλο που ακολουθεί τη γραμμή των μονόσφαιρων λειόκανων, αλλά σε μια μεγαλύτερη κλίμακα που επιβάλλει ο κάλυκας των 40Χ46mm. Διακρίνεται σε τρία μέρη: τον κορμό, την κάνη και το κοντάκι.
Ο ατσάλινος κορμός περιλαμβάνει το μηχανισμό της σκανδάλης και τον επικρουστήρα.
Ένα κουμπί μπροστά από τη σκανδαλοθήκη επιτρέπει το άνοιγμα του φυλακτήρα ώστε να γίνεται βολή από χέρια καλυμμένα με βαριά γάντια. Αυτή η λεπτομέρεια προστέθηκε λόγω της εμπειρίας από τις πολεμικές επιχειρήσεις στις χιονισμένες Αρδένες και αργότερα την Κορέα.
Ένας μοχλός τύπου “πεταλούδας”, παρόμοιος με αυτούς που συναντάμε στα δίκανα και μονόκανα τουφέκια ανοίγει τη θαλάμη για να εισαχθεί ένα φυσίγγιο. Ένας εξολκέας στο κάτω μέρος της θαλάμης θα ανυψώσει τον άδειο κάλυκα για να απορριφθεί μετά τη βολή.
Η χαμηλή πίεση του φυσιγγίου επέτρεψε στους μηχανικούς να φτιάξουν τη ραβδωτή κάνη από αλουμίνιο.
Έτσι το συνολικό βάρος του Μ79 είναι μόνο 2,7 κιλά. Με μήκος 73 εκατοστά, μεταφερόταν εύκολα περασμένο με έναν αορτήρα στους ώμους των “βομβιστών”. Οι στρατιώτες μετέφεραν και είκοσι βλήματα. Το στόχαστρο βρίσκεται πάνω στην κάνη και είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο σε σύγκριση με την -κατά τα λοιπά – απλοϊκή κατασκευή του εκτοξευτήρα. Αυτό συμβαίνει διότι η καμπύλη τροχιά υπαγορεύει μια πολύ μεγάλη κλίμακα ανύψωσης, ώστε τα βλήματα να φτάσουν 350 με 400 μέτρα μακρυά.
Η βαθμονόμηση και οι ρυθμίσεις είναι τόσο λεπτομερείς, ώστε ένας καλός βομβιστής να μπορεί να στέλνει τα βλήματα μέσα από τα παράθυρα ενός κτηρίου σε αυτή την απόσταση.
Το “ανάποδο κοντάκιο”
Το χαρακτηριστικότερο οπτικό γνώρισμα του Μ79 είναι το ασυνήθιστο σχήμα του κοντακίου.
Θυμίζει το αντίστοιχο ενός κυνηγετικού όπλου, το οποίο υπέστη “εξάρθρωση”.
Ο λόγος είναι πως το κοντάκιο είναι βασικό μέρος του συστήματος σκόπευσης.
Η ανάποδη κλίση στο “χτένι” (το σημείο όπου ακουμπά το μάγουλο του χειριστή) επιτρέπει την ευθυγράμμιση των σκόπευτρων. Η γωνία αυτή επιβάλλεται και πάλι από την τροχιά του βλήματος των 40mm.
Χρήση
Το Μ79 έκανε το ντεμπούτο του στον πόλεμο του Βιετνάμ. Πάνω από 35.000 παραδόθηκαν στον αμερικανικό στρατό και αργότερα μοιράστηκαν ως βοήθεια στους νατοϊκούς συμμάχους. Κάπως έτσι βρέθηκε και στον Ε.Σ., όπου διατηρείται ακόμη στο οπλοστάσιο του πεζικού. Οι εκρηκτικές βομβίδες λειτουργούν ως “μίνι όλμοι”, αλλά υπήρξαν και άλλες γομώσεις που αναπτύχθηκαν. Φωτιστικά βλήματα, εμπρηστικά με λευκό φώσφορο και καπνογόνα ήταν μερικά από αυτά.
Το μειονέκτημα που αποκαλύφθηκε κατά την υπηρεσία του Μ79, ήταν πως ο βομβιστής ήταν εκτεθειμένος σε ξαφνικές επιθέσεις από μικρή απόσταση, αφού το όπλο του είναι “άχρηστο” κάτω από τα 30 μέτρα.
Έγινε μία προσπάθεια οι στρατιώτες αυτοί να μεταφέρουν και πιστόλια για αυτοάμυνα, αλλά και πάλι δεν μπορούσαν να συμμετέχουν στη μάχη ικανοποιητικά. Τελικά η λύση που επικράτησε ήταν να έχουν επιπλέον και ένα τυφέκιο, επιβαρυνόμενοι με το έξτρα βάρος. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε στην ανάπτυξη βομβιδοβόλων που ενσωματώνονται πάνω στο τυφέκιο, όπως το Μ203, το οποίο σταδιακά αντικατέστησε το αυτόνομο Μ79. Είναι βολικότερα και μειώνουν το συνολικό βάρος, αλλά δεν αγγίζουν την ευστοχία του παλιότερου συστήματος.
www.bankingnews.gr
Είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις του πεδίου μάχης, από τις οχυρωμένες θέσεις των πολυβόλων μέχρι τα θωρακισμένα οχήματα και ότι άλλο έχει προετοιμάσει η εχθρική διάταξη μάχης.
Τα όπλα όμως που μπορεί να αντιπαραθέσει, περιορίζονται από τον όγκο και βάρος που δύναται να μεταφέρει.
Μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, οι Αμερικανοί ερευνούσαν την πιθανότητα να αυξήσουν τη δύναμη πυρός του πεζικάριου.
Βέβαια υπήρχαν οι οπλοβομβίδες, οι όλμοι των 60mm και τα αντιαρματικά Bazooka, αλλά καμία από αυτές τις λύσεις δεν ήταν πραγματικά φορητή και ευέλικτη για χρήση από μόνο έναν άνδρα.
Οραματίστηκαν ένα ατομικό όπλο, όχι βαρύτερο από ένα τουφέκι, το οποίο θα εκτόξευε ένα εκρηκτικό βλήμα. Θα έπρεπε να καλύπτει το κενό μεταξύ των 25 μέτρων των χειροβομβίδων και των 800+ μέτρων των όπλων καμπύλης τροχιάς.
Εκτοξεύοντας μπαλάκια του γκολφ
Αυτό που αναζητούσε ο στρατός ήταν ένας εκτοξευτήτρας που θα έστελνε ένα γέμισμα υψηλού εκρηκτικού (ΗΕ: High Explosive) με αρκετή ακρίβεια ώστε να στοχεύει ένα παράθυρο κτηρίου ή μια “φωλιά” πολυβόλου.
Κατέληξαν σε ένα βλήμα διαμέτρου 40mm. Το γέμισμα περιβαλλόταν από ένα μεταλλικό, θραυσματοποιημένο κάλυμμα. Με την πρόσκρουση, ένας πυροκροτητής ενεργοποιούσε το εκρηκτικό στέλνοντας περίπου 400 θραύσματα σε ακτίνα 5 μέτρων. Για την ασφάλεια του χειριστή, ο μηχανισμός ενεργοποιούνταν δια της περιστροφής του βλήματος σε απόσταση περίπου 30 μέτρων από την κάνη.
Η τεχνική πρόκληση που αντιμετώπιζαν οι σχεδιαστές ήταν να μειώσουν την ανάκρουση τόσο, ώστε να την αντέχει ο στρατιώτης. Η λύση ήλθε από μια παλαιότερη πατέντα που εφάρμοζε η γερμανική Rheinmetall στα αντιαρματικά βλήματα.
Λέγεται σύστημα “υψηλής-χαμηλής πίεσης”, Στην ουσία, ο κάλυκας χωρίζεται σε δύο ομόκεντρα διαμερίσματα. Με την πυροδότηση του φυσιγγίου, τα αρχικώς υψηλής πίεσης αέρια περνούν μέσα από τρύπες στον εξωτερικό θάλαμο και χάνουν την πίεσης τους καθώς επεκτείνονται.
Αυτή η χρονική καθυστέρηση, μοιράζει την πίεση σε μεχαλύτερο διάστημα και τη συγκρατεί σε ανεκτά όρια. Το μειονέκτημα της είναι η πολύ χαμηλή ταχύτητα του βλήματος (δε ξεπερνά τα 76 μέτρα ανά δευτερόλεπτο) και η πολύ μεγάλη καμπύλη τροχιά του. Έτσι η βομβίδα παρομοιαζόταν από τους δοκιμαστές με “μπαλάκι του γκόλφ” που ταξιδεύει προς το στόχο.
Ένα τεράστιο μονόκανο
Το κρατικό εργοστάσιο Springfield Armory αλλά και το κέντρο ερευνών ειδικού πολέμου, μελέτησαν αρκετά σχέδια όπλων που θα εκτόξευαν τη νέα βομβίδα. Μερικά χρησιμοποιούσαν γεμιστήρες, ένα ήταν μια μεγεθυμένη καραμπίνα τύπου “χράπα-χρούπα”, αλλά καμία λύση δεν ήταν αρκετά αξιόπιστη. Επιπλέον ο όγκος και το βάρος ήταν αποτρεπτικά.
Τελικά, ο σχεδιαστής Roy Rayles πρότεινε ένα απλό εκτοξευτήρα μονής βολής.
Μηχανικά πρόκειται για ένα όπλο που ακολουθεί τη γραμμή των μονόσφαιρων λειόκανων, αλλά σε μια μεγαλύτερη κλίμακα που επιβάλλει ο κάλυκας των 40Χ46mm. Διακρίνεται σε τρία μέρη: τον κορμό, την κάνη και το κοντάκι.
Ο ατσάλινος κορμός περιλαμβάνει το μηχανισμό της σκανδάλης και τον επικρουστήρα.
Ένα κουμπί μπροστά από τη σκανδαλοθήκη επιτρέπει το άνοιγμα του φυλακτήρα ώστε να γίνεται βολή από χέρια καλυμμένα με βαριά γάντια. Αυτή η λεπτομέρεια προστέθηκε λόγω της εμπειρίας από τις πολεμικές επιχειρήσεις στις χιονισμένες Αρδένες και αργότερα την Κορέα.
Ένας μοχλός τύπου “πεταλούδας”, παρόμοιος με αυτούς που συναντάμε στα δίκανα και μονόκανα τουφέκια ανοίγει τη θαλάμη για να εισαχθεί ένα φυσίγγιο. Ένας εξολκέας στο κάτω μέρος της θαλάμης θα ανυψώσει τον άδειο κάλυκα για να απορριφθεί μετά τη βολή.
Η χαμηλή πίεση του φυσιγγίου επέτρεψε στους μηχανικούς να φτιάξουν τη ραβδωτή κάνη από αλουμίνιο.
Έτσι το συνολικό βάρος του Μ79 είναι μόνο 2,7 κιλά. Με μήκος 73 εκατοστά, μεταφερόταν εύκολα περασμένο με έναν αορτήρα στους ώμους των “βομβιστών”. Οι στρατιώτες μετέφεραν και είκοσι βλήματα. Το στόχαστρο βρίσκεται πάνω στην κάνη και είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο σε σύγκριση με την -κατά τα λοιπά – απλοϊκή κατασκευή του εκτοξευτήρα. Αυτό συμβαίνει διότι η καμπύλη τροχιά υπαγορεύει μια πολύ μεγάλη κλίμακα ανύψωσης, ώστε τα βλήματα να φτάσουν 350 με 400 μέτρα μακρυά.
Η βαθμονόμηση και οι ρυθμίσεις είναι τόσο λεπτομερείς, ώστε ένας καλός βομβιστής να μπορεί να στέλνει τα βλήματα μέσα από τα παράθυρα ενός κτηρίου σε αυτή την απόσταση.
Το “ανάποδο κοντάκιο”
Το χαρακτηριστικότερο οπτικό γνώρισμα του Μ79 είναι το ασυνήθιστο σχήμα του κοντακίου.
Θυμίζει το αντίστοιχο ενός κυνηγετικού όπλου, το οποίο υπέστη “εξάρθρωση”.
Ο λόγος είναι πως το κοντάκιο είναι βασικό μέρος του συστήματος σκόπευσης.
Η ανάποδη κλίση στο “χτένι” (το σημείο όπου ακουμπά το μάγουλο του χειριστή) επιτρέπει την ευθυγράμμιση των σκόπευτρων. Η γωνία αυτή επιβάλλεται και πάλι από την τροχιά του βλήματος των 40mm.
Χρήση
Το Μ79 έκανε το ντεμπούτο του στον πόλεμο του Βιετνάμ. Πάνω από 35.000 παραδόθηκαν στον αμερικανικό στρατό και αργότερα μοιράστηκαν ως βοήθεια στους νατοϊκούς συμμάχους. Κάπως έτσι βρέθηκε και στον Ε.Σ., όπου διατηρείται ακόμη στο οπλοστάσιο του πεζικού. Οι εκρηκτικές βομβίδες λειτουργούν ως “μίνι όλμοι”, αλλά υπήρξαν και άλλες γομώσεις που αναπτύχθηκαν. Φωτιστικά βλήματα, εμπρηστικά με λευκό φώσφορο και καπνογόνα ήταν μερικά από αυτά.
Το μειονέκτημα που αποκαλύφθηκε κατά την υπηρεσία του Μ79, ήταν πως ο βομβιστής ήταν εκτεθειμένος σε ξαφνικές επιθέσεις από μικρή απόσταση, αφού το όπλο του είναι “άχρηστο” κάτω από τα 30 μέτρα.
Έγινε μία προσπάθεια οι στρατιώτες αυτοί να μεταφέρουν και πιστόλια για αυτοάμυνα, αλλά και πάλι δεν μπορούσαν να συμμετέχουν στη μάχη ικανοποιητικά. Τελικά η λύση που επικράτησε ήταν να έχουν επιπλέον και ένα τυφέκιο, επιβαρυνόμενοι με το έξτρα βάρος. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε στην ανάπτυξη βομβιδοβόλων που ενσωματώνονται πάνω στο τυφέκιο, όπως το Μ203, το οποίο σταδιακά αντικατέστησε το αυτόνομο Μ79. Είναι βολικότερα και μειώνουν το συνολικό βάρος, αλλά δεν αγγίζουν την ευστοχία του παλιότερου συστήματος.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών