Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

DBRS: Αναβάθμισε σε CCC (high) την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας - Σταθερό το outlook

DBRS: Αναβάθμισε σε CCC (high) την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας - Σταθερό το outlook
Το ελληνικό χρέος παραμένει μη βιώσιμο, σύμφωνα με τον καναδικό οίκο DBRS
Σε CCC (high), από CC προηγουμένως, αναβάθμισε σήμερα, Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου, την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας ο καναδικός οίκος αξιολογήσεων DBRS.
Σημειώνεται ότι το outlook της αξιολόγησης είναι πλέον σταθερό.Σύμφωνα με την σχετική ανακοίνωση, η αναβάθμιση της αξιολόγησης, καθώς και το σταθερό outlook αντανακλά την άποψη DBRS 'ότι το τρέχον πρόγραμμα οικονομικής στήριξης από τα θεσμικά όργανα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), έχει ως αποτέλεσμα τη σταθεροποίηση της οικονομίας και του τραπεζικού τομέα.
Ειδικότερα, η συμφωνία που επιτεύχθηκε τον Ιούλιο του 2015 μεταξύ των ελληνικών αρχών και των θεσμικών οργάνων για ένα τριετές πρόγραμμα προσαρμογής, ύψους 86 δισ. ευρώ διευκόλυνε την οξεία κρίση ρευστότητας και αφαίρεσε την επικείμενη απειλή αποχώρησης της Ελλάδας από την Ευρωζώνη (Grexit) και την επακόλουθη αθέτηση του χρέους της.
Το ελληνικό κοινοβούλιο ενέκρινε αρκετούς γύρους των δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μέτρων, ενώ οι ελληνικές τράπεζες έχουν υποβληθεί σε συνολική εκτίμηση των κεφαλαιακών τους αναγκών τους από την ΕΚΤ και έχουν ολοκληρώσει μια διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης.
Αυτό άνοιξε τον δρόμο στον ESM να απελευθερώσει κονδύλια για την ελληνική κυβέρνηση και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για την ανακεφαλαιοποίηση και εξυγίανση των τραπεζών.
Ωστόσο, η πρόσφατη οικονομική ύφεση, η αβεβαιότητα λόγω των capital controls το υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) στον τραπεζικό τομέα, σε συνδυασμό με την ανάγκη για συνεχή ψήφιση και εφαρμογή των δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μέτρων από ένα εύθραυστο συνασπισμό, ενδέχεται να αποσταθεροποιήσουν την μακροοικονομική σταθερότητα της χώρας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο οίκος DBRS διατηρεί την άποψη το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και ότι ενδέχεται να απαιτηθεί μια ονομαστική μείωση του χρέους για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη μακροοικονομική σταθερότητα.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, χωρίς πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, η εξάρτηση της Ελλάδας από το πρόγραμμα είναι πολύ υψηλή.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι υπό το πρίσμα της απουσίας μιας σημαντικής ελάφρυνσης του χρέους, απαιτείται υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης και του πληθωρισμού για την Ελλάδα, ώστε να μπορεί να εξυπηρετήσει το χρέος της.
Ανοδικοί «κίνδυνοι» στην αξιολόγηση περιλαμβάνουν τη συμμόρφωση με τις φορολογικές, διαρθρωτικές και οικονομικές προσαρμογές στο πλαίσιο του προγράμματος στήριξης που θα θέσουν το δημόσιο χρέος σε σταθερή πτωτική πορεία και θα ενισχύσουν τις ανοδικές πιέσεις στην αξιολόγηση.
Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η ελάφρυνση των περιορισμών στις κινήσεις των κεφαλαίων θα βοηθούσε στην άρση των περιορισμών στη χρηματοδότηση και στη βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης.
Η αναδιάταξη του ελληνικού χρέους, πιθανότατα μέσω επέκτασης των προθεσμιών λήξης και μείωσης των επιτοκίων, η οποία μειώνει τις ανάγκες αναχρηματοδότησης του στην Ελλάδα κατά τα επόμενα χρόνια θα ασκήσει επίσης ανοδικές πιέσεις στις αξιολογήσεις.
Πτωτικές πιέσεις στις αξιολογήσεις θα μπορούσαν να προκύψουν εάν υπάρξει σημαντική δημοσιονομική απόκλιση από τους στόχους του προγράμματος, μη συμμόρφωση με τα διαρθρωτικά σημεία αναφοράς, ή τα δημοσιονομικά μέτρα.
Η αξιολόγηση ενδέχεται, επίσης, να τεθεί υπό πίεση αν δεν υπάρξει νέο χρονοδιάγραμμα για την αποπληρωμή του χρέους της χώρας.
Στα «δυνατά» σημεία της αξιολόγησης της Ελλάδας περιλαμβάνονται τα οφέλη της χώρας από τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη και την πρόσβαση σε χρηματοδότηση από την υποστήριξη των θεσμικών οργάνων.
Η χώρα έχει παρουσιάσει μια πολύ μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή, και έχει σημειώσει πρόοδο στη μεταρρύθμιση της οικονομίας της σε τομείς όπως η αγορά εργασίας και οι βελτιώσεις στο φορολογικό κώδικα και της δημόσιας διοίκησης.
Οι οικονομικές και εμπορικές διασυνδέσεις με την Ευρώπη έχουν οδηγήσει στην αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, παρά τις σημαντικές αποτυχίες της περασμένης δεκαετίας.
Εντούτοις, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα όσον αφορά στην επιστροφή στη βιώσιμη ανάπτυξη, την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, την εξυπηρέτηση των πληρωμών του χρέους της, και να διαπραγματευτεί την αναδιάρθρωση του χρέους, όλα κάτω από μια εύθραυστη κυβέρνηση συνασπισμού, υπερβαίνουν κατά πολύ τις δυνάμεις της.
Μετά την επιστροφή στην ανάπτυξη κατά το δ’ τρίμηνο του 2014, η οικονομία παρέμεινε στάσιμη, ενώ πέρασε ξανά σε φάση συρρίκνωσης το γ’ τρίμηνο του 2015.
Η οικονομική ανάπτυξη προβλέπεται να ανακτήσει κάποια δυναμική κατά το β’ εξάμηνο του 2016, καθώς οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα «ριζώνουν» και θα ενισχυθούν οι εξαγωγές και οι επενδύσεις.
Ωστόσο, ο πληθωρισμός παραμένει χαμηλός λόγω της χαμηλής οικονομικής δραστηριότητας, και η ανεργία είναι πιθανό να υποχωρήσει μόνο σταδιακά.
Από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, το πολιτικό περιβάλλον έχει βελτιωθεί αλλά παραμένει εύθραυστο, σημειώνει ο DBRS.
Η συνεχής οικονομική βελτίωση εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη συνεργασία μεταξύ των ελληνικών αρχών και των θεσμικών οργάνων.
Όσο η Ελλάδα εξακολουθεί να εγκρίνει και να εφαρμόζει τα συνεχή σκληρά δημοσιονομικά και διαρθρωτικά μέτρα, είναι λογικό να αναμένεται περαιτέρω χρηματοδότηση από τον ESM.
Ωστόσο, η πολιτική «φαγωμάρα» πάνω από την ταχύτητα και το περιεχόμενο των μέτρων και η μικρή πλειοψηφία του κυβερνώντος συνασπισμού (μόλις δύο ψήφων), έχει δημιουργήσει αβεβαιότητα για το πρόγραμμα, και επομένως για την ικανότητά της Ελλάδας να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις.
Μέτρα όπως ο διπλασιασμός του φόρου εισοδήματος για τους Έλληνες αγρότες, που θα πρέπει να καταβάλλονται εκ των προτέρων, αλλά και ένας νέος γύρος περικοπών στις συντάξεις είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενα.
Ενώ η βιώσιμη ανάπτυξη είναι θεμελιώδους σημασίας για τη μείωση του υψηλού δημοσίου χρέους, η τήρηση των δημοσιονομικών στόχων και η ενίσχυση των δημόσιων οικονομικών είναι σημαντικά για τη μείωση του χρέους και την εξασφάλιση περαιτέρω ελάφρυνσης του χρέους.
Μετά την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η άρση των ελέγχων κεφαλαίου θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην άρση των οικονομικών πιέσεων και την αύξηση της οικονομικής παραγωγής.
Η μεταρρύθμιση της αγοράς προϊόντων και της δημόσιας διοίκησης πιθανότατα θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα και θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, καθώς και θα μειώσουν το κανονιστικό φορτίο.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης