Τελευταία Νέα
Speculator

Έρευνα ΙΝΕ - ΓΣΕΕ: Τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών από τις μεταναστευτικές ροές

tags :
Έρευνα ΙΝΕ - ΓΣΕΕ: Τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών από τις μεταναστευτικές ροές
Ερευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ ενόψει της Διεθνούς ημέρας μεταναστών
Ο τραπεζικός τομές είναι εκείνος που επωφελείται από τις εισροές μεταναστών στη χώρα και ήδη αυτό καταγράφεται από την διείσδυση και τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έχουν σε χώρες της Βαλκανικής οι Ελληνικές τράπεζες.
Σε αυτό το κύριο συμπέρασμα καταλήγει μεταξύ άλλων έρευνα του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ που επιμελήθηκε ο Απόστολος Καψάλης, ενόψει της διεθνούς ημέρας μεταναστών στις 18 Δεκεμβρίου και καταγράφει τη στάση του συνδικαλιστικού κινήματος απέναντι στους μετανάστες.
Η έρευνα θεωρεί ότι η άποψη ότι η παραοικονομία διατηρείται ή εντείνεται επειδή απασχολείται μεγάλος αριθμό μεταναστών αμφισβητείται έντονα, πρώτον, διότι στις παραοικονομικές δραστηριότητες οι μετανάστες δεν αποτελούν την πλειονότητα και, δεύτερον, επειδή οι μετανάστες βρίσκουν ενδεχομένως εργασία επειδή υπάρχει η παραοικονομία και όχι το αντίθετο.
Οι ελληνικές τράπεζες, όπως η Τράπεζα της Ελλάδας, εκδηλώνουν από την πρώτη στιγμή σημαντικό ενδιαφέρον για τη μετανάστευση προς την Ελλάδα, ανεξάρτητα από τις ενέργειες της πολιτείας να ρυθμίσει το καθεστώς διαμονής και εργασίας των μεταναστών.
Επιδεικνύουν δε ιδιαίτερη μέριμνα για τη διαχείριση του πακτωλού των χρημάτων που συνεπάγεται η εργασία εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών από την Αλβανία, μολονότι στην πλειονότητά τους αυτοί στερούνται άδειας διαμονής στην Ελλάδα.
Οι ελληνικές τράπεζες επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους σε Βουλγαρία και Ρουμανία, ήδη πριν από την ένταξη των δύο αυτών χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στην τραπεζική αγορά της Βουλγαρίας οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν την πρώτη θέση, με πέντε ελληνικές τράπεζες, 363 υποκαταστήματα και 4.000 εργαζομένους.
Σε αυτήν της Ρουμανίας κατέχουν τη δεύτερη θέση με 266 υποκαταστήματα και 6.000 εργαζομένους (Alpha Bank, 2006).
Αναφορικά με τον τραπεζικό τομέα στην Ελλάδα, στα μέσα πλέον της δεκαετίας του 2000 παρατηρείται μια τάση σταδιακής εξομοίωσης των αναγκών των μεταναστών με τις αντίστοιχες των Ελλήνων συναλλασσομένων, ενώ στον βαθμό στον οποίο η μετανάστευση συμβάλλει στη διατήρηση περισσότερων δραστηριοτήτων σε πολλούς τομείς της χώρας συμβάλλει με έμμεσο τρόπο και στη διατήρηση και στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων των εγχώριων τραπεζών.
Μικρός είναι ο αριθμός των μελετών –μόλις τρεις– που εξετάζουν εμπεριστατωμένα την αποστολή εμβασμάτων των μεταναστών στο εξωτερικό.
Σύμφωνα με τη μετα-ανάλυση της σχετικής βιβλιογραφίας, η σχετική απόφαση εξαρτάται από την οικογενειακή κατάσταση και το ύψος των εισοδημάτων των μεταναστών.
Οι κατέχοντες σταθερές θέσεις εργασίας αποστέλλουν λιγότερα χρήματα από αυτούς που απασχολούνται με καθεστώς προσωρινής εργασίας.
Μέσω των επίσημων τραπεζικών δικτύων κινείται λιγότερο από το 50% των εμβασμάτων, ενώ το 55% του συνόλου των μεταναστών στέλνει εμβάσματα στις χώρες καταγωγής.
Η γεωγραφική εγγύτητα των χωρών καταγωγής της πλειονότητας των μεταναστών στην Ελλάδα επιτρέπει την ανεπίσημη αποστολή ρευστού χρήματος σε Αλβανία, Βουλγαρία και Ρουμανία διαμέσου των τακτικών λεωφορειακών-τουριστικών γραμμών, με τους οδηγούς αυτών να μεταφέρουν σημαντικά ποσά με λιγότερο από 10-20 ευρώ κάθε φορά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας των οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ για την περίοδο 2004-2005, ο μέσος όρος των δαπανών ανά νοικοκυριό οικονομικού μετανάστη φτάνει τα 1.516 ευρώ και είναι κατά 16% χαμηλότερος από τον αντίστοιχο των ελληνικών νοικοκυριών, ενώ με εξαίρεση συγκεκριμένες κατηγορίες δαπανών (ιδίως στέγαση και εκπαίδευση) οι αποκλίσεις στις περισσότερες κατηγορίες δεν είναι πολύ μεγάλες μεταξύ των νοικοκυριών των δύο πληθυσμών (Κόντης κ.ά., 2006).
Οι Βούλγαροι τη δεκαετία του 1990 στέλνουν εμβάσματα που αντιστοιχούν στο 50% των αποδοχών τους και εμφανίζουν τάσεις αποστολής εμβασμάτων σε ποσοστό 85%.
Οι Αλβανοί στέλνουν στο εξωτερικό το 20% των εισοδημάτων τους.
Το ποσοστό όσων Αλβανών επιλέγουν την αποστολή εμβασμάτων είναι 42%, ενώ για τους υπόλοιπους μετανάστες τα ποσοστά είναι μεγαλύτερα, της τάξης του 67%.
Το ίδιο ακριβώς ποσοστό αποστολής εμβασμάτων στην Αλβανία (42%) καταγράφεται και σε μια άλλη έρευνα (Μαρούκης, 2010), ενώ από τους Αλβανούς μετανάστες που στέλνουν χρήματα στην πατρίδα τους μόνο το 20% χρησιμοποιεί τραπεζικές υπηρεσίες και το 82% στοχεύει στη συντήρηση μελών της οικογένειας.
Το 50% των ερωτώμενων μεταναστών σε ειδική έρευνα (Καβουνίδη, 2003) απάντησε ότι δεν στέλνει καθόλου χρήματα στη χώρα καταγωγής, με τα μεγαλύτερα ποσοστά μη αποστολής εμβασμάτων να τα συγκεντρώνουν οι Αλβανοί και οι πολωνοί μετανάστες. Σε μεταγενέστερη έρευνα αναφέρεται ότι τα 2/3 των μεταναστών στέλνουν εμβάσματα στην οικογένειά τους στη χώρα καταγωγής κυρίως (σε ποσοστό 86%) για οικονομική ενίσχυση και σπανιότερα για την κατασκευή οικίας (Agricultural University of Athens, 2008).
Οι Αλβανοί μετανάστες έχουν μεγαλύτερη τάση αποταμίευσης με περίπου 5.390 ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο ανά νοικοκυριό, ενώ το ποσοστό όσων διατηρούν τραπεζικούς
Η αποστολή εμβασμάτων στην Αλβανία στηρίζει σχεδόν αποκλειστικά την κατανάλωση των μελών της οικογένειας των μεταναστών και αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή συναλλάγματος για αυτή τη χώρα, ξεπερνώντας κατά πολύ τόσο τις εξαγωγές όσο και την εισροή ξένου συναλλάγματος.
Τα εμβάσματα των μεταναστών θεωρούνται ένας από τους κυριότερους παράγοντες ανάπτυξης του ιδιωτικού τομέα στην Αλβανία λόγω της σημαντικής αύξησης της κατανάλωσης, στην οποία συμβάλλουν καθοριστικά.
Την περίοδο 1995-1999 με όρους επίσημων εμβασμάτων και με κριτήριο το μερίδιό τους στο συνολικό εθνικό ΑΕΠ, η Αλβανία κατατάσσεται παγκοσμίως στην 6η υψηλότερη θέση (Carletto et al., 2006).
Ιδιαίτερη προσοχή, εντούτοις, χρειάζεται ως προς την εξαγωγή συμπερασμάτων σε σχέση με την τάση παλιννόστησης των μεταναστών από την Αλβανία, με κριτήριο τις ενδείξεις από την παρακολούθηση της εκροής των καταθέσεών τους από τις ελληνικές τράπεζες.
Στον Τύπο, αλλά και στην ηγεσία των αρμόδιων υπουργείων (Υπουργείο Οικονομικών) επικρατεί η άποψη ότι η εκροή καταθέσεων από αλβανούς πολίτες στην Ελλάδα αποτελεί απόδειξη ότι εγκαταλείπουν τη χώρα. Αυτή είναι μία μόνο από τις πιθανές εξηγήσεις.
Μια δεύτερη ερμηνεία θα μπορούσε να είναι ότι οι μετανάστες, υποφέροντας από παρατεταμένη ανεργία λόγω της κρίσης και στερούμενοι άλλων εισοδημάτων ή βοηθημάτων, αντλούν χρήματα από τις καταθέσεις τους προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις αυξημένες οικογενειακές ανάγκες στη χώρα μόνιμης εγκατάστασης.
Τρίτον, δεν αποκλείεται να εμπιστεύονται ολοένα και λιγότερο το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και να επιχειρούν να εξασφαλίσουν τις αποταμιεύσεις τους σε ένα πιο «ασφαλές» τραπεζικό περιβάλλον.
Υποστηρίζεται σχετικά ότι, μολονότι η αξία των εμβασμάτων στην Αλβανία το 2011 είναι μειωμένη κατά 27% σε σχέση με το 2007, τα εμβάσματα από την Ελλάδα είναι αυξημένα κατά μισό περίπου δισεκατομμύριο ευρώ, λόγω του φόβου που προκαλεί η φημολογία για έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη (Grexit).
Σε συγκριτική έρευνα που αφορά τις απαντήσεις που δίνονται σε σχετικά ερωτήματα το 2008 και το 2012 από αλβανούς μετανάστες, παρατηρούνται, αφενός, μείωση των εισοδημάτων, άρα και των ποσών που αποστέλλονται σε μέλη της οικογένειας στη χώρα καταγωγής, και, αφετέρου, άρση της εμπιστοσύνης στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και αποκλειστική αποστολή εμβασμάτων μέσω προσωπικών, φιλικών ή συγγενικών δικτύων κ.ά.

Αντώνης Βασιλόπουλος
antonpaper@yahoo.com
www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης