Τελευταία Νέα
Τραπεζικά νέα

Στουρνάρας (ΤτΕ): Ο τραπεζικός δανεισμός θα παραμείνει περιορισμένος έως τα stress test - Αναγκαία η χρηματοδότηση των παραγωγικών δυνάμεων

Στουρνάρας (ΤτΕ): Ο τραπεζικός δανεισμός θα παραμείνει περιορισμένος έως τα stress test - Αναγκαία η χρηματοδότηση των παραγωγικών δυνάμεων
Η επέκταση των πηγών χρηματοδότησης της οικονομίας στις αγορές κεφαλαίων πρέπει να είναι μια από τις βασικές προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής
Στις παραγωγικές δυνάμεις της οικονομίας θα πρέπει να διοχετεύονται οι χρηματοδοτικοί πόροι των ελληνικών τραπεζών, σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ. Στουρνάρα, ο οποίος μιλώντας στο “IMF-Bank of Slovenia High-Level Seminar on Reinvigorating Credit Growth in Central, Eastern, and Southern European Economies” με θέμα: «Μέτρα για την αναζωογόνηση των αγορών πιστώσεων», σκιαγράφησε την πρόοδο του ελληνικού τραπεζικού κλάδου.
Σύμφωνα με τον ίδιο, μετά από την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μας το 2012, ξεκινήσαμε την αναμόρφωση και εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος.
Οι τράπεζες μείωσαν δραστικά την εξάρτησή τους από χρηματοδότηση του Ευρωσυστήματος και σχημάτισαν προβλέψεις έναντι των κινδύνων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Ως εκ τούτου, μπόρεσαν να προσελκύσουν ιδιώτες επενδυτές.
Στις αρχές του έτους, διενεργήθηκαν νέες ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, τα αποτελέσματα των οποίων έτυχαν εξαιρετικά καλής υποδοχής από τις αγορές.
Μετά από τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων των ασκήσεων προσομοίωσης τον Μάρτιο, οι συστημικές τράπεζες προέβησαν σε αυξήσεις κεφαλαίου ύψους 8,3 δισεκ. ευρώ, δηλαδή κατά πολύ υψηλότερες από τις απαιτούμενες, και η έκδοση μετοχών τους υπερκαλύφθηκε σε σημαντικό βαθμό.
Δύο συστημικές τράπεζες έχουν αποπληρώσει τις κρατικές ενισχύσεις που τους είχαν χορηγηθεί υπό τη μορφή προνομιούχων μετοχών, ενώ και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν πλέον ιδιωτική διοίκηση.
Αυτές είναι οι ενδείξεις που απαιτούνται προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη και να τεθούν τα θεμέλια για την υγιή χρηματοδότηση της οικονομίας σε μεταγενέστερη φάση.
Όσον αφορά τη γενικότερη εικόνα, φαίνεται ότι οι τραπεζικές πιστώσεις θα παραμείνουν περιορισμένες, τουλάχιστον έως ότου ολοκληρωθεί η πανευρωπαϊκή άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων και προσαρμοστούν οι τράπεζες στα αποτελέσματά της.
Το βάρος από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στις οικονομίες που έχουν υποστεί βαθιά ύφεση (όπως χαρακτηριστικά η Ελλάδα) θα είναι καίριος παράγοντας που θα περιορίζει τη χορήγηση τραπεζικών πιστώσεων μεσοπρόθεσμα.
Δεδομένου ότι οι πόροι είναι περιορισμένοι, είναι σημαντικό οι τράπεζες να τους χρησιμοποιούν με τρόπο που να βελτιώνει την αποτελεσματικότητα της κατανομής τους.
Με άλλα λόγια, οι πόροι πρέπει να διοχετευθούν στις πλέον παραγωγικές χρήσεις.
Ωστόσο, παρά το σημαντικό ρόλο που θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν οι τράπεζες στην ΕΕ, ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι συμμετέχοντες στην αγορά διαμηνύουν σαφώς ότι υπάρχει επιτακτική ανάγκη να διευρυνθούν οι πηγές μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης στην Ευρώπη.
Η επέκταση των πηγών χρηματοδότησης της οικονομίας στις αγορές κεφαλαίων πρέπει να θεωρείται ως μια από τις βασικές προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής.

«Μέτρα για την αναζωογόνηση των αγορών πιστώσεων»

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση έχει υπονομεύσει την ικανότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη ζώνη του ευρώ να διοχετεύει κεφάλαια προς την πραγματική οικονομία, ιδίως για τη χρηματοδότηση των μακροπρόθεσμων επενδύσεων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Οι τράπεζες στη ζώνη του ευρώ έχουν επηρεαστεί σημαντικά, καθώς η χρηματοπιστωτική κρίση ακολουθήθηκε από κρίση δημόσιου χρέους, η οποία δημιούργησε έναν φαύλο κύκλο αρνητικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ τραπεζικού τομέα και δημόσιων οικονομικών.
Ως εκ τούτου, τα τελευταία έξι χρόνια, οι τραπεζικές πιστώσεις προς την πραγματική οικονομία της ΕΕ, ιδίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έχουν μειωθεί δραματικά.
Η πιστωτική επέκταση, η οποία επιταχυνόταν με διψήφιους ρυθμούς πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, συρρικνώθηκε τα τελευταία έτη.
Η κρίση έπληξε επίσης τις τράπεζες στην κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη, καθώς οι ξένες τράπεζες περιόρισαν τη δραστηριότητά τους στην περιοχή, ενώ η υπερχρέωση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων – απότοκος της πιστωτικής επέκτασης που είχε προηγηθεί – οδήγησε σε ένα σημαντικό και αυξανόμενο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα δάνεια αυτά έφθασαν ή υπερέβησαν το 20% του συνόλου των δανείων.
Κατά συνέπεια, οι ρυθμοί μεταβολής των τραπεζικών πιστώσεων στην περιοχή υποχώρησαν από μέσους ρυθμούς ανόδου άνω του 30% την περίοδο 2003-2008 σε σχεδόν μηδενικούς ή ακόμη και αρνητικούς ρυθμούς αύξησης τα τελευταία έτη.
Οι τραπεζικές πιστώσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες εξαρτώνται έντονα από την τραπεζική χρηματοδότηση, σε αντιδιαστολή προς τις ΗΠΑ, όπου οι κεφαλαιαγορές διαδραματίζουν σημαντικότερο ρόλο στη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Οι οικονομίες της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης χαρακτηρίζονται επίσης από τραπεζοκεντρικά χρηματοπιστωτικά συστήματα, στο πλαίσιο των οποίων οι κεφαλαιαγορές παραμένουν σχετικά λιγότερο ανεπτυγμένες.
Συνεπώς, η απομόχλευση των τραπεζών επηρέασε, σε συνδυασμό με την αυξημένη απροθυμία των επενδυτών να αναλάβουν κινδύνους, την ικανότητα χρηματοδότησης διατηρήσιμης ανάπτυξης σε ολόκληρη την περιοχή.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό που λειτουργεί ανασταλτικά για την οικονομική ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ στην παρούσα φάση είναι η υποτονικότητα των τραπεζικών χορηγήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα γενικότερα και προς τις επιχειρήσεις ειδικότερα.
Αυτό ισχύει τόσο για το σύνολο των χωρών όσο και για πολλές επιμέρους χώρες.
Η κατάσταση φαίνεται καλύτερη στην κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη (με εξαίρεση ίσως την Τουρκία), καθώς η πιστωτική επέκταση παραμένει θετική κατά μέσο όρο, αλλά είναι υπερβολικά ασθενής για να στηρίξει ικανοποιητικούς ρυθμούς διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν χώρες όπως η Βουλγαρία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η ΠΓΔΜ στις οποίες οι πιστώσεις προς τον ιδιωτικό τομέα σημειώνουν μέτρια ανάκαμψη, ενώ άλλες χώρες όπως η Σλοβενία, η Σερβία και – σε μικρότερο βαθμό – η Κροατία και η Ρουμανία εξακολουθούν να καταγράφουν αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής των τραπεζικών πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα και ιδίως τις επιχειρήσεις.
Όπως αναφέρει στην παρουσίαση του ο Fabrizio Coricelli, η ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο μετά από μια χρηματοπιστωτική κρίση, ιδίως όταν έχει προηγηθεί της κρίσης μια περίοδος έξαρσης των πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα.
Στο καίριο άρθρο τους στο επιστημονικό περιοδικό American Economic Review, οι Calvo, Izquierdo και Talvi (2006) παρομοιάζουν την ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό με το θαύμα του (μυθικού πτηνού) φοίνικα που ξαναγεννιέται από τις στάχτες του.
Το φαινόμενο της ανάκαμψης χωρίς τραπεζικό δανεισμό έχει παρατηρηθεί κυρίως σε αναδυόμενες αγορές, αλλά φαίνεται ότι παίζει ρόλο και στις βιομηχανικές χώρες. Σύμφωνα με εμπειρικά στοιχεία, υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα ανάκαμψης χωρίς τραπεζικό δανεισμό όταν η προηγηθείσα ύφεση είναι βαθιά και συμπίπτει με μια τραπεζική κρίση.
Υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες που διαδραματίζουν ρόλο: ο βαθμός στον οποίο η οικονομία είναι ανοικτή σε χρηματοοικονομικές ροές, ο βαθμός εξάρτησής της από τις εξαγωγές, ο βαθμός προσαρμογής των εξωτερικών ελλειμμάτων κατά τη διάρκεια της ύφεσης, καθώς και η κατεύθυνση και το μίγμα της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής.
Στη βιβλιογραφία προτείνονται διάφορες ερμηνείες αυτού του φαινομένου. Μια εξήγηση είναι ότι οι οικονομίες μπορούν να ανακάμψουν χωρίς τραπεζικές πιστώσεις επειδή ο βαθμός χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού είναι χαμηλός κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η ανάκαμψη του προϊόντος κυρίως μέσω της απορρόφησης του αχρησιμοποίητου δυναμικού και όχι μέσω των επενδύσεων.
Μια άλλη εξήγηση είναι ότι, ελλείψει τραπεζικών πιστώσεων, οι επιχειρήσεις προσφεύγουν ολοένα περισσότερο στην εσωτερική χρηματοδότηση και τις εμπορικές πιστώσεις.
Πέραν αυτού, παρόλο που οι τραπεζικές πιστώσεις περιορίζονται, ενδέχεται να γίνει ανακατανομή τους προς όφελος πιο δυναμικών τομέων, επιτρέποντας έτσι την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα με εμπειρική έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος, η πιθανότητα ανάκαμψης χωρίς τραπεζικό δανεισμό εξαρτάται από δύο ακόμη χαρακτηριστικά της οικονομίας:

«Μέτρα για την αναζωογόνηση των αγορών πιστώσεων»

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση έχει υπονομεύσει την ικανότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη ζώνη του ευρώ να διοχετεύει κεφάλαια προς την πραγματική οικονομία, ιδίως για τη χρηματοδότηση των μακροπρόθεσμων επενδύσεων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Οι τράπεζες στη ζώνη του ευρώ έχουν επηρεαστεί σημαντικά, καθώς η χρηματοπιστωτική κρίση ακολουθήθηκε από κρίση δημόσιου χρέους, η οποία δημιούργησε έναν φαύλο κύκλο αρνητικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ τραπεζικού τομέα και δημόσιων οικονομικών.
Ως εκ τούτου, τα τελευταία έξι χρόνια, οι τραπεζικές πιστώσεις προς την πραγματική οικονομία της ΕΕ, ιδίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έχουν μειωθεί δραματικά.
Η πιστωτική επέκταση, η οποία επιταχυνόταν με διψήφιους ρυθμούς πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, συρρικνώθηκε τα τελευταία έτη.
Η κρίση έπληξε επίσης τις τράπεζες στην κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη, καθώς οι ξένες τράπεζες περιόρισαν τη δραστηριότητά τους στην περιοχή, ενώ η υπερχρέωση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων – απότοκος της πιστωτικής επέκτασης που είχε προηγηθεί – οδήγησε σε ένα σημαντικό και αυξανόμενο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα δάνεια αυτά έφθασαν ή υπερέβησαν το 20% του συνόλου των δανείων.
Κατά συνέπεια, οι ρυθμοί μεταβολής των τραπεζικών πιστώσεων στην περιοχή υποχώρησαν από μέσους ρυθμούς ανόδου άνω του 30% την περίοδο 2003-2008 σε σχεδόν μηδενικούς ή ακόμη και αρνητικούς ρυθμούς αύξησης τα τελευταία έτη.
Οι τραπεζικές πιστώσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες εξαρτώνται έντονα από την τραπεζική χρηματοδότηση, σε αντιδιαστολή προς τις ΗΠΑ, όπου οι κεφαλαιαγορές διαδραματίζουν σημαντικότερο ρόλο στη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Οι οικονομίες της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης χαρακτηρίζονται επίσης από τραπεζοκεντρικά χρηματοπιστωτικά συστήματα, στο πλαίσιο των οποίων οι κεφαλαιαγορές παραμένουν σχετικά λιγότερο ανεπτυγμένες.
Συνεπώς, η απομόχλευση των τραπεζών επηρέασε, σε συνδυασμό με την αυξημένη απροθυμία των επενδυτών να αναλάβουν κινδύνους, την ικανότητα χρηματοδότησης διατηρήσιμης ανάπτυξης σε ολόκληρη την περιοχή.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό που λειτουργεί ανασταλτικά για την οικονομική ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ στην παρούσα φάση είναι η υποτονικότητα των τραπεζικών χορηγήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα γενικότερα και προς τις επιχειρήσεις ειδικότερα.
Αυτό ισχύει τόσο για το σύνολο των χωρών όσο και για πολλές επιμέρους χώρες.
Η κατάσταση φαίνεται καλύτερη στην κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη (με εξαίρεση ίσως την Τουρκία), καθώς η πιστωτική επέκταση παραμένει θετική κατά μέσο όρο, αλλά είναι υπερβολικά ασθενής για να στηρίξει ικανοποιητικούς ρυθμούς διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν χώρες όπως η Βουλγαρία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η ΠΓΔΜ στις οποίες οι πιστώσεις προς τον ιδιωτικό τομέα σημειώνουν μέτρια ανάκαμψη, ενώ άλλες χώρες όπως η Σλοβενία, η Σερβία και – σε μικρότερο βαθμό – η Κροατία και η Ρουμανία εξακολουθούν να καταγράφουν αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής των τραπεζικών πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα και ιδίως τις επιχειρήσεις.
Όπως αναφέρει στην παρουσίαση του ο Fabrizio Coricelli, η ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο μετά από μια χρηματοπιστωτική κρίση, ιδίως όταν έχει προηγηθεί της κρίσης μια περίοδος έξαρσης των πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα.
Στο καίριο άρθρο τους στο επιστημονικό περιοδικό American Economic Review, οι Calvo, Izquierdo και Talvi (2006) παρομοιάζουν την ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό με το θαύμα του (μυθικού πτηνού) φοίνικα που ξαναγεννιέται από τις στάχτες του.
Το φαινόμενο της ανάκαμψης χωρίς τραπεζικό δανεισμό έχει παρατηρηθεί κυρίως σε αναδυόμενες αγορές, αλλά φαίνεται ότι παίζει ρόλο και στις βιομηχανικές χώρες. Σύμφωνα με εμπειρικά στοιχεία, υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα ανάκαμψης χωρίς τραπεζικό δανεισμό όταν η προηγηθείσα ύφεση είναι βαθιά και συμπίπτει με μια τραπεζική κρίση.
Υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες που διαδραματίζουν ρόλο: ο βαθμός στον οποίο η οικονομία είναι ανοικτή σε χρηματοοικονομικές ροές, ο βαθμός εξάρτησής της από τις εξαγωγές, ο βαθμός προσαρμογής των εξωτερικών ελλειμμάτων κατά τη διάρκεια της ύφεσης, καθώς και η κατεύθυνση και το μίγμα της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής.
Στη βιβλιογραφία προτείνονται διάφορες ερμηνείες αυτού του φαινομένου. Μια εξήγηση είναι ότι οι οικονομίες μπορούν να ανακάμψουν χωρίς τραπεζικές πιστώσεις επειδή ο βαθμός χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού είναι χαμηλός κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η ανάκαμψη του προϊόντος κυρίως μέσω της απορρόφησης του αχρησιμοποίητου δυναμικού και όχι μέσω των επενδύσεων.
Μια άλλη εξήγηση είναι ότι, ελλείψει τραπεζικών πιστώσεων, οι επιχειρήσεις προσφεύγουν ολοένα περισσότερο στην εσωτερική χρηματοδότηση και τις εμπορικές πιστώσεις.
Πέραν αυτού, παρόλο που οι τραπεζικές πιστώσεις περιορίζονται, ενδέχεται να γίνει ανακατανομή τους προς όφελος πιο δυναμικών τομέων, επιτρέποντας έτσι την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα με εμπειρική έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος, η πιθανότητα ανάκαμψης χωρίς τραπεζικό δανεισμό εξαρτάται από δύο ακόμη χαρακτηριστικά της οικονομίας:

Πρώτον, τη διαφορά μεταξύ της αποταμίευσης και των επενδύσεων, δηλαδή τις καθαρές χρηματοδοτικές ανάγκες του ιδιωτικού τομέα και, δεύτερον, το βαθμό δημοσιονομικής και εξωτερικής προσαρμογής μιας χώρας κατά τη διάρκεια της ύφεσης.

Πιο συγκεκριμένα, όσο χαμηλότερες είναι οι καθαρές χρηματοδοτικές ανάγκες του ιδιωτικού τομέα στο βαθύτερο σημείο της ύφεσης, τόσο πιθανότερη είναι η ανάκαμψη της οικονομίας χωρίς τραπεζικό δανεισμό.
Δεδομένου ότι το έλλειμμα αυτό μπορεί να χρηματοδοτηθεί είτε μέσω της εισροής κεφαλαίων από το εξωτερικό (δηλαδή μέσα από ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) είτε μέσω της μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων (δηλαδή μέσω της αποδέσμευσης της ιδιωτικής αποταμίευσης ώστε να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις), οι ανισορροπίες αποταμίευσης-επενδύσεων είναι αυτονόητο ότι μεταφράζονται σε δημοσιονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες.
Ένα άλλο σημαντικό συμπέρασμα της έρευνας αυτής είναι ότι ο βαθμός της δημοσιονομικής και εξωτερικής προσαρμογής μιας χώρας κατά τη διάρκεια της ύφεσης διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη φάση της ανάκαμψης.
Πιο συγκεκριμένα, η πιθανότητα ανάκαμψης χωρίς τραπεζικό δανεισμό είναι μεγαλύτερη σε χώρες που έχουν ακολουθήσει πολιτικές οικονομικής προσαρμογής κατά τη διάρκεια της ύφεσης προκειμένου να μειώσουν το εξωτερικό και το δημοσιονομικό τους έλλειμμα.
Το συμπέρασμα αυτό έχει μεγάλη σημασία τόσο για τις χώρες της περιφέρειας της ζώνης του ευρώ όσο και για τις χώρες της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Ωστόσο, η ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό αποτελεί μη βέλτιστο αποτέλεσμα από την πλευρά της οικονομικής πολιτικής δεδομένου ότι, όπως έχει παρατηρηθεί από διάφορους μελετητές, η ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό είναι κατά μέσο όρο ασθενέστερη από την ανάκαμψη με τραπεζικό δανεισμό.
Όπως επισημαίνει ο Fabrizio Coricelli, η ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό ενδέχεται να έχει αρνητικές συνέπειες για τον μακροχρόνιο ρυθμό δυνητικής ανάπτυξης της οικονομίας, καθώς επηρεάζει δυσμενώς τις επενδύσεις και το απόθεμα παραγωγικού κεφαλαίου και αυξάνει τη μακροχρόνια ανεργία.
Το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί με διάφορα μέτρα. Θα περιορίσω τις παρατηρήσεις μου σε τρεις τομείς: τη νομισματική πολιτική, την εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα και τις πρωτοβουλίες που στοχεύουν στην άντληση κεφαλαίων από τις κεφαλαιαγορές και συνεπώς τη διεύρυνση των πηγών χρηματοδότησης της οικονομίας.
Θα εστιάσω στην πρόσφατη εμπειρία μας στη ζώνη του ευρώ γενικότερα και στην Ελλάδα ειδικότερα, το τραπεζικό σύστημα της οποίας έχει υποστεί σημαντική αναμόρφωση τα τελευταία έτη.
Συνολικά, θα δώσω έμφαση στα μέτρα που στοχεύουν στην αναζωογόνηση των τραπεζικών πιστώσεων και την άντληση κεφαλαίων από τις κεφαλαιαγορές.
Όσον αφορά τη νομισματική πολιτική, η ΕΚΤ έχει λάβει σημαντικά μέτρα με στόχο να ενισχύσει την εμπιστοσύνη και να αποκαταστήσει την ομαλή λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης θα ήταν πολύ πιο αρνητικός αν δεν είχαν ληφθεί αυτά τα μέτρα.
Το βασικό επιτόκιο για πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος διαμορφώνεται σήμερα στο ιστορικώς χαμηλό επίπεδο των 5 μονάδων βάσης.
Τα μη συμβατικά μέτρα, μεταξύ άλλων οι στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO), το Πρόγραμμα Αγοράς Προϊόντων Τιτλοποίησης και το τρίτο Πρόγραμμα Αγοράς Καλυμμένων Ομολογιών θα χορηγήσουν ρευστότητα τόσο στις τράπεζες όσο και στις αγορές.
Η δημιουργία μιας Τραπεζικής Ένωσης αποκαθιστά την εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα.
Οι εποπτικές αρχές αξιολογούν την ανθεκτικότητα των τραπεζών και ζητούν από τις τράπεζες να αυξήσουν το κεφάλαιό τους, προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην ποιότητα των τραπεζικών ισολογισμών.
Εν προκειμένω, η Συνολική Αξιολόγηση και η πανευρωπαϊκή άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη θα διαδραματίσουν καίριο ρόλο για τη βελτίωση της εμπιστοσύνης στον τραπεζικό τομέα.
Η Τραπεζική Ένωση θα συμβάλει επίσης στη μείωση του κατακερματισμού των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Όσο πιο γρήγορα εξυγιάνουν οι τράπεζες τους ισολογισμούς τους, τόσο πιο εύκολα θα ανακτήσουν την εμπιστοσύνη των ιδιωτών επενδυτών, θα προσελκύσουν νέα κεφάλαια από ιδιώτες επενδυτές και θα παρέχουν πιστώσεις προς την οικονομία.
Εν προκειμένω, η ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής αγοράς για τιτλοποιήσεις εταιρικών δανείων, χαρακτηριζόμενης από ποιότητα, επαρκές βάθος, διαφάνεια και αξιοπιστία, θα μπορούσε να οδηγήσει σε καλύτερο επιμερισμό των κινδύνων και να ενισχύσει τη δανειοδοτική ικανότητα των τραπεζών προς τις επιχειρήσεις, ιδίως τις μικρομεσαίες.
Η λύση αυτή ίσως υπηρετήσει καλύτερα το στόχο αυτή τη φορά από ό,τι παλαιότερα, γιατί μπορεί να λάβει υπόψη τα διδάγματα από την ανεπαρκή ρύθμιση ορισμένων μοντέλων τιτλοποίησης στο παρελθόν.
Το Πρόγραμμα Αγοράς Προϊόντων Τιτλοποίησης και το Πρόγραμμα Αγοράς Καλυμμένων Ομολογιών της ΕΚΤ θα δώσουν την πρώτη ώθηση, ιδίως στην ευρωπαϊκή αγορά προϊόντων τιτλοποίησης, η οποία παραμένει σε μεγάλο βαθμό αδρανής από το 2008.
Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, αν θέλουμε να κινηθούμε περισσότερο προς την ανάπτυξη μιας αγοράς για τιτλοποιήσεις επιχειρηματικών δανείων, απαιτείται συντονισμένη προσπάθεια προς διάφορες κατευθύνσεις.
Μεταξύ των βασικών προτεραιοτήτων για την αναζωογόνηση των αγορών πιστώσεων είναι οι εξής:

Πρώτον, περαιτέρω μέτρα με σκοπό την αναζωογόνηση της αγοράς για τιτλοποιήσεις τραπεζικών δανείων, ιδίως προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Οι τιτλοποιήσεις είναι σημαντικό εργαλείο για την προώθηση των τραπεζικών πιστώσεων.
Η δυνατότητα των τραπεζών να τιτλοποιούν και να αναδιανέμουν δάνεια μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε μια ευρύτερη επενδυτική βάση μπορεί να μειώσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους και να τους επιτρέψει να χορηγήσουν περισσότερα δάνεια προς την πραγματική οικονομία.
Κάτι τέτοιο δεν θα είναι εύκολο δεδομένου ότι η τιτλοποίηση έχει στιγματιστεί μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, όταν το μοντέλο της “δημιουργίας και διανομής” (“originate and distribute”) επέφερε υπερβολική μόχλευση και ευπάθεια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Φυσικά, τα διδάγματα του παρελθόντος έχουν αξιοποιηθεί και το ρυθμιστικό πλαίσιο έχει προσαρμοστεί προκειμένου να περιοριστεί η πιθανότητα να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.
Προκειμένου η τιτλοποίηση να λειτουργήσει χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα τιτλοποιούνται μόνο στοιχεία ενεργητικού υψηλής ποιότητας που είναι απλά και διαφανή.
Εν προκειμένω, είναι σημαντικό να θεσπιστούν κανόνες που θα καταστήσουν δυνατό τον ορισμό ενός συνόλου “τιτλοποιήσεων υψηλής ποιότητας” σε επίπεδο ΕΕ.

Δεύτερο, αλλαγές στην εποπτική αντιμετώπιση των τιτλοποιήσεων.
Είναι σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, να προσαρμοστεί το ρυθμιστικό πλαίσιο για τις τιτλοποιήσεις κατά τρόπο ώστε να δοθούν κίνητρα στις τράπεζες να δραστηριοποιηθούν στην αγορά.
Ένας τρόπος θα μπορούσε να είναι η μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων που αφορούν τις τοποθετήσεις τους σε προϊόντα τιτλοποιήσεων που είναι απλά, χαρακτηρίζονται από διαφάνεια και υψηλή ποιότητα.
Η δεύτερη πτυχή του ρυθμιστικού πλαισίου αφορά τους δυνητικούς επενδυτές όπως τις ασφαλιστικές εταιρίες, τα συνταξιοδοτικά ταμεία, κ.λπ.
Το ρυθμιστικό πλαίσιο θα πρέπει να επιτρέπει τη δίκαιη αντιμετώπιση των προϊόντων τιτλοποίησης υψηλής ποιότητας σε σύγκριση με τα προϊόντα τιτλοποίησης με υψηλότερο βαθμό κινδύνου, προκειμένου να δοθούν κίνητρα στους θεσμικούς επενδυτές που ακολουθούν πιο μακροπρόθεσμη στρατηγική να συμμετέχουν στην αγορά.

Τρίτον, πολιτικές για τη βελτίωση της πρόσβασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στις αγορές κεφαλαίων.
Όπως είναι γνωστό, οι αγορές εταιρικών ομολόγων λειτουργούν καλά για τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά δεν είναι ελκυστικές για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες εξακολουθούν να είναι έντονα εξαρτημένες από τις τραπεζικές χορηγήσεις για τη χρηματοδότησή τους.
Θα πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες προκειμένου να αντιστραφεί η τάση αυτή και να βελτιωθεί η πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στις αγορές κεφαλαίων.
 Η ανάπτυξη αγορών ομολόγων για μικρομεσαίες επιχειρήσεις (minibond markets) στην Ιταλία και τη Γερμανία θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρότυπα βέλτιστων πρακτικών με σκοπό τη δημιουργία αγορών ομολόγων για μικρομεσαίες επιχειρήσεις και σε άλλες χώρες.
Η ανάπτυξη αγορών μετοχών και κεφαλαίων για μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα μπορούσε επίσης να προσελκύσει περισσότερες διασυνοριακές επενδύσεις τόσο εντός της ΕΕ όσο και από ξένους επενδυτές.

Τέταρτον, μέτρα για την ανάπτυξη εναλλακτικών φορέων χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης για νεοσύστατες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες με σκοπό τη δημιουργία μιας αγοράς επιχειρηματικών κεφαλαίων υψηλού κινδύνου (risk capital market) για τις μη εισηγμένες επιχειρήσεις όπως μια αγορά για τις εταιρίες επιχειρηματικού κεφαλαίου (venture capital funds) και για τη χρηματοδότηση των υποδομών.
Η Δεύτερη Οδηγία για τις Αγορές Χρηματοπιστωτικών Μέσων (MiFID II) αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τη βελτίωση της λειτουργίας των συστημάτων διαπραγμάτευσης και προλειαίνει το έδαφος για τη δημιουργία αγορών κεφαλαίου για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ωστόσο, είναι αναγκαίο να γίνουν και άλλα βήματα, ιδίως με σκοπό τον περιορισμό των διαφορών μεταξύ των χωρών της ΕΕ όσον αφορά την φορολογική αντιμετώπιση των προϊόντων αυτών σε επίπεδο εκδότη και επενδυτή.

Πέμπτον, μέτρα για τη βελτίωση της πρόσβασης των επενδυτών σε πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες, τις πιστώσεις και τη χρηματοοικονομική κατάσταση μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Είναι γνωστό ότι ως επί το πλείστον οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν αξιολογούνται από τους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.
Η έλλειψη επαρκών και άμεσα διαθέσιμων πληροφοριών για την πιστοληπτική ικανότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αποτελεί διαρθρωτικό πρόβλημα για την ΕΕ στο σύνολό της και ειδικότερα για τις χώρες της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Πρόκειται για έναν από τους βασικούς λόγους για τους οποίους οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην ΕΕ αντιμετωπίζουν διαχρονικά σημαντικές δυσκολίες ως προς την πρόσβασή τους στη χρηματοδότηση από τις αγορές κεφαλαίων.

Συνεπώς, χρειάζεται μια εναρμονισμένη προσέγγιση της συγκρισιμότητας των στοιχείων πιστοληπτικής διαβάθμισης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε επίπεδο ΕΕ. Η βελτίωση της διαθεσιμότητας των χρηματοοικονομικών πληροφοριών είναι κεφαλαιώδους σημασίας προκειμένου οι επενδυτές να είναι σε θέση να εκτιμήσουν την επικινδυνότητα των προϊόντων τιτλοποίησης.
Υπό το πρίσμα αυτό, είναι σημαντική η δημιουργία εθνικών αρχείων πιστοληπτικής συμπεριφοράς μικρομεσαίων επιχειρήσεων, προκειμένου να υπάρξει μεγαλύτερη διαφάνεια, τυποποίηση και συγκρισιμότητα των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων.

Κλείνοντας, πρέπει να σας εκφράσω μια επιφύλαξη.
Τα περισσότερα από τα μέτρα που ανέφερα παραπάνω μάλλον θα έχουν αποτελέσματα μόνο σε μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο ορίζοντα όσον αφορά την αναζωογόνηση των αγορών πιστώσεων στην ΕΕ, γιατί ως επί το πλείστον επιφέρουν ριζικές αλλαγές στη δομή του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Υπό κανονικές συνθήκες, η δομή αυτή αλλάζει μόνο σταδιακά με την πάροδο του χρόνου.
Βραχυπρόθεσμα, η νομισματική πολιτική θα εξακολουθήσει να παίζει το σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωση της παροχής ρευστότητας προς τις τράπεζες και του κόστους χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα.
Τα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής και η πρόοδος προς την τραπεζική ένωση είναι, συνεπώς, υψίστης σημασίας προκειμένου να περιοριστεί ο κατακερματισμός των αγορών και να επιτραπεί η ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στις πιο ευάλωτες περιοχές της Νομισματικής Ένωσης.

Πιο συγκεκριμένα, όσο χαμηλότερες είναι οι καθαρές χρηματοδοτικές ανάγκες του ιδιωτικού τομέα στο βαθύτερο σημείο της ύφεσης, τόσο πιθανότερη είναι η ανάκαμψη της οικονομίας χωρίς τραπεζικό δανεισμό.
Δεδομένου ότι το έλλειμμα αυτό μπορεί να χρηματοδοτηθεί είτε μέσω της εισροής κεφαλαίων από το εξωτερικό (δηλαδή μέσα από ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) είτε μέσω της μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων (δηλαδή μέσω της αποδέσμευσης της ιδιωτικής αποταμίευσης ώστε να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις), οι ανισορροπίες αποταμίευσης-επενδύσεων είναι αυτονόητο ότι μεταφράζονται σε δημοσιονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες.
Ένα άλλο σημαντικό συμπέρασμα της έρευνας αυτής είναι ότι ο βαθμός της δημοσιονομικής και εξωτερικής προσαρμογής μιας χώρας κατά τη διάρκεια της ύφεσης διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη φάση της ανάκαμψης.
Πιο συγκεκριμένα, η πιθανότητα ανάκαμψης χωρίς τραπεζικό δανεισμό είναι μεγαλύτερη σε χώρες που έχουν ακολουθήσει πολιτικές οικονομικής προσαρμογής κατά τη διάρκεια της ύφεσης προκειμένου να μειώσουν το εξωτερικό και το δημοσιονομικό τους έλλειμμα.
Το συμπέρασμα αυτό έχει μεγάλη σημασία τόσο για τις χώρες της περιφέρειας της ζώνης του ευρώ όσο και για τις χώρες της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Ωστόσο, η ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό αποτελεί μη βέλτιστο αποτέλεσμα από την πλευρά της οικονομικής πολιτικής δεδομένου ότι, όπως έχει παρατηρηθεί από διάφορους μελετητές, η ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό είναι κατά μέσο όρο ασθενέστερη από την ανάκαμψη με τραπεζικό δανεισμό.
Όπως επισημαίνει ο Fabrizio Coricelli, η ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό ενδέχεται να έχει αρνητικές συνέπειες για τον μακροχρόνιο ρυθμό δυνητικής ανάπτυξης της οικονομίας, καθώς επηρεάζει δυσμενώς τις επενδύσεις και το απόθεμα παραγωγικού κεφαλαίου και αυξάνει τη μακροχρόνια ανεργία.
Το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί με διάφορα μέτρα. Θα περιορίσω τις παρατηρήσεις μου σε τρεις τομείς: τη νομισματική πολιτική, την εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα και τις πρωτοβουλίες που στοχεύουν στην άντληση κεφαλαίων από τις κεφαλαιαγορές και συνεπώς τη διεύρυνση των πηγών χρηματοδότησης της οικονομίας.
Θα εστιάσω στην πρόσφατη εμπειρία μας στη ζώνη του ευρώ γενικότερα και στην Ελλάδα ειδικότερα, το τραπεζικό σύστημα της οποίας έχει υποστεί σημαντική αναμόρφωση τα τελευταία έτη.
Συνολικά, θα δώσω έμφαση στα μέτρα που στοχεύουν στην αναζωογόνηση των τραπεζικών πιστώσεων και την άντληση κεφαλαίων από τις κεφαλαιαγορές.
Όσον αφορά τη νομισματική πολιτική, η ΕΚΤ έχει λάβει σημαντικά μέτρα με στόχο να ενισχύσει την εμπιστοσύνη και να αποκαταστήσει την ομαλή λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης θα ήταν πολύ πιο αρνητικός αν δεν είχαν ληφθεί αυτά τα μέτρα.
Το βασικό επιτόκιο για πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος διαμορφώνεται σήμερα στο ιστορικώς χαμηλό επίπεδο των 5 μονάδων βάσης.
Τα μη συμβατικά μέτρα, μεταξύ άλλων οι στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO), το Πρόγραμμα Αγοράς Προϊόντων Τιτλοποίησης και το τρίτο Πρόγραμμα Αγοράς Καλυμμένων Ομολογιών θα χορηγήσουν ρευστότητα τόσο στις τράπεζες όσο και στις αγορές.
Η δημιουργία μιας Τραπεζικής Ένωσης αποκαθιστά την εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα.
Οι εποπτικές αρχές αξιολογούν την ανθεκτικότητα των τραπεζών και ζητούν από τις τράπεζες να αυξήσουν το κεφάλαιό τους, προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην ποιότητα των τραπεζικών ισολογισμών.
Εν προκειμένω, η Συνολική Αξιολόγηση και η πανευρωπαϊκή άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη θα διαδραματίσουν καίριο ρόλο για τη βελτίωση της εμπιστοσύνης στον τραπεζικό τομέα.
Η Τραπεζική Ένωση θα συμβάλει επίσης στη μείωση του κατακερματισμού των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Όσο πιο γρήγορα εξυγιάνουν οι τράπεζες τους ισολογισμούς τους, τόσο πιο εύκολα θα ανακτήσουν την εμπιστοσύνη των ιδιωτών επενδυτών, θα προσελκύσουν νέα κεφάλαια από ιδιώτες επενδυτές και θα παρέχουν πιστώσεις προς την οικονομία.
Εν προκειμένω, η ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής αγοράς για τιτλοποιήσεις εταιρικών δανείων, χαρακτηριζόμενης από ποιότητα, επαρκές βάθος, διαφάνεια και αξιοπιστία, θα μπορούσε να οδηγήσει σε καλύτερο επιμερισμό των κινδύνων και να ενισχύσει τη δανειοδοτική ικανότητα των τραπεζών προς τις επιχειρήσεις, ιδίως τις μικρομεσαίες.
Η λύση αυτή ίσως υπηρετήσει καλύτερα το στόχο αυτή τη φορά από ό,τι παλαιότερα, γιατί μπορεί να λάβει υπόψη τα διδάγματα από την ανεπαρκή ρύθμιση ορισμένων μοντέλων τιτλοποίησης στο παρελθόν.
Το Πρόγραμμα Αγοράς Προϊόντων Τιτλοποίησης και το Πρόγραμμα Αγοράς Καλυμμένων Ομολογιών της ΕΚΤ θα δώσουν την πρώτη ώθηση, ιδίως στην ευρωπαϊκή αγορά προϊόντων τιτλοποίησης, η οποία παραμένει σε μεγάλο βαθμό αδρανής από το 2008.
Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, αν θέλουμε να κινηθούμε περισσότερο προς την ανάπτυξη μιας αγοράς για τιτλοποιήσεις επιχειρηματικών δανείων, απαιτείται συντονισμένη προσπάθεια προς διάφορες κατευθύνσεις.
Μεταξύ των βασικών προτεραιοτήτων για την αναζωογόνηση των αγορών πιστώσεων είναι οι εξής:

Πρώτον, περαιτέρω μέτρα με σκοπό την αναζωογόνηση της αγοράς για τιτλοποιήσεις τραπεζικών δανείων, ιδίως προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Οι τιτλοποιήσεις είναι σημαντικό εργαλείο για την προώθηση των τραπεζικών πιστώσεων.
Η δυνατότητα των τραπεζών να τιτλοποιούν και να αναδιανέμουν δάνεια μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε μια ευρύτερη επενδυτική βάση μπορεί να μειώσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους και να τους επιτρέψει να χορηγήσουν περισσότερα δάνεια προς την πραγματική οικονομία.
Κάτι τέτοιο δεν θα είναι εύκολο δεδομένου ότι η τιτλοποίηση έχει στιγματιστεί μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, όταν το μοντέλο της “δημιουργίας και διανομής” (“originate and distribute”) επέφερε υπερβολική μόχλευση και ευπάθεια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Φυσικά, τα διδάγματα του παρελθόντος έχουν αξιοποιηθεί και το ρυθμιστικό πλαίσιο έχει προσαρμοστεί προκειμένου να περιοριστεί η πιθανότητα να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.
Προκειμένου η τιτλοποίηση να λειτουργήσει χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα τιτλοποιούνται μόνο στοιχεία ενεργητικού υψηλής ποιότητας που είναι απλά και διαφανή.
Εν προκειμένω, είναι σημαντικό να θεσπιστούν κανόνες που θα καταστήσουν δυνατό τον ορισμό ενός συνόλου “τιτλοποιήσεων υψηλής ποιότητας” σε επίπεδο ΕΕ.

Δεύτερο, αλλαγές στην εποπτική αντιμετώπιση των τιτλοποιήσεων.
Είναι σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, να προσαρμοστεί το ρυθμιστικό πλαίσιο για τις τιτλοποιήσεις κατά τρόπο ώστε να δοθούν κίνητρα στις τράπεζες να δραστηριοποιηθούν στην αγορά.
Ένας τρόπος θα μπορούσε να είναι η μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων που αφορούν τις τοποθετήσεις τους σε προϊόντα τιτλοποιήσεων που είναι απλά, χαρακτηρίζονται από διαφάνεια και υψηλή ποιότητα.
Η δεύτερη πτυχή του ρυθμιστικού πλαισίου αφορά τους δυνητικούς επενδυτές όπως τις ασφαλιστικές εταιρίες, τα συνταξιοδοτικά ταμεία, κ.λπ.
Το ρυθμιστικό πλαίσιο θα πρέπει να επιτρέπει τη δίκαιη αντιμετώπιση των προϊόντων τιτλοποίησης υψηλής ποιότητας σε σύγκριση με τα προϊόντα τιτλοποίησης με υψηλότερο βαθμό κινδύνου, προκειμένου να δοθούν κίνητρα στους θεσμικούς επενδυτές που ακολουθούν πιο μακροπρόθεσμη στρατηγική να συμμετέχουν στην αγορά.

Τρίτον, πολιτικές για τη βελτίωση της πρόσβασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στις αγορές κεφαλαίων.
Όπως είναι γνωστό, οι αγορές εταιρικών ομολόγων λειτουργούν καλά για τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά δεν είναι ελκυστικές για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες εξακολουθούν να είναι έντονα εξαρτημένες από τις τραπεζικές χορηγήσεις για τη χρηματοδότησή τους.
Θα πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες προκειμένου να αντιστραφεί η τάση αυτή και να βελτιωθεί η πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στις αγορές κεφαλαίων.
Η ανάπτυξη αγορών ομολόγων για μικρομεσαίες επιχειρήσεις (minibond markets) στην Ιταλία και τη Γερμανία θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρότυπα βέλτιστων πρακτικών με σκοπό τη δημιουργία αγορών ομολόγων για μικρομεσαίες επιχειρήσεις και σε άλλες χώρες.
Η ανάπτυξη αγορών μετοχών και κεφαλαίων για μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα μπορούσε επίσης να προσελκύσει περισσότερες διασυνοριακές επενδύσεις τόσο εντός της ΕΕ όσο και από ξένους επενδυτές.

Τέταρτον, μέτρα για την ανάπτυξη εναλλακτικών φορέων χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης για νεοσύστατες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες με σκοπό τη δημιουργία μιας αγοράς επιχειρηματικών κεφαλαίων υψηλού κινδύνου (risk capital market) για τις μη εισηγμένες επιχειρήσεις όπως μια αγορά για τις εταιρίες επιχειρηματικού κεφαλαίου (venture capital funds) και για τη χρηματοδότηση των υποδομών.
Η Δεύτερη Οδηγία για τις Αγορές Χρηματοπιστωτικών Μέσων (MiFID II) αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τη βελτίωση της λειτουργίας των συστημάτων διαπραγμάτευσης και προλειαίνει το έδαφος για τη δημιουργία αγορών κεφαλαίου για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ωστόσο, είναι αναγκαίο να γίνουν και άλλα βήματα, ιδίως με σκοπό τον περιορισμό των διαφορών μεταξύ των χωρών της ΕΕ όσον αφορά την φορολογική αντιμετώπιση των προϊόντων αυτών σε επίπεδο εκδότη και επενδυτή.

Πέμπτον, μέτρα για τη βελτίωση της πρόσβασης των επενδυτών σε πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες, τις πιστώσεις και τη χρηματοοικονομική κατάσταση μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Είναι γνωστό ότι ως επί το πλείστον οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν αξιολογούνται από τους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.
Η έλλειψη επαρκών και άμεσα διαθέσιμων πληροφοριών για την πιστοληπτική ικανότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αποτελεί διαρθρωτικό πρόβλημα για την ΕΕ στο σύνολό της και ειδικότερα για τις χώρες της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Πρόκειται για έναν από τους βασικούς λόγους για τους οποίους οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην ΕΕ αντιμετωπίζουν διαχρονικά σημαντικές δυσκολίες ως προς την πρόσβασή τους στη χρηματοδότηση από τις αγορές κεφαλαίων.

Συνεπώς, χρειάζεται μια εναρμονισμένη προσέγγιση της συγκρισιμότητας των στοιχείων πιστοληπτικής διαβάθμισης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε επίπεδο ΕΕ. Η βελτίωση της διαθεσιμότητας των χρηματοοικονομικών πληροφο

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης