Τελευταία Νέα
Τραπεζικά νέα

Καραμούζης (Eurobank): Η χώρα γυρίζει σελίδα προς το καλύτερο - Επιστροφή στην ανάπτυξη το β’ 6μηνο του 2016

Καραμούζης (Eurobank): Η χώρα γυρίζει σελίδα προς το καλύτερο - Επιστροφή στην ανάπτυξη το β’ 6μηνο του 2016
Η κρίση στην Ευρωζώνη δεν είναι συγκυριακή, αλλά έχει βαθύτερα αίτια, που συνδέονται με ατέλειες στη δομή, τους θεσμούς και τη λειτουργία της Ευρωζώνης, υποστήριξε ο Νίκος Καραμούζης
Αισιόδοξος για τις προοπτικές της Ελλάδας, μετά την ιστορική απόφαση της χώρας να υπογράψει και να υλοποιήσει τη νέα συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους στις αρχές Αυγούστου, εμφανίστηκε ο Νίκος Καραμούζης, πρόεδρος της Eurobank, σε ομιλία του στο πλαίσιο παρουσίασης του βιβλίου «A Financial Crisis Manual: Reflections and the Road Ahead».
Ειδικότερα, ο κ. Καραμούζης τόνισε πως «η χώρα, παρά τα λεγόμενα από τις Κασσάνδρες, γυρίζει σελίδα οριστικά προς το καλύτερο», καθώς οι διαφορές με την Ευρωπαϊκή Ένωση γεφυρώνονται σε πνεύμα συνεννόησης, οι πρόδρομοι οικονομικοί δείκτες βελτιώνονται, η επενδυτική εικόνα της χώρας αναβαθμίζεται σταδιακά διεθνώς, όπως επιβεβαιώνει και η προσέλευση περίπου 4,5 δισ. ευρώ ιδιωτικών κεφαλαίων στο πλαίσιο των πρόσφατων τραπεζικών ανακεφαλαιοποιήσεων και το οικονομικό και επενδυτικό κλίμα καλυτερεύει.
Μάλιστα επεσήμανε πως «υπό ορισμένες ρεαλιστικές και επιτεύξιμες προϋποθέσεις, η χώρα μπορεί να επιστρέψει στην οικονομική ανάπτυξη και την ομαλότητα κυρίως από το δεύτερο εξάμηνο του 2016».
Ωστόσο, υπογράμμισε πως: «Εκτιμώ ότι, η κρίση στην Ευρωζώνη δεν είναι συγκυριακή, αλλά έχει βαθύτερα αίτια, που συνδέονται με ατέλειες στη δομή, τους θεσμούς και τη λειτουργία της Ευρωζώνης.
Αν δεν υπάρξουν πρωτοβουλίες σύντομα, φοβάμαι ότι μπορεί να αμφισβητηθεί σε βάθος χρόνου και η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, και η αποκατάσταση της μακροχρόνιας ευστάθειας του συστήματος».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο κ. Καραμούζης, επεσήμανε για την ελληνική κρίση: «Υπό την πίεση των αρνητικών εξελίξεων στην Ελλάδα, το θεσμικό ευρωπαϊκό έλλειμμα στη διαχείριση κρίσεων και η σχετική έλλειψη εμπειρίας της Ευρωζώνης  καθώς και  η απουσία Ελληνικού Εθνικού σχεδίου εξόδου από την κρίση, οδήγησαν σε ένα πρόγραμμα που, κατά τη γνώμη μου, βασίστηκε σε λανθασμένο μείγμα και δοσολογία πολιτικής, με υποτιμημένες τις επιπτώσεις του στην οικονομία και την κοινωνία, όπως πιστοποιεί και η μελέτη του τόμου αναφορικά με τους πολλαπλασιαστές, χωρίς να υποτιμάται η αρνητική επίπτωση των καθυστερήσεων από τις εκάστοτε κυβερνήσεις στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων».
Ενώ στη συνέχεια πρόσθεσε ότι «ο δρόμος για τη χώρα σήμερα είναι ουσιαστικά μονόδρομος και η κυβέρνηση εφαρμόζει ένα πρόγραμμα που αν υλοποιηθεί με συνέπεια και συνδυαστεί με αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, θα μας επιστρέψει σταδιακά στην ομαλότητα και την προοπτική.
Η χώρα οφείλει να επιστρέψει σύντομα σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για να απαντήσει πειστικά στις μεγάλες προκλήσεις και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, την ανεργία, το υψηλό δημόσιο χρέος, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, το συρρικνούμενο εισόδημα και τις συντάξεις».
Ακολουθεί η πλήρης ομιλία του προέδρου της Eurobank, κ. Νίκου Καραμούζη:

«Κύριε Διοικητά,
Κύριοι Πρόεδροι,
Κυρίες και Κύριοι,

Είμαι ευτυχής που έχω την ευκαιρία να προλογίσω το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που επιμελήθηκαν οι κ.κ. Δ. Θωμάκος, Π. Μονοκρούσος και Κ. Νικολόπουλος με τίτλο «A Financial Crisis Manual: Reflections and the Road Ahead» και να έχω την τιμή να μοιράζομαι αυτό το ρόλο με τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, συνάδελφο και φίλο, κ. Γιάννη Στουρνάρα, τον οποίο εκτιμώ και τιμώ ιδιαίτερα.
Θα ήθελα να αναφερθώ ιδιαίτερα στον κ. Πλάτωνα Μονοκρούσο, με τον οποίο συνεργάζομαι για πολλά χρόνια στην Eurobank και εκτιμώ την εργατικότητα, τις γνώσεις, την προσήλωση στη δουλειά, την επιστημονική προσφορά και το ήθος του.
Ο τόμος είναι ιδιαίτερα επίκαιρος, γιατί θεωρώ ότι είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τελικά γιατί η Ελλάδα, μετά από έξι χρόνια κρίσης, σημαντικού περιορισμού των μακροοικονομικών ανισορροπιών και μεγάλων επιτυχών προσαρμογών, και παρά το τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό κόστος που έχει σημειωθεί, δεν έχει κατορθώσει να κερδίσει πειστικά την εμπιστοσύνη των αγορών, των εταίρων και της κοινωνίας.
Σίγουρα οι συνθήκες βελτιώνονται σημαντικά τους τελευταίους μήνες, ιδιαίτερα μετά την ιστορική απόφαση της χώρας να υπογράψει και να υλοποιήσει τη νέα συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους στις αρχές Αυγούστου.
Η εκτίμησή μου είναι ότι, η χώρα, παρά τα λεγόμενα από τις Κασσάνδρες, γυρίζει σελίδα οριστικά προς το καλύτερο.
1. Οι διαφορές με την Ευρωπαϊκή Ένωση γεφυρώνονται σε πνεύμα συνεννόησης,
2. Οι πρόδρομοι οικονομικοί δείκτες βελτιώνονται,
3. Η επενδυτική εικόνα της χώρας αναβαθμίζεται σταδιακά διεθνώς, όπως επιβεβαιώνει και η προσέλευση περίπου € 4,5 δισεκ. ιδιωτικών κεφαλαίων στο πλαίσιο των πρόσφατων τραπεζικών ανακεφαλαιοποιήσεων,
4. και καθώς το οικονομικό και επενδυτικό κλίμα καλυτερεύει,
υπό ορισμένες ρεαλιστικές και επιτεύξιμες προϋποθέσεις, η χώρα μπορεί να επιστρέψει στην οικονομική ανάπτυξη και την ομαλότητα κυρίως από το δεύτερο εξάμηνο του 2016.
Εξίσου σημαντικό είναι να κατανοήσουμε τις αιτίες της κρίσης στην Ευρωζώνη και την Ευρώπη, που πυροδοτήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες το 2008.
Εκτιμώ ότι, η κρίση στην Ευρωζώνη δεν είναι συγκυριακή, αλλά έχει βαθύτερα αίτια, που συνδέονται με ατέλειες στη δομή, τους θεσμούς και τη λειτουργία της Ευρωζώνης.
Αν δεν υπάρξουν πρωτοβουλίες σύντομα, φοβάμαι ότι μπορεί να αμφισβητηθεί σε βάθος χρόνου και η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, και η αποκατάσταση της μακροχρόνιας ευστάθειας του συστήματος σε μία Ευρώπη που τη χαρακτηρίζει:
η επενδυτική κόπωση,
η πληθυσμιακή γήρανση,
η αναπτυξιακή στασιμότητα,
οι περιφερειακές ανισορροπίες,
οι αποσχιστικές τάσεις, και
η επικράτηση εθνικιστικών και πιο ακραίων πολιτικών προτιμήσεων.
Επικρατούν σήμερα ανησυχητικές τάσεις λιγότερης και όχι περισσότερης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και σε πολλά σημεία του τόμου οι συγγραφείς καταθέτουν ενδιαφέρουσες προτάσεις προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που πρέπει να συζητηθούν (π.χ. η λειτουργία της ΕΚΤ ως lender of last resort).
Θα ήθελα να κάνω τρεις συγκεκριμένες επισημάνσεις.
Πρώτον, οι διαφορές μεταξύ Πανεπιστημιακών και ανθρώπων της αγοράς, αν υπάρχουν, οφείλουν να μην είναι μεθοδολογικές ή αρχών οικονομικής λογικής και ανάλυσης.
Μπορεί να οφείλονται σε διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις, ή διαφορετικές ερμηνείες εμπειρικών ευρημάτων, ή και στην ασύμμετρη πληροφόρηση και τους βαθμούς ελευθερίας και ανεξαρτησίας των δύο ομάδων.
Κατά τη γνώμη μου, διαφορές ανάμεσα σε οικονομολόγους προκύπτουν κυρίως από τις διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις, ιδιαίτερα ως προς το βαθμό υιοθέτησης της ακραίας νεοκλασικής προσέγγισης, που απολυτοποιεί την αποτελεσματικότητα των αυτοματισμών των αγορών και την ικανότητά τους να αυτοδιαρθρώνονται, ν’ αυτορυθμίζονται, και ενίοτε να αυτοεποπτεύονται, απομονώνει την οικονομική επιστήμη από τις κοινωνικές και φιλοσοφικές επιστήμες, την αποστεώνει από αρχές που σχετίζονται με τις κοινωνικές ή φιλοσοφικές επιστήμες, αντιτίθεται σε κάθε ενεργή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική,  εμπιστεύεται το σταθεροποιητικό ρόλο της κερδοσκοπίας, και αγνοεί συχνά τις σημαντικές ατέλειες και ακαμψίες της αγοράς, καθώς και τις οικονομίες κλίμακος, εξωτερικότητες και ολιγοπωλιακές καταστάσεις, που χαρακτηρίζουν σήμερα μια σύγχρονη οικονομία αγοράς.
Αποτέλεσμα, συχνά οδηγούμαστε και από ιδεολογική μεροληψία και εμμονή σε λάθος αναλύσεις, συμπεράσματα και εκτιμήσεις, αγνοώντας το ρόλο σημαντικών κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών παραμέτρων στην ανάλυση, με καθοριστική επίπτωση στο οικονομικό αποτέλεσμα και τη συμπεριφορά.
Θα ήταν χρήσιμο να ακούσουμε τις απόψεις των επιμελητών του τόμου σε αυτό το θέμα.
Η δεύτερη επισήμανσή μου αφορά τη διεθνή κρίση
Στις αρχές του φθινοπώρου του 2008, το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα έφθασε ένα βήμα πριν από την πλήρη κατάρρευσή του.
Απεφεύχθη, χάρη στη μαζική παρέμβαση στο χρηματοπιστωτικό τομέα, Κυβερνήσεων, Κεντρικών Τραπεζών και Διεθνών Οργανισμών, στη σημαντική καταστροφή πλούτου και παραγωγικού δυναμικού.
Πώς φθάσαμε στο χείλος της απόλυτης παγκόσμιας καταστροφής σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα;
Κατά τη γνώμη μου, τέσσερις ενότητες παραγόντων έπαιξαν βασικό ρόλο στη διαμόρφωση της διεθνούς κρίσης.
Πρώτον, η σταδιακή επικράτηση στη διεθνή οικονομική, επιστημονική και πολιτική ζωή, ενίοτε ακραίων νεοκλασικών αντιλήψεων για τη λειτουργία της οικονομίας και της αγοράς, επεκτάθηκε και στο χρηματοπιστωτικό χώρο.
Επικράτησε μία απόλυτα πίστη στις ικανότητες της laissez-faire οικονομίας να λειτουργεί πάντοτε αρμονικά και χωρίς αποσταθεροποιητικές διακυμάνσεις.
Δεύτερον, οι μεγάλες παγκόσμιες μακροοικονομικές ανισορροπίες, που δεν αντιμετωπίσθηκαν επί μακρόν, κυρίως τα χαμηλά επιτόκια, η υπερβάλλουσα ρευστότητα, οι ανισορροπίες στο εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών και τα χαλαρά κριτήρια χρηματοδοτήσεων των τραπεζών, που
σε συνδυασμό με τη ραγδαία παγκοσμιοποίηση και απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού χώρου και την ταχεία διάδοση χρηματοοικονομικών καινοτομιών, οδήγησαν σε σημαντική αύξηση της χρηματοοικονομικής μόχλευσης νοικοκυριών, θεσμικών, χρηματοπιστωτικών οργανισμών και εταιρειών και σε υπερβολική αύξηση τιμών ακινήτων και χρηματοοικονομικών προϊόντων και κινητών αξιών.
Τα φαινόμενα αυτά δεν συνάντησαν έγκαιρα, ούτε την ανησυχία ούτε την οργανωμένη αντίδραση των εποπτικών, ρυθμιστικών και νομισματικών αρχών και φορέων οικονομικής πολιτικής.
Η τρίτη αιτία της κρίσης συνδέεται με τη σταδιακή μετατόπιση των στόχων των διεθνών τραπεζών, από τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, στην κερδοσκοπία, τα χρηματοοικονομικά στοιχήματα και τη χρηματοπιστωτική καινοτομία χωρίς οικονομική χρησιμότητα, που έγιναν, σε σημαντικό βαθμό, ίσως και αυτοσκοπός.
Η μετατόπιση αυτή, σε συνδυασμό με την προβληματική δομή των μεταβλητών αμοιβών των τραπεζικών στελεχών, που ενεθάρρυνε τη βραχυχρόνια κερδοσκοπία και την αναποτελεσματική εσωτερική και εξωτερική εποπτεία και ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού χώρου, τροφοδότησαν την έντονη βραχυχρόνια κερδοσκοπία και μόχλευση και την ανάληψη υπερβολικών και ενίοτε μη μετρήσιμων κινδύνων.
Τέταρτον, η ασυμμετρία στην ταχύτητα και ποιότητα προσαρμογής, μεταξύ της θεσμικής εποπτικής και ρυθμιστικής ωρίμανσης, σε σχέση με την ταχύτητα ανάπτυξης των διεθνών κεφαλαιαγορών και του χρηματοπιστωτικού χώρου.
Οι τελευταίες, αναπτύσσονταν και διεθνοποιούνταν ταχύτερα και με πολύπλοκους και σύνθετους τρόπους από την αναβάθμιση του ρόλου και την κατανόηση των κινδύνων από τις εποπτικές/ ρυθμιστικές αρχές, την κατανόηση και κατάλληλη μέτρηση και διαχείριση των κινδύνων από τις διοικήσεις των διεθνών τραπεζών και την αναβάθμιση των εσωτερικών τραπεζικών συστημάτων εποπτείας, ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων.
Δεν είναι τυχαίο ότι, μετά την κρίση, οι μεγάλες θεσμικές / ρυθμιστικές αλλαγές επικεντρώθηκαν στο χρηματοπιστωτικό χώρο, διαμορφώνοντας παγκοσμίως και στην Ευρώπη αυστηρότερο πλαίσιο λειτουργίας, εταιρικής διακυβέρνησης και κεφαλαιακής επάρκειας, στενότερο συντονισμό των αρμοδίων αρχών και ενιαία εποπτεία, καθώς και περιορισμό των δυνατοτήτων μόχλευσης και πληρωμής υπερβολικών μεταβλητών αμοιβών.
Η τρίτη επισήμανση αφορά την Ελληνική κρίση, για την οποία έχουν γραφτεί πολλά, έχουν ειπωθεί πολλά.
Δεν θέλω να επαναλάβω γνωστά πράγματα.
Αναμφισβήτητα, το 2009 οι μακροοικονομικές ανισορροπίες που συσσωρεύτηκαν την προηγούμενη δεκαετία δεν ήταν διατηρήσιμες.
Από το 1999 μέχρι το 2009, αντί να αξιοποιήσουμε τους χρηματοοικονομικούς πόρους που πλουσιοπάροχα και με χαμηλό κόστος προσέφεραν οι διεθνείς αγορές και τα Ευρωπαϊκά ταμεία για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, η Ελλάδα τροφοδότησε ανεξέλεγκτα τη συνολική εγχώρια ζήτηση, κυρίως των μη εμπορεύσιμων αγαθών.
Για παράδειγμα, η ιδιωτική κατανάλωση αυξανόταν κατά 6% ετησίως σε πραγματικούς όρους, ενώ η τραπεζική πιστωτική επέκταση αυξανόταν κατά 18% ετησίως.
Την ίδια περίοδο, οι Ελληνικές τράπεζες και το δημόσιο δανείστηκαν διεθνώς πολύ φθηνά πάνω από € 60 δισεκ. και € 200 δισεκ., αντίστοιχα.
Απόλυτα μυωπική ήταν και η πεποίθηση των διεθνών αγορών ότι η Ελλάδα είναι χρηματοδοτήσιμη ακόμα και μέχρι τις αρχές του 2010, παρέχοντας φθηνή και σημαντική ρευστότητα σε ιδιώτες, επιχειρήσεις, τράπεζες και κράτος.
Παράλληλα, ελλιπής φαίνεται ότι ήταν και η επιτήρηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που συντηρούσε και λόγω περιορισμένης πληροφόρησης, τη στρέβλωση και την ψευδαίσθηση της ικανοποιητικής προσαρμογής της χώρας στις Ευρωπαϊκές υποχρεώσεις (π.χ. ήρε την επιτήρηση της Ελληνικής οικονομίας το 2007).
Υπό την πίεση των αρνητικών εξελίξεων στην Ελλάδα, το θεσμικό ευρωπαϊκό έλλειμμα στη διαχείριση κρίσεων και η σχετική έλλειψη εμπειρίας της Ευρωζώνης καθώς και η απουσία Ελληνικού Εθνικού σχεδίου εξόδου από την κρίση, οδήγησαν σε ένα πρόγραμμα που, κατά τη γνώμη μου, βασίστηκε σε λανθασμένο μείγμα και δοσολογία πολιτικής, με υποτιμημένες τις επιπτώσεις του στην οικονομία και την κοινωνία, όπως πιστοποιεί και η μελέτη του τόμου αναφορικά με τους πολλαπλασιαστές, χωρίς να υποτιμάται η αρνητική επίπτωση των καθυστερήσεων από τις εκάστοτε κυβερνήσεις στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων.
Σταδιακά, στο πλαίσιο αυτό διαμορφώθηκε μία έντονη πολιτική περιορισμού της συνολικής ζήτησης, ενώ τα σωστά μέτρα τόνωσης της συνολικής προσφοράς και παραγωγικότητας που αναλήφθηκαν απεδείχθη τελικά ότι έχουν μακροχρόνιες θετικές επιπτώσεις.
Έτσι, όλα τα μέσα οικονομικής πολιτικής, (δημοσιονομική, νομισματική, πραγματικοί μισθοί, διαμόρφωση προσδοκιών, επενδύσεις, πρόσβαση στις αγορές) κατέληξαν να κινούνται έντονα προς την ίδια κατεύθυνση της μείωσης της συνολικής ζήτησης, που,
σε περιβάλλον
1. ανελαστικότητας και ακαμψίας τιμών και μισθών,
2. χαμηλού βαθμού εμπιστοσύνης αγορών και εταίρων,
3. αβεβαιότητας για το συναλλαγματικό καθεστώς,
4. υψηλού και αυξανόμενου δημοσίου χρέους σαν ποσοστό του ΑΕΠ, και
5. μειωμένου ανταγωνισμού στις αγορές,
οδήγησαν στη μεγέθυνση του κοινωνικού και οικονομικού κόστους.
Κατά τη γνώμη μου, το κοινωνικό και οικονομικό κόστος θα είχε αμβλυνθεί αν βάσει ολοκληρωμένου Εθνικού σχεδίου:
  • η αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή συνδύαζε την εξυγίανση με την ανάπτυξη μέσω ιδιωτικών και δημοσίων επενδύσεων.
  • η νομισματική πολιτική ήταν λιγότερο περιοριστική επί της ουσίας (υψηλά επιτόκια, στενότητα ρευστότητας) και τα θέματα της φερεγγυότητας του τραπεζικού τομέα είχαν επιλυθεί έγκαιρα, αντισταθμίζοντας τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής και της μείωσης των μισθών,
  • η δημοσιονομική προσαρμογή στηρίζονταν κυρίως, όχι στους φόρους αλλά στη μείωση του κράτους και των δαπανών, στις εμπροσθοβαρείς μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις ουσίας, σε συναινετικό πολιτικό πλαίσιο, και σε μια πιο ριζοσπαστική, προσυμφωνημένη και σε στάδια ρύθμιση του Δημοσίου χρέους,
  • δεν είχαμε υπονομεύσει την αξιοπιστία μας με τις πράξεις μας, ολιγωρώντας στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων και είχαμε προχωρήσει αποφασιστικά στο να ξεριζώσουμε το πελατειακό κράτος, το λαϊκισμό, την αναξιοκρατία και τον κρατισμό,ώστε να βελτιώσουμε τις προσδοκίες και την εμπιστοσύνη των αγορών και της κοινωνίας (μείωση του Grexit risk),
  • οι Ευρωπαίοι εταίροι μας και το ΔΝΤ έδειχναν μεγαλύτερη κατανόηση και λιγότερη αδιαλλαξία για την έγκαιρη αλλαγή του αναποτελεσματικού μείγματος πολιτικής.
Κυρίως όμως, παρά τις μεγάλες θυσίες, δεν κατορθώσαμε να διαμορφώσουμε ένα modus operandi, ένα διαρκές κλίμα εμπιστοσύνης με τις αγορές, τους εταίρους και την Ελληνική κοινωνία.
Ο δρόμος για τη χώρα σήμερα είναι ουσιαστικά μονόδρομος και η κυβέρνηση εφαρμόζει ένα πρόγραμμα που αν υλοποιηθεί με συνέπεια και συνδυαστεί με αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, θα μας επιστρέψει σταδιακά στην ομαλότητα και την προοπτική.
Η χώρα οφείλει να επιστρέψει σύντομα σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για να απαντήσει πειστικά στις μεγάλες προκλήσεις και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, την ανεργία, το υψηλό δημόσιο χρέος, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, το συρρικνούμενο εισόδημα και τις συντάξεις.
Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση πολιτικής μπροστά μας.
Η χώρα αντιμετωπίζει σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα, κυρίως μεγάλο αποταμιευτικό και επενδυτικό έλλειμμα, και την ανάγκη σημαντικής παραγωγικής ανασυγκρότησης, με άξονα την εξωστρεφή ανάπτυξη και την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων για χρηματοδότηση των επενδύσεων.
Χρειάζονται γενναίες μεταρρυθμίσεις για να βελτιωθούν η αποτελεσματικότητα του κράτους, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, η λειτουργικότητα των θεσμών και η αποδοτικότητα της κοινωνικής πολιτικής.
Χρειάζονται σταθερές πολιτικές στο επιχειρείν και διαχρονική πολιτική σταθερότητα, για να εμπεδωθεί κλίμα εμπιστοσύνης και προοπτικής, εντός και εκτός Ελλάδος.
Χρειαζόμαστε ανάπτυξη και δουλειές που είναι βέβαιο ότι θα προκύψουν, αν επιτρέψουμε να επικρατήσει ένας νέος άνεμος οικονομικής ελευθερίας, επιχειρηματικότητας και δημιουργίας, με σχέδιο, οικονομία αγοράς, απελευθέρωση και κινητοποίηση των υγιών παραγωγικών δυνάμεων, επενδύσεις, μεταρρυθμίσεις, δημιουργώντας κοινωνικό και οικονομικό πλεόνασμα, ευκαιρίες για όλους, κατάλληλες προϋποθέσεις για αναδιανομή πλούτου, δηλαδή κοινωνική πολιτική ουσίας.
Σίγουρα, στο πλαίσιο αυτό, είναι χωρίς μέλλον, αναπτυξιακές επιλογές, χωρίς κοινωνική συνοχή, που ενισχύουν την ευμάρεια και τα προνόμια των λίγων, επιρρίπτουν το κόστος στους αδύναμους, χωρίς να προσφέρουν δουλειές, ευκαιρίες, προοπτική, κοινωνική προστασία στους πολλούς.
Το μέρισμα της Εθνικής αναπτυξιακής επιτυχίας και των μεταρρυθμίσεων πρέπει να αφορά τελικά το σύνολο των πολιτών. Αυτό είναι ένα σημαντικό πολιτικό ζητούμενο.
Κλείνοντας, θα ήθελα να συγχαρώ τους επιμελητές του τόμου για τη δουλειά που έκαναν καθώς και τους συγγραφείς των άρθρων για την ποιότητα του περιεχομένου.
Θα ήθελα τώρα να καλέσω στο βήμα τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, το συνάδελφο Καθηγητή κύριο Γιάννη Στουρνάρα, που έχει τη μοναδική εμπειρία να είναι ο άνθρωπος που ήταν παρών σε όλες τις φάσεις της ταραχώδους πορείας της χώρας μας μέσα στην Ευρωζώνη, από την εισαγωγή του Ευρώ μέχρι σήμερα, με σημαντικό ρόλο και συμβολή.
Ο κύριος Διοικητής συνδυάζει τις ακαδημαϊκές περγαμηνές με ουσιαστική πολύχρονη πρακτική εμπειρία και προσφορά, έχει άποψη, σταθερές αξίες, εμπειρία και γνώση και έχει αποδείξει ότι έχει και «στομάχι» για τα δύσκολα.
Θα ακούσουμε όλοι με προσοχή τις απόψεις του.
Ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας».

www.bankingnews.gr 


Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης