Την ανάγκη συνεργασίας μέσω κοινών προγραμμάτων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα πολλοί είναι εκείνοι που την επικαλούνται, όμως στην πράξη στην πράξη οι όποιες κινήσεις γίνονται θυμίζουν αραμπά.
Στην ασφαλιστική αγορά πολλά είναι τα βήματα που θα μπορούσαν να γίνουν σε πολυεπίπεδο πλέγμα για την αντιμετώπιση διαφόρων καταστροφικών, για την οικονομία και την παραγωγή φαινομένων, όμως παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει υποσχεθεί κίνητρα και συνέργειες στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, μέχρι στιγμής οι υποσχέσεις αυτές μένουν στα λόγια.
Στη χώρα μας για παράδειγμα, δεν υπήρχαν συμβόλαια κάλυψης επιχειρήσεων έναντι του κινδύνου διακοπής των εργασιών τους, οπότε οι εγχώριες ασφαλιστικές εταιρείες δεν κλήθηκαν να πληρώσουν τέτοιες ζημιές και οι τουριστικές επιχειρήσεις έμειναν οικονομικά εκτεθειμένες και στην ουσία ξεκρέμαστες από τις επιπτώσεις του κορωνοϊού, επαφιόμενες στην όποια κρατική ενίσχυση.
Το ίδιο ισχύει και για τις φυσικές καταστροφές. Στις πρόσφατες μεγάλες καταστροφές στην κεντρική Εύβοιας, στη Μάνδρα και στο Μάτι, δόθηκαν μεγάλες αποζημιώσεις σε κατοικίες που ήταν ασφαλισμένες κυρίως για τα ακίνητα που έχουν αγοραστεί μέσα από τραπεζικό δανεισμό όπου η ασφαλιστική κάλυψη αποτελεί προϋπόθεση για τη λήψη δανείου.
Επίσης, ο Έλληνας είναι αυτός που πληρώνει το υψηλότερο ποσοστό των δαπανών υγείας (5,7 δις το 2020) από την τσέπη του σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, καθώς οι σχετικές κρατικές δαπάνες μειώθηκαν δραστικά.
Ο κατάλογος είναι μακρύς και αντανακλά το γεγονός ότι η ετήσια ασφαλιστική παραγωγή στην Ελλάδα ανέρχεται μόλις στο 2% του ΑΕΠ, ενώ στα περισσότερα άλλα κράτη της Ευρώπης το ποσοστό αυτό είναι υπερδιπλάσιο.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, υπάρχει μπαράζ προτάσεων από φορείς και παράγοντες του ασφαλιστικού κλάδου για τη θέσπιση φορολογικών κινήτρων, με στόχο όχι μόνο την τόνωση της αγοράς αλλά και το μακροπρόθεσμο συμφέρον της χώρας.
Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν πως ακόμη και αν το κράτος αφαιρούσε τα ασφάλιστρα υγείας και κατοικίας από το φορολογητέο εισόδημα σε άτομα μικρομεσαίων οικονομικών δυνατοτήτων, δεν θα έχανε φορολογικά έσοδα, με δεδομένο ότι:
- Υπάρχουν σημαντικές επιβαρύνσεις έμμεσων φόρων στα συμβόλαια κατοικίας και υγείας.
- Το κράτος θα εισπράξει επιπλέον φόρους από ασφαλιστικές εταιρείες και διαμεσολαβητές λόγω των αυξημένων εργασιών τους.
- Το Ελληνικό Δημόσιο θα απαλλαγεί από πακέτα στήριξης τα οποία σήμερα καταβάλλει σε περιπτώσεις θεομηνιών και άλλων φυσικών καταστροφών για την αποκατάσταση των ζημιών σε κατοικίες και περίθαλψη.
Φορολογικά κίνητρα ζητούνται και στο μέτωπο των συνταξιοδοτικών-αποταμιευτικών προγραμμάτων, με στόχο την τόνωση της μακροπρόθεσμης αποταμίευσης των πολιτών. Σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, τα φορολογικά κίνητρα θα μπορούν να έχουν και οπισθοβαρή χαρακτήρα, προκειμένου το Ελληνικό Δημόσιο να μπορέσει να τα ικανοποιήσει σε περιβάλλον δημοσιονομικής στενότητας. Μπορεί δηλαδή τα κίνητρα να δοθούν μετά το πέμπτο έτος ενός πολυετούς συνταξιοδοτικού-αποταμιευτικού συμβολαίου. Επιπλέον, τα ποσά που θα συγκεντρωθούν ως αποθεματικά θα μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν την υλοποίηση σημαντικών επενδύσεων στην ελληνική οικονομία.
Κινήσεις τύπου ΣΔΙΤ φαίνεται να είναι επιθυμητές και από τις δύο πλευρές, πλην όμως ο πολυδιαφημισμένος διάλογος δεν έχει ξεκινήσει ακόμη, παρά το ότι η παρούσα κυβέρνηση που προεκλογικά τον είχε υποσχεθεί, σήμερα διάγει το δεύτερο έτος της θητείας της.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών