Μία εθνική σύνταξη (384 ευρώ)-ασχέτως πολλαπλών ασφαλίσεων, «πάτωμα» στις συντάξεις θανάτου 360 ευρώ και 70% αναπλήρωση στις συντάξεις χηρείας, για μόνο τρία χρόνια θέτει σε εφαρμογή το υπουργείο Εργασίας.
Ουσιαστικά πρόκειται για εγκύκλιο που εξέδωσε ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Παναγιώτης Τσακλόγλου, η οποία δεν έχει αναδρομική ισχύ, και αφορά στην αποσαφήνιση των κειμένων διατάξεων, και σε διευκρινίσεις σε ερωτήματα του e-ΕΦΚΑ και ολοκληρωμένες οδηγίες για την αποτελεσματική ανάπτυξη των πληροφοριακών συστημάτων και λογισμικών του Φορέα.
Πιο συγκεκριμένα, η εγκύκλιος θίγει τα ακόλουθα ζητήματα:
Τον τρόπο χειρισμού της εθνικής σύνταξης όταν συντρέχει σώρευση περισσότερων της μιας εθνικών συντάξεων από ίδιες ή διαφορετικές αιτίες.
Με την εγκύκλιο διευκρινίζεται ότι, βάσει του νόμου, η θέσπιση της εθνικής σύνταξης (επιπλέον της ανταποδοτικής σύνταξης) αποσκοπεί στη διασφάλιση ενός κατώτατου ποσού σύνταξης για κάθε κατηγορία συνταξιούχων του e-ΕΦΚΑ.
Στο πνεύμα αυτό, η εθνική σύνταξη χρηματοδοτείται απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Συνεπώς, εκ της ίδιας της φιλοσοφίας και αρχιτεκτονικής της εθνικής σύνταξης και, πάντα, σύμφωνα με το νόμο, δεν επιτρέπεται η σώρευση περισσοτέρων της μιας εθνικών συντάξεων στο ίδιο άτομο.
Σε εφαρμοστικό επίπεδο, όταν ένας ασφαλισμένος δικαιούται περισσότερες της μιας συντάξεις από οποιαδήποτε αιτία (γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου), του χορηγείται μια μόνο εθνική σύνταξη που δεν μπορεί να υπερβαίνει (μεμονωμένα ή ως άθροισμα εθνικών συντάξεων από διαφορετικές αιτίες) το ανώτατο όριο μιας πλήρους εθνικής σύνταξης (384 ευρώ).
Ο κανόνας αυτός ισχύει και εφαρμόζεται, ανεξαρτήτως της προέλευσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος (εξ ιδίου δικαιώματος ή κατά μεταβίβαση) και σε οποιονδήποτε συνδυασμό σώρευσης.
Το ανώτατο και το κατώτατο όριο σύνταξης λόγω θανάτου
Το συνολικό ποσό των κατά μεταβίβαση συντάξεων που καταβάλλονται στα δικαιοδόχα πρόσωπα (σύζυγος, τέκνα) λόγω θανάτου του συνταξιούχου δεν μπορεί να υπερβαίνει τη σύνταξη του θανόντος. Αντιστοίχως, το ποσό του συνόλου των κατά μεταβίβαση συντάξεων που καταβάλλονται στα δικαιοδόχα πρόσωπα δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο των 360 ευρώ.
Εξαίρεση αποτελούν τα ορφανά τέκνα και από τους δύο γονείς στα οποία το κατώτατο όριο δεν επιμερίζεται αλλά το καθένα λαμβάνει τουλάχιστον το κατώτατο όριο.
Το πλήθος δικαιωμάτων σε ανταποδοτική σύνταξη επί σώρευσης συντάξεων διαφορετικής αιτίας στο πρόσωπο του θανόντος.
Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου που ελάμβανε δύο ανταποδοτικές συντάξεις, το δικαίωμα των δικαιοδόχων στη σύνταξη του θανόντος είναι ενιαίο και αδιαίρετο, ανεξαρτήτως του πλήθους και του είδους των δικαιωμάτων που μεταβιβάζονται από τον θανόντα.
Για τις συντάξεις χηρείας μετά την πρώτη τριετία.
Για τα τρία πρώτα χρόνια μετά το θάνατο του συνταξιούχου, καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο ολόκληρη η σύνταξη χηρείας, η οποία ισούται με το 70% της σύνταξης του θανόντος.
Οι κανόνες σώρευσης της εθνικής σύνταξης, όπως αναλύθηκαν παραπάνω, εφαρμόζονται απαρέγκλιτα.
Με το πέρας της πρώτης τριετίας, πάντα σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, η σύνταξη προσαρμόζεται και καταβάλλεται το ήμισυ αυτής (δηλαδή, το 35% της σύνταξης του θανόντος), εφόσον ο επιζών εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε άλλη πηγή. Εάν ο επιζών σύζυγος είναι ανάπηρος σε ποσοστό τουλάχιστον 67%, εξακολουθεί να λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη χηρείας, χωρίς περικοπή, για όσο διαρκεί η αναπηρία.
Εθνική Σύνταξη
Μία εθνική σύνταξη χορηγείται σε κάθε πρόσωπο που δικαιούται σύνταξη γήρατος ή σύνταξη αναπηρίας ή σύνταξη αιτία θανάτου από τον e-ΕΦΚΑ.
Σε περίπτωση σώρευσης περισσοτέρων δικαιωμάτων σύνταξης στο ίδιο πρόσωπο, ρητώς ορίζεται, ότι χορηγείται μία εθνική σύνταξη.
Ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται ανεξαρτήτως της προέλευσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, δηλαδή ανεξαρτήτως εάν οι συντάξεις είναι εξ ιδίου δικαιώματος ή κατά μεταβίβαση, και σε οποιονδήποτε συνδυασμό σώρευσης (δύο συντάξεις ίδιας αιτίας ή σύνταξη γήρατος και αναπηρίας / σύνταξη γήρατος και θανάτου / σύνταξη αναπηρίας και θανάτου). Τα ανωτέρω προκύπτουν, άλλωστε και από την αναφορά της διάταξης σε «συνταξιούχους ή δικαιούχους».
Ειδικότερα, στους συνταξιούχους του Φορέα χορηγείται ποσό εθνικής σύνταξης μέχρι, κατ’ ανώτατο όριο, το ύψος μίας πλήρους εθνικής σύνταξης (384€). Προκειμένου για μία πλήρη και μία μειωμένη εθνική σύνταξη, χορηγείται μία πλήρης εθνική σύνταξη, ενώ για δύο μειωμένες εθνικές συντάξεις, χορηγείται το ποσοστό εθνικής που αντιστοιχεί σε κάθε μία, με αθροιστικά ανώτατο όριο το πλήρες ποσό εθνικής σύνταξης (384€). Ως πλήρης σύνταξη νοείται η εθνική σύνταξη η οποία απονέμεται χωρίς τις μειώσεις του άρθρου 7, ενώ ως μειωμένη σύνταξη νοείται η εθνική σύνταξη που έχει υποστεί μειώσεις του άρθρου 7 (π.χ. λόγω κατοικίας, λόγω χρόνου ασφάλισης, λόγω αναπηρίας).
Σώρευση συντάξεων με π. ΟΓΑ
Σε περίπτωση που ο συνταξιούχος, εξ ιδίου δικαιώματος ή κατά μεταβίβαση λαμβάνει: (α) μία σύνταξη (εξ ιδίου δικαιώματός ή κατά μεταβίβαση) από ενταχθέντα στο e-ΕΦΚΑ φορέα, εκτός του π. ΟΓΑ, και (β) μία σύνταξη (εξ ιδίου δικαιώματός ή κατά μεταβίβαση) από τον π. ΟΓΑ, τότε διακρίνουμε τις κάτωθι περιπτώσεις:
Εάν η σύνταξη του π. ΟΓΑ εκδίδεται έως και την 31.12.2016 οπότε και εφαρμόζεται το προϊσχύον του άρθρου 99 του ν.4387/2016 νομοθετικό καθεστώς και έχει υπολογιστεί με βάση τις καταστατικές διατάξεις του π. ΟΓΑ, τότε δεν τίθεται ζήτημα σώρευσης εθνικών συντάξεων, καθώς οι «παλαιές» (πριν το ν.4387/2016) συντάξεις που είχαν απονεμηθεί από τον π. ΟΓΑ, εξαιρέθηκαν από τον επανυπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 33 του ν.4387/2016 και ως εκ τούτου δεν εμπεριέχουν τμήμα εθνικής σύνταξης. Προκειμένου για συντάξεις του π. ΟΓΑ οι οποίες εκδίδονται επί αιτήσεων που υποβάλλονται ή θα υποβληθούν από 01.01.2017 έως και την 31.12.2030 ισχύει ο τρόπος υπολογισμού που περιγράφεται στο άρθρο 99 του ν.4387/2016. Συγκεκριμένα αποτελούνται από δύο τμήματα εκ των οποίων το ένα αφορά στον υπολογισμό με βάση τις καταστατικές διατάξεις του π. ΟΓΑ και το δεύτερο προκύπτει από τον υπολογισμό εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης του ν.4387/2016.
Για τις απονεμόμενες συντάξεις του π. ΟΓΑ από 01.01.2017 έως 31.12.2030 εφαρμόζονται οι διατάξεις περί σώρευσης της παρ. 5 του άρθρου 7 του ν.4387/2016 μόνο ως προς το τμήμα της σύνταξης που αντιστοιχεί σε εθνική σύνταξη (δηλαδή για το έτος 2020 θα ισχύουν οι κανόνες της σώρευσης για το ποσό εθνικής σύνταξης που εμπεριέχεται μαζί με την ανταποδοτική στο 26,30% της συνολικής σύνταξης που απονέμεται).
Σώρευση επανυπολογισμένων και μη επανυπολογισμένων συντάξεων
Σε περίπτωση περισσοτέρων συντάξεων που αναπροσαρμόζονται, χορηγείται μία εθνική σύνταξη, (β) σε περίπτωση που μετά την 13.05.2016 το ίδιο πρόσωπο λάβει και δεύτερη σύνταξη από τον e-ΕΦΚΑ (εξ ιδίου δικαιώματος ή κατά μεταβίβαση) θα υπολογιστεί το αναλογούν ποσό της εθνικής σύνταξης και έπειτα θα εφαρμοστούν οι κανόνες σώρευσης που αναλύονται ανωτέρω υπό Α1 και Α2, προκειμένου το συνολικό ποσό εθνικής σύνταξης που χορηγείται, να μην ξεπερνά το πλήρες ποσό εθνικής σύνταξης (384€).
Τέλος, σημειώνεται ότι εάν κατά την αναπροσαρμογή των ήδη καταβαλλόμενων ή καταβλητέων κατά την 12.05.2016 συντάξεων λογίσθηκαν πολλαπλά ποσά εθνικών συντάξεων και δεν εφαρμόστηκε το κριτήριο της σώρευσης, τότε με την ορθή εφαρμογή των κανόνων, το τελικώς καταβλητέο ποσό δεν θα διαφοροποιηθεί για τον δικαιούχο. Τούτο διότι, βάσει των προβλεπόμενων για την αναπροσαρμογή, το όποιο υπερβάλλον ποσό από τα 384€ θα πρέπει να απεικονιστεί πληροφοριακά ως προσωπική διαφορά και να συνεχίσει να καταβάλλεται στον δικαιούχο.
Παράδειγμα: Έστω συνταξιούχος που στις 12.05.2016 ελάμβανε: (α) μία σύνταξη γήρατος εξ ιδίου δικαιώματος και (β) μία σύνταξη χηρείας. Κατά την αναπροσαρμογή των συντάξεων, χορηγήθηκαν δύο πλήρεις εθνικές συντάξεις, δύο ανταποδοτικές συντάξεις και προσωπική διαφορά. Με βάση τους κανόνες σώρευσης, κάθε συνταξιούχος, ανεξαρτήτως του πλήθους των δικαιωμάτων σε σύνταξη δικαιούται κατ’ ανώτατο όριο ποσό εθνικής σύνταξης ύψους 384€. Επομένως, το υπερβάλλον των 384€ ποσό εθνικής σύνταξης, θα απεικονίζεται εφεξής ως προσωπική διαφορά και θα συνεχίσει να καταβάλλεται στο συνταξιούχο.
Η ανακατανομή συντάξεις χηρείας
Το συνολικό ποσό της κατά μεταβίβαση σύνταξης του επιζώντος συζύγου και των τέκνων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος. Σε περίπτωση που το άθροισμα των ποσοστών των δικαιούχων υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος περιορίζεται ισόποσα το ποσοστό των τέκνων. Το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος ή/και του διαζευγμένου συζύγου, δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 του παρόντος νόμου που αντιστοιχεί σε είκοσι (20) έτη ασφάλισης. Εάν ο χρόνος ασφάλισης του θανόντος είναι μικρότερος των είκοσι (20) ετών, το ως άνω ποσό βαίνει μειούμενο κατά 1,25% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των είκοσι (20) ετών και μέχρι τη συμπλήρωση δεκαπέντε (15) ετών ασφάλισης.
Για χρόνο ασφάλισης μικρότερο των δεκαπέντε (15) ετών, το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος ή/και του διαζευγμένου συζύγου δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των τριακοσίων εξήντα (360) ευρώ.
Τα ποσά των προηγούμενων εδαφίων επιμερίζονται μεταξύ επιζώντος και διαζευγμένου συζύγου, σύμφωνα με τα ποσοστά που προβλέπονται στην υποπερίπτωση β΄ της περίπτωσης Α΄ της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.
Σε περίπτωση ύπαρξης δικαιοδόχων τέκνων, το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου που δικαιούνται όλα τα δικαιοδόχα τέκνα υπολογίζεται, αντίστοιχα, ανάλογα με τα έτη ασφάλισης της προηγούμενης περίπτωσης και επιμερίζεται μεταξύ των δικαιοδόχων τέκνων, σύμφωνα με τα ποσοστά που προβλέπονται στην υποπερίπτωση γ΄ της περίπτωσης Α΄ της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.
Σε καμία περίπτωση το άθροισμα του ποσού της σύνταξης των δικαιοδόχων τέκνων δεν μπορεί να υπολείπεται των ανωτέρω, ανάλογα με τα έτη ασφάλισης του θανόντος, ποσών.
Σε περίπτωση, όμως, ορφανών τέκνων και από δύο (2) γονείς, το ποσό της σύνταξης που χορηγείται σε έκαστο εξ αυτών δεν μπορεί να υπολείπεται των ανωτέρω ποσών.
Στις περιπτώσεις συνταξιούχων λόγω θανάτου του πρώην ΟΓΑ το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου που προκύπτει σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 99 του παρόντος νόμου για κάθε δικαιοδόχο πρόσωπο (επιζώντα ή/και διαζευγμένο σύζυγο και δικαιοδόχα τέκνα) δεν μπορεί να υπολείπεται των ποσών των ανωτέρω περιπτώσεων α΄ και β΄.
Το ύψος του κατώτατου ορίου (Κ.Ο.) της κατά μεταβίβαση σύνταξης θανάτου διαμορφώνεται, με βάση τα ανωτέρω, από 360€ έως 384€. Με βάση τα ανωτέρω, το κατώτατο όριο (Κ.Ο.) της κατά μεταβίβαση σύνταξης θανάτου επιμερίζεται ως εξής:
Για το σύζυγο ή και το διαζευγμένο, όταν συντρέχουν ως δικαιούχοι, το Κ.Ο. επιμερίζεται μεταξύ τους κατά το ποσοστό που δικαιούνται.
Για τα ετεροπλεύρως ορφανά τέκνα, όταν συντρέχουν περισσότερα τέκνα, το Κ.Ο. επιμερίζεται μεταξύ τους κατά το ποσοστό που δικαιούνται.
Σύνταξη από εργατικό ατύχημα
Σε περίπτωση σύνταξης αιτία θανάτου λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου, το ποσό του κατώτατου ορίου για τη σύνταξη του θανόντος ανέρχεται σε 768€ τα οποία επιμερίζονται στους δικαιούχους σύμφωνα με τα ανωτέρω. Σημειώνουμε ότι δεν χορηγούνται περισσότερα κατώτατα όρια, εάν χορηγούνται «περισσότερες» συντάξεις χηρείας, υπό την έννοια ότι ο θανών ελάμβανε συντάξεις είτε από περισσότερους πρώην φορείς, είτε από περισσότερες αιτίες, είτε συνδυαστικά.
Περικοπή σύνταξης μετά την πάροδο της τριετίας
Σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 12 του ν.4387/2016: «5.α) Στον επιζώντα σύζυγο καταβάλλεται ολόκληρη η σύνταξη για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα. β) Μετά την πάροδο της τριετίας, αν ο επιζών εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, καταβάλλεται, αναλόγως της χρονικής διάρκειας της εργασίας ή αυτοαπασχόλησης, το πενήντα τοις εκατό (50%) της σύνταξης, η οποία δεν μπορεί να υπολείπεται των κατώτατων ορίων των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της υποπαραγράφου Β΄ της παραγράφου 4. γ) Εάν ο επιζών σύζυγος, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων.»
Με βάση τα ανωτέρω, σε περίπτωση που ο/η επιζών-ούσα σύζυγος μετά την πάροδο της τριετίας βρεθεί να λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, τότε η σύνταξη χηρείας καταβάλλεται εφεξής μειωμένη κατά 50%. Αναφορικά με το συγκεκριμένο εδάφιο, σημειώνονται τα ακόλουθα:
Καταβάλλεται το 50% της σύνταξης που ελάμβανε ο επιζών σύζυγος, δηλαδή το 50% του 70% της σύνταξης του θανόντος (το 35% της σύνταξης του θανόντος).
Με τη φράση «σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή», δεν νοείται η σύνταξη χηρείας. Το δικαίωμα σε σύνταξη χηρείας είναι ένα, και υπολογίζεται επί του συνολικού ποσού συντάξεων που ελάμβανε ο θανών από τον e-ΕΦΚΑ.
Έτσι, σε περίπτωση που ο θανών ελάμβανε δύο συντάξεις λόγω γήρατος (π.χ. μηχανικός του Δημοσίου, παλαιός ασφαλισμένος, ο οποίος λαμβάνει μία σύνταξη από το πρώην ΤΣΜΕΔΕ και μία από το πρώην Δημόσιο) ή ελάμβανε μία σύνταξη γήρατος και μία σύνταξη αναπηρίας, τότε μεταβιβάζονται όλες στο δικαιούχο σύμφωνα με το άρθρο 12, ως ένα δικαίωμα. Τονίζουμε, ότι η απεικόνιση αυτών στο πληροφοριακό σύστημα ως περισσοτέρων συντάξεων, δεν επηρεάζει την αδιαίρετη φύση του δικαιώματος σε σύνταξη αιτία θανάτου.
Ως «σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή» νοούνται ενδεικτικά: (α) η σύνταξη εξ ιδίου δικαιώματος του δικαιούχου (π.χ. σύζυγος η οποία λαμβάνει από δικό της δικαίωμα σύνταξη γήρατος (β) σύνταξη από μη ενταγμένο στον e-ΕΦΚΑ φορέα κύριας ασφάλισης (π.χ. Τράπεζα της Ελλάδος).
Οι κανόνες σώρευσης, όπως προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις και αναλύονται ειδικώς στο μέρος Α της παρούσας, εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις της ενότητας Δ.
Στο πλαίσιο των ανωτέρω παρατίθενται τα παρακάτω ενδεικτικά εφαρμοστικά παραδείγματα.
Παράδειγμα 1: Αν ο επιζών σύζυγος δεν είναι συνταξιούχος κατά το θάνατο του συζύγου του, τότε κατά την πρώτη τριετία λαμβάνει το 70% του συνόλου της σύνταξης του θανόντος (εθνικής και ανταποδοτικής/ών).
Μετά την πάροδο της τριετίας και εφόσον ο επιζών σύζυγος εργάζεται, τότε η σύνταξη λόγω θανάτου περικόπτεται κατά το ήμισυ αυτής, ανερχόμενη σε ποσοστό 35% της σύνταξης του θανόντος.
Παράδειγμα 2: Αν ο επιζών σύζυγος είναι ήδη συνταξιούχος (από οποιαδήποτε αιτία) ή καθίσταται συνταξιούχος μετά το θάνατο του συζύγου, αρχικώς υπολογίζεται η κατά μεταβίβαση σύνταξη επί του συνόλου της σύνταξης του θανόντος (εθνική και ανταποδοτική/ες).
Κατόπιν, εφαρμόζονται οι κανόνες σώρευσης επί του μέρους της εθνικής σύνταξης, έτσι ώστε η καταβαλλόμενη εθνική σύνταξη να μην υπερβαίνει τα 384 ευρώ, από οποιαδήποτε αιτία.
Συνεπώς στο εν λόγω παράδειγμα, ο επιζών σύζυγος λαμβάνει κατά την πρώτη τριετία το 70% της ανταποδοτικής σύνταξης του θανόντος και από την εθνική σύνταξη αυτού λαμβάνει ποσό τέτοιο, ώστε αθροιζόμενο με τη δική του εθνική σύνταξη να μην υπερβαίνει τα 384 ευρώ. Εάν ο επιζών σύζυγος λαμβάνει ήδη πλήρες ποσό εθνικής σύνταξης, δεν δικαιούται να σωρεύσει ποσό από την εθνική σύνταξη του θανόντος συζύγου.
Μετά την πάροδο της τριετίας, η καταβαλλόμενη σύνταξη λόγω θανάτου περικόπτεται κατά το ήμισυ.
Αντώνης Βασιλόπουλος
antonpaper@yahoo.com
www.bankingnews.gr
Μία εθνική σύνταξη ασχέτως πολλαπλής ασφάλισης - Περικοπή στις συντάξεις χηρείας μετά την τριετία στο 35%
Μία εθνική σύνταξη χορηγείται σε κάθε πρόσωπο που δικαιούται σύνταξη γήρατος ή σύνταξη αναπηρίας ή σύνταξη αιτία θανάτου από τον e-ΕΦΚΑ.
Σχόλια αναγνωστών