Η Remington επένδυσε ώστε η νέα της καραμπίνα να διαθέτει μια αίσθηση ποιότητας
Η Remington Arms διατηρεί τον τίτλο του αρχαιότερου οπλοκατασκευαστή στην αμερικανική ήπειρο.
Η πορεία της αυτογεμή λειόκανα ξεκίνησε με το μοντέλο “11” (έκδοση του Browning Auto5 που κατασκεύαζαν κατόπιν αδείας) και εξελίχθηκε με το “11-48” που βασιζόταν στον ίδιο μηχανισμό ελατηρίου.
Τα σχέδια αυτά έδειχναν ήδη την ηλικία τους και στράφηκαν σε έναν πιο σύγχρονο σύστημα αερίων με το μοντέλο “Sportsman 58”.
Σύντομα συνειδητοποίησαν ότι η αγορά δεν ανταποκρίνεται και άρχισαν να αναζητούν ένα τελείως διαφορετικό όπλο για να αντικαταστήσουν την υπάρχουσα γκάμα. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι για το μέλλον θα έπρεπε να αναπτύξουν ένα αυτογεμές με μηχανισμό που να συνδυάζει τα καλύτερα χαρακτηριστικά των υπαρχόντων με απλότητα συντήρησης, αξιοπιστία και ζυγισμένη ισορροπία.
Μηχανολογική πρωτοπορεία
Οι μελέτες ξεκίνησαν το 1959 υπό την ηγεσία του νεαρού σχεδιαστή Wayne Leek (Γουέϊν Λυκ) και το νέο μοντέλο έκανε το ντεμπούτο του στον ετήσιο κατάλογο του 1963, αρχικά σε διαμέτρημα cal. 12.
Πήρε το όνομα “1100” για να τονιστεί η συνέχεια με τη σειρά “11” αλλά και να δείξει ότι ξεκινά μια νέα πορεία “από το μηδέν”.
Το νέο λειόκανο λειτουργούσε με τη δύναμη αερίων, είχε χωρητικότητα πέντε φυσιγγίων, αρμονικές καμπύλες γραμμές που το έφερναν εύκολα στο στόχο και δυνατότητα να αλλάζει εύκολα κάνες.
Το πιστόνι των αερίων περιέβαλλε την κυλινδρική αποθήκη φυσιγγίων και έπαιρνε κίνηση από μια βαλβίδα κοντά στη θαλάμη, εκεί που η πίεση είναι υψηλότερη.
Έτσι λειτουργούσε πιο αξιόπιστα.
Μια λαστιχένια τσιμούχα σφράγιζε το πιστόνι και τυχόν κατάλοιπα πυρίτιδας μπορούσαν να διαφύγουν αντί να παγιδεύονται μέσα στο μηχανισμό. Αν και σήμερα κάτι τέτοιο ακούγεται αυτονόητο, το 1963 επέτρεψε σε ένα αυτογεμές αερίων να ρίχνει αξιόπιστα μεγάλο αριθμό φυσιγγίων και με μειωμένο λάκτισμα.
Στις δοκιμές η ομάδα του Leek βρήκε ότι το 1100 παρουσίαζε το μισό λάκτισμα (50%) σε σχέση με τα δίκανα της εποχής.
Το Remington 1100 καταγράφηκε ως η πλέον αξιόπιστη καραμπίνα όταν έριξε 24.000 συνεχείς βολές χωρίς καθάρισμα.
Προσεγμένη εμφάνιση
Η Remington επένδυσε ώστε η νέα της καραμπίνα να διαθέτει μια αίσθηση ποιότητας.
Η ατσάλινη βάση και η κάνη γυαλίζονταν μέχρι η επιφάνεια τους να γίνει λεία σαν καθρέπτης και μετά βάφονταν με “βαθειά” μαύρη βαφή αλάτων.
Έτσι το όμορφο καμπύλο σχήμα του κορμού τονιζόταν ακόμη περισσότερο και ανέδυε μια δόση πολυτέλειας.
Το σώμα του κλείστρου αλλά και οι πλευρές της βάσεως διακοσμούνταν με χαρακτικά μοτίβα.
Τα ξύλινα μέρη από επιλεγμένη αμερικάνικη καρυδιά είχαν συνήθως κοκκινωπούς τόνους. Διακοσμούνταν με στυλιζαρισμένα “fleur de lis” -μοτίβα κρίνου- στη λαβή και κατά μήκος της πάπιας.
Αυτά και λεπτομέρειες όπως λευκά διαχωριστικά μεταξύ του ξύλου και του πέλματος, ή μικρού ρόμβοι στη βάση της πιστολοειδούς λαβής παρέπεμπαν στα δίκανα A.H.
Fox και Parker της δεκαετίας του 1930.
Ταυτόχρονα, ένα νέο ανθεκτικό βερνίκι καθιστούσε τα ξύλινα μέρη αδιάβροχα, ανθεκτικά στις γρατζουνιές και τα χτυπήματα, προστατεύοντας την όμορφη εμφάνιση.
Ακόμη και σήμερα κανείς μπορεί να θαυμάσει την ποιότητα φινιρίσματος σε αυτά τα 1100 που φτιάχτηκαν στη “χρυσή εποχή” της αμερικανικής οπλουργικής.
Μια θρυλική πορεία
Μετά το ντεμπούτο του αρχικού cal. 12 το 1963, η ανταπόκριση ήταν τεράστια. Την επόμενη χρονιά παρουσιάστηκαν οι εκδοχές του Remington 1100 σε διαμετρήματα cal. 16 και cal.20 με αντίστοιχα μικρότερους κορμούς και το 1969 ήρθε το ακόμη λεπτότερο cal.36 (.410 σύμφωνα με την αμερικανική ονοματολογία).
Ένα έτος αργότερα, το 1970 η εταιρεία άρχισε να διαθέτει “ζεύγη” (Matched Pairs) με τους ίδιους αριθμούς σειράς σε cal.28 και .410.
Τα όπλα είχαν τα ίδια μέτρα και όσο το δυνατόν όμοιο βάρος και έλξη σκανδάλης, ώστε να χρησιμοποιούνται παράλληλα σε αγώνες σκοποβολής.
Η δυνατότητα αλαγής κανών και η μειωμένη ανάκρουση ήταν χαρακτηριστικά πάνω στα οποία η Remington βάσισε τη στρατηγική μάρκετινγκ προς το σκοπευτικό κοινό.
Στη δεκαετία του 1960-1970 οι αμερικανοί ασχολούνταν μαζικά με τα σπορ του πήλινου στόχου. Οι σκοπευτές του τραπ και του σκητ μπορούσαν να αγοράζουν κάνες (με ρίγα εξαερισμού ή χωρίς) και με διαφορετικά μήκη και συσφίξεις (τσοκ) ανάλογα με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και να τις χρησιμοποιούν στο ίδιο όπλο.
Το κόστος ήταν πολύ χαμηλότερο από ότι σε ένα σκοπευτικό δίκανο και παράλληλα το αυτογεμές “κλωτούσε” λιγότερο!
Από το 1970 και πέρα το Remington 1100 κυριάρχησε στην αμερικανική σκοπευτική σκηνή, με παρουσία άνω του εβδομήντα τοις εκατό στις μεγάλες διοργανώσεις.
Μια σειρά ρεκόρ με τέλεια σερί βολών εδραίωσαν τη φήμη του όπλου και αυτό μεταφράστηκε σε πωλήσεις και στο κυνηγετικό κοινό.
Μέχρι το 1972, εννιά μόλις χρόνια από την παρουσίαση του μοντέλου, 1.000.000 καραμπίνες 1100 είχαν βγεί από την παραγωγή.
Μέχρι το 1977 το όπλο με αριθμό σειράς “2.000.000” είχε κατασκευαστεί και η πορεία συνεχίστηκε με παρόμοιο ρυθμό εως ότου το εργοστάσιο στο Ίλιον της Νέας Υόρκης έφτιαξε τέσσερα εκατομμύρια μοντέλα “1100” όλων των τύπων και διαμετρημάτων.
Υπήρξαν παραλλαγές για κάθε χρήση, από το περπατητό κυνήγι και το καρτέρι χήνας στο παγωμένο βορρά, μέχρι ραβδωτά για τα μεγάλα ελαφοειδή .
Σημεία κριτικής και ο “αντικαταστάτης”
Μπαίνοντας στη δεκαετία του 1980, ο ανταγωνισμός είχε αλλάξει.
Στη Remington ασχολήθηκαν με τη βελτίωση των “μειονεκτημάτων” του 1100.
Η κριτική επικεντρωνόταν ότι το όπλο δεν μπορούσε να χρησιμοποιεί ταυτόχρονα απλά και μάγκνουμ φυσίγγια (οι κάνες ήταν φτιαγμένες είτε για τον ένα τύπο είτε για τον άλλο) και στερούνταν βιδωτών τσοκ.
Έτσι το 1987 παρουσιάστηκε το βελτιωμένο “11-87”, ουσιαστικά ένα 1100 με τροποποιημένο σύστημα αερίων και θαλάμη 76 χιλιοστών (μάγκνουμ) που επέτρεπε χρήση όλων των τύπων φυσιγγίων.
Το νεώτερο όπλο διέθετε κάνες με εσωτερικά βιδωτά Rem-choke, συμβαδίζοντας με την εξέλιξη. Αν και αρχικά αναμενόταν να αντικαταστήσει το παλιότερο 1100, τα δύο μοντέλα παράγονταν παράλληλα, μέχρι και τη δεύτερη δεκαετία του 2000.
Το 11-87 αν και εξαιρετικό αν το δει κανείς απομονωμένα, ποτέ δεν κατάφερε να αποκτήσει την αίγλη του προκατόχου του αφού δεν αποτέλεσε επανάσταση, αλλά λογική εξέλιξη ενός εμπνευσμένου σχεδίου.
www.bankingnews.gr
Η πορεία της αυτογεμή λειόκανα ξεκίνησε με το μοντέλο “11” (έκδοση του Browning Auto5 που κατασκεύαζαν κατόπιν αδείας) και εξελίχθηκε με το “11-48” που βασιζόταν στον ίδιο μηχανισμό ελατηρίου.
Τα σχέδια αυτά έδειχναν ήδη την ηλικία τους και στράφηκαν σε έναν πιο σύγχρονο σύστημα αερίων με το μοντέλο “Sportsman 58”.
Σύντομα συνειδητοποίησαν ότι η αγορά δεν ανταποκρίνεται και άρχισαν να αναζητούν ένα τελείως διαφορετικό όπλο για να αντικαταστήσουν την υπάρχουσα γκάμα. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι για το μέλλον θα έπρεπε να αναπτύξουν ένα αυτογεμές με μηχανισμό που να συνδυάζει τα καλύτερα χαρακτηριστικά των υπαρχόντων με απλότητα συντήρησης, αξιοπιστία και ζυγισμένη ισορροπία.
Μηχανολογική πρωτοπορεία
Οι μελέτες ξεκίνησαν το 1959 υπό την ηγεσία του νεαρού σχεδιαστή Wayne Leek (Γουέϊν Λυκ) και το νέο μοντέλο έκανε το ντεμπούτο του στον ετήσιο κατάλογο του 1963, αρχικά σε διαμέτρημα cal. 12.
Πήρε το όνομα “1100” για να τονιστεί η συνέχεια με τη σειρά “11” αλλά και να δείξει ότι ξεκινά μια νέα πορεία “από το μηδέν”.
Το νέο λειόκανο λειτουργούσε με τη δύναμη αερίων, είχε χωρητικότητα πέντε φυσιγγίων, αρμονικές καμπύλες γραμμές που το έφερναν εύκολα στο στόχο και δυνατότητα να αλλάζει εύκολα κάνες.
Το πιστόνι των αερίων περιέβαλλε την κυλινδρική αποθήκη φυσιγγίων και έπαιρνε κίνηση από μια βαλβίδα κοντά στη θαλάμη, εκεί που η πίεση είναι υψηλότερη.
Έτσι λειτουργούσε πιο αξιόπιστα.
Μια λαστιχένια τσιμούχα σφράγιζε το πιστόνι και τυχόν κατάλοιπα πυρίτιδας μπορούσαν να διαφύγουν αντί να παγιδεύονται μέσα στο μηχανισμό. Αν και σήμερα κάτι τέτοιο ακούγεται αυτονόητο, το 1963 επέτρεψε σε ένα αυτογεμές αερίων να ρίχνει αξιόπιστα μεγάλο αριθμό φυσιγγίων και με μειωμένο λάκτισμα.
Στις δοκιμές η ομάδα του Leek βρήκε ότι το 1100 παρουσίαζε το μισό λάκτισμα (50%) σε σχέση με τα δίκανα της εποχής.
Το Remington 1100 καταγράφηκε ως η πλέον αξιόπιστη καραμπίνα όταν έριξε 24.000 συνεχείς βολές χωρίς καθάρισμα.
Προσεγμένη εμφάνιση
Η Remington επένδυσε ώστε η νέα της καραμπίνα να διαθέτει μια αίσθηση ποιότητας.
Η ατσάλινη βάση και η κάνη γυαλίζονταν μέχρι η επιφάνεια τους να γίνει λεία σαν καθρέπτης και μετά βάφονταν με “βαθειά” μαύρη βαφή αλάτων.
Έτσι το όμορφο καμπύλο σχήμα του κορμού τονιζόταν ακόμη περισσότερο και ανέδυε μια δόση πολυτέλειας.
Το σώμα του κλείστρου αλλά και οι πλευρές της βάσεως διακοσμούνταν με χαρακτικά μοτίβα.
Τα ξύλινα μέρη από επιλεγμένη αμερικάνικη καρυδιά είχαν συνήθως κοκκινωπούς τόνους. Διακοσμούνταν με στυλιζαρισμένα “fleur de lis” -μοτίβα κρίνου- στη λαβή και κατά μήκος της πάπιας.
Αυτά και λεπτομέρειες όπως λευκά διαχωριστικά μεταξύ του ξύλου και του πέλματος, ή μικρού ρόμβοι στη βάση της πιστολοειδούς λαβής παρέπεμπαν στα δίκανα A.H.
Fox και Parker της δεκαετίας του 1930.
Ταυτόχρονα, ένα νέο ανθεκτικό βερνίκι καθιστούσε τα ξύλινα μέρη αδιάβροχα, ανθεκτικά στις γρατζουνιές και τα χτυπήματα, προστατεύοντας την όμορφη εμφάνιση.
Ακόμη και σήμερα κανείς μπορεί να θαυμάσει την ποιότητα φινιρίσματος σε αυτά τα 1100 που φτιάχτηκαν στη “χρυσή εποχή” της αμερικανικής οπλουργικής.
Μια θρυλική πορεία
Μετά το ντεμπούτο του αρχικού cal. 12 το 1963, η ανταπόκριση ήταν τεράστια. Την επόμενη χρονιά παρουσιάστηκαν οι εκδοχές του Remington 1100 σε διαμετρήματα cal. 16 και cal.20 με αντίστοιχα μικρότερους κορμούς και το 1969 ήρθε το ακόμη λεπτότερο cal.36 (.410 σύμφωνα με την αμερικανική ονοματολογία).
Ένα έτος αργότερα, το 1970 η εταιρεία άρχισε να διαθέτει “ζεύγη” (Matched Pairs) με τους ίδιους αριθμούς σειράς σε cal.28 και .410.
Τα όπλα είχαν τα ίδια μέτρα και όσο το δυνατόν όμοιο βάρος και έλξη σκανδάλης, ώστε να χρησιμοποιούνται παράλληλα σε αγώνες σκοποβολής.
Η δυνατότητα αλαγής κανών και η μειωμένη ανάκρουση ήταν χαρακτηριστικά πάνω στα οποία η Remington βάσισε τη στρατηγική μάρκετινγκ προς το σκοπευτικό κοινό.
Στη δεκαετία του 1960-1970 οι αμερικανοί ασχολούνταν μαζικά με τα σπορ του πήλινου στόχου. Οι σκοπευτές του τραπ και του σκητ μπορούσαν να αγοράζουν κάνες (με ρίγα εξαερισμού ή χωρίς) και με διαφορετικά μήκη και συσφίξεις (τσοκ) ανάλογα με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και να τις χρησιμοποιούν στο ίδιο όπλο.
Το κόστος ήταν πολύ χαμηλότερο από ότι σε ένα σκοπευτικό δίκανο και παράλληλα το αυτογεμές “κλωτούσε” λιγότερο!
Από το 1970 και πέρα το Remington 1100 κυριάρχησε στην αμερικανική σκοπευτική σκηνή, με παρουσία άνω του εβδομήντα τοις εκατό στις μεγάλες διοργανώσεις.
Μια σειρά ρεκόρ με τέλεια σερί βολών εδραίωσαν τη φήμη του όπλου και αυτό μεταφράστηκε σε πωλήσεις και στο κυνηγετικό κοινό.
Μέχρι το 1972, εννιά μόλις χρόνια από την παρουσίαση του μοντέλου, 1.000.000 καραμπίνες 1100 είχαν βγεί από την παραγωγή.
Μέχρι το 1977 το όπλο με αριθμό σειράς “2.000.000” είχε κατασκευαστεί και η πορεία συνεχίστηκε με παρόμοιο ρυθμό εως ότου το εργοστάσιο στο Ίλιον της Νέας Υόρκης έφτιαξε τέσσερα εκατομμύρια μοντέλα “1100” όλων των τύπων και διαμετρημάτων.
Υπήρξαν παραλλαγές για κάθε χρήση, από το περπατητό κυνήγι και το καρτέρι χήνας στο παγωμένο βορρά, μέχρι ραβδωτά για τα μεγάλα ελαφοειδή .
Σημεία κριτικής και ο “αντικαταστάτης”
Μπαίνοντας στη δεκαετία του 1980, ο ανταγωνισμός είχε αλλάξει.
Στη Remington ασχολήθηκαν με τη βελτίωση των “μειονεκτημάτων” του 1100.
Η κριτική επικεντρωνόταν ότι το όπλο δεν μπορούσε να χρησιμοποιεί ταυτόχρονα απλά και μάγκνουμ φυσίγγια (οι κάνες ήταν φτιαγμένες είτε για τον ένα τύπο είτε για τον άλλο) και στερούνταν βιδωτών τσοκ.
Έτσι το 1987 παρουσιάστηκε το βελτιωμένο “11-87”, ουσιαστικά ένα 1100 με τροποποιημένο σύστημα αερίων και θαλάμη 76 χιλιοστών (μάγκνουμ) που επέτρεπε χρήση όλων των τύπων φυσιγγίων.
Το νεώτερο όπλο διέθετε κάνες με εσωτερικά βιδωτά Rem-choke, συμβαδίζοντας με την εξέλιξη. Αν και αρχικά αναμενόταν να αντικαταστήσει το παλιότερο 1100, τα δύο μοντέλα παράγονταν παράλληλα, μέχρι και τη δεύτερη δεκαετία του 2000.
Το 11-87 αν και εξαιρετικό αν το δει κανείς απομονωμένα, ποτέ δεν κατάφερε να αποκτήσει την αίγλη του προκατόχου του αφού δεν αποτέλεσε επανάσταση, αλλά λογική εξέλιξη ενός εμπνευσμένου σχεδίου.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών