Ο αυξανόμενος κίνδυνος αθέτησης χρέους στον κλάδο ακινήτων της Κίνας έκανε πολλούς επενδυτές να «δουν» με ανησυχία τις προοπτικές ανάπτυξης και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη χώρα του δράκου.
Αυτό προκάλεσε μαζικό selloff στις αγορές μετοχών και ομολόγων, με σημαντική απόκλιση μεταξύ των τομέων ακινήτων και μη ακινήτων, ιδίως στα ομόλογα (Σχήμα 1).
Στην πραγματικότητα, το περιβάλλον στην Κίνα έχει αλλάξει σημαντικά.
Η χρηματοδότηση του real estate μέσω του τραπεζικού συστήματος έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια.
Αυτό ισχύει για τις παραδοσιακές τραπεζικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων δανείων σε κατασκευαστές και μεσίτες, καθώς και για τις σκιώδεις τραπεζικές δραστηριότητες (Σχήμα 2).
Ενώ μέρος της χρηματοδότησης έχει στραφεί σε μη τραπεζικά κανάλια όπως τα commercial papers, οι πιστωτικοί κίνδυνοι έχουν αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό λόγω της έλλειψης υποστήριξης.
Μια θεμελιώδης ανατροπή στην αγορά ακινήτων της Κίνας;
Η κατάσταση για την αγορά ακινήτων επιδεινώθηκε από το γεγονός ότι το Πεκίνο πήρε αποφάσεις για την απομόχλευση των κινεζικών εταιρειών που ξεκίνησε πριν από μερικά χρόνια, αλλά διακόπηκε λόγω της κρίσης του κορωνοϊού.
Σύμφωνα με την Commerzbank, ήταν η πολιτική των «Τριών Κόκκινων Γραμμών», που αφορούν τα όρια δανεισμού από τις τράπεζες, τις μεταρρυθμίσεις σε ό,τι αφορά τους πλειστηριασμούς γης και τους κατά τόπους περιορισμούς σε σχέση με την αγορά κατοικίας, που αποτέλεσε θρυαλλίδα εξελίξεων.
Ως αποτέλεσμα, η αύξηση των δανείων, όπως μετρήθηκε από τη συνολική χρηματοδότηση, επιβραδύνθηκε περίπου 10% έως το τέλος Αυγούστου 2021.
Η κορυφή του 13% καταγράφηκε το γ’ τρίμηνο του 2020 (Σχήμα 3).
Αυτό όχι μόνο μείωσε τη ζήτηση στην οικονομία, αλλά επίσης και την εισροή κεφαλαίων στον τομέα της στέγασης.
Εν τω μεταξύ, οι αρχές έχουν αρχίσει να ορίζουν τιμές για πλειστηριασμούς και νέα διαμερίσματα.
Στις λεγόμενες πόλεις «hot-spot», όπου οι τιμές είναι υψηλότερες, οι τοπικές διοικήσεις εισήγαγαν ένα «εισιτήριο» που διατίθεται μόνο σε κατοίκους που πληρούν ορισμένα κριτήρια (π.χ. «αγοραστές νέων κατοικιών»), και στους οποίους επιτρέπεται η αγορά νέων διαμερισμάτων.
Επιπλέον, ορισμένες κινεζικές πόλεις έχουν εισαγάγει έναν στόχο τιμών (συνήθως 30-40% κάτω από την τρέχουσα τιμή) για συναλλαγές με υπάρχοντα ακίνητα.
Αν και αυτό δεν έχει άμεσο αντίκτυπο στις πραγματικές τιμές, οι εμπορικές τράπεζες χρησιμοποιούν αυτήν την προδιαγραφή τιμής ως βάση αποτίμησης, με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι επιλογές πίστωσης για τους αγοραστές ακινήτων.
Μπορεί να υποτεθεί ότι τα μέτρα για τον περιορισμό των υπερβολών στην αγορά ακινήτων θα είναι μόνιμα, επειδή είναι μέρος της στρατηγικής του Πεκίνου για αύξηση της «γενικής ευημερίας» μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Εκτός από τη βελτίωση της εκπαίδευσης, αυτό περιλαμβάνει επίσης την παροχή αποδεκτού κόστους στέγασης.
Το υπόβαθρο αυτής της πολιτικής είναι ότι οι υψηλές τιμές καθιστούν όλο και πιο δύσκολο για τις νέες οικογένειες να αντέξουν οικονομικά τον δικό τους χώρο διαβίωσης και έτσι να αποκτήσουν παιδιά.
Για να μην επιδεινωθούν οι ήδη μεγάλες δημογραφικές προκλήσεις, η κυβέρνηση θέλει να καταστήσει προσιτή τη στέγαση, την υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση.
Όλα αυτά τα μέτρα, όμως, προκάλεσαν την πρόσφατη αναταραχή στην αγορά.
Ταυτόχρονα, οι τράπεζες με έκθεση σε ευάλωτους κατασκευαστές και μεσίτες ακινήτων δέχθηκαν πιέσεις.
Ως εκ τούτου, οι φόβοι των αγορών σχετικά με τους οικονομικούς κινδύνους είναι δικαιολογημένοι.
Το πιο ανησυχητικό είναι ότι μεγάλο μέρος του πλούτου των νοικοκυριών επενδύεται στην αγορά ακινήτων, επομένως η κατάρρευση των τιμών των κατοικιών θα δημιουργούσε σημαντικό κίνδυνο για την οικονομία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Όπως σημείωσε το 2020 ο Guo Shuqing, πρόεδρος της κινεζικής Αρχής Ελέγχου Τραπεζών και Ασφαλίσεων (CBIRC), η αγορά ακινήτων είναι αυτή τη στιγμή ο μεγαλύτερος «γκρίζος ρινόκερος» όσον αφορά τον οικονομικό κίνδυνο.
(Ένας «γκρίζος ρινόκερος» είναι ένας κίνδυνος που συγκεντρώνει μεγάλη πιθανότητα να συμβεί και είναι πολύ καταστροφικός, αλλά έχει παραμεληθεί.)
Οποιαδήποτε μεγάλη και άτακτη διόρθωση στην κινεζική αγορά ακινήτων θα έθετε το χρηματοπιστωτικό σύστημα υπό σοβαρό κίνδυνο.
Το κύριο μέλημα των αρχών είναι να αποτρέψουν μια συστημική οικονομική κρίση.
Κατά τη διάρκεια της ευρείας κλίμακας διαδικασία απομόχλευσης των τελευταίων ετών, υπήρξαν σειρά σημαντικών κρίσεων στην Κίνα, οι οποίες μπορούν να δώσουν ενδείξεις για την περαιτέρω πορεία της τρέχουσας κρίσης.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η αναδιάρθρωση και ο διακανονισμός του χρέους ήταν μια μακρά διαδικασία.
Αυτό πρέπει να αλλάξει, αναφέρει η Commerzbank.
Για να περιορίσουν τις επιπτώσεις της μετάδοσης του νέου οικονομικού σοκ που έπληξε την Κίνα, οι αρχές θα μπορούσαν
να προβούν άμεσα σε αναδιαρθρώσεις χρέους.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις περιπτώσεις, υποθέτουμε ότι η πιθανότητα πλήρους συστημικής χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία θα κλονίσει το κινεζικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και θα εκτροχιάσει τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές όπως η Lehman εκείνη την εποχή, είναι πολύ μικρή, αλλά η αναδιάρθρωση του χρέους είναι μακρύ και περίπλοκο εγχείρημα, το οποίο θα απασχολήσει τις αγορές.
Παρ’ όλα αυτά, το Πεκίνο είναι πιθανό να συνεχίσει πολιτικές σύσφιξης δανεισμού που ξεκίνησαν στις αρχές του έτους, επιβραδύνοντας την πιστωτική ανάπτυξη (Σχήμα 3).
Ορισμένες αθετήσεις πληρωμών θα είναι αναπόφευκτες κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας και η γενική πιστωτική κρίση είναι πιθανό να επιβραδύνει την οικονομία.
Ως εκ τούτου, η Κίνα, σύμφωνα με την Commerzbank, θα αναπτυθεί με μόλις 5,0% το 2022.
www.bankingnews.gr
Commerzbank: H Evergrande o πιο προφανής γκρίζος ρινόκερος - Η κινεζική «ευημερία» βόμβα στα θεμέλια του συστήματος
Θεμελιώδης η ανατροπή στην αγορά ακινήτων της Κίνας
Σχόλια αναγνωστών