γράφει : Νίκος Κονδυλόπουλος
Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης το ελληνικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά -9,2% σε ετήσια βάση κατά τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2020, λόγω της ιδιαίτερα απότομης πτώση των εξαγωγών κατά περίπου 25%, και κυρίως λόγω των πολύ μειωμένων τουριστικών αφίξεων.
Η Fitch εκτιμά ότι το ελληνικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά -10,2% το 2020.
Ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης αναμένει ισχυρή οικονομική ανάκαμψη τα επόμενα δύο χρόνια, με βάση την υπόθεση της σημαντικής υποχώρησης της πανδημικής κρίσης μετά την ανάπτυξη προγραμμάτων εμβολιασμού και την απορρόφηση των πόρων που διατίθενται στο Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ.
Ωστόσο, υπάρχουν κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές και τις προβλέψεις.
Η καθυστερημένη εφαρμογή προγραμμάτων εμβολιασμού, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στους κύριους εμπορικούς της εταίρους, θα επιβραδύνει την ανάκαμψη του τουριστικού τομέα και η αργή απορρόφηση των πόρων της ΕΕ θα επιβραδύνει την αύξηση της εγχώριας ζήτησης.
Η Fitch εκτιμάει πως η ελληνική οικονομία θα αρχίσει να ανακάμπτει έντονα από το 2ο τρίμηνο του 2021, ωστόσο οι περιορισμοί που έχουν επιβληθεί για την καταπολέμησης της πανδημίας από το 2020 και συνεχίζονται στις αρχές του 2021, θα επηρεάσουν την οικονομία με αποτέλεσμα η ανάπτυξη να διαμορφωθεί στο +3% το 2021.
Ο οίκος αξιολόγησης αναμένει ότι τα διαθέσιμα κεφάλαια ως επιχορηγήσεις από το Ταμείο Επόμενης Γενιάς της ΕΕ (NGEU), θα εκταμιευτούν εκ των προτέρων το 2021 και το 2022, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Για την Ελλάδα, η συνιστώσα γραμμή επιχορηγήσεων ανέρχεται σε 16,2 δισεκατομμύρια ευρώ (περίπου 9% του ΑΕΠ του 2019).
Η Fitch εκτιμάει ότι το 10% αυτών των επιχορηγήσεων θα εκταμιευθούν και θα χρησιμοποιηθούν το 2021 και 60% το 2022.
Μια πολύ ισχυρότερη εκταμίευση των κεφαλαίων από την ΕΕ θα δώσει ώθηση στην ελληνική οικονομία με ανάπτυξη +7,6% το 2022.
Ο πολύ μειωμένος αριθμός τουριστικών αφίξεων είχε σημαντικό αντίκτυπο.
Η Fitch εκτιμάει ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε από 1,5% το 2019 σε 7,2% το 2020.
Αναμένουμε σταδιακή μείωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών τα επόμενα δύο χρόνια, στο 5,7% του ΑΕΠ το 2022.
Το καθαρό εξωτερικό χρέος αυξήθηκε περαιτέρω το 2020 στο 154,3% του ΑΕΠ.
Μέτρα στήριξης της ελληνικής οικονομίας
Το συνολικό μέγεθος των μέτρων στήριξης της πολιτικής προς την οικονομία που πλήττεται από την πανδημική κρίση, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών αναβολών και εγγυήσεων που δεν επηρεάζουν άμεσα τις μετρήσεις των δημόσιων οικονομικών, εκτιμάται σε 24 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2020 και 7,5 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2021 (συνολικά το 17% των ΑΕΠ 2019).
Ο προϋπολογισμός του 2021 προβλέπει αντιστροφή ορισμένων μέτρων στήριξης, αλλά και μειώσεις φόρου περίπου 0,8% του ΑΕΠ.
Ο συνδυασμός της πολιτικής στήριξης, της χαμηλότερης οικονομικής δραστηριότητας και των αυτόματων σταθεροποιητών συνεπάγεται ότι το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης θα μετακινηθεί από πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2019 σε εκτιμώμενο έλλειμμα 9,3% για το 2020.
Έλλειμμα – χρέος
Οι προβλέψεις και οι υποθέσεις μας υποδηλώνουν ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης ως μερίδιο του ΑΕΠ αυξήθηκε από 180,5% στα τέλη του 2019 σε 210,5% του ΑΕΠ στα τέλη του 2020.
Προβλέπουμε ότι ο δείκτης χρέους θα μειωθεί τότε στο 206,9% έως το τέλος του 2021 και θα μειωθεί περαιτέρω στο 191,5% έως το τέλος του 2022.
Το δημόσιο χρέος θα παραμείνει υψηλό για καιρό
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα παραμείνει πολύ υψηλό για μια παρατεταμένη περίοδο, αλλά υπάρχουν ελαφρυντικοί παράγοντες που υποστηρίζουν τη βιωσιμότητά του.
Το κεφαλαιακό απόθεμα ρευστού μπορεί να αντιμετωπίσει απροσδόκητες αυξήσεις στις δαπάνες της ελληνικής κυβέρνησης.
Η ευνοϊκή φύση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας σημαίνει ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι χαμηλό.
Το χρονοδιάγραμμα απόσβεσης είναι μέτριο και η μέση διάρκεια του ελληνικού χρέους (περίπου 20 χρόνια) είναι από τα πιο μακροχρόνια σε όλα τα κρατικά ομόλογα που αξιολογεί η Fitch, μειώνοντας τον κίνδυνο από την αύξηση των επιτοκίων.
Επιπλέον, το σημαντικότερο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει συμπεριλάβει ελληνικά κρατικά ομόλογα στο πρόγραμμα αγοράς έκτακτης ανάγκης πανδημίας (PEPP), σε αντίθεση με τα περισσότερα προηγούμενα σχέδια αγοράς περιουσιακών στοιχείων.
Το PEPP διαθέτει συνολικό κονδύλιο 1,850 δισ. ευρώ.
Με βάση το κλειδί κεφαλαίου της Ελλάδας στην ΕΚΤ, αυτό θα επέτρεπε την αγορά έως και 37 δισεκ. ευρώ (περίπου 23% του ΑΕΠ) ομολόγων ελληνικού δημοσίου στη δευτερογενή αγορά από το Ευρωσύστημα.
Αυτό παρέχει μια σημαντική πρόσθετη πηγή ευελιξίας χρηματοδότησης και θα πρέπει να συνεχίσει να συμβάλλει στη διατήρηση της διαχείρισης του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους.
Κατά το 2020, το ελληνικό κράτος εξέδωσε ή επανεκδόθηκε στα ομόλογα της αγοράς για 12 δισεκ. ευρώ σε ιστορικά χαμηλά επιτόκια (1,2% σε ένα δεκαετές ομόλογο τον Οκτώβριο).
Αδύναμος ο τραπεζικός κλάδος
Ο τραπεζικός τομέας παραμένει αδύναμος.
Ο δείκτης NPLs παραμένει πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, παρά την πρόσφατη πρόοδο στις μετρήσεις ποιότητας περιουσιακών στοιχείων, η οποία σημείωσε μείωση του δείκτη NPL σε 35,8% από 42,1% τα τέσσερα τρίμηνα στο 3ο τρίμηνο του 2015 και ονομαστική μείωση 12,5 δισ. ευρώ.
Ο οίκος αναμένει αυξημένες εισροές απομειωμένων δανείων μετά τη λήξη του μορατόριουμ για τις πληρωμές δανείων που εισήγαγαν οι ελληνικές τράπεζες.
Ωστόσο, ο συνολικός δείκτης NPLs θα μπορούσε να μειωθεί εάν οι τράπεζες εκτελέσουν προγραμματισμένες τιτλοποιήσεις δανείων το 2021, κάνοντας χρήση του συστήματος προστασίας περιουσιακών στοιχείων.
Μια πρόταση της ελληνικής κεντρικής τράπεζας για τη σύσταση εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων για την αντιμετώπιση των αποθεμάτων απομειωμένων δανείων των τραπεζών και η εφαρμογή μιας μεταρρύθμισης του νόμου περί αφερεγγυότητας από τον Ιανουάριο μπορεί να είναι θετική για τις προοπτικές ποιότητας περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών μεσοπρόθεσμα.
Οι όροι χρηματοδότησης και τα επίπεδα ρευστότητας για τις ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιωθεί χάρη στις εισροές καταθέσεων από τον ιδιωτικό τομέα και άλλες πρωτοβουλίες στήριξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως νέες στοχευμένες πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης και παραιτήσεις από τους περιορισμούς της χρήσης ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου ως εξασφάλιση σε πιστωτικές πράξεις.
Οι επόμενες σημαντικές αξιολογήσεις είναι από την DBRS στις 19 Μαρτίου και από την Standard & Poor’s στις 23 Απριλίου 2021.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών