Ήταν αγαπητό από όσους το χρησιμοποίησαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και για τα επόμενα 40 χρόνια
Μια ταραγμένη εποχή.
Στο τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου η Ιταλία είχε μια καταστραμμένη οικονομία. Είχε δεχτεί εισβολή από τους Συμμάχους και βομβαρδισμούς που άφησαν πληγές, υλικές και σε ανθρώπινες ζωές. Όμως συγκριτικά με τα άλλα μέλη του Άξονα (ιδιαίτερα τη Γερμανία και την Ιαπωνία) βρισκόταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση.
Η ξαφνική μεταστροφή από το ένα στρατόπεδο στο άλλο και η σύλληψη του Μουσολίνι από το στρατηγό Μπαντόλιο έδρασε ως “κολυμβύθρα του Σιλωάμ”. Η χώρα που λειτούργησε επί δύο δεκαετίες υπό το Φασισμό και υπήρξε ο ιδεολογικός φάρος του Χίτλερ, έλαβε άφεση αμαρτιών.
Προφανώς στην πολιτική δεν υπάρχουν σταθερές. Οι Ιταλοί πολιτικοί απέδρασαν πρώτοι από το βυθιζόμενο πλοίο και η χώρα διέφυγε της ολοκληρωτικής συντριβής.
Οι Αμερικανοί καταλάβαιναν πως η βιομηχανική βάση της Ιταλίας θα ήταν κλειδί στην επικείμενη νέα μάχη κατά του Κομμουνισμού και ανάχωμα απέναντι στη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία και την Ελλάδα που “έγερναν” προς την ΕΣΣΔ. Αποφάσισαν να τη διασώσουν.
Η Beretta, έλαβε ως βοήθεια εξοπλισμό και μηχανήματα για την κατασκευή τυφεκίων Μ1 Garand. Μαζί ήρθαν και οι συμβάσεις για ανακατασκευή μεγάλου μέρους των αποθεμάτων Μ1 που συλλέγονταν από τα πεδία μαχών της Ευρώπης, επιδιορθώνονταν και δίνονταν ως δωρεάν στρατιωτική βοήθεια.
Κάντο όπως οι Ιταλοί
Οι ένοπλες δυνάμεις της Ιταλίας παρέλαβαν εκατοντάδες χιλιάδες Μ1 Garand σε διαμέτρημα 30-06 Spr. αντικαθιστώντας τον παλιότερο εγχώριο εξοπλισμό. Το διασημο τουφέκι, αν και έχαιρε εκτίμησης για την ισχύ και την αξιοπιστία του, ήταν ήδη απαρχαιωμένο.
Οι Αμερικανοί, από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 αναζητούσαν τρόπους να ξεπεράσουν τα μειονεκτήματα του, ειδικά το μεγάλο βάρος, το μήκος και την εσωτερική αποθήκη με τα 8 φυσίγγια. Οι προσπάθειες αυτές θα οδηγούσαν το 1956 στο Μ14, ένα όπλο παρόμοιας σχεδίασης που δεχόταν αποσπώμενους γεμιστήρες 20 φυσιγγίων. Φτιαγμένο για το βραχύτερο διαμέτρημα 7,62Χ51mm (.308 Win.) το Μ14 είχε οριακά βραχύτερο σκελετό και ένα βελτιωμένο σύστημα αερίων.
Η κύρια διαφορά ήταν η εκτέλεση αυτομάτων ριπών, στοιχείο που αποδείχτηκε πρακτικά “άχρηστο”.
Ενώ οι Αμερικανοί χρειάστηκαν 10 χρόνια για να καταλήξουν σε ένα βελτιωμένο Μ1 Garand, οι Ιταλοί πήραν μια συντομότερη οδό.
Χρησιμοποίησαν τον κορμό του Garand (τα πρώτα ΒΜ59 ήταν ανακατασκευασμένα Μ1), διατηρώντας την ίδια σκανδάλη, κοντάκιο, μοχλό όπλισης και στόχαστρα.
Ο μηχανικός της Beretta Ντομίνικο Σάλζα βρήκε ένα τρόπο ώστε ο κορμός να δεχτεί ένα τεράγωνο γεμιστήρα που στένευε στο επάνω μέρος για να χωρά στις υπάρχουσες διαστάσεις. Ένας οδηγός στο άνοιγμα του κλείστρου επέτρεπε τη μερική αναπλήρωση του γεμιστήρα από μεταλλικά κλιπ των πέντε φυσιγγίων.
Η κάνη κόντυνε στα 49 εκατοστά, κάνοντας το τυφέκιο λίγο πιο διαχειρίσιμο. Αργότερα παρουσιάστηκαν και δύο εκδόσεις με αναδιπλούμενο κοντάκι: μια για τους Αλπινιστές (ITAL ΤΑ: Truppe Alpine) και μια για τους Αερομεταφερόμενους στρατιώτες (ITAL- Para).
Το κόστος ανάπτυξης ήταν σημαντικά μικρότερο και σε 5 περίπου χρόνια τα πρώτα ΒΜ59 παραδίδονταν στο στρατό. Ακόμη σπουδαιότερο οι Ιταλοί μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τα περισσότερα μηχανήματα παραγωγής του Μ1 και να εξοικονομήσουν χρήματα από τα υπάρχοντα ανταλλακτικά.
Ενδιαφέρουσες λεπτομέρεις
Μπορεί να έμοιαζε με ένα φθηνότερο Μ14, αλλά περιείχε πολλή μελέτη και έξυπνες λύσεις, τις οποίες οι Ιταλοί εφάρμοσαν στο παλιό αμερικανικό πρότυπο. Σπουδαιότερη ήταν η αλλαγή του πιστονιού αερίων που απέκτησε μια βαλβίδα αποκλεισμού. Όταν ο στρατιώτης ήθελε να εκτοξεύσει οπλοβομβίδες, ύψωνε το ενσωματωμένο σκόπευτρο που ήταν ταυτόχρονα και κλειδί της βαλβίδας. Αυτό έφραζε το πιστόνι, διοχετεύοντας όλο το αέριο στην κάνη.
Πάνω στο ίδιο απάρτιο υπήρχε και η βάση για το δίποδα, ο οποίος αναδιπλωνόταν κατά μήκος του φυλακτήρα της κάνης.
Οι Ιταλοί ανακάλυψαν (όπως και οι Αμερικανοί με το Μ14) πως το διαμέτρημα 7,62mm δεν ήταν ανεξέλγκτο σε ριπές. Ο δίποδας ήταν μια προσπάθεια για ελεγχόμενο πυρ, τουλάχιστον από πρηνή θέση. Για τον ίδιο λόγο πρόσθεσαν και μια πιστολοειδή λαβή, τουλάχιστον στα μοντέλα με αναδιπλούμενο κοντάκι και στην προτεινόμενη έκδοση οπλοπολυβόλου που δεν υιοθέτησε ο στρατός (πολύ σοφότερα επέλεξαν μια έκδοση του MG3).
Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο του BM59 που το ξεχωρίζει οπτικά από το Μ1 είναι ο “Τριπλός Φλογοκρύπτης”, μια συσκευή στο στόμιο της κάνης που εκτελούσε τρεις διαφορετικές λειτουργίες. Προφανώς μείωνε τη λάμψη της βολής, κατεύθυνε τα αέρια περιμετρικά για να μετριάσει την αναπήδηση της κάνης και λειτουργούσε ως υποδοχή για τις οπλοβομβίδες ENERGA 75mm που χρησιμοποιούσε μαζικά ο ιταλικός στρατός.
Συνωνυμία
Αν και το όπλο είναι ευρέως γνωστό ως ITAL ΒΜ59, στον ιταλικό στρατό ήταν γνωστό “Fucile Automatico Leggero” (Τυφέκιο Αυτόματο, Ελαφρό) που είναι το ίδιο ακριβώς ακρωνύμιο του διάσημου FN FAL. Πρακτικά κάλυψαν την ίδια ανάγκη για ένα αυτόματο, ατομικό τουφέκι 7,62mm την ίδια εποχή. Μόνο που το βελγικό όπλο έγινε εμπορική επιτυχία διεθνώς, ενώ η ιταλική λύση “ανάγκης” χρησιμοποιήθηκε από ελάχιστες χώρες . Αυτό δε το καθιστά λιγότερο ικανό.
Ήταν αγαπητό από όσους το χρησιμοποίησαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και για τα επόμενα 40 χρόνια. Με την επικράτηση του 5,56Χ45mm στο ΝΑΤΟ, αντικαταστάθηκε απο το AR70/90. Μια-δυο ιταλικές βιοτεχνίες αγοράζουν τα πλεονάσματα του στρατού και αφού τα μετατρέπουν (αφαιρώντας τη δυνατότητα αυτόματης βολής), τα διαθέτουν για σκοποβολή και κυνήγι. Έτσι, το ΒΜ59 έχει αποκτήσει μια δεύτερη ζωή.
www.bankingnews.gr
Στο τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου η Ιταλία είχε μια καταστραμμένη οικονομία. Είχε δεχτεί εισβολή από τους Συμμάχους και βομβαρδισμούς που άφησαν πληγές, υλικές και σε ανθρώπινες ζωές. Όμως συγκριτικά με τα άλλα μέλη του Άξονα (ιδιαίτερα τη Γερμανία και την Ιαπωνία) βρισκόταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση.
Η ξαφνική μεταστροφή από το ένα στρατόπεδο στο άλλο και η σύλληψη του Μουσολίνι από το στρατηγό Μπαντόλιο έδρασε ως “κολυμβύθρα του Σιλωάμ”. Η χώρα που λειτούργησε επί δύο δεκαετίες υπό το Φασισμό και υπήρξε ο ιδεολογικός φάρος του Χίτλερ, έλαβε άφεση αμαρτιών.
Προφανώς στην πολιτική δεν υπάρχουν σταθερές. Οι Ιταλοί πολιτικοί απέδρασαν πρώτοι από το βυθιζόμενο πλοίο και η χώρα διέφυγε της ολοκληρωτικής συντριβής.
Οι Αμερικανοί καταλάβαιναν πως η βιομηχανική βάση της Ιταλίας θα ήταν κλειδί στην επικείμενη νέα μάχη κατά του Κομμουνισμού και ανάχωμα απέναντι στη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία και την Ελλάδα που “έγερναν” προς την ΕΣΣΔ. Αποφάσισαν να τη διασώσουν.
Η Beretta, έλαβε ως βοήθεια εξοπλισμό και μηχανήματα για την κατασκευή τυφεκίων Μ1 Garand. Μαζί ήρθαν και οι συμβάσεις για ανακατασκευή μεγάλου μέρους των αποθεμάτων Μ1 που συλλέγονταν από τα πεδία μαχών της Ευρώπης, επιδιορθώνονταν και δίνονταν ως δωρεάν στρατιωτική βοήθεια.
Κάντο όπως οι Ιταλοί
Οι ένοπλες δυνάμεις της Ιταλίας παρέλαβαν εκατοντάδες χιλιάδες Μ1 Garand σε διαμέτρημα 30-06 Spr. αντικαθιστώντας τον παλιότερο εγχώριο εξοπλισμό. Το διασημο τουφέκι, αν και έχαιρε εκτίμησης για την ισχύ και την αξιοπιστία του, ήταν ήδη απαρχαιωμένο.
Οι Αμερικανοί, από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 αναζητούσαν τρόπους να ξεπεράσουν τα μειονεκτήματα του, ειδικά το μεγάλο βάρος, το μήκος και την εσωτερική αποθήκη με τα 8 φυσίγγια. Οι προσπάθειες αυτές θα οδηγούσαν το 1956 στο Μ14, ένα όπλο παρόμοιας σχεδίασης που δεχόταν αποσπώμενους γεμιστήρες 20 φυσιγγίων. Φτιαγμένο για το βραχύτερο διαμέτρημα 7,62Χ51mm (.308 Win.) το Μ14 είχε οριακά βραχύτερο σκελετό και ένα βελτιωμένο σύστημα αερίων.
Η κύρια διαφορά ήταν η εκτέλεση αυτομάτων ριπών, στοιχείο που αποδείχτηκε πρακτικά “άχρηστο”.
Ενώ οι Αμερικανοί χρειάστηκαν 10 χρόνια για να καταλήξουν σε ένα βελτιωμένο Μ1 Garand, οι Ιταλοί πήραν μια συντομότερη οδό.
Χρησιμοποίησαν τον κορμό του Garand (τα πρώτα ΒΜ59 ήταν ανακατασκευασμένα Μ1), διατηρώντας την ίδια σκανδάλη, κοντάκιο, μοχλό όπλισης και στόχαστρα.
Ο μηχανικός της Beretta Ντομίνικο Σάλζα βρήκε ένα τρόπο ώστε ο κορμός να δεχτεί ένα τεράγωνο γεμιστήρα που στένευε στο επάνω μέρος για να χωρά στις υπάρχουσες διαστάσεις. Ένας οδηγός στο άνοιγμα του κλείστρου επέτρεπε τη μερική αναπλήρωση του γεμιστήρα από μεταλλικά κλιπ των πέντε φυσιγγίων.
Η κάνη κόντυνε στα 49 εκατοστά, κάνοντας το τυφέκιο λίγο πιο διαχειρίσιμο. Αργότερα παρουσιάστηκαν και δύο εκδόσεις με αναδιπλούμενο κοντάκι: μια για τους Αλπινιστές (ITAL ΤΑ: Truppe Alpine) και μια για τους Αερομεταφερόμενους στρατιώτες (ITAL- Para).
Το κόστος ανάπτυξης ήταν σημαντικά μικρότερο και σε 5 περίπου χρόνια τα πρώτα ΒΜ59 παραδίδονταν στο στρατό. Ακόμη σπουδαιότερο οι Ιταλοί μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τα περισσότερα μηχανήματα παραγωγής του Μ1 και να εξοικονομήσουν χρήματα από τα υπάρχοντα ανταλλακτικά.
Ενδιαφέρουσες λεπτομέρεις
Μπορεί να έμοιαζε με ένα φθηνότερο Μ14, αλλά περιείχε πολλή μελέτη και έξυπνες λύσεις, τις οποίες οι Ιταλοί εφάρμοσαν στο παλιό αμερικανικό πρότυπο. Σπουδαιότερη ήταν η αλλαγή του πιστονιού αερίων που απέκτησε μια βαλβίδα αποκλεισμού. Όταν ο στρατιώτης ήθελε να εκτοξεύσει οπλοβομβίδες, ύψωνε το ενσωματωμένο σκόπευτρο που ήταν ταυτόχρονα και κλειδί της βαλβίδας. Αυτό έφραζε το πιστόνι, διοχετεύοντας όλο το αέριο στην κάνη.
Πάνω στο ίδιο απάρτιο υπήρχε και η βάση για το δίποδα, ο οποίος αναδιπλωνόταν κατά μήκος του φυλακτήρα της κάνης.
Οι Ιταλοί ανακάλυψαν (όπως και οι Αμερικανοί με το Μ14) πως το διαμέτρημα 7,62mm δεν ήταν ανεξέλγκτο σε ριπές. Ο δίποδας ήταν μια προσπάθεια για ελεγχόμενο πυρ, τουλάχιστον από πρηνή θέση. Για τον ίδιο λόγο πρόσθεσαν και μια πιστολοειδή λαβή, τουλάχιστον στα μοντέλα με αναδιπλούμενο κοντάκι και στην προτεινόμενη έκδοση οπλοπολυβόλου που δεν υιοθέτησε ο στρατός (πολύ σοφότερα επέλεξαν μια έκδοση του MG3).
Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο του BM59 που το ξεχωρίζει οπτικά από το Μ1 είναι ο “Τριπλός Φλογοκρύπτης”, μια συσκευή στο στόμιο της κάνης που εκτελούσε τρεις διαφορετικές λειτουργίες. Προφανώς μείωνε τη λάμψη της βολής, κατεύθυνε τα αέρια περιμετρικά για να μετριάσει την αναπήδηση της κάνης και λειτουργούσε ως υποδοχή για τις οπλοβομβίδες ENERGA 75mm που χρησιμοποιούσε μαζικά ο ιταλικός στρατός.
Συνωνυμία
Αν και το όπλο είναι ευρέως γνωστό ως ITAL ΒΜ59, στον ιταλικό στρατό ήταν γνωστό “Fucile Automatico Leggero” (Τυφέκιο Αυτόματο, Ελαφρό) που είναι το ίδιο ακριβώς ακρωνύμιο του διάσημου FN FAL. Πρακτικά κάλυψαν την ίδια ανάγκη για ένα αυτόματο, ατομικό τουφέκι 7,62mm την ίδια εποχή. Μόνο που το βελγικό όπλο έγινε εμπορική επιτυχία διεθνώς, ενώ η ιταλική λύση “ανάγκης” χρησιμοποιήθηκε από ελάχιστες χώρες . Αυτό δε το καθιστά λιγότερο ικανό.
Ήταν αγαπητό από όσους το χρησιμοποίησαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και για τα επόμενα 40 χρόνια. Με την επικράτηση του 5,56Χ45mm στο ΝΑΤΟ, αντικαταστάθηκε απο το AR70/90. Μια-δυο ιταλικές βιοτεχνίες αγοράζουν τα πλεονάσματα του στρατού και αφού τα μετατρέπουν (αφαιρώντας τη δυνατότητα αυτόματης βολής), τα διαθέτουν για σκοποβολή και κυνήγι. Έτσι, το ΒΜ59 έχει αποκτήσει μια δεύτερη ζωή.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών