Τραπεζικά νέα

Υπέρ των τιτλοποιήσεων NPEs ανά τράπεζα, η Επιτροπή Πισσαρίδη - Τα μειονεκτήματα της bad bank

Υπέρ των τιτλοποιήσεων NPEs ανά τράπεζα, η Επιτροπή Πισσαρίδη - Τα μειονεκτήματα της bad bank
Το πτωχευτικό δίκαιο για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά είναι σκόπιμο να αλλάξει ώστε ο διαδικασίες να γίνουν περισσότερο γρήγορες και αποτελεσματικές
Το βασικό πρόβλημα με τις τράπεζες, και πηγή πολλών άλλων δυσχερειών (δυσκολία στον δανεισμό προς νέες επιχειρήσεις, δανεισμός σε επιχειρήσεις «ζόμπι») είναι τα προβληματικά δάνεια.
Μια πρώτη στρατηγική είναι να επιλυθεί το πρόβλημα σταδιακά, σε ορίζοντα 3-5 χρόνων, κυρίως με την αξιοποίηση των ετήσιων κερδών προ προβλέψεων για την αύξηση των προβλέψεων κάθε χρόνο, καθώς και με τιτλοποιήσεις ή πωλήσεις προβληματικών δανείων, αναφέρει η Επιτροπή Πισσαρίδη για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, ειδικά στο κεφάλαιο για τις τράπεζες.
Οι κεφαλαιακές ανάγκες που ενδέχεται να προκύψουν με τη στρατηγική αυτή θα μπορούν να καλυφθούν στο μέλλον, ίσως υπό καλύτερες συνθήκες, αναφέρει.
Η στρατηγική αυτή περιορίζει τις άμεσες ανάγκες για νέα κεφάλαια, αλλά παρατείνει τα υπάρχοντα προβλήματα.

Οι δύο επιλογές για τα κόκκινα δάνεια

Μια δεύτερη στρατηγική, την οποία η επιτροπή θεωρεί καλύτερη, είναι να λυθεί το πρόβλημα αμεσότερα, είτε μέσω της δημιουργίας «κακής τράπεζας» (bad bank) και τη μεταφορά του συνόλου των προβληματικών δανείων σε αυτή, είτε μέσω άμεσων μαζικών τιτλοποιήσεων ή και πωλήσεων προβληματικών δανείων στην αγορά από κάθε τράπεζα χωριστά.
Και στις δυο περιπτώσεις, οι νέοι κάτοχοι των δανείων δεν έχουν κίνητρα να διατηρούν μη βιώσιμες επιχειρήσεις σε λειτουργία γιατί έχει εγγράψει τα αντίστοιχα δάνεια στους ισολογισμούς τους στην πραγματική τους αξία.
Επειδή, ακριβώς όμως, οι τράπεζες έχουν μεταφέρει τα δάνεια στους νέους κατόχους τους στην πραγματική τους αξία, ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωπες με νέες κεφαλαιακές ανάγκες

Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της bad bank

Η λύση της «κακής τράπεζας» έχει σημαντικά πλεονεκτήματα.
Για παράδειγμα, ο συντονισμός μεταξύ των πιστωτών διευκολύνεται, καθώς όλα τα προβληματικά δάνεια από μια επιχείρηση συγκεντρώνονται κάτω από την ίδια στέγη.
Η «κακή τράπεζα» μπορεί να έχει επίσης καλύτερες δυνατότητες να ανακτήσει χρεωστούμενα ποσά από κακοπληρωτές εξαιτίας του μεγέθους της.
Αναγνωρίζοντας τα πλεονεκτήματα της «κακής τράπεζας», η Τράπεζα της Ελλάδος επεξεργάζεται σχετική πρόταση.
Η λύση της «κακής τράπεζας» έχει και κάποια μειονεκτήματα.
Η δημιουργία της «κακής τράπεζας» μπορεί να απαιτήσει μακρές διαπραγματεύσεις, ιδιαίτερα καθώς η κάθε τράπεζα βρίσκεται σε διαφορετικό σημείο εκκίνησης όσον αφορά τις προβλέψεις.
Κατά το διάστημα αυτό, η διαχείριση των προβληματικών δανείων μπορεί να υπολειτουργεί.
Οι τράπεζες έχουν επίσης προχωρήσει σε σχεδιασμό και υλοποίηση των δικών τους λύσεων η καθεμιά (π.χ. τιτλοποιήσεις), οι οποίες έχουν εγκριθεί από τον SSM, και η ανατροπή των λύσεων αυτών μπορεί να έχει κόστος.

Εναλλακτική λύση

Μια εναλλακτική λύση είναι η κάθε τράπεζα ανεξάρτητα να προχωρήσει ταχύτερα στην εξυγίανση του δικού της χαρτοφυλακίου προβληματικών δανείων μέσω τιτλοποιήσεων και πωλήσεων.
Υπό τη λύση αυτή, η κυβέρνηση, σε συνεννόηση με τον SSM, θα πρέπει να επιταχύνει το σημερινό τριετές πρόγραμμα μείωσης των προβληματικών δανείων που έχει εγκριθεί από τον SSM και που βασίζεται στο πρόγραμμα «Ηρακλής», και να θέσει στις ελληνικές τράπεζες τον δεσμευτικό στόχο ότι τα προβληματικά δάνεια ως προς το σύνολο των δανείων θα πρέπει να μειωθούν σε μονοψήφιο αριθμό στο τέλος του 2021 (ενδεχομένως με κάποια πρόβλεψη παράτασης αν η πανδημία συνεχιστεί και το 2021).
Παράλληλα, θα πρέπει να καθιερωθεί σύστημα bonus/malus από την κυβέρνηση και τον SSM για αποκλίσεις από τους στόχους και για διατήρηση επιχειρήσεων «ζόμπι» στο χαρτοφυλάκιό τους.
Το σύστημα αυτό μπορεί να βασίζεται, ενδεικτικά, σε ευνοϊκότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις ή ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση για τράπεζες που ξεπερνούν τους στόχους τους.
Η πανδημία COVID-19 αναμένεται να δημιουργήσει νέα προβληματικά δάνεια, επιτείνοντας τα προβλήματα των τραπεζών και την αναγκαιότητα εφαρμογής μιας από τις παραπάνω λύσεις.
Μια μεγάλη αύξηση των προβληματικών δανείων μπορεί να καταστήσει την λύση της κακής τράπεζας προτιμότερη, καθώς το όφελος της λύσης αυτής αυξάνεται σημαντικά με την κλίμακα του προβλήματος.
Λύσεις προς αυτή την κατεύθυνση είναι υπό επεξεργασία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Πτωχευτικό δίκαιο

Το πτωχευτικό δίκαιο για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά είναι σκόπιμο να αλλάξει ώστε ο διαδικασίες να γίνουν περισσότερο γρήγορες και αποτελεσματικές.
Ο νέος πτωχευτικός νόμος κινείται προς αυτή την κατεύθυνση.
Ως προς τις επιχειρήσεις, ο νέος πτωχευτικός νόμος επιταχύνει διαδικασίες που ήταν έως τώρα ιδιαίτερα χρονοβόρες.
Για παράδειγμα, η ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης γίνεται πλέον παράλληλα με την επαλήθευση των απαιτήσεων των πιστωτών, αντί για μετά από αυτή.
Η ρευστοποίηση καθίσταται επίσης περισσότερο γρήγορη και διαφανής διαδικασία.
Μια εξίσου σημαντική καινοτομία είναι ο εξωδικαστικός μηχανισμός, που επιτρέπει ταχεία συμφωνία μεταξύ επιχείρησης και πιστωτών για μείωση του δανειακού βάρους, με αυτόματη μείωση των απαιτήσεων του δημοσίου (αν τέτοια συμφωνία επιτευχθεί).
Ο εξωδικαστικός μηχανισμός θα ωφελήσει ιδιαίτερα τις ΜμΕ, για τις οποίες το κόστος της αναδιοργάνωσης μέσω της δικαστικής οδού είναι απαγορευτικό.
Η αυτόματη μείωση των απαιτήσεων του Δημοσίου που προβλέπεται από τον εξωδικαστικό μηχανισμό είναι σημαντική, καθώς το Δημόσιο δεν έχει την ίδια ευελιξία με τους πιστωτές να διαπραγματεύεται μείωση των απαιτήσεών του.
Επομένως, χρέη προς το Δημόσιο καθυστερούν συχνά την αναδιοργάνωση βιώσιμων επιχειρήσεων, απομειώνοντας την αξία των επιχειρήσεων, και ζημιώνοντας τους πιστωτές τους αλλά και το ίδιο το Δημόσιο.
Ως προς τα νοικοκυριά, ο νέος πτωχευτικός νόμος εισάγει ένα ενιαίο πλαίσιο πτώχευσης που μέχρι τώρα απουσίαζε.
Η καινοτομία του εξωδικαστικού μηχανισμού εισάγεται και για τα φυσικά πρόσωπα, ενώ η κατάχρηση του μηχανισμού καθίσταται δύσκολη από το ότι με την ένταξη ενός οφειλέτη στον μηχανισμό ο πιστωτές αποκτούν γνώση του συνόλου των περιουσιακών του στοιχείων.
Η πτωχευτική διαδικασία απαλλάσσει πλήρως τον οφειλέτη από τα χρέη του σε διάστημα λίγων χρόνων, με παράλληλη ρευστοποίηση των περιουσιακών του στοιχείων.
Η απαλλαγή από τα χρέη επανεντάσσει τον οφειλέτη στην παραγωγική διαδικασία, δίνοντάς του κίνητρα να αποκτήσει νέο εισόδημα.
Προστασία για την πρώτη κατοικία παρέχεται μέσω της δυνατότητας του οφειλέτη να παραμένει σε αυτή, πληρώνοντας ένα ενοίκιο στον νέο ιδιοκτήτη και έχοντας δικαίωμα επαναγοράς σε 12 χρόνια.
Το κράτος έχει τη δυνατότητα να ενισχύσει τους φτωχότερους οφειλέτες μέσω ενός στεγαστικού επιδόματος, αντί να επεμβαίνει στην πτωχευτική διαδικασία με μέτρα όπως η απαγόρευση των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, τα οποία επιβαρύνουν τους πιστωτές και αυξάνουν εν τέλει το κόστος δανεισμού.
Το στεγαστικό επίδομα θα μπορούσε ενδεχομένως να καταβάλλεται όχι μόνο κατά την φάση του ενοικίου, αφού δηλαδή το σπίτι έχει περάσει στον νέο ιδιοκτήτη, αλλά και πριν την πτώχευση, για περιορισμένο χρονικό διάστημα αφότου ο οφειλέτης εκδηλώσει δυσκολία πληρωμής (π.χ., ένα χρόνο).
Το πλεονέκτημα αυτής της λύσης είναι ότι κάποιες πτωχεύσεις θα μπορούν να αποφευχθούν.
Ο νέος πτωχευτικός νόμος είναι μια θετική εξέλιξη και αναμένεται να επισπεύσει την επίλυση των προβληματικών δανείων.
Η επιτυχία στην εφαρμογή συναρτάται, όμως, σε σημαντικό βαθμό από την επιτάχυνση των ρυθμών έκδοσης των αποφάσεων από τα δικαστήρια που εξετάζουν τις αιτήσεις υπαγωγής στο νόμο.
Παράλληλα, είναι κρίσιμο να μη διατηρηθεί η κουλτούρα άρνησης πληρωμών στο μέρος της αγοράς που στρατηγικά εκμεταλλεύεται τις καθυστερήσεις στην εφαρμογή των ρυθμίσεων.
Παράλληλα με τις βελτιώσεις στην πτωχευτική διαδικασία, είναι κρίσιμης σημασίας να βελτιωθεί η διαφάνεια στην αγορά πίστεως.
Η δημιουργία ενός ενιαίου ψηφιακού μητρώου εξασφαλίσεων θα είναι ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Επίσης, ενώ ένα μητρώο πιστώσεων υπάρχει (Τειρεσίας), αυτό θα μπορούσε να συμπεριλάβει περισσότερες πληροφορίες.
Η βελτίωση της διαφάνειας θα πρέπει να είναι συμβατή με την προστασία των προσωπικών δεδομένων, ακολουθώντας βέλτιστες διεθνείς πρακτικές.

Χρηματοπιστωτική εποπτεία

Η ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής εποπτείας στον τομέα των κεφαλαιαγορών αποτελεί προτεραιότητα, καθώς θα έχει ευεργετικές συνέπειες στην ποιότητα της εταιρικής διακυβέρνησης, στην ανάπτυξη των κεφαλαιαγορών, και στη μείωση του κόστους άντλησης μετοχικών κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις.
Η εποπτεία των κεφαλαιαγορών μπορεί να ενισχυθεί με δυο τρόπους.
Ένας τρόπος είναι να διατηρηθεί η παρούσα δομή, υπό την οποία οι αρμοδιότητες που σχετίζονται με τις κεφαλαιαγορές βρίσκονται υπό την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (ΕΚ) και αυτές που σχετίζονται με τις τράπεζες βρίσκονται υπό την ΤτΕ και τον SSM, αλλά η ΕΚ να ενισχυθεί σε πόρους και θεσμική ανεξαρτησία.
Η ανάγκη ενίσχυσης της ΕΚ προκύπτει από μια απλή αντιπαραβολή με την ΤτΕ.
Και οι δύο επόπτες είναι Ανεξάρτητες Αρχές σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία.
Η ανεξαρτησία της ΤτΕ είναι όμως ισχυρότερη καθώς είναι εγγυημένη από το Ευρωσύστημα, του οποίου η ΤτΕ είναι μέλος.
Αντίστοιχος ευρωπαϊκός θεσμός δεν υπάρχει για την ΕΚ, τουλάχιστον προς το παρόν, οπότε άλλα εχέγγυα ανεξαρτησίας που μπορεί να της παρέχει το κράτος αποκτούν μεγαλύτερη σημασία.
Επίσης, η ΤτΕ έχει πολλαπλάσιους πόρους από την ΕΚ, καθώς και μεγαλύτερη ευελιξία σε διαδικασίες προσλήψεων, κλπ. Ενδεικτικά, η ΕΚ απασχολεί 130 άτομα ενώ η ΤτΕ πάνω από 3000.
Ένας δεύτερος τρόπος να ενισχυθεί η εποπτεία των κεφαλαιαγορών είναι η αλλάξει η σημερινή δομή, ακολουθώντας και διεθνείς τάσεις.
Τις τελευταίες δεκαετίες, πολλές χώρες έχουν αναδιοργανώσει το σύστημα χρηματοπιστωτικής εποπτείας από το δίπολο τράπεζες και κεφαλαιαγορές, προς το δίπολο φερεγγυότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (solvency/prudential regulation) και προστασία των επενδυτών (conduct/consumer-protection regulation).
Τα δύο τμήματα που αντιστοιχούν στα μέρη του νέου δίπολου λειτουργούν είτε ως ξεχωριστοί οργανισμοί είτε ως ξεχωριστά τμήματα μέσα στον ίδιο οργανισμό.
Το κάθε τμήμα έχει ευρεία δικαιοδοσία που συμπεριλαμβάνει όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δηλαδή τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, επενδυτικές εταιρείες, κλπ., καθώς και τις κεφαλαιαγορές.
Το πρότυπο των δύο ξεχωριστών οργανισμών ακολουθείται μεταξύ άλλων στο Ηνωμένο Βασίλειο (όπου ή φερεγγυότητα ελέγχεται από το Prudential Regulation Authority και η προστασία από το Financial Conduct Authority), στο Βέλγιο και στην Ολλανδία.
Το υπόδειγμα δύο ξεχωριστών τμημάτων μέσα στον ίδιο οργανισμό ακολουθείται μεταξύ άλλων στη Δανία, στην Ιρλανδία και στη Σουηδία.
Το νέο σύστημα εποπτείας είναι γνωστό ως twin peaks.
Ένα βασικό πλεονέκτημα του συστήματος twin peaks είναι ότι είναι συμβατό με την πολυπλοκότητα των σύγχρονων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Πολλές τράπεζες δεν περιορίζονται στις παραδοσιακές τους δραστηριότητες να διοχετεύουν τις καταθέσεις που λαμβάνουν σε δανεισμό, αλλά προσφέρουν και άλλες υπηρεσίες όπως επενδυτικά και ασφαλιστικά προϊόντα.
Αντίστοιχα, πολλές επενδυτικές εταιρείες εισέρχονται όλο και περισσότερο στην τραπεζική.
Η εποπτεία των ιδρυμάτων αυτών δύσκολα μπορεί να διαχωριστεί με βάση το παραδοσιακό δίπολο τράπεζες και κεφαλαιαγορές.
Ένα ακόμα πλεονέκτημα είναι ότι ένας επόπτης επιφορτισμένος με την διασφάλιση της φερεγγυότητας μπορεί να μη δώσει τη δέουσα προσοχή στο θέμα της προστασίας.
Για παράδειγμα, μπορεί να μην επιβάλλει πρόστιμο σε ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που έχει εισάγει στην αγορά ένα προϊόν που έχει ζημιώσει τα νοικοκυριά, επειδή αυτό μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα φερεγγυότητας στο ίδρυμα.
Ο διαχωρισμός της εποπτείας με το σύστημα twin peaks εξασφαλίζει ότι ζητήματα προστασίας των επενδυτών λαμβάνουν την δέουσα σημασία.
Η μετάβαση στο σύστημα twin peaks θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αναθέτοντας στην ΕΚ το μέρος της προστασίας.
Ο ρόλος της ΕΚ θα αναβαθμιζόταν έτσι σημαντικά καθώς αυτή θα επόπτευε μεγαλύτερο φάσμα χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και όλες τις εισηγμένες εταιρείες στο ΧΑ.
Η ΕΚ θα μπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί ως ξεχωριστός οργανισμός, ή να γίνει ένα ανεξάρτητο τμήμα της ΤτΕ επιφορτισμένο με το μέρος της προστασίας. Και στις δύο περιπτώσεις, η απαιτούμενη ενίσχυσή της σε ανεξαρτησία και πόρους καθίσταται ακόμη σημαντικότερη.
Επιφορτισμένη με θέματα προστασίας των νοικοκυριών για όλο το φάσμα των χρηματοπιστωτικών τους συναλλαγών, η ΕΚ θα μπορούσε να αναλάβει και περισσότερες δράσεις για θέματα χρηματοπιστωτικής παιδείας (financial literacy), δηλαδή για την εξοικείωση των νοικοκυριών με βασικές χρηματοπιστωτικές έννοιες και αρχές διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων. Το επίπεδο χρηματοπιστωτικής παιδείας στην Ελλάδα υπολείπεται από αυτό σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες.90 Η περιορισμένη εξοικείωση των νοικοκυριών με χρηματοπιστωτικές έννοιες οφείλεται εν μέρει στην περιορισμένη ανάπτυξη του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, και ειδικότερα του ασφαλιστικού και επενδυτικού τομέα. Δυσχεραίνει όμως και την ανάπτυξή των τομέων αυτών.
Θα μπορούσε κάποιος να επιχειρηματολογήσει ότι η σημερινή δομή του συστήματος εποπτείας στην Ελλάδα ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις ανάγκες που υπάρχουν.
Δηλαδή, το μικρό μέγεθος της ΕΚ σε σχέση με την ΤτΕ αντανακλά το γεγονός ότι οι κεφαλαιαγορές στην Ελλάδα είναι μικρές και η χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση γίνεται κυρίως μέσω των τραπεζών.
Επίσης ο διαχωρισμός της εποπτείας στη βάση του δίπολου τράπεζες και κεφαλαιαγορές είναι αποτελεσματικός δεδομένου ότι οι ελληνικές τράπεζες εστιάζονται κυρίως στις παραδοσιακές τραπεζικές δραστηριότητες ενώ οι επενδυτικές εταιρείες είναι μικρές.
Το παραπάνω επιχείρημα δεν λαμβάνει υπόψη τη δυναμική που θα πρέπει να αποκτήσει το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Οι κεφαλαιαγορές θα πρέπει να αναπτυχθούν, έτσι ώστε οι ελληνικές επιχειρήσεις να έχουν καλύτερη πρόσβαση σε μετοχικά κεφάλαια.
Η εισαγωγή ενός κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στο ασφαλιστικό σύστημα, όπως προτείνεται στην παρούσα έκθεση, θα δώσει μια ώθηση στην ανάπτυξη των κεφαλαιαγορών, αλλά απαιτεί την εύρυθμή τους λειτουργία. Παράλληλα, στην πλευρά των τραπεζών, θα πρέπει το υπόδειγμα λειτουργίας τους στην Ελλάδα να εμπλουτιστεί με δραστηριότητες πέραν των παραδοσιακών, ακολουθώντας τις διεθνείς τάσεις.
Ο σχεδιασμός του συστήματος χρηματοπιστωτικής εποπτείας θα πρέπει να λάβει υπόψη την επιθυμητή αυτή δυναμική, και να διευκολύνει την πραγματοποίησή της.
Συμπληρωματικά με την ενισχυμένη εποπτεία, είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα σύγχρονο νομοθετικό πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης.
Οι κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης θα πρέπει να διασφαλίζουν μεγαλύτερη ανεξαρτησία των μελών του Δ.Σ. μιας εταιρείας από τη διοίκηση της εταιρείας.
Θα πρέπει επίσης να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στους μηχανισμούς εξωτερικού ελέγχου (ορκωτοί ελεγκτές) καθώς και στην εποπτεία των μηχανισμών αυτών από το κράτος.
Ο νέος νόμος 4706/2020 για την εταιρική διακυβέρνηση περιέχει σημαντικές πρόνοιες προς αυτή την κατεύθυνση, εισάγοντας αυστηρούς περιορισμούς για τον διορισμό των ανεξάρτητων μελών του Δ.Σ. μιας εταιρείας, για τους μηχανισμούς ελέγχου, κλπ. Κάποιοι από τους περιορισμούς είναι ίσως υπερβολικά αυστηροί, αλλά η γενική κατεύθυνση είναι σωστή.
Ο νέος νόμος θα πρέπει να συνοδευτεί από ενισχυμένη και αποτελεσματική εποπτεία ώστε οι διατάξεις του να μην προσθέτουν ρυθμιστικό βάρος στις επιχειρήσεις χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης