Θα επιβραδυνθεί πλέον η μείωση των NPEs, σύμφωνα με τη Moody's
Η ισχυρή πιστωτική ανάπτυξη, τα υψηλότερα επιτόκια και οι χαμηλότερες απομειώσεις ενίσχυσαν τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών το 2022, σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης Moody's, ο οποίος πλέον βλέπει ότι ο ρυθμός βελτίωσης των ισολογισμών του κλάδου θα επιβραδυνθεί.
Όπως αναφέρει, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες στην Ελλάδα (Ba3 θετικές) ανέφεραν ισχυρά κέρδη το 2022, ενώ κατάφεραν να καθαρίσουν τους ισολογισμούς τους και να αυξήσουν περαιτέρω τις καταθέσεις τους.
Τα προβληματικά δάνεια μειώνονται περαιτέρω, αν και θα πρέπει να γίνουν περισσότερες βελτιώσεις στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων.
Παρ' όλα αυτά, η συνολική ποιότητα του κεφαλαίου και των ενσώματων κοινών μετοχών των τεσσάρων τραπεζών θα συνεχίσει να υπονομεύεται από τον σημαντικό όγκο των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTA) που είναι επιλέξιμες για μετατροπή DTC.
Αυτά τα DTC παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, περίπου 13,6 δισεκ. ευρώ, σε σύγκριση με το σύνολο 19,6 δισ. ευρώ κεφαλαίων CET1 τον Δεκέμβριο του 2022.
Η Moody's θεωρεί ότι αυτά τα DTCs αποτελούν κεφάλαιο χαμηλότερης ποιότητας, αν και το υψηλό απόθεμά τους αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό για τις κεφαλαιακές δομές όλων των ελληνικών τραπεζών και αναγνωρίζονται ως κεφάλαιο CET1 από την ΕΚΤ.
Θα δυσκολευτούν στα NPEs οι ελληνικές τράπεζες
Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) συνέχισαν να μειώνονται κατά τη διάρκεια του 2022, καθώς και οι τέσσερις τράπεζες ολοκλήρωσαν τις τιτλοποιήσεις, μειώνοντας τον μέσο σταθμισμένο δείκτη σε περίπου 6,3% το 2022, από 10% το 2021 και από το ανώτατο επίπεδο του 49% τον Δεκέμβριο του 2016.
Κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, όμως οι τράπεζες θα δυσκολευτούν περισσότερο να επιτύχουν ουσιαστικές μειώσεις των NPE λόγω των πληθωριστικών πιέσεων και των υψηλότερων επιτοκίων, σύμφωνα με τη Moody's.
Οι πληθωριστικές πιέσεις και τα υψηλότερα επιτόκια θα ασκήσουν πιέσεις στην ικανότητα των δανειοληπτών να εξυπηρετούν τα δάνειά τους.
Ταυτόχρονα, οι δυνητικοί καθοδικοί κίνδυνοι για τους ευάλωτους δανειολήπτες είναι πιθανό να αντισταθμιστούν από την ανθεκτικότητα του εταιρικού τομέα και το νέο πρόγραμμα ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναφέρει χαρακτηριστικά.
Το κεφάλαιο παραμένει άνετα πάνω από τις απαιτήσεις, αν και η ποιότητά του εξακολουθεί να υπονομεύεται από το υψηλό επίπεδο των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs).
Και οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες ανέφεραν σχετικά άνετους δείκτες εποπτικών κεφαλαίων το 2022 πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις, μετά τη σημαντική ανάλωση κεφαλαίων τα τελευταία χρόνια.
Ο μέσος δείκτης της κατηγορίας 1 (CET1) ήταν 13,5% το 2022 σε σύγκριση με 12,4% το 2021, αν και η Moody's αναμένει ότι ο προτιμώμενος από τη Moody's δείκτης ενσώματων κοινών μετοχών (TCE) για το έτος να είναι σημαντικά χαμηλότεροι από τους δείκτες CET1.
Βελτιωμένη κερδοφορία το 2022, υποστηριζόμενη από τα βασικά λειτουργικά έσοδα
Οι δείκτες του ελληνικού τραπεζικού κλάδου συνδυασμένων NII αυξήθηκε κατά 5,2% κατά τη διάρκεια του 2022, υποστηρίζοντας τα βασικά λειτουργικά τους έσοδα με την κύρια "δύναμη" να προέρχεται από την ισχυρή αύξηση των δανείων κατά μέσο όρο περίπου 5,8%, η οποία ήταν κυρίως εταιρικά δάνεια που συνδέονται με τη χρηματοδότηση έργων.
Επιπλέον, η αύξηση των επιτοκίων επέτρεψε στις τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια χορηγήσεων ταχύτερα από τα επιτόκια καταθέσεων.
Η αύξηση των καταθέσεων στηρίζει τη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση των τραπεζών.
Οι ενοποιημένες καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 5,8% κατά τη διάρκεια του 2022, στηρίζοντας τη ρευστότητά τους με ένα μέσο δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) στο 198% στο τέλος του 2022.
Περίπου το ήμισυ των ρευστών στοιχείων ενεργητικού τους έχει τη μορφή τίτλων του ελληνικού δημοσίου, ενώ οι αντισταθμίσεις που έχουν τεθεί σε εφαρμογή περιορίζουν τυχόν μη πραγματοποιηθείσες ζημίες.
Επιπλέον, και οι τέσσερις τράπεζες συνέχισαν να αξιοποιούν τις διεθνείς κεφαλαιαγορές κατά τη διάρκεια του 2022, προκειμένου να καλύψουν τις ελάχιστες απαιτήσεις τους για ίδια κεφάλαια και υποχρεώσεις (MREL).
Είναι πρόβλημα τα ομόλογα;
Η κύρια πηγή των ρευστών στοιχείων ενεργητικού των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών είναι οι τίτλοι του ελληνικού δημοσίου (ομόλογα και έντοκα γραμμάτια), οι οποίοι αποτελούσαν περίπου το ήμισυ του επενδυτικού τους χαρτοφυλακίου και κατατάσσονται κατά κύριο λόγο στην κατηγορία των διακρατούμενων μέχρι τη λήξη τίτλων που εγγράφονται στο αναπόσβεστο κόστος.
Κατά συνέπεια, η αύξηση των επιτοκίων τα τελευταία τρίμηνα δημιούργησε κάποιες μη πραγματοποιηθείσες ζημίες στα χαρτοφυλάκια αυτά, αν και περιορίζονται μέσω
θέσεις αντιστάθμισης των τραπεζών.
Η Moody's δεν αναμένει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα πραγματοποιήσουν σημαντικές ζημίες εύλογης αξίας από αυτούς τους κρατικούς τίτλους κατά τη διάρκεια του 2023-24.
Επιπλέον, και οι τέσσερις τράπεζες συνέχισαν να αξιοποιούν τις διεθνείς κεφαλαιαγορές κατά τη διάρκεια του 2022 προκειμένου να καλύψουν τις απαιτήσεις τους σε MREL.
Από τις πρώτες τους εκδόσεις το 2019, όταν οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες ανέκτησαν την πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, έχουν εκδώσει περίπου 10,1 δισεκατομμύρια ευρώ.
Μάλιστα, ο οίκος αναμένει ότι θα συνεχίσουν να αντλούν χρέος τα επόμενα 2-3 χρόνια, αν και επί του παρόντος με υψηλότερο κόστος, προκειμένου να επιτύχουν πλήρως τους τελικούς στόχους τους για το MREL έως το 2025.
www.bankingnews.gr
Όπως αναφέρει, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες στην Ελλάδα (Ba3 θετικές) ανέφεραν ισχυρά κέρδη το 2022, ενώ κατάφεραν να καθαρίσουν τους ισολογισμούς τους και να αυξήσουν περαιτέρω τις καταθέσεις τους.
Τα προβληματικά δάνεια μειώνονται περαιτέρω, αν και θα πρέπει να γίνουν περισσότερες βελτιώσεις στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων.
Παρ' όλα αυτά, η συνολική ποιότητα του κεφαλαίου και των ενσώματων κοινών μετοχών των τεσσάρων τραπεζών θα συνεχίσει να υπονομεύεται από τον σημαντικό όγκο των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTA) που είναι επιλέξιμες για μετατροπή DTC.
Αυτά τα DTC παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, περίπου 13,6 δισεκ. ευρώ, σε σύγκριση με το σύνολο 19,6 δισ. ευρώ κεφαλαίων CET1 τον Δεκέμβριο του 2022.
Η Moody's θεωρεί ότι αυτά τα DTCs αποτελούν κεφάλαιο χαμηλότερης ποιότητας, αν και το υψηλό απόθεμά τους αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό για τις κεφαλαιακές δομές όλων των ελληνικών τραπεζών και αναγνωρίζονται ως κεφάλαιο CET1 από την ΕΚΤ.
Θα δυσκολευτούν στα NPEs οι ελληνικές τράπεζες
Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) συνέχισαν να μειώνονται κατά τη διάρκεια του 2022, καθώς και οι τέσσερις τράπεζες ολοκλήρωσαν τις τιτλοποιήσεις, μειώνοντας τον μέσο σταθμισμένο δείκτη σε περίπου 6,3% το 2022, από 10% το 2021 και από το ανώτατο επίπεδο του 49% τον Δεκέμβριο του 2016.
Κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, όμως οι τράπεζες θα δυσκολευτούν περισσότερο να επιτύχουν ουσιαστικές μειώσεις των NPE λόγω των πληθωριστικών πιέσεων και των υψηλότερων επιτοκίων, σύμφωνα με τη Moody's.
Οι πληθωριστικές πιέσεις και τα υψηλότερα επιτόκια θα ασκήσουν πιέσεις στην ικανότητα των δανειοληπτών να εξυπηρετούν τα δάνειά τους.
Ταυτόχρονα, οι δυνητικοί καθοδικοί κίνδυνοι για τους ευάλωτους δανειολήπτες είναι πιθανό να αντισταθμιστούν από την ανθεκτικότητα του εταιρικού τομέα και το νέο πρόγραμμα ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναφέρει χαρακτηριστικά.
Το κεφάλαιο παραμένει άνετα πάνω από τις απαιτήσεις, αν και η ποιότητά του εξακολουθεί να υπονομεύεται από το υψηλό επίπεδο των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs).
Και οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες ανέφεραν σχετικά άνετους δείκτες εποπτικών κεφαλαίων το 2022 πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις, μετά τη σημαντική ανάλωση κεφαλαίων τα τελευταία χρόνια.
Ο μέσος δείκτης της κατηγορίας 1 (CET1) ήταν 13,5% το 2022 σε σύγκριση με 12,4% το 2021, αν και η Moody's αναμένει ότι ο προτιμώμενος από τη Moody's δείκτης ενσώματων κοινών μετοχών (TCE) για το έτος να είναι σημαντικά χαμηλότεροι από τους δείκτες CET1.
Βελτιωμένη κερδοφορία το 2022, υποστηριζόμενη από τα βασικά λειτουργικά έσοδα
Οι δείκτες του ελληνικού τραπεζικού κλάδου συνδυασμένων NII αυξήθηκε κατά 5,2% κατά τη διάρκεια του 2022, υποστηρίζοντας τα βασικά λειτουργικά τους έσοδα με την κύρια "δύναμη" να προέρχεται από την ισχυρή αύξηση των δανείων κατά μέσο όρο περίπου 5,8%, η οποία ήταν κυρίως εταιρικά δάνεια που συνδέονται με τη χρηματοδότηση έργων.
Επιπλέον, η αύξηση των επιτοκίων επέτρεψε στις τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια χορηγήσεων ταχύτερα από τα επιτόκια καταθέσεων.
Η αύξηση των καταθέσεων στηρίζει τη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση των τραπεζών.
Οι ενοποιημένες καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 5,8% κατά τη διάρκεια του 2022, στηρίζοντας τη ρευστότητά τους με ένα μέσο δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) στο 198% στο τέλος του 2022.
Περίπου το ήμισυ των ρευστών στοιχείων ενεργητικού τους έχει τη μορφή τίτλων του ελληνικού δημοσίου, ενώ οι αντισταθμίσεις που έχουν τεθεί σε εφαρμογή περιορίζουν τυχόν μη πραγματοποιηθείσες ζημίες.
Επιπλέον, και οι τέσσερις τράπεζες συνέχισαν να αξιοποιούν τις διεθνείς κεφαλαιαγορές κατά τη διάρκεια του 2022, προκειμένου να καλύψουν τις ελάχιστες απαιτήσεις τους για ίδια κεφάλαια και υποχρεώσεις (MREL).
Είναι πρόβλημα τα ομόλογα;
Η κύρια πηγή των ρευστών στοιχείων ενεργητικού των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών είναι οι τίτλοι του ελληνικού δημοσίου (ομόλογα και έντοκα γραμμάτια), οι οποίοι αποτελούσαν περίπου το ήμισυ του επενδυτικού τους χαρτοφυλακίου και κατατάσσονται κατά κύριο λόγο στην κατηγορία των διακρατούμενων μέχρι τη λήξη τίτλων που εγγράφονται στο αναπόσβεστο κόστος.
Κατά συνέπεια, η αύξηση των επιτοκίων τα τελευταία τρίμηνα δημιούργησε κάποιες μη πραγματοποιηθείσες ζημίες στα χαρτοφυλάκια αυτά, αν και περιορίζονται μέσω
θέσεις αντιστάθμισης των τραπεζών.
Η Moody's δεν αναμένει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα πραγματοποιήσουν σημαντικές ζημίες εύλογης αξίας από αυτούς τους κρατικούς τίτλους κατά τη διάρκεια του 2023-24.
Επιπλέον, και οι τέσσερις τράπεζες συνέχισαν να αξιοποιούν τις διεθνείς κεφαλαιαγορές κατά τη διάρκεια του 2022 προκειμένου να καλύψουν τις απαιτήσεις τους σε MREL.
Από τις πρώτες τους εκδόσεις το 2019, όταν οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες ανέκτησαν την πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, έχουν εκδώσει περίπου 10,1 δισεκατομμύρια ευρώ.
Μάλιστα, ο οίκος αναμένει ότι θα συνεχίσουν να αντλούν χρέος τα επόμενα 2-3 χρόνια, αν και επί του παρόντος με υψηλότερο κόστος, προκειμένου να επιτύχουν πλήρως τους τελικούς στόχους τους για το MREL έως το 2025.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών