Τελευταία Νέα
Οικονομία

Καραμούζης (Grant Thornton): H βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας

Καραμούζης (Grant Thornton): H βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας
Καθοριστικό παράγοντα για την ανάκαμψη των επενδύσεων αποτελεί η πορεία και οι επενδυτικές πρωτοβουλίες των ελληνικών επιχειρήσεων,σημειώνει ο κ. Καραμούζης
Την ανάγκη ισχυρής και διατηρήσιμης ανάκαμψης των δημόσιων, ιδιωτικών και ξένων επενδύσεων ως προϋπόθεση για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, προτάσσει ο Νικόλαος Καραμούζης, πρόεδρος της Grant Thornton.
Ο κ. Καραμούζης  σε άρθρο του στην «Καθημερινή» τονίζει, πως είναι απαραίτητο ένα πλέγμα μέτρων και κινήτρων, που θα ενθαρρύνουν τη δημιουργία ισχυρότερων εταιρικών σχημάτων και συνεργασιών, με εξωστρεφή και επενδυτικό προσανατολισμό και δυνατότητες, γιατί η ελληνική αγορά που αποτελεί μόνο το 1,3% της αγοράς της Ευρωζώνης.

Το άρθρο του κ. Καραμούζη:

Η ανθρωπότητα και η Ελλάδα αντιμετωπίζουν σήμερα μια πρωτόγνωρη πολυεπίπεδη κρίση που δημιούργησε η πανδημία Covid-19, προκαλώντας άνευ προηγουμένου αρνητικές και υφεσιακές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Πλέουμε σε αχαρτογράφητα νερά και με μεγάλη αβεβαιότητα, όσο δεν εντοπίζονται αποτελεσματικοί μέθοδοι θεραπείας και πρόληψης (φάρμακα, εμβόλιο).
Οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις παγκοσμίως προχώρησαν στην ανάληψη πρωτόγνωρων μέτρων στήριξης των πληττόμενων οικονομιών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Είναι κοινά αποδεκτό ότι, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης στο νέο δυσμενές περιβάλλον και η αναγκαία εκ του παραλλήλου επιτυχής αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων που μας κληροδότησε η προηγούμενη κρίση χρέους, προϋποθέτουν μια ισχυρή και διατηρήσιμη ανάκαμψη των δημόσιων, ιδιωτικών και ξένων επενδύσεων,  καταγράφοντας μάλιστα εντυπωσιακούς ρυθμούς διψήφιας μεταβολής ετησίως.
Είναι μια μεγάλη και απαιτητική πρόκληση, σπάνια για μια χώρα.
Κομβικό και καθοριστικό παράγοντα για την ανάκαμψη των συνολικών επενδύσεων,  αποτελεί η πορεία και οι επενδυτικές πρωτοβουλίες των ελληνικών επιχειρήσεων. Στηριζόμενοι σε βάση δεδομένων της Grant Thornton από 17.000 επιχειρήσεις (πλην χρηματοπιστωτικών) με τζίρο άνω των € 200.000 ετησίως για το έτος 2018, επιχειρούμε να χαρτογραφήσουμε τα κεντρικά χαρακτηριστικά του ελληνικού επιχειρείν και τις δυνατότητές του να πρωταγωνιστήσει στην απαιτούμενη επενδυτική ανάταξη της χώρας.
Το πρώτο χαρακτηριστικό εύρημα είναι το εντυπωσιακά μικρό κατά μέσο όρο μέγεθος της ελληνικής επιχείρησης από τις μικρότερες στην Ευρωζώνη. Υστερεί δηλαδή, ceteris paribus, στον διεθνή ανταγωνισμό, στην επίτευξη οικονομιών κλίμακος και την εξωστρεφή μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή στρατηγική. Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, ο μέσος τζίρος των επιχειρήσεων είναι € 10 εκατ., με κέρδη προ φόρων, αποσβέσεων και τόκων (EBITDA), € 883.000, ίδια κεφάλαια € 5.3 εκατ. και δανεισμό € 3.4 εκατ. Υπάρχουν μόλις 449 επιχειρήσεις με τζίρο άνω των € 50 εκατ. και 3.675 επιχειρήσεις με τζίρο άνω των € 5εκατ.. 
Οι επιχειρήσεις με τζίρο έως €200.000 ετησίως αντιπροσωπεύουν το 50% του συνόλου εργασιών των νομικών επιχειρηματικών μονάδων, όπως δημοσιεύονται στην ΕΛΣΤΑΤ.
Χρειάζεται να υλοποιήσουμε πλέγμα μέτρων και κινήτρων, που θα ενθαρρύνουν τη δημιουργία ισχυρότερων εταιρικών σχημάτων και συνεργασιών, με εξωστρεφή και επενδυτικό προσανατολισμό και δυνατότητες, γιατί η ελληνική αγορά που αποτελεί μόνο το 1,3% της αγοράς της Ευρωζώνης, είναι πολύ μικρή για να στηρίξει ισχυρές επιχειρήσεις.
Περιορίζοντας την περίμετρο του δείγματος, οι σχετικά μεγαλύτερες 11.000 ελληνικές επιχειρήσεις (με τζίρο > € 800.000), δεν ήταν υπερδανεισμένες κατά μέσο όρο το 2018.
Αυτό προκύπτει από την αξιολόγηση 3 βασικών δεικτών υπερχρέωσης: α) το καθαρό χρέος / EBITDA < 3, β) το καθαρό χρέος / ίδια κεφάλαια < 1 και γ) υποχρεώσεις τόκων / EBITDA < 3.
Επιπροσθέτως, 4.291 επιχειρήσεις του δείγματος (39% του συνόλου) έχουν μηδενικό δανεισμό,  οι δε δανειακές υποχρεώσεις των επιχειρήσεων  αυτών αποτελούν μόνο το 42% των συνολικών υποχρεώσεων, καταδεικνύοντας τη χρηματοοικονομική υγεία και τις πολύ ικανοποιητικές δυνατότητες εσωτερικής χρηματοδότησης κυρίως μέσω κεφαλαίων κίνησης. Τα αποτελέσματα δεν αλλάζουν όταν αξιολογούμε και το συνολικό δείγμα.
Το θετικό εύρημα είναι πως οι ελληνικές επιχειρήσεις, έχουν σημαντικά περιθώρια δανεισμού για επενδυτικές και αναπτυξιακές δραστηριότητες, όταν η οικονομία ανακάμψει και οι προσδοκίες και το κλίμα βελτιωθούν.
Παρ’ ότι πρόκειται για ένα πολύ αισιόδοξο εύρημα, διατηρούμε μια επιφύλαξη για την ποιότητα των δημοσιευμένων στοιχείων.  Τα ίδια κεφάλαιά τους, ίσως δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική χρηματοοικονομική τους κατάσταση, διότι αρκετές φορές, βάσει της εμπειρίας μας, τα στοιχεία του ενεργητικού (π.χ. άυλα, απαιτήσεις κατά τρίτων και αποθέματα) είναι «φουσκωμένα». Αυτό απαιτεί σοβαρές αλλαγές του εσωτερικού και εξωτερικού  ελεγκτικού πλαισίου, κυρίως για τις μικρότερες επιχειρήσεις.  Μια καλύτερη και πληρέστερη λογιστική απεικόνιση των ισολογισμών, θα ενίσχυε την αξιοπιστία, διαμορφώνοντας καλύτερες δυνατότητες διεθνούς δραστηριοποίησης, ανάπτυξης εργασιών και άντληση πόρων για τις επιχειρήσεις,  με ευρύτερα οφέλη για την αγορά.
Ωστόσο, παρά τη γενικά καλή, κατά μέσο όρο, εικόνα των ελληνικών επιχειρήσεων, υπάρχει ένα τμήμα τους, που αντιμετωπίζει λόγω της προγενέστερης δημοσιονομικής κρίσης, σοβαρά προβλήματα υπερχρέωσης. Έτσι, δημιουργούνται στρεβλώσεις και αθέμιτος ανταγωνισμός στην αγορά, δεσμεύονται σημαντικοί πόροι σε στάσιμες επιχειρήσεις παρεμποδίζοντας την εξυγίανση κλάδων και τη διαμόρφωση μιας υγιούς αναπτυξιακής πορείας.
Από τις 11.000 επιχειρήσεις με τζίρο άνω των € 800.000 στο δείγμα, 4.589 επιχειρήσεις ή το 41%, πληρούν 1 από τα 4 κριτήρια χρηματοοικονομικής υπερχρέωσης (καθαρό χρέος / EBITDA > 6 ή αρνητικό EBITDA, συνολικές χρεώσεις / ίδια κεφάλαια > 3, δανειακές υποχρεώσεις /ίδια κεφάλαια > 2 ή αρνητικά ίδια κεφάλαια και οι τοκοφόρες υποχρεώσεις μικρότερες από λειτουργικά κέρδη).
Επιπλέον, το  10,2%  του συνόλου, ήτοι 1.117 επιχειρήσεις είναι χρηματοοικονομικά πιο βεβαρυμμένες και  πληρούν 2 από τα 4 παραπάνω κριτήρια υπερχρέωσης, καθιστώντας επιτακτική την χρηματοοικονομική τους εξυγίανση.
Οι 4.589 επιχειρήσεις που πληρούν τουλάχιστον 1 από τα 4 κριτήρια υπερχρέωσης, αντιπροσωπεύουν τζίρο €67 δισεκ. περίπου, καθαρό δανεισμό € 30 δισεκ., καταγράφουν ζημιές προ φόρων ύψους κοντά στα € 2δισεκ. και αποτελούν τον πυρήνα του προβλήματος για το τραπεζικό σύστημα. Σε σχετικά χειρότερη κατάσταση βρίσκονται μικρότερες επιχειρήσεις με τζίρο από € 800.000 - € 5εκατ., ενώ 16 κλάδοι της οικονομίας αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα με αρνητικό περιθώριο καθαρού κέρδους, μεταξύ αυτών οι κατηγορίες επίπλου, ξύλου, κλωστοϋφαντουργίας, εμπορίας μετάλλων, εκδόσεων τύπου και τηλεόρασης, διασκέδασης, ναυπηγείων και βιομηχανικών και συγκεκριμένων αγροτικών προϊόντων.
Αντιθέτως, το 58% του δείγματος ή 6.408 επιχειρήσεις παρουσιάζουν ικανοποιητική χρηματοοικονομική υγεία και σημαντικές δυνατότητες άντλησης κεφαλαίου και υλοποίησης επενδύσεων. Καταγράφουν υψηλά περιθώρια λειτουργικής κερδοφορίας (καθαρό περιθώριο + 15%), ιδιαιτέρως ικανοποιητικά κέρδη προ φόρων και διαθέτουν € 6 δισεκ. ρευστότητα, ενώ 4.109 επιχειρήσεις έχουν αρνητικό καθαρό δανεισμό. Πρόκειται για τον «σκληρό πυρήνα» της υγιούς επιχειρηματικότητας που μπορεί να αποτελέσουν την στέρεη βάση της νέας αναπτυξιακής μας πορείας.
Οι κλάδοι με τους ισχυρότερους χρηματοοικονομικούς δείκτες και σημαντικές αναπτυξιακές δυνατότητες το 2018 ήταν οι τηλεπικοινωνίες, ο τουρισμός, οι αποθηκεύσεις προϊόντων, τα ποτά, οι υπηρεσίες μεταφορών, η βιομηχανία μη μεταλλικών ορυκτών, η πληροφορική, η βιομηχανία πλαστικών και ελαστικών, το εμπόριο ιατρικών προϊόντων και υπηρεσιών και τα προϊόντα καπνού.
Η Grant Thornton Ελλάδος, επιχειρεί επίσης μια πρώτη αποτίμηση των επιδράσεων του Covid-19 στις ελληνικές επιχειρήσεις και την οικονομία, καταλήγοντας στα ακόλουθα συμπεράσματα : το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) θα μειωθεί κατά 8.5% το 2020, με δραματική επίπτωση στους κλάδους του τουρισμού, μεταφορών, χονδρικού εμπορίου, καταλυμάτων και εστίασης.
Το 69% του συνόλου του κύκλου εργασιών των ελληνικών επιχειρήσεων επλήγησαν άμεσα από την πανδημία, ενώ επιχειρήσεις που παράγουν κύκλο εργασιών ύψους € 32.9 δισεκ. διέκοψαν τη λειτουργίας τους. Αρχικές εκτιμήσεις για το 2021 προβλέπουν ότι για τις 17.000 επιχειρήσεις ο τζίρος τους θα μειωθεί κατά 12.4%  το 2020, η λειτουργική τους κερδοφορία κατά 39% και η ρευστότητά τους κατά € 5.6 δισεκ.
Τέλος, ένα από τα μεγάλα προβλήματα για τις σύγχρονες ελληνικές επιχειρήσεις είναι η ξεπερασμένη από τις εξελίξεις δομή και λειτουργία της εταιρικής τους διακυβέρνησης. Αυτό αφορά και τις εισηγμένες στο ΧΑ, αλλά και τις μη εισηγμένες εταιρείες. Η κακοδιαχείριση, η έλλειψη αποτελεσματικών ελέγχων, συστημάτων διαχείρισης κινδύνων, διαφάνειας, ορθών κανόνων λειτουργίας, αξιοπιστίας και πληρότητας των δημοσιευμένων οικονομικών καταστάσεων, δεν δημιουργούν αυξανόμενη εταιρική αξία, δεν ενισχύουν το επενδυτικό κλίμα, υπονομεύουν την εμπιστοσύνη επενδυτών και τραπεζών, περιορίζοντας την πρόσβασή τους σε ευρεία γκάμα πηγών εγχώριας και διεθνούς χρηματοδότησης. Η εμφάνιση των προβλημάτων -έχουμε πρόσφατες οδυνηρές εμπειρίες- δημιουργεί ταυτόχρονα σοβαρά ζητήματα οικονομικά, κοινωνικά και θέματα αθέμιτου ανταγωνισμού, τραυματίζοντας, την επενδυτική εικόνα της χώρας και του συνόλου εντέλει της επιχειρηματικής κοινότητας στο εξωτερικό.
Η Grant Thornton, σε πρόσφατη μελέτη για την ποιότητα της εταιρικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα, βασισμένη σε ερωτηματολόγιο προς 400 ελληνικές επιχειρήσεις, καταλήγει σε ευρήματα που όχι μόνο επιβεβαιώνουν τα παραπάνω σοβαρά ζητήματα, αλλά και αναδεικνύουν το ρόλο της σύγχρονης εταιρικής διακυβέρνησης και λειτουργίας, για την επενδυτική και παραγωγική ανάταξη.
Αποτελεί ιδιαίτερα θετική εξέλιξη, εφόσον αποφευχθούν υπερβολές, η ψήφιση του νέου ολοκληρωμένου, αλλά αυστηρότερου και απαιτητικότερου νομοσχεδίου εταιρικής διακυβέρνησης για τις εισηγμένες εταιρίες στο ΧΑ.
Η ποιότητα εταιρικής διακυβέρνησης, σε συνδυασμό με τους αναγκαίους ελέγχους αφορά ασφαλώς και τις μη εισηγμένες επιχειρήσεις και πρωτίστως τις τράπεζες και τις αγορές που τις χρηματοδοτούν. Θα ήταν θετική εξέλιξη αν ενσωμάτωναν στα πιστοδοτικά τους κριτήρια όλες τις παραπάνω παραμέτρους, εξέλιξη που θα αναβάθμιζε σημαντικά τις δυνατότητες και τις προοπτικές του ελληνικού επιχειρείν.
Πλειάδα ελληνικών επιχειρήσεων, σε συνθήκες πολέμου της προηγούμενης δεκαετίας, όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά μπορούν με όραμα, επενδυτικό πρόγραμμα και ικανή διοίκηση να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην πορεία ανάταξης της χώρας. Η υγιής επιχειρηματικότητα ζητά ανταγωνιστικό, ελκυστικό και επενδυτικό παραγωγικό πλαίσιο λειτουργίας, εφάμιλλο των χωρών που προσφέρουν ανταγωνιστικούς φορολογικούς συντελεστές, ασφαλιστικές εισφορές, κόστος χρήματος, ενέργειας και κόστος εργασίας.
Ζητά άρση των εμποδίων και της γραφειοκρατίας, σύγχρονες υποδομές, ψηφιοποίηση και αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης, αποτελεσματική και σύγχρονη δικαιοσύνη, παιδεία, υγεία, σύγχρονους σταθερούς θεσμούς και εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό με τις αναγκαίες δεξιότητες.
Αυτά τα χιλιοειπωμένα και προφανή παραμένουν η μεγάλη πρόκληση της οικονομικής πολιτικής.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης