Τραπεζικά νέα

Στουρνάρας (ΤτΕ): Ιδιαίτερα ισχυρή η κεφαλαιακή θέση των ελληνικών τραπεζών - Έχουν ληφθεί μέτρα για τα NPLs

Στουρνάρας (ΤτΕ): Ιδιαίτερα ισχυρή η κεφαλαιακή θέση των ελληνικών τραπεζών - Έχουν ληφθεί μέτρα για τα NPLs
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας αντιμετωπίζει προκλήσεις σε πολλά μέτωπα, τόνισε ο κ. Στουρνάρας
Η κεφαλαιακή θέση των ελληνικών τραπεζών είναι ιδιαίτερα ισχυρή διαβεβαίωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Εθνική Τράπεζα της Κροατίας, στο Ζάγκρεμπ.
Προσέθεσε, δε, ότι έχουν αναληφθεί δράσεις στον τομέα των μη εξυπηρετούμενων δανείων προκειμένου να βελτιωθεί περαιτέρω η κεφαλαιακή θέση των τραπεζών.
Γενικότερα όμως η εικόνα αυτή χαρακτηρίζει το σύνολο της ευρωζώνης καθώς οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών της ζώνης του ευρώ έχουν αυξηθεί από περίπου 8% το 2008 σε περίπου 14% σήμερα.
Ο ίδιος υπογράμμισε την ανάγκη να αναθεωρηθεί το πλαίσιο εποπτείας των τραπεζών τα επόμενα χρόνια.
Στο πλαίσιο αυτό υποστήριξε ότι οι προκλήσεις αφορούν την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης.
Πρέπει επίσης να αντιμετωπιστούν ζητήματα σχετικά με την επάρκεια των πόρων του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης (SRF), τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Σύμφωνα με τους επικριτές, το μέγεθος του SRF είναι ανεπαρκές και η δομή της διακυβέρνησής του είναι υπερβολικά πολύπλοκη.
Η δεύτερη πρόκληση σχετίζεται με το ζήτημα της αυξημένης επιβάρυνσης που συνεπάγεται για τις τράπεζες η συμμόρφωσή τους προς το νέο κανονιστικό πλαίσιο και τούτο διότι η απαίτηση για μεγαλύτερη διαφάνεια συνοδεύεται από αύξηση του κόστους.
 
Η ομιλία του Γ. Στουρνάρα:
Επιτρέψτε μου, πριν ξεκινήσω, να αφιερώσω τη σημερινή μου ομιλία στη μνήμη της Βασιλικής Ζάκκα, που υπήρξε εξαίρετη συνάδελφος στην Τράπεζα της Ελλάδος και αγαπητή φίλη. Πριν φύγει ξαφνικά από κοντά μας εδώ και λίγες εβδομάδες, η Βάσω είχε συμβάλει στη συγγραφή της παρούσας ομιλίας. Θα μας λείψει πολύ.  
 
Κυρίες και κύριοι, 
Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι σήμερα στο Ζάγκρεμπ και έχω την ευκαιρία να μοιραστώ μαζί σας μερικές σκέψεις σχετικά με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ευρώπη και ιδίως τους τρόπους βελτίωσής της. 
Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την επίτευξη των κοινών μας στόχων για ευημερία και διατηρήσιμη ανάπτυξη. 
Όμως, το χρηματοπιστωτικό τοπίο στο οποίο λειτουργούν τόσο οι εποπτικές αρχές όσο και οι συμμετέχοντες στην αγορά αλλάζει ραγδαία. 
Σήμερα είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι ήταν πριν από μόλις μία δεκαετία και θα είναι ακόμα πιο διαφορετικό μετά από μία δεκαετία. 
Θα ξεκινήσω περιγράφοντας το σημερινό τοπίο στο οποίο πραγματοποιείται η προσπάθεια ενίσχυσης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
 Στη συνέχεια, θα αναφερθώ εν συντομία σε ορισμένες εξελίξεις στο κανονιστικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που αφορά το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τη σταθερότητά του. 
Συγκεκριμένα, βλέπουμε ότι το πλαίσιο αυτό προβλέπει ένα νέο ρόλο για τις κεντρικές τράπεζες, καθώς η αποστολή τους έχει διευρυνθεί  ώστε να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. 
Τέλος, θα περιγράψω τις μελλοντικές προκλήσεις και θα διατυπώσω μερικές σκέψεις για την αντιμετώπισή τους αλλά και την ενδεδειγμένη πορεία.
 
Α. Το περιβάλλον – το ευρύτερο πλαίσιο
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν έγιναν οι πρώτες προσπάθειες για την ευρωπαϊκή ενοποίηση, και μέχρι σήμερα η ΕΕ έχει αντιμετωπίσει σειρά προκλήσεων, που σε ορισμένες περιπτώσεις δοκίμασαν τόσο τη συνοχή όσο και τη σταθερότητά της. 
Οι πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων έδειξαν ότι η ΕΕ είναι κτισμένη σε γερά θεμέλια, καθώς οι δεσμοί μεταξύ των κρατών-μελών διαχρονικά ενισχύονται. 
Θα αναφέρω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: η κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods στις αρχές της δεκαετίας του 1970 οδήγησε στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (ΕΝΣ) στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, ενώ η διάλυση του ΕΝΣ στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οδήγησε στη δημιουργία του ευρώ το 1999.
Οι εξελίξεις μετά την έναρξη της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-08 είχαν ως αποτέλεσμα την περαιτέρω σύσφιγξη των δεσμών μεταξύ των μελών της ΕΕ. 
Η κρίση ανέδειξε το πρόβλημα των πιστωτικών ιδρυμάτων που λόγω μεγέθους ή και πολυπλοκότητας έχουν συστημική σημασία (“too big to fail”, “too big to save”, “too complex to resolve”). 
Η Επιτροπή της Βασιλείας για την Εποπτεία του Τραπεζικού Συστήματος, μετά τη συμφωνία των G20 το 2008, ανέλαβε να διαμορφώσει ενισχυμένα διεθνή πρότυπα εποπτείας των τραπεζών. 
Στην επικαιροποιημένη έκθεσή της, την οποία υπέβαλε στους ηγέτες των G20 το Νοέμβριο του 2015, η Επιτροπή της Βασιλείας σημειώνει ότι έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος για την οριστικοποίηση των μεταρρυθμίσεων που χρειάζονται μετά την κρίση και ότι οι προβλεπόμενες  κανονιστικές μεταρρυθμίσεις  για τις παγκοσμίως συστημικές τράπεζες έχουν σχεδόν ολοκληρωθεί. 
Η περαιτέρω αποσαφήνιση αυτών των στοιχείων θα προσδώσει σταθερότητα στο κανονιστικό πλαίσιο, ενισχύοντας την ικανότητα του τραπεζικού τομέα να εκπονεί μακροπρόθεσμα και βιώσιμα επιχειρηματικά σχέδια.
Η χρηματοπιστωτική κρίση στη ζώνη του ευρώ, η οποία άρχισε το 2009-10, αποτέλεσε άλλη μία – ίσως σοβαρότερη – πρόκληση για τη σταθερότητα της ΕΕ.
Πιο πρόσφατα, και ενώ η οικονομική ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ είναι ακόμα εύθραυστη, η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στις αναδυόμενες οικονομίες, σε συνδυασμό με την αύξηση των γεωπολιτικών εντάσεων, οι οποίες οδήγησαν σε μια πρωτοφανή προσφυγική κρίση, καθώς και οι ανησυχίες σχετικά με την πιθανή  έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, οδήγησαν σε αύξηση της αβεβαιότητας. Τέλος, οι διαφορετικές προσεγγίσεις των κρατών-μελών σχετικά με την τραπεζική ένωση και η βραδεία πρόοδος προς τη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων εμποδίζουν την περαιτέρω πρόοδο προς μια αρχιτεκτονική του χρηματοπιστωτικού συστήματος απαραίτητη για την ενίσχυση της σταθερότητας.
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό από την έναρξη της κρίσης στη ζώνη του ευρώ είναι ότι η χρηματιστηριακή αξία των ευρωπαϊκών τραπεζών υπολείπεται της λογιστικής, ενώ το αντίθετο συμβαίνει με τις μεγάλες αμερικανικές τράπεζες. 
Αυτή η κατάσταση δεν εξηγείται από τη συγκριτική εικόνα των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, καθώς οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών της ζώνης του ευρώ έχουν αυξηθεί από περίπου 8% το 2008 σε περίπου 14% σήμερα (Cœuré, 2016). 
Αντίθετα, αποτελεί ένδειξη ότι ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε φάση μετασχηματισμού, στο πλαίσιο του οποίου οι τράπεζες καλούνται να προσαρμόσουν συνολικά και ριζικά το επιχειρηματικό μοντέλο λειτουργίας τους σε ό,τι αφορά τις παραδοσιακές τους εργασίες.
Τους δύο πρώτους μήνες του 2016 παρατηρήθηκε σημαντική επιδείνωση του κλίματος της αγοράς, η οποία σχετιζόταν όχι μόνο με την εξασθένηση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, αλλά και με άλλες ανησυχίες:
Πρώτον, η απειλή χαμηλού ρυθμού αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, ο οποίος οδηγεί όχι μόνο σε υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και σε χαμηλότερες και πιο οριζόντιες καμπύλες αποδόσεων με δυνητικά αρνητικές επιπτώσεις για την κερδοφορία των τραπεζών.
Δεύτερον, προβληματισμοί σχετικά με την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής, καθώς ορισμένοι αναλυτές της αγοράς εκτιμούν ότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν ίσως εξαντλήσει τα όπλα που διαθέτουν. Σας διαβεβαιώνω ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει, όπως άλλωστε σαφώς επιβεβαιώνεται από τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής που έλαβε το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) πριν από δύο εβδομάδες.
Τρίτον, η αβεβαιότητα σχετικά με το κανονιστικό πλαίσιο, ιδίως αναφορικά με τη δέσμη των απαιτήσεων κεφαλαιακής επάρκειας καθώς και των απαιτήσεων σε σχέση με το εργαλείο της εξυγίανσης με ίδια μέσα (bail-in) – στη δέσμη αυτή περιλαμβάνονται η Διαδικασία Εποπτικού Ελέγχου και Αξιολόγησης  (SREP), η Ελάχιστη Απαίτηση για Ίδια Κεφάλαια και Επιλέξιμες Υποχρεώσεις (MREL), η Συνολική Ικανότητα Απορρόφησης Ζημιών (TLAC) και η Οδηγία της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (EBA) σχετικά με το ελάχιστο διανεμητέο ποσό (MDA). Ειδικότερα υπάρχει  αβεβαιότητα σχετικά με την επίδραση που θα έχουν στην πράξη τα νέα εργαλεία που εισήγαγε η Οδηγία για την Ανάκαμψη και Εξυγίανση των Τραπεζών (BRRD). 
Τέταρτον, ο φαύλος κύκλος μεταξύ αγορών μετοχών και αγορών ομολόγων, ο οποίος εντείνεται από τη χαμηλή ρευστότητα της δευτερογενούς αγοράς.
 
Β. Η αντίδραση της ΕΕ
Μπροστά σε αυτές τις αδυναμίες που απειλούσαν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η αντίδραση της ΕΕ υπήρξε αποτελεσματική παρά την αρχική έλλειψη μηχανισμών αντιμετώπισης κρίσεων και το δυσμενές και γεμάτο προκλήσεις περιβάλλον – ένα περιβάλλον με πολλές εστίες κρίσης και πολλά μέτωπα ταυτόχρονα. 
Η αρχική αντίδραση ήλθε μέσω της νομισματικής πολιτικής, με τη σημαντική χαλάρωση της κατεύθυνσής της.
 Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 2008 έξι μεγάλες κεντρικές τράπεζες, μεταξύ των οποίων η ΕΚΤ, πραγματοποίησαν ταυτόχρονη και συντονισμένη μείωση των επιτοκίων. 
Επιπλέον, την ίδια περίοδο οι χώρες της ζώνης του ευρώ κατάρτισαν σχέδιο δράσης με συντονισμένα μέτρα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και τη βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης στην οικονομία. 
Τα εν λόγω μέτρα περιλάμβαναν τόσο τη χορήγηση κρατικών εγγυήσεων για την έκδοση τραπεζικών ομολόγων όσο και την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών. 
Με το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης στη ζώνη του ευρώ το 2010, αλλά και στη συνέχεια όταν ο μηχανισμός μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής παρουσίαζε δυσλειτουργίες, η ΕΚΤ προσέφευγε ολοένα περισσότερο σε μη συμβατικά εργαλεία νομισματικής πολιτικής. 
Επιπλέον, τον Ιούνιο του 2010 σε ευρωπαϊκό επίπεδο ιδρύθηκε το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) με σκοπό την παροχή οικονομικής στήριξης σε χώρες που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες, το οποίο αντικαταστάθηκε από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) τον Οκτώβριο του 2012.
Η μεγαλύτερη ίσως πρόκληση – και έκπληξη – με την οποία βρέθηκαν αντιμέτωπες οι χώρες λόγω της κρίσης στη ζώνη του ευρώ αφορούσε  τη χρηματοπιστωτική ενοποίηση και τις τράπεζες
 Όταν εισήχθη το ευρώ, αναμενόταν ευρέως ότι το ενιαίο νόμισμα θα έθετε σε κίνηση τη διαδικασία ενοποίησης των μέχρι τότε κατακερματισμένων χρηματοπιστωτικών αγορών της Ευρώπης.
 Οι οικονομολόγοι πίστευαν ότι η ενοποίηση αυτή θα λειτουργούσε σταθεροποιητικά. Αναμενόταν ότι η διαφοροποίηση των χαρτοφυλακίων και η πρόσβαση στις αγορές πιστώσεων θα ενθάρρυναν τον επιμερισμό των κινδύνων και παράλληλα  θα μείωναν την εξάρτηση της εθνικής ζήτησης από το εθνικό εισόδημα – με άλλα λόγια, αναμενόταν ότι η διαφοροποίηση των χαρτοφυλακίων θα ενθάρρυνε  τη διαχρονική εξομάλυνση της κατανάλωσης. 
Και όντως, στα πρώτα δέκα χρόνια του ευρώ οι προσδοκίες αυτές ως επί το πλείστον επαληθεύθηκαν. 
Η συνέχεια υπήρξε απροσδόκητη. 
Η κρίση στη ζώνη του ευρώ απέδειξε ότι οι χώρες που συμμετέχουν σε μια νομισματική ένωση μπορούν να βρεθούν αντιμέτωπες με κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών τους – ένα ενδεχόμενο που είχαν παραβλέψει σχεδόν τελείως οι αρχιτέκτονες του ευρώ. 
Επιπλέον, όταν άρχισε η κρίση – με αφετηρία είτε τον τομέα του Δημοσίου είτε τον τραπεζικό τομέα – κεντρικό χαρακτηριστικό της ήταν ο φαύλος κύκλος μεταξύ των προβλημάτων των τραπεζών και ευπαθειών του δημόσιου τομέα. 
Ένας παράγοντας που συνέβαλε σ’ αυτό το φαύλο κύκλο ήταν ο εξής. Αν και το μέγεθος των πιο μεγάλων τραπεζών της ζώνης του ευρώ και των ΗΠΑ είναι περίπου το ίδιο ως ποσοστό του αντίστοιχου ΑΕΠ τους, οι πιο μεγάλες τράπεζες της ζώνης του ευρώ αντιπροσωπεύουν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ σε οποιαδήποτε δεδομένη εθνική οικονομία της ζώνης του ευρώ σε σύγκριση με τις αμερικανικές τράπεζες. 
Αυτό συνεπάγεται ότι σε περίπτωση πτώχευσης τραπεζών στη ζώνη του ευρώ οι δημοσιονομικές επιπτώσεις θα ήταν τόσο μεγάλες που θα έθεταν εν αμφιβόλω τη φερεγγυότητα του Δημοσίου της αντίστοιχης χώρας. 
Επιπλέον, το γεγονός ότι η κανονιστική ρύθμιση και εποπτεία των τραπεζών πριν από την κρίση αποτελούσε ως επί το πλείστον εθνική αρμοδιότητα θεωρήθηκε ότι συνέβαλε στην κρίση και ότι εμπόδισε την αποτελεσματική αντιμετώπισή της. Ως εκ τούτου, βασικό δίδαγμα της κρίσης ήταν ότι η νομισματική ένωση δεν είναι βιώσιμη χωρίς την τραπεζική ένωση.
Αντιδρώντας σ’ αυτές τις εξελίξεις, το 2012 οι Ευρωπαίοι ηγέτες έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία για τη δημιουργία της Τραπεζικής Ένωσης – η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας γνήσιας Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Ένωσης στην Ευρώπη. 
Οι τρεις πυλώνες της Τραπεζικής Ένωσης είναι ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός, ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης και ένα κοινό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων το οποίο δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα.
Από 1ης Ιανουαρίου 2016 τέθηκε σε πλήρη ισχύ η Οδηγία για την Ανάκαμψη και Εξυγίανση των Τραπεζών (BRRD), η οποία θεσπίζει κοινούς κανόνες σε επίπεδο ΕΕ για τις τράπεζες που πτωχεύουν.
 Η Οδηγία αυτή στοχεύει, μεταξύ άλλων, να θέσει τέλος στην πολιτική διάσωσης τραπεζών με δημόσιους πόρους καθιερώνοντας εργαλεία εξυγίανσης με ίδια μέσα, που διασφαλίζουν ότι τις ζημιές θα επωμίζονται οι δανειστές των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων των μη εξασφαλισμένων πιστωτών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας.
 Η Οδηγία έχει δεχθεί επικρίσεις – εν μέρει ίσως δικαιολογημένα. Όμως, είναι υπερβολικός ο ισχυρισμός που ενίοτε προβάλλεται ότι η ενεργοποίηση της Οδηγίας ήταν κύρια αιτία της πρόσφατης επιδείνωσης του κλίματος στην αγορά και της μεγάλης πτώσης των τιμών των μετοχών των ευρωπαϊκών τραπεζών. 
Οι διατάξεις της Οδηγίας ήταν ευρέως γνωστές ήδη από το 2014. Αυτό που ίσως αδυνατούν να κατανοήσουν οι αναλυτές είναι ότι οι νέοι αυστηρότεροι κανόνες που εισάγει η Οδηγία θα επηρεάζουν τη μεταβλητότητα των τιμών των τραπεζικών μετοχών κάθε φορά που θα δημιουργούνται ανησυχίες σχετικά με την κερδοφορία, τη φερεγγυότητα και, πάνω απ’ όλα, τη βιωσιμότητα των τραπεζών. 
Επιπροσθέτως, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η Οδηγία αυτή αποτελεί ένα νέο πλαίσιο για τις τράπεζες που πτωχεύουν το οποίο δεν έχει δοκιμαστεί ακόμα και δεν είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για την αντιμετώπιση μιας συστημικής κρίσης. 
Καθώς προβλέπεται η αναθεώρησή της μέχρι τον Ιούνιο του 2018, οφείλουμε να παρακολουθήσουμε προσεκτικά την εφαρμογή της και να εντοπίσουμε πιθανούς τομείς όπου θα χρειαστούν προσαρμογές και τροποποιήσεις.
Παρόλο που χρειαζόμαστε εργαλεία για την αντιμετώπιση περιπτώσεων τραπεζών που πτωχεύουν, κύριος σκοπός μας ως εποπτικών αρχών είναι η πρόληψη της πτώχευσης τραπεζών, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η προστασία των καταθετών. 
Όπως επισήμανε πρόσφατα ο John Vickers (2016), “Η συντεταγμένη πτώχευση μιας τράπεζας είναι καλύτερη από την άτακτη, αλλά ακόμα καλύτερο είναι να μην υπάρξει καθόλου πτώχευση… Οι εποπτικές αρχές… παρέχουν μια χρήσιμη πρόσθετη συμβολή στα διαθέσιμα «πυροσβεστικά» μέσα. 
Όσο περισσότερα είναι αυτά τα πυροσβεστικά μέσα, τόσο μικρότερη θα είναι κατά μέσο όρο η ζημία από τη φωτιά. Αυτό όμως δεν είναι λόγος για να είμαστε φειδωλοί στην «αντιπυρική προστασία»”.
 
Γ. Κεντρικές τράπεζες και μακροπροληπτική πολιτική
Θα περάσω τώρα στο θέμα της πρόληψης των κρίσεων. 
Οι προκλήσεις για τους χρηματοπιστωτικούς τομείς της ΕΕ τα τελευταία χρόνια έχουν αυξήσει σημαντικά τις αρμοδιότητες των κεντρικών τραπεζών στον τομέα της πρόληψης των κρίσεων. 
Οι καταστατικοί τους σκοποί έχουν τροποποιηθεί ώστε να περιλαμβάνουν ρητά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα (δηλ. αποφυγή ταχείας πιστωτικής επέκτασης σε συνδυασμό με αύξηση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων πέραν του επιπέδου που δικαιολογείται από τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας) ως βασική αρμοδιότητα μιας κεντρικής τράπεζας. 
Στα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους τόσο οι εθνικές αρχές όσο και ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός για να εξασφαλίζουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα έχουν προστεθεί και εργαλεία μακροπροληπτικής πολιτικής και ενισχυμένα εργαλεία μικροπροληπτικής πολιτικής. 
Παραδείγματα εργαλείων μακροπροληπτικής πολιτικής είναι το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας, το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου και το απόθεμα ασφαλείας των λοιπών συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων, καθώς και τα μέτρα για τον έλεγχο, μεταξύ άλλων, της μόχλευσης, της ρευστότητας και των μεγάλων ανοιγμάτων.
Παλαιότερα δεν θεωρείτο αναγκαίο να διαχωριστεί η νομισματική πολιτική από την αρμοδιότητα της διασφάλισης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. 
Πιστευόταν ότι η σταθερότητα των τιμών στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών ήταν αρκετή για να εξασφαλίσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην αγορά περιουσιακών στοιχείων.
 Η εμπειρία από την αρχή της προηγούμενης δεκαετίας μέχρι σήμερα διέψευσε αυτές τις αντιλήψεις, καθώς έδειξε ότι ο οικονομικός κύκλος και ο χρηματοπιστωτικός κύκλος δεν είναι απαραίτητα συγχρονισμένοι και ότι μπορεί να υπάρξουν μεγάλες περίοδοι αποσύνδεσης των δύο κύκλων. Συγκεκριμένα, ο χρηματοπιστωτικός κύκλος τείνει συνήθως να έχει μεγαλύτερο πλάτος και μικρότερη συχνότητα από έναν κανονικό οικονομικό κύκλο.
Η μακροπροληπτική πολιτική γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ της μικροπροληπτικής εποπτείας, που επικεντρώνεται στις  επιμέρους τράπεζες, και της νομισματικής πολιτικής. 
Στόχοι της είναι, πρώτον, να ενισχύσει την ανθεκτικότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και του όλου χρηματοπιστωτικού συστήματος και, δεύτερον, να εξομαλύνει το χρηματοπιστωτικό κύκλο. 
Ειδικότερα, η μακροπροληπτική πολιτική δίνει τη δυνατότητα στη νομισματική πολιτική να προσηλωθεί στο στόχο της διατήρησης της σταθερότητας των τιμών ως προϋπόθεση για την άνθηση της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ η μικροπροληπτική εποπτεία επικεντρώνεται στα επιμέρους ιδρύματα. 
Με αυτό τον τρόπο, η μακροπροληπτική πολιτική ενισχύει το θεσμικό διαχωρισμό που είναι μία από τις αρχές της αρχιτεκτονικής της ζώνης του ευρώ. Πράγματι, πιστεύω ότι μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι, αν υπήρχαν διαθέσιμα μακροπροληπτικά εργαλεία πριν από δέκα χρόνια, ίσως να μην είχαμε κρίση στη ζώνη του ευρώ. 
Πριν από δέκα χρόνια, μακροπροληπτικά εργαλεία με σκοπό τον περιορισμό του υπερβολικού δανεισμού που παρατηρούνταν στις χώρες που σύντομα έμελλε να πληγούν σοβαρότερα από την κρίση είτε δεν χρησιμοποιήθηκαν είτε ήταν πολύ αδύναμα για να μετριάσουν επαρκώς την πιστωτική επέκταση στις εν λόγω χώρες. 
Εξάλλου, δεν πρέπει να λησμονούμε τη χρησιμότητα του συντονισμού των πολιτικών – είτε πρόκειται για το συντονισμό συγκεκριμένων πολιτικών μεταξύ των επιμέρους χωρών (όπως συνέβη μετά την πτώχευση της Lehman Brothers με τις ταυτόχρονες μειώσεις των βασικών επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες) είτε για το συντονισμό μεταξύ των επιμέρους πολιτικών της ίδιας επικράτειας. 
Ο σεβασμός της ανεξαρτησίας των διαφόρων αρχών που εμπλέκονται στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας δεν σημαίνει διάσπαση ή έλλειψη συντονισμού. 
Γι’ αυτό και συμφωνώ απόλυτα με την άποψη της Danielle Nouy ότι "η μικροπροληπτική εποπτεία πρέπει να συμπληρώνεται από μια μακροπροληπτική προοπτική". 
Επιβάλλεται όμως να ενισχυθούν περαιτέρω τα διαθέσιμα εργαλεία μακροπροληπτικής εποπτείας με καινοτόμα εργαλεία πέραν αυτών που αφορούν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις. 
Η κυκλική διάσταση του συστημικού κινδύνου μπορεί να δημιουργηθεί όχι μόνο από την υπερβολική πιστωτική επέκταση (ένα θέμα που μπορεί να αντιμετωπιστεί με το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας), αλλά και από την ανεπαρκή πιστωτική επέκταση που έχει ως αποτέλεσμα η πραγματική οικονομία να υποχρηματοδοτείται για παρατεταμένες περιόδους.
Ένα δίδαγμα της κρίσης είναι ότι είχαμε δώσει έμφαση σε μάλλον στενά πεδία χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας. Σήμερα είναι σημαντικό να δώσουμε έμφαση στους κινδύνους που μπορεί να διαλάθουν της προσοχής σε μικροπροληπτικό επίπεδο, δηλ. στις διασυνδέσεις μεταξύ των τομέων, και έτσι να διερευνήσουμε πώς το χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί να επηρεάσει την ευρύτερη οικονομία, αλλά και να επηρεαστεί από αυτήν. Στη ζώνη του ευρώ, υπάρχουν ενδείξεις ότι η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας είναι περιορισμένη, με αποτέλεσμα να μην έχουν ανακάμψει οι επενδύσεις ώστε να επανέλθουν στα προ του 2008 επίπεδα, παρά τις πολιτικές της ΕΚΤ που στοχεύουν απευθείας στην αύξηση των χορηγήσεων του τραπεζικού τομέα.
 
Δ. Εξελίξεις στο κανονιστικό πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού τομέα στην ΕΕ και τα επόμενα βήματα 
Πέραν των στοιχείων της Τραπεζικής Ένωσης και της Οδηγίας για την Ανάκαμψη και Εξυγίανση των Τραπεζών, έχουν αναληφθεί και ορισμένες άλλες σημαντικές κανονιστικές πρωτοβουλίες που καλύπτουν όχι μόνο τον τραπεζικό τομέα, αλλά και την ιδιωτική ασφάλιση, τις χρηματοπιστωτικές αγορές και τις υποδομές τους. Πολλές πρωτοβουλίες βρίσκονται σε εξέλιξη και απαιτούνται περαιτέρω βήματα για την ολοκλήρωσή τους.
Η μακροπροληπτική πολιτική, προκειμένου να τιθασεύσει το χρηματοπιστωτικό κύκλο, είναι απαραίτητο να διαθέτει εργαλεία για να διαχειριστεί τη σχέση μεταξύ των πιστώσεων και της αγοράς ακινήτων. 
Υπάρχουν δύο τρόποι για τη διαχείριση αυτής της σχέσης. Ο ένας είναι η επιβολή περιορισμών στα πιστωτικά ιδρύματα – κυρίως κεφαλαιακών απαιτήσεων. Ο δεύτερος τρόπος εξομάλυνσης του πιστωτικού κύκλου είναι ο περιορισμός της μόχλευσης των νοικοκυριών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων.
Αναφορικά με τον τραπεζικό τομέα, ο Κανονισμός (CRR) και η Οδηγία (CRD IV) για τις Κεφαλαιακές Απαιτήσεις διαδραματίζουν εξέχοντα ρόλο στη θέσπιση εποπτικών προτύπων για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων στην ΕΕ. 
Η εφαρμογή τους βρίσκεται σε εξέλιξη και αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι το 2019. Από τον Ιανουάριο του 2016 τέθηκαν σε ισχύ το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας, το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου και το απόθεμα ασφαλείας των λοιπών συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων. 
Με δεδομένη την ανάγκη για διαφοροποίηση των διαθέσιμων εργαλείων ώστε να μην περιορίζονται μόνο στις κεφαλαιακές απαιτήσεις, έχει αρχίσει η διαδικασία εισαγωγής εργαλείων που βασίζονται στη ρευστότητα, τη μόχλευση και τις πηγές χρηματοδότησης. 
Όσον αφορά τους δανειολήπτες, εργαλεία όπως ο λόγος του ύψους του δανείου προς την αξία του ενυπόθηκου ακινήτου (LTV), ο λόγος του ύψους του δανείου προς το εισόδημα (LTI) και ο λόγος του κόστους εξυπηρέτησης του δανείου προς το εισόδημα (DSTI) θεωρούνται ως τα αποτελεσματικότερα μακροπροληπτικά εργαλεία για τον περιορισμό της υπερβολικής πιστωτικής επέκτασης. 
Για την αποτελεσματική εξομάλυνση του χρηματοπιστωτικού κύκλου, ο σχεδιασμός των διαφόρων δεικτών είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει μια διάσταση χρονικής διαφοροποίησης, π.χ. ο λόγος του ύψους του δανείου προς την αξία του ενυπόθηκου ακινήτου πρέπει να μειώνεται στη φάση επέκτασης του χρηματοπιστωτικού κύκλου και να αυξάνεται στη φάση της συστολής. 
Σε αντίθετη περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος να έχει ο δείκτης αυτός υπερκυκλική επίδραση, αφού οι περιορισμοί της μόχλευσης μειώνονται όταν αυξάνονται οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων.
Οι πρωτοβουλίες στον τομέα του κανονιστικού πλαισίου των χρηματοπιστωτικών αγορών και των υποδομών τους και η εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κανονισμού Υποδομών Αγοράς (EMIR) περιλαμβάνουν και εργαλεία μακροπροληπτικής παρέμβασης (όπως το ενισχυμένο πλαίσιο για την από κοινού επίβλεψη των κεντρικών αντισυμβαλλομένων). 
Σ’ αυτή την κατεύθυνση, αναπτύσσονται δείκτες με τους οποίους θα παρακολουθείται ο βαθμός στον οποίο το σύστημα αναλαμβάνει περισσότερους κινδύνους, καθώς και εργαλεία που μπορούν να συμβάλουν στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
 
 
Ε. Μελλοντικές προκλήσεις και τα επόμενα βήματα
Βεβαίως, εξακολουθούν να υφίστανται προκλήσεις. Θα αναφερθώ σε επτά από αυτές.
1. Η πρώτη πρόκληση είναι η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης. Πρέπει να αντιμετωπιστούν ζητήματα σχετικά με την επάρκεια των πόρων του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης (SRF), τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Σύμφωνα με τους επικριτές, το μέγεθος του SRF είναι ανεπαρκές και η δομή της διακυβέρνησής του είναι υπερβολικά πολύπλοκη. 
2. Ελλείψει ενός αξιόπιστου μηχανισμού στήριξης, θα υπάρξουν πιέσεις για ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests) με την εφαρμογή επιεικών σεναρίων, το οποίο θα ήταν εις βάρος της προσπάθειας για διασφάλιση  της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ο ESM θα μπορούσε να καταστεί ένας αποτελεσματικός μηχανισμός στήριξης του SRF, διαφυλάσσοντας τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Τραπεζική Ένωση. Ένα άλλο θέμα που πρέπει να μελετηθεί είναι οι συνέπειες της εφαρμογής ενός μοναδικού σημείου έναρξης για την εκπόνηση σχεδίων εξυγίανσης αντί πολλαπλών σημείων. Όσον αφορά την ασφάλιση των καταθέσεων, πέραν της Οδηγίας για τα Συστήματα Εγγύησης Καταθέσεων (DGSD), η ενσωμάτωση της οποίας στην εθνική νομοθεσία εκκρεμεί σε ορισμένα κράτη-μέλη, το προτεινόμενο Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασφάλισης Καταθέσεων (EDIS) έχει τεράστια σημασία. Η ασφάλιση των καταθέσεων σε υπερεθνικό επίπεδο θα συμβάλλει σημαντικά στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, διότι παρέχει έναν εφεδρικό μηχανισμό όταν τα εθνικά συστήματα δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους για να αντιμετωπίσουν ισχυρούς κλονισμούς. Παράλληλα, θα αποτελέσει ένα αποφασιστικό βήμα για το σπάσιμο του φαύλου κύκλου μεταξύ τραπεζών και δημόσιου τομέα και, σε συνδυασμό με έναν αποτελεσματικό μηχανισμό στήριξης του SRF, για τη διαφύλαξη της σταθερότητας στην Τραπεζική Ένωση.
Επίσης, είναι σημαντικό να ακούμε τις αγορές. Για τον περιορισμό της αβεβαιότητας  σχετικά με το κανονιστικό πλαίσιο, οφείλουμε να παρέχουμε συνεπή πληροφόρηση σχετικά με τις κανονιστικές πρωτοβουλίες και τις μακροπροληπτικές πολιτικές. Είναι απαραίτητο να αναθεωρηθεί η νομοθεσία και η Οδηγία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΒΑ) σχετικά με τον ορισμό του ελάχιστου διανεμητέου ποσού (MDA) σε εναρμόνιση με τα ισχύοντα σε άλλες χώρες. Πρέπει να εναρμονίσουμε την Ελάχιστη Απαίτηση για Ίδια Κεφάλαια και Επιλέξιμες Υποχρεώσεις (MREL) και τη Συνολική Ικανότητα Απορρόφησης Ζημιών (TLAC), π.χ. χρησιμοποιώντας τον ίδιο ορισμό των επιλέξιμων υποχρεώσεων και για τα δύο εργαλεία και αναπροσαρμόζοντας τα σχετικά όρια. Επιπλέον, απαιτείται στενή συνεργασία μεταξύ του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) και του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB). Ένα πρώτο θέμα στο οποίο μπορεί να φανεί ωφέλιμη αυτή η συνεργασία είναι το επίπεδο της Ελάχιστης Απαίτησης για Ίδια Κεφάλαια και Επιλέξιμες Υποχρεώσεις (MREL). Τέλος, πρέπει να προωθήσουμε στρατηγικές για την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα, παράλληλα με μια συνολική στρατηγική για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τράπεζες με υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων.
3. Η δεύτερη πρόκληση σχετίζεται με το ζήτημα της αυξημένης επιβάρυνσης που συνεπάγεται για τις τράπεζες η συμμόρφωσή τους προς το νέο κανονιστικό πλαίσιο και των εκτιμώμενων σωρευτικών επιπτώσεών του. Δεν αναφέρομαι στις πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Στην προσπάθεια να κάνουμε τις τράπεζες ισχυρότερες, να έχουν μεγαλύτερη ρευστότητα, να είναι πιο υπεύθυνες και να έχουν μεγαλύτερη διαφάνεια, έχουν γίνει τεράστια βήματα για τη ρύθμιση της λειτουργίας και την εποπτεία τους. Όμως, δεν έχει γίνει εκτίμηση της σωρευτικής επίπτωσης αυτών των ρυθμίσεων. Χαιρετίζω την απόφαση να συνταχθεί έκθεση σχετικά με την επίπτωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων στην οικονομία και αναμένω τη δημοσίευσή της. Ωστόσο, πρέπει να εξεταστεί η επίπτωση και άλλων ρυθμίσεων.
Οφείλουμε επίσης να μην παραβλέπουμε την αρχή της αναλογικότητας. Καθώς συσσωρεύονται νέες κανονιστικές ρυθμίσεις, γνωρίζουμε ότι αυτό μπορεί να έχει και οφέλη αλλά και κόστος. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής χρειάζεται να μεριμνούν ώστε στην προσπάθειά τους να περιορίσουν κάποιες παρενέργειες να μη δημιουργούν άθελά τους άλλες. Σε τελική ανάλυση, ο χρηματοπιστωτικός τομέας υπάρχει για να υπηρετεί την πραγματική οικονομία. Πολύ πιθανόν ο στόχος της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας να επιδιώκεται με υπέρμετρη επιβάρυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα σε σημείο που αυτό να εμποδίζεται να επιτελέσει το ρόλο του, δηλ. να διαμεσολαβεί μεταξύ των πλεονασματικών και των ελλειμματικών μονάδων στην οικονομία ούτως ώστε να ενθαρρύνει τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις και την ανάπτυξη. Συνεπώς, οφείλουμε να αναπτύξουμε μεθόδους για την αξιολόγηση  της καταλληλότητας των δεικτών και των εργαλείων. Καθώς πολλές από τις νέες ρυθμίσεις εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια, δηλ. σε περίοδο μεγάλων εντάσεων στο χρηματοπιστωτικό τομέα, εκτιμώ ότι τα επόμενα χρόνια θα χρειαστεί να τις επανεξετάσουμε και ίσως να κάνουμε κάποιες προσαρμογές. Παρόμοια επιχειρήματα ισχύουν για τις εθνικές επιλογές και διακριτικές ευχέρειες που προβλέπονται στο νέο κανονιστικό πλαίσιο.
4. Στενά συνδεδεμένο με την προηγούμενη πρόκληση είναι και το ζήτημα του πόσο εμπροσθοβαρής πρέπει να είναι η εφαρμογή των αλλαγών που υπαγορεύει το νέο κανονιστικό πλαίσιο. Οι ίδιες οι ρυθμίσεις συχνά προβλέπουν σταδιακή εφαρμογή στη διάρκεια μιας μακράς μεταβατικής περιόδου, με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται νέες εκδόσεις των ρυθμίσεων προτού ακόμα ολοκληρωθεί η εφαρμογή των παλαιότερων. Οι εποπτικές αρχές τείνουν να αντισταθμίζουν τις μακρές μεταβατικές περιόδους με την εμπροσθοβαρή εφαρμογή όλων των εποπτικών απαιτήσεων, κάτι που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικά αυστηρό και δυσβάστακτο. Από την άλλη βέβαια, οι μακρές μεταβατικές περίοδοι συχνά θεσπίζονται εν όψει της αναμενόμενης επίπτωσης των ρυθμίσεων στη συμπεριφορά των τραπεζών, ιδίως σε ό,τι αφορά τις χορηγήσεις προς την πραγματική οικονομία. Πρέπει λοιπόν να βρεθεί μια μέση οδός.
5. Η τέταρτη πρόκληση αφορά την ανάγκη να περιοριστεί η εξάρτηση από τα εκάστοτε οικονομετρικά υποδείγματα. Οι ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που διεξήχθησαν πρόσφατα σε επίπεδο ΕΕ ακολούθησαν μια μεθοδολογία βασιζόμενη σε ένα κοινό για όλες τις χώρες υπόδειγμα που άφηνε το ελάχιστο περιθώριο για να ληφθούν υπόψη ιδιοσυγκρατικά χαρακτηριστικά και εθνικές ιδιαιτερότητες. Επιπλέον, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, υπάρχει ο κίνδυνος οι ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων να γίνου λιγότερο αποτελεσματικές και να θεωρούνται μάλλον ως μέσο καθησυχασμού των αγορών παρά ως σημαντικό εποπτικό εργαλείο. Το ιδανικό θα ήταν οι ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων να διεξάγονται σε περιόδους ηρεμίας και σταθερότητας για τις αγορές και την οικονομία. Σύμφωνα με μια ρήση που αποδίδεται στον John F. Kennedy, «η κατάλληλη εποχή για να επισκευάσεις τη στέγη είναι όταν δεν βρέχει». Σε περιόδους κρίσης υπάρχει ο κίνδυνος κρίσιμες παράμετροι που χρησιμοποιούνται στις ασκήσεις προσομοίωσης, όπως οι μακροοικονομικές μεταβλητές, να υποεκτιμώνται ή να υπερεκτιμώνται και έτσι τα δυσμενή σενάρια να μην είναι ρεαλιστικά – δηλ. να είναι είτε πολύ ήπια είτε πολύ αυστηρά, με συνέπεια τα αποτελέσματά τους να είναι αμφίσημα και δυσερμήνευτα. Επιπλέον, θα πρέπει να διερευνηθεί το ενδεχόμενο οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων να έχουν υπερκυκλικές επιδράσεις. Το πλέον ενδεδειγμένο θα ήταν η διεξαγωγή ασκήσεων  προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων να μη δίνουν έμφαση μόνο στη φερεγγυότητα, αλλά να εξετάζει και την επίπτωση της υποθετικής διαταραχής στη ρευστότητα των τραπεζών, τις συνέπειες της εφαρμογής του εργαλείου της εξυγίανσης με ίδια μέσα, τα κεφάλαια που χρειάζονται για την ικανοποίηση των υποχρεώσεων των ταμείων εγγύησης καταθέσεων κ.λπ. Η εναρμόνιση των διαδικασιών είναι ένα ζήτημα που πρέπει να μας απασχολήσει, ενώ τα υποδείγματα θα πρέπει να εμπλουτιστούν με το στοιχείο της οριοθετημένης τεχνοκρατικής κρίσης, όπως είναι η πάγια πρακτική στις μακροοικονομικές προβλέψεις.
6. Πέμπτον, είναι απαραίτητο να διευρυνθεί το πεδίο της εποπτείας. Μια κρίσιμη μελλοντική πρόκληση σχετίζεται με την πρόσφατη αποδιαμεσολάβηση και την ανάπτυξη ενός σκιώδους τραπεζικού τομέα ως εναλλακτικής μορφής χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης. Το νομικό πλαίσιο που θέτουν ο Κανονισμός και η Οδηγία για την κεφαλαιακή επάρκεια καλύπτει κυρίως τον τραπεζικό τομέα, όμως η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα και η χρηματοδότηση της οικονομίας της ζώνης του ευρώ στρέφονται ολοένα περισσότερο σε μη τραπεζικά ιδρύματα. Η ανάγκη να υπαχθούν σε μακροπροληπτική εποπτεία ορισμένες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες καθίσταται εμφανής εάν λάβουμε υπόψη ότι οι τράπεζες και τα μη τραπεζικά ιδρύματα συνδέονται στενά μεταξύ τους μέσω δραστηριοτήτων διαμεσολάβησης που βασίζονται στην αγορά. Οι δραστηριότητες αυτές περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών που σχετίζονται με συναλλαγές τιτλοποίησης, συναλλαγές χρηματοδότησης μέσω τίτλων, συναλλαγές επαναγοράς (repos), διαχείριση ενεχύρων και παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα. Είναι άγνωστες οι συνέπειες που μπορεί να έχει η ελλιπής παρακολούθηση των κινδύνων στον εν λόγω τομέα και μπορεί να ελλοχεύει ο κίνδυνος νέας κρίσης, ενώ είναι δύσκολο επίσης να εκτιμηθούν οι έμμεσες επιδράσεις. Επιπλέον, όσο αποτελεσματικότεροι είναι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στη χρήση μακροπροληπτικών εργαλείων για τον περιορισμό της υπερβολικής πιστωτικής επέκτασης στον τραπεζικό τομέα, τόσο πιθανότερο είναι να υπάρξουν υπερβολικές προσαρμογές στο μη τραπεζικό τομέα μέσω μέσω μετατόπισης δραστηριοτήτων προς αυτόν. Ευτυχώς, ο σκιώδης τραπεζικός τομέας αποτελεί μια από τις κύριες προτεραιότητες σε διεθνές επίπεδο και χρειάζεται σαφώς να επεκταθεί το οπλοστάσιο των ρυθμιστικών αρχών.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ και στην Ένωση Κεφαλαιαγορών. Η Ένωση Κεφαλαιαγορών στοχεύει στην αποτελεσματικότερη σύνδεση των αποταμιευτικών πόρων με τις επενδύσεις μέσω της χρηματοδότησης έργων με διαφάνεια και βάσει κανόνων. Με τον τρόπο αυτό, μπορεί να συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη παρέχοντας στους καταθέτες και τους επενδυτές εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με την  παραδοσιακή τραπεζική διαμεσολάβηση. Στην αναζήτηση αποτελεσματικών τρόπων  για οικονομική ανάπτυξη, η Ευρώπη χρειάζεται ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που θα είναι σε θέση να ικανοποιεί τις χρηματοδοτικές ανάγκες όλων των οικονομικών μονάδων (επιχειρήσεων και νοικοκυριών) στα διάφορα στάδια της εξέλιξής τους.
7. Η έκτη πρόκληση έχει χαρακτηριστεί από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό ως ύψιστη προτεραιότητα στο σχέδιο εποπτικής δράσης του για το 2016: πρόκειται για το επιχειρηματικό υπόδειγμα λειτουργίας και για την κερδοφορία των τραπεζών. Ειδικότερα, η χαμηλή κερδοφορία σε ένα περιβάλλον χαμηλών (ακόμα και αρνητικών) επιτοκίων αποτελεί βασική πρόκληση που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές τράπεζες πρέπει να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ριζικής αναδιάρθρωσης, το οποίο χρονίζει  σε πολλές περιπτώσεις. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις συχνές αλλαγές διοικήσεων των τραπεζών, βρίσκεται σε αντίθεση με τη στρατηγική που εφαρμόζεται στις ΗΠΑ. Η κατάσταση περιπλέκεται περαιτέρω στις μέρες μας με την επιδείνωση του κλίματος της αγοράς και τις ασθενέστερες του αναμενομένου οικονομικές προοπτικές.
Η πρόκληση του σχεδιασμού και της εφαρμογής ενός νέου επιχειρηματικού υποδείγματος σχετίζεται εν μέρει με το αυξανόμενο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και τη διαχείρισή τους. Αυτά τα ανοίγματα αποτελούν σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα στην προσπάθεια των τραπεζών να αλλάξουν τον προσανατολισ

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης