Δώρον – άδωρον χαρακτηρίζουν επιχειρηματίες της ορεινής και ημιορεινής Ελλάδας τα μέτρα στήριξης που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα από την κυβέρνηση, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της ενεργειακής κρίσης.
Όπως λένε, το μεγαλύτερο πρόβλημα που τους ταλαιπωρεί τους τελευταίους μήνες έχει να κάνει με τη σημαντική (εξωπραγματική και σε δυσθεώρητα ύψη) επιβάρυνση στο κόστος του πετρελαίου θέρμανσης που επωμίζονται. Την παρομοιάζουν μάλιστα ως «θηλιά», επειδή δεν τους «αφήνει να πάρουν ανάσα» μέσα στην πανδημία που έτσι κι αλλιώς, «έχει μηδενίσει το κοντέρ της τουριστικής κίνησης μετά τις γιορτές, εξαιτίας της Omicron και των περιοριστικών μέτρων που ισχύουν».
Ουσιαστικά όπως εξηγεί στο BN o πρόεδρος των ξενοδόχων Δράμας κ. Άγγελος Καλλίας, «μένουν εκτός αναγκαίας στήριξης τη δεδομένη χρονική στιγμή τα ξενοδοχεία ορεινού και ημιορεινού όγκου στα οποία, το 40% των λειτουργικών τους εξόδων αφορά το κόστος του πετρελαίου θέρμανσης».
Υπολογίζει μάλιστα ότι η συντριπτική πλειοψηφία - το 90% περίπου 1200 επιχειρήσεων που λειτουργούν σε υψόμετρο άνω των 500 μέτρων - χρησιμοποιεί αποκλειστικά πετρέλαιο θέρμανσης, ξυλεία ή πέλετ «εκτός από φυσικό αέριο και ηλεκτρικό ρεύμα για τα οποία ανακοινώθηκε επιδότηση».
Για παράδειγμα, ένα ξενοδοχείο 20 δωματίων με κτιριακές εγκαταστάσεις που καταλαμβάνουν έκταση 1500 τ.μ σε υψόμετρο 800 μέτρων, «καίει» σύμφωνα με τον κ. Καλλία, 4.000 – 5.000 ευρώ σε πετρέλαιο το μήνα, όταν προ ενεργειακής κρίσης, χρειαζόταν περίπου 3.000 – 3.500 ευρώ για να καλύψει το αντίστοιχο λειτουργικό κόστος.
«Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι εάν μια ξενοδοχειακή επιχείρηση έχει 100.000 ευρώ λειτουργικά έξοδα, οι 40.000 αυτών αφορούν αποκλειστικά το πετρέλαιο θέρμανσης», τονίζει και επισημαίνει το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει επιχειρήσεις σε περιοχές όπως είναι η Δράμα, η Καβάλα, η Ξάνθη, η Ροδόπη, η Αλεξανδρούπολη, η Δυτική Μακεδονία και όπου αλλού (Πήλιο, Καρπενήσι κ.α.) δεν έχουν δυνατότητα σύνδεσης σε δίκτυα φυσικού αερίου.
Τι ζητά από την κυβέρνηση ο ΣΕΤΕ
Με επιστολή του προς τους υπουργούς Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Κώστα Σκρέκα, Οικονομικών κ. Χρήστο Σταϊκούρα και αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών κ Θεόδωρο Σκυλακάκη ο ΣΕΤΕ ζητά την παράταση των μέτρων στήριξης για τις τουριστικές επιχειρήσεις που πλήττονται από τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης για δύο επιπλέον μήνες (Φεβρουάριος – Μάρτιος) καθώς και επέκταση των μέτρων στο πετρέλαιο θέρμανσης, προκειμένου να ενταχθούν σε αυτά και οι επιχειρήσεις που αυτή τη στιγμή δεν μπορούν να ωφεληθούν.
Αν και τονίζει ότι τα μέτρα που ανακοινώθηκαν είναι θετικά και κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, επισημαίνει ταυτόχρονα ότι περιορίζονται μόνο στον μήνα Ιανουάριο και, όπως σημειώνει ο κ. Γιάννης Ρέτσος είναι -δυστυχώς- βέβαιο ότι αποκλιμάκωση των τιμών δεν θα υπάρξει στο προσεχές τουλάχιστον χρονικό διάστημα.
«Οι 12μηνης λειτουργίας τουριστικές επιχειρήσεις έχουν, λόγω της έξαρσης της πανδημίας και της παράτασης των περιοριστικών μέτρων ελάχιστα έσοδα, έσοδα τα οποία καλύπτουν μικρό μόνο μέρος του λειτουργικού τους κόστους.
Είναι, λοιπόν, αντικειμενικά αδύνατο να μπορέσουν να ανταποκριθούν και στις πρόσθετες επιβαρύνσεις που προκαλεί η υπέρμετρη αύξηση του ενεργειακού κόστους» τονίζει ο επικεφαλής του ΣΕΤΕ, εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους καθίσταται αναγκαία η συνέχιση της επιδότησης στα τιμολόγια ρεύματος και φυσικού αερίου.
«Επίσης», επισημαίνει, «κρίνεται απαραίτητη η επιδότηση του πετρελαίου θέρμανσης των τουριστικών επιχειρήσεων που λειτουργούν στις ορεινές περιοχές της χώρας μας, για τις οποίες το κόστος θέρμανσης αποτελούσε ήδη και πριν τις πρόσφατες αυξήσεις τη μεγαλύτερη επιβάρυνση. Οι επιχειρήσεις αυτές δεν έχουν πρόσβαση στο φυσικό αέριο (επειδή ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί η ανάπτυξη του σχετικού δικτύου), χρησιμοποιούν πετρέλαιο και άλλες πηγές, όπως pellet, για τη θέρμανση των εγκαταστάσεών τους, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να επωφεληθούν από τα μέτρα που έχουν ανακοινωθεί», υπογραμμίζει ο κ. Ρέτσος.
Αντιμέτωποι με ένα «φλέγον ζήτημα»
Προ κρίσης (2020), οι ενεργειακές ανάγκες των ξενοδοχείων ανέρχονταν σε 540 εκατ. ευρώ το χρόνο, στο κτιριακό δυναμικό περίπου 10.000 ξενοδοχείων που διαθέτουν συνολικά 800.000 κλίνες, δηλαδή από 600 έως και πάνω από 2.000 ευρώ ανά δωμάτιο.
Είχε υπολογιστεί ότι η θέρμανση χώρων και νερού αντιπροσωπεύει περίπου το 70% της ετήσιας κατανάλωσης ενέργειας και το 40% της ετήσιας ενεργειακής δαπάνης ενός τυπικού ελληνικού ξενοδοχείου, ενώ ο φωτισμός αντιπροσωπεύει το 8% της κατανάλωσης ενέργειας και το 21% της ενεργειακής δαπάνης, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Μεγάλος αριθμός ξενοδοχειακών επιχειρήσεων πλέον βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα «φλέγον ζήτημα», ενώ την κατάσταση επιβαρύνει η απουσία δικτύων φυσικού αερίου σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές. Είναι χαρακτηριστικό, ότι το κόστος του πετρελαίου για μια μέση ξενοδοχειακή επιχείρηση χειμερινής λειτουργίας μπορεί να εκτιναχθεί έως και στο 50% του συνολικού λειτουργικού της κόστους, ανάλογα με τη γεωγραφική της θέση και ανάλογα με την «βαρύτητα» του χειμώνα, σύμφωνα με τους ανθρώπους της αγοράς.
Τη συνέχιση στήριξης των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων που την έχουν ανάγκη έχει ζητήσει και το ΞΕΕ με φόντο την έκρηξη του ενεργειακού κόστους και τις τεράστιες επιπτώσεις της πανδημίας στον επαγγελματικό τουρισμό, τον συνεδριακό, αλλά και το city break, ενώ αντίστοιχες επιστολές προς τα αρμόδια υπουργεία έχει αποστείλει και η ΠΟΞ.
Ο πρόεδρος της ΡΑΕ κ. Αθανάσιος Δαγούμας εξάλλου, μιλώντας στον AΝΤ1, εκτίμησε ότι η πρώτη αποκλιμάκωση αναμένεται τον Απρίλιο, αλλά ουσιαστικά οι τιμές προβλέπεται να επανέλθουν σε φυσιολογικά επίπεδα μέσα στο 2023.
Κατά τον ίδιο, η μεταβλητότητα στις τιμές του φυσικού αερίου είναι πολύ μεγάλη με αποτέλεσμα να παρατηρούνται τεράστιες αυξομειώσεις από εβδομάδα σε εβδομάδα.
Νένα Ουζουνίδου
www.bankingnews.gr
Ενεργειακή κρίση: Το πετρέλαιο θέρμανσης εκτίναξε το λειτουργικό κόστος τουριστικών επιχειρήσεων της ορεινής Ελλάδας
Eπιστολή Ρέτσου στους συναρμόδιους υπουργούς για συνέχιση της επιδότησης σε ρεύμα - αέριο και επέκτασή της στο πετρέλαιο θέρμανσης
Σχόλια αναγνωστών