Η κ. Αχτσιόγλου υποστήριξε ότι είναι απλουστευτικό και λανθασμένο το ερώτημα για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κινηθεί προς τα αριστερά ή προς το Κέντρο
Την πρότασή της για την ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στην κατεύθυνση ενός «νέου σύγχρονου αριστερού κόμματος που μπορεί να είναι ο κορμός, το κέντρο και ο βασικός εκφραστής του δημοκρατικού και προοδευτικού κόσμου», ανέπτυξε η Έφη Αχτσιόγλου καταθέτοντας επισήμως την υποψηφιότητά της για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
«Χρειαζόμαστε έναν νέο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Έναν ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μεθοδικό, αποτελεσματικό, σύγχρονο», ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Αχτσιόγλου.
Αναφέρθηκε στο αποτέλεσμα των εκλογών λέγοντας ότι «συνιστά μια τομή, όχι μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αλλά και για την ελληνική κοινωνία» ενώ υπογράμμισε ότι «οι αντιθέσεις που οξύνονται διαρκώς και στην παρούσα φάση ενισχύουν το δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος».
Για «αντιθέσεις που οξύνονται διαρκώς και που στην παρούσα φάση ενισχύουν το δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος» έκανε λόγο , παρουσιάζοντας την πολιτική της πλατφόρμα.
«Είναι σε αυτό το διεθνές περιβάλλον, σ’ αυτές τις παγκόσμιας εμβέλειας πολιτικές μετατοπίσεις, που πρέπει να εντάξουμε αναλύσεις, αποτιμήσεις, αλλά και συζήτηση για την ανασυγκρότηση της ευρύτερης, της πληθυντικής αριστεράς» τόνισε η κ. Αχτσιόγλου, λέγοντας πως «είναι λοιπόν πολιτική μας υποχρέωση να πρωταγωνιστήσουμε σε μια αντεπίθεση των αριστερών και προοδευτικών ιδεών».
«Προϋπόθεση αυτής της πολιτικής αντεπίθεσης είναι να κατανοήσουμε τα αίτια της πολιτικής μας ήττας. Κάποια από αυτά έχουν ήδη επισημανθεί: Σε συνθήκες απλής αναλογικής, δεν καταφέραμε να συγκροτήσουμε μια αξιόπιστη πρόταση κυβερνητικής λύσης» εξήγησε η κ. Αχτσιόγλου, περιγράφοντας την «μας να κατανοήσουμε στο απαιτούμενο βάθος πόσο σημαντική ήταν στην παρούσα φάση για την ελληνική κοινωνία η κυβερνητική σταθερότητα, που μετατράπηκε σχεδόν σε κοινωνικό αίτημα».
Στα αίτια της ήττας, η ίδια ενέταξε την «πολυφωνία ως προς τις στρατηγικές μας προτεραιότητες που ενίοτε μετατρεπόταν ακόμα και σε κακοφωνία», την «επικοινωνιακή μας υστέρηση με δεδομένο μάλιστα το εξαιρετικά δυσμενές μιντιακό περιβάλλον», αλλά και την «αδυναμία να αξιοποιήσουμε τη στρατηγική της διεύρυνσης για να μετατρέψουμε το ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ σε ένα κόμμα όχι μόνο μαζικό αλλά ταυτόχρονα συμμετοχικό, παρεμβατικό και χρήσιμο για την κοινωνική πλειοψηφία».
Υπογράμμισε την ανάγκη πολιτικής αντεπίθεσης που σαν προυπόθεση έχει «να κατανοήσουμε τα αίτια της πολιτικής μας ήττας» και πρόσθεσε: «η κατανόηση της σημερινής μας συνθήκης οφείλει να συμβαδίσει με την ανασυγκρότηση του κόμματος».
Η κ. Αχτσιόγλου υποστήριξε ότι είναι απλουστευτικό και λανθασμένο το ερώτημα για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κινηθεί προς τα αριστερά ή προς το Κέντρο.
Αφού σημείωσε ότι «τα πολιτικά μου διαπιστευτήρια τα έδωσα εκεί που έπρεπε, στον κόσμο της εργασίας» ανέπτυξε την θέση της υπό μορφή ερωτημάτων: «Είναι αριστερή ή κεντρώα σήμερα η υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας;
Με στόχο την αύξηση των μισθών στο μερίδιο του ΑΕΠ, τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας και την ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων;
Είναι αριστερή ή κεντρώα σήμερα η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης;
Είναι αριστερό ή κεντρώο σήμερα να προτάξουμε την ανθρωπιστική διαχείριση του μεταναστευτικού και του προσφυγικού, να υπερασπιζόμαστε τους κανόνες του διεθνούς δικαίου;
Είναι αριστερή ή κεντρώα πολιτική σήμερα να υπερασπιστούμε τον δημόσιο χαρακτήρα των υποδομών, το κοινωνικό κράτος, το δημόσιο πανεπιστήμιο, τα κοινά αγαθά;
Είναι αριστερή ή κεντρώα σήμερα μια πολιτική που θέτει στο επίκεντρο το θέμα της αναδιανομής, δεν μιλά γενικά και αόριστα για τις ανισότητες, αλλά προτάσσει συγκεκριμένες πολιτικές, ενάντια στη νόμιμη φοροαποφυγή ή την φοροδιαφυγή του ακραίου πλούτου και των κερδών;
Είναι αριστερή ή κεντρώα σήμερα μια πολιτική που διεκδικεί την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας ώστε να μην ανοίξει ένας νέος κύκλος λιτότητας στην Ευρώπη;
Είναι τελικά αριστερό ή κεντρώο να υπερασπιστούμε μια ενεργητική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, όπως αυτή που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, και οδήγησε σε μια από τις κορυφαίες παρακαταθήκες του Αλέξη Τσίπρα, στη Συμφωνία των Πρεσπών;».
Aυτές τις αρχές και αυτούς τους πολιτικούς στόχους θέλουμε να υπηρετήσουμε
Απαντώντας υπογράμμισε ότι «είναι αυτές τις αρχές και αυτούς τους πολιτικούς στόχους που θέλουμε να υπηρετήσουμε».
Αναφέρθηκε στη οικονομία λέγοντας «να επεξεργαστούμε και να μιλήσουμε συγκεκριμένα για το πώς θα διαμορφώσουμε ένα αναπτυξιακό μοντέλο και παραγωγικά καινοτόμο, ένα μοντέλο συμπεριληπτικής ανάπτυξης, να μιλήσουμε για μια προοδευτική φορολογική μεταρρύθμιση, για το επενδυτικό περιβάλλον, και την ανάγκη βαθέων τομών και μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση αλλά και στην ταχύτητα της απονομής της δικαιοσύνης, για στήριξη με συγκεκριμένες πολιτικές συνεργατικών εγχειρημάτων ΜμΕ που μπορούν να πρωταγωνιστήσουν στην οικονομία της γνώσης και της καινοτομίας».
Για την εργασία είπε ότι «Είναι φανερό ότι οι θέσεις μας δεν μπορούν να περιορίζονται στην αποκατάσταση θεσμών του παρελθόντος.
Πρέπει να μιλήσουμε για τις σύγχρονες ανάγκες με προωθητικό τρόπο».
Ειδική αναφορά έκανε στις σχέσεις με την Τουρκία εξαπολύοντας ταυτόχρονα επίθεση στον Κυριάκο Μητσοτάκη: «Σε ό,τι αφορά τη σχέση μας με την Τουρκία, αποδείχθηκε τα προηγούμενα χρόνια ότι μόνο οι εξοπλισμοί και οι αμυντικές συμφωνίες δεν αρκούν για να αποκτήσει το αίσθημα ασφάλειας ο Έλληνας πολίτης.
Επιπλέον αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά μετά τις Πρέσπες ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν διστάζει να επιτεθεί στους πολιτικούς του αντιπάλους με όρους πατριδοκαπηλίας, για να μας παρουσιάσει ως "εθνική εξαίρεση".
Αυτές είναι οι λογικές που συνέβαλλαν και στην άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα.
Η επανεκκίνηση του διαλόγου με την Τουρκία σε συνέχεια της δυναμικής που δημιουργήθηκε μετά τους σεισμούς είναι θετική εξέλιξη.
Αλλά χρειαζόμαστε έναν συγκροτημένο διάλογο στη βάση του διεθνούς δικαίου.
Που δεν θα περιορίζεται σε απλή ανταλλαγή επισκέψεων αλλά θα βασίζεται στην ανάπτυξη Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.
Που θα έχει σαφείς κόκκινες γραμμές, σαφή προοπτική την προσφυγή στη Χάγη για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ και θα εντάσσει τα ελληνοτουρκικά στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Αναμένουμε άμεσα ενημέρωση και ξεκάθαρες απαντήσεις από την κυβέρνηση για την συνάντηση με τον κ. Ερντογάν διότι οι δηλώσεις Μητσοτάκη δημιούργησαν σοβαρά ερωτηματικά».
Κλείνοντας η κ. Αχτσιόγλου εξέφρασε την πεποίθησή της ότι «η ηγεμονία της ΝΔ μπορεί να αντιστραφεί.
Ο οικονομικός κύκλος λιτότητας που ανοίγει δεν αφήνει πολλά περιθώρια σε μια νεοφιλελεύθερη πολιτική να τις διατηρήσει.
Το μεγάλο ερώτημα είναι ποιον θα βρει η Νέα Δημοκρατία απέναντι της.
Ένα αδύναμο, εσωστρεφή και χωρίς κυβερνητική προοπτική ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ;
Ή έναν ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ προγραμματικά, πολιτικά, και οργανωτικά έτοιμο;».
Ολόκληρη η ομιλία της Έφης Αχτσιόγλου:
Συντρόφισσες και Σύντροφοι,
Το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών συνιστά μια τομή, όχι μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αλλά και για την ελληνική κοινωνία.
Η ήττα μας, ωστόσο, δεν ήταν κεραυνός σε ένα αίθριο διεθνές περιβάλλον.
Ζούμε εν μέσω πολλαπλών κρίσεων οικουμενικής εμβέλειας που προκαλούν τεκτονικές αλλαγές.
Τα έχουμε περιγράψει σαφώς στο συνέδριο μας.
Υπενθυμίζω:
1. Την επιδεινούμενη κλιματική κρίση.
2. Τις μείζονες οικολογικές καταστροφές.
3. Την άκρως επικίνδυνη επιδείνωση της γεωπολιτικής συνθήκης με τη ρωσική εισβολή και τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία και όσα αυτός επιφέρει στην Ευρώπη.
4. Τη ραγδαία διόγκωση των προσφυγικών-μεταναστευτικών ρευμάτων, όπως τροφοδοτούνται από τους πολέμους, την πείνα και την οικολογική καταστροφή.
Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες φεύγουν από τις χώρες τους όχι επειδή το θέλουν, αλλά απλώς για να σώσουν τη “γυμνή ζωή” τους.
Το διαπιστώσαμε πρόσφατα με το τραγικό ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου, με την παγκόσμια κατακραυγή που οδήγησε στη διεθνή πλέον διερεύνηση των όρων της καταστροφής γιατί κανένας δεν εμπιστεύεται το πώς ‘διερευνά’ το ζήτημα η κυβέρνηση της ΝΔ.
Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με την ακραία αύξηση των ανισοτήτων, και την πειθαρχική εξουσία που ασκούν οι αγορές χρήματος στις εθνικές κυβερνήσεις, συγκροτούν ένα εκρηκτικό μείγμα αντιθέσεων που έχει προκαλέσει ο νεοφιλελευθερισμός.
Αντιθέσεις που οξύνονται διαρκώς και που στην παρούσα φάση ενισχύουν το δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος.
Είναι σε αυτό το διεθνές περιβάλλον, σ’ αυτές τις παγκόσμιας εμβέλειας πολιτικές μετατοπίσεις, που πρέπει να εντάξουμε αναλύσεις, αποτιμήσεις, αλλά και συζήτηση για την ανασυγκρότηση της ευρύτερης, της πληθυντικής αριστεράς.
Διότι οι πολιτικές και ιδεολογικές μετατοπίσεις στην Ελλάδα δεν αποτελούν εξαίρεση αλλά ακολουθούν τις διεθνείς τάσεις.
Αυτή η διαπίστωση δεν αφαιρεί τίποτα από την ευθύνη μας. Κάθε άλλο μάλιστα, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ παρά την ήττα εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερο κόμμα της Αριστεράς και ένα από τα μεγαλύτερα κόμματα του προοδευτικού χώρου στην Ευρώπη.
Είναι λοιπόν πολιτική μας υποχρέωση να πρωταγωνιστήσουμε σε μια αντεπίθεση των αριστερών και προοδευτικών ιδεών.
Να τους ξαναδώσουμε πνοή και να εμπνεύσουμε τη διάθεση πολιτικής συμμετοχής.
Να δώσουμε προοπτική, να πείσουμε για μια ρεαλιστική εναλλακτική.
Προϋπόθεση αυτής της πολιτικής αντεπίθεσης είναι να κατανοήσουμε τα αίτια της πολιτικής μας ήττας. Κάποια από αυτά έχουν ήδη επισημανθεί:
Σε συνθήκες απλής αναλογικής, δεν καταφέραμε να συγκροτήσουμε μια αξιόπιστη πρόταση κυβερνητικής λύσης.
Κι εδώ εδράζεται μια επιπλέον αδυναμία μας.
Η αδυναμία μας να κατανοήσουμε στο απαιτούμενο βάθος πόσο σημαντική ήταν στην παρούσα φάση για την ελληνική κοινωνία η κυβερνητική σταθερότητα, που μετατράπηκε σχεδόν σε κοινωνικό αίτημα.
Η πολυφωνία ως προς τις στρατηγικές μας προτεραιότητες που ενίοτε μετατρεπόταν ακόμα και σε κακοφωνία.
Η επικοινωνιακή μας υστέρηση με δεδομένο μάλιστα το εξαιρετικά δυσμενές μιντιακό περιβάλλον.
Και άλλα αίτια που ίσως δεν έχουν συζητηθεί ακόμη, όπως η αδυναμία να αξιοποιήσουμε τη στρατηγική της διεύρυνσης για να μετατρέψουμε το ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ σε ένα κόμμα όχι μόνο μαζικό αλλά ταυτόχρονα συμμετοχικό, παρεμβατικό και χρήσιμο για την κοινωνική πλειοψηφία.
Αντίθετα πολλές φορές η διεύρυνση αξιοποιήθηκε για να χαραχτούν στρεβλές εσωτερικές διαχωριστικές γραμμές, να οικοδομηθούν σκληροί μηχανισμοί εντός του κόμματος.
Η αδυναμία μας να μιλήσουμε θετικά, για τις δυνατότητες που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, για την άλλη πολιτική που μπορεί να οδηγήσει με ασφάλεια και με ρεαλιστικούς όρους σ’ ένα καλύτερο μέλλον για όσους δημιουργούν στη χώρα μας.
Η έλλειψη μιας αναγκαίας επάρκειας τεχνικού χαρακτήρα στον πολιτικό και προγραμματικό μας λόγο που θα προσέδιδε και μεγαλύτερο βάθος στο σχέδιό μας.
Κι αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε σε ατομικό επίπεδο επάρκεια, αλλά δεν αξιοποιήσαμε συλλογικά τις επιμέρους δυνατότητες.
Αυτή η αδρή σκιαγράφηση δεν εξαντλεί σε καμία περίπτωση τις αιτίες της ήττας.
Η συζήτηση για τις αιτίες της ήττας είναι μια συζήτηση που πρέπει να γίνει. Πρέπει όμως να γίνει εν κινήσει.
Διότι η κατανόηση της σημερινής μας συνθήκης οφείλει να συμβαδίσει με την ανασυγκρότηση του κόμματος.
Γνωρίζω πολύ καλά ότι μετά από μια πολιτική ήττα θα υπάρξει μια περίοδος ενδοσκόπησης. Δεν είναι το τέλος του κόσμου. Ίσως είναι και αναγκαίο.
Για να μην βυθιστούμε, όμως, σε μια αέναη διαδικασία παράλληλων μονολόγων αυτοδικαίωσης, και για να τελεσφορήσει η αυτοκριτική και η ανασυγκρότηση είναι αναγκαίο να αποφύγουμε τις ευκολίες.
Θα το πω ευθέως: Μια από τις ευκολίες είναι η αντιπαράθεση, για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ πρέπει να κινηθεί προς τα αριστερά ή προς το Κέντρο. Είναι απλουστευτικό και λανθασμένο ερώτημα.
Νομίζω ότι αυτή η εν πολλοίς στρεβλή αντιπαράθεση που διεξάγεται μάλιστα με αυτούς τους γεωγραφικούς όρους δεν φωτίζει τα ζητήματα στρατηγικής.
Ενώ παράλληλα συγχέει την ταυτότητα με την απεύθυνση.
Και το μόνο στο οποίο τελικά συμβάλλει είναι σε έναν πληθωρισμό πολιτικών ταυτοτήτων, σε μια πλειοδοσία αυτοδικαιωτικών τοποθετήσεων.
Σε μια άγονη σύγκρουση.
Αυτό που έχει σημασία είναι να γεμίσουμε με περιεχόμενο τις έννοιες ώστε αυτές να μην περιφέρονται ως αδειανά πουκάμισα στον δημόσιο διάλογο.
Να δώσουμε προβάδισμα στο περιεχόμενο της πολιτικής.
Και σε ό,τι με αφορά αυτό προσπάθησα να κάνω ως υπουργός εργασίας της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Τα πολιτικά μου διαπιστευτήρια τα έδωσα εκεί που έπρεπε, στον κόσμο της εργασίας.
Με όσα μπορέσαμε, εγώ και οι σύντροφοι που δουλεύαμε μαζί, να κάνουμε, με όσα καταφέραμε να υπερασπιστούμε και με πολλά που διεκδικήσαμε απέναντι σε ασύμμετρης ισχύος δυνάμεις.
Και αναρωτιέμαι:
Είναι αριστερή ή κεντρώα σήμερα η υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας; Με στόχο την αύξηση των μισθών στο μερίδιο του ΑΕΠ, τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας και την ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων;
Είναι αριστερή ή κεντρώα σήμερα η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης;
Είναι αριστερό ή κεντρώο σήμερα να πρωταγωνιστούμε στο ευρωπαϊκό μέτωπο αριστεράς, πρασίνων, σοσιαλιστών και κοινωνίας των πολιτών που οδήγησε στην πρόσφατη νίκη στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο; Αναφέρομαι στην ψηφοφορία για την αποκατάσταση της φύσης, εκεί που η ΝΔ βρέθηκε ξανά στην λάθος μεριά της ιστορίας, ψηφίζοντας μαζί με το μαύρο μέτωπο της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς.
Είναι αριστερό ή κεντρώο σήμερα να προτάξουμε την ανθρωπιστική διαχείριση του μεταναστευτικού και του προσφυγικού, να υπερασπιζόμαστε τους κανόνες του διεθνούς δικαίου;
Είναι αριστερή ή κεντρώα πολιτική σήμερα να υπερασπιστούμε τον δημόσιο χαρακτήρα των υποδομών, το κοινωνικό κράτος, το δημόσιο πανεπιστήμιο, τα κοινά αγαθά; Όλα τα αγαθά, δηλαδή, όλα τα δημόσια εργαλεία που παράγουν ασφάλεια σε ένα περιβάλλον κρίσεων και αστάθειας.
Είναι αριστερή ή κεντρώα σήμερα μια πολιτική που θέτει στο επίκεντρο το θέμα της αναδιανομής, δεν μιλά γενικά και αόριστα για τις ανισότητες, αλλά προτάσσει συγκεκριμένες πολιτικές, ενάντια στη νόμιμη φοροαποφυγή ή την φοροδιαφυγή του ακραίου πλούτου και των κερδών;
Είναι αριστερή ή κεντρώα σήμερα μια πολιτική που διεκδικεί την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας ώστε να μην ανοίξει ένας νέος κύκλος λιτότητας στην Ευρώπη; Που διεκδικεί το Σύμφωνο να μην αφορά αυθαίρετους αριθμητικούς κανόνες για το χρέος και το έλλειμμα, αλλά στόχους κοινωνικής συνοχής, για μια προς τα πάνω σύγκλιση; είναι ριζοσπαστικό ή κεντρώο το αίτημα εξαίρεσης από τους όποιους δημοσιονομικούς στόχους των δαπανών για την υγεία ή την πράσινη μετάβαση; Την ώρα μάλιστα που η κυβέρνηση της ΝΔ φαίνεται να έχει ήδη συμφωνήσει σε επαναφορά των πρωτογενών πλεονασμάτων του 2% σαν να μην έχει μεσολαβήσει η κρίση ακρίβειας και η ενεργειακή κρίση;
Είναι αριστερή ή κεντρώα μια πολιτική που θέτει μετ επιτάσεως το θέμα της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας ώστε η χώρα να διεκδικήσει μια διαφορετική θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας με έμφαση στην πράσινη μετάβαση, την καινοτομία, τα συνεργατικά εγχειρήματα;
Είναι τελικά αριστερό ή κεντρώο να υπερασπιστούμε μια ενεργητική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, όπως αυτή που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, και οδήγησε σε μια από τις κορυφαίες παρακαταθήκες του Αλέξη Τσίπρα, στη Συμφωνία των Πρεσπών;
Είναι αυτές τις αρχές και αυτούς τους πολιτικούς στόχους που θέλουμε να υπηρετήσουμε.
Και από αυτές δεν μπορούμε και δεν πρέπει να κάνουμε βήμα πίσω, ακόμα και όταν φαίνεται ότι θα υποστούμε πολιτικό κόστος.
Όχι από κάποια ιδεολογική αδιαλλαξία, που δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία του συμβιβασμού όταν χρειάζεται, αλλά γιατί πρέπει να αποτινάξουμε τον πειρασμό της ευκαιριακής πολιτικής.
Διότι αν κάτι χρωστάμε στους πολίτες, είναι να έχουμε σαφές στίγμα.
Αλλά και γιατί κάθε δικό μας βήμα υποχώρησης αφήνει τις ιδέες του αντιπάλου να προελαύνουν.
Αυτό που πρέπει να έχουμε είναι το θάρρος να υπερασπιζόμαστε αυτονόητες αρχές και αξίες για κάθε προοδευτικό και δημοκράτη πολίτη.
Με αυτή τη στρατηγική και στη βάση αυτών των αρχών οφείλουμε τώρα να προχωρήσουμε πιο πέρα.
Να επενδύσουμε στο περιεχόμενο, να εμβαθύνουμε και με τεχνικούς όρους ακόμη, ώστε να προκρίνουμε πολιτικές που μπορούν να καταστήσουν την θέση μας σύγχρονη, αξιόπιστη ,αποτελεσματική.
Στην οικονομία να επεξεργαστούμε και να μιλήσουμε συγκεκριμένα για το πώς θα διαμορφώσουμε ένα αναπτυξιακό μοντέλο και παραγωγικά καινοτόμο, ένα μοντέλο συμπεριληπτικής ανάπτυξης,
να μιλήσουμε για μια προοδευτική φορολογική μεταρρύθμιση, για το επενδυτικό περιβάλλον, και την ανάγκη βαθέων τομών και μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση αλλά και στην ταχύτητα της απονομής της δικαιοσύνης, για στήριξη με συγκεκριμένες πολιτικές συνεργατικών εγχειρημάτων ΜμΕ που μπορούν να πρωταγωνιστήσουν στην οικονομία της γνώσης και της καινοτομίας.
Στην εργασία.
Είναι φανερό ότι οι θέσεις μας δεν μπορούν να περιορίζονται στην αποκατάσταση θεσμών του παρελθόντος. Για κάποιους εργαζόμενους έχουν νόημα αλλά για πολλούς δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα. Πρέπει να μιλήσουμε για τις σύγχρονες ανάγκες με προωθητικό τρόπο. Να μιλήσουμε για τη «μεγάλη παραίτηση». Για το γεγονός δηλαδή ότι χιλιάδες εργαζόμενοι προσπαθούν να βάλουν οι ίδιοι ένα όριο στις προβληματικές εργασιακές σχέσεις, παίρνοντας το ρίσκο της παραίτησης. Να μιλήσουμε για συγκεριμένες πολιτικές που διασφαλίζουν δικαιώματα στην εργασία για όλους, χωρίς εργαζόμενους δεύτερης κατηγορίας – όπως οι εργολαβικοί, οι διανομείς στις πλατφόρμες και οι ψευδώς αυτοαπασχόλουμενους, να μιλήσουμε για το χρόνο εργασίας, να προσαρμόσουμε τις προτάσεις μας στις τεχνολογικές εξελίξεις ώστε να μην ώστε δημιουργούνται γκρίζες ζώνες στην προστασία.
Στην εξωτερική πολιτική: Να υπερασπιστούμε μια προοδευτική εξωτερική πολιτική.
Που προασπίζεται την κυριαρχία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και χρησιμοποιεί το διεθνές δίκαιο για να επιλύουμε ειρηνικά διαφορές με τους γείτονές μας.
Σε ό,τι αφορά τη σχέση μας με την Τουρκία, αποδείχθηκε τα προηγούμενα χρόνια ότι μόνο οι εξοπλισμοί και οι αμυντικές συμφωνίες δεν αρκούν για να αποκτήσει το αίσθημα ασφάλειας ο Έλληνας πολίτης.
Επιπλέον αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά μετά τις Πρέσπες ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν διστάζει να επιτεθεί στους πολιτικούς του αντιπάλους με όρους πατριδοκαπηλίας, για να μας παρουσιάσει ως "εθνική εξαίρεση".
Αυτές είναι οι λογικές που συνέβαλλαν και στην άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα. Εμείς δεν θα ακολουθήσουμε αυτόν τον επικίνδυνο δρόμο. Στα ελληνοτουρκικά στεκόμαστε απέναντι σε προτάσεις που κινούνται εις βάρος των συμφερόντων της χώρας. Αλλά στεκόμαστε και απέναντι στην λογική της αδράνειας και της αναβλητικότητας που μας οδηγεί σε αδιέξοδα και κινδύνους.
Η επανεκκίνηση του διαλόγου με την Τουρκία σε συνέχεια της δυναμικής που δημιουργήθηκε μετά τους σεισμούς είναι θετική εξέλιξη. Αλλά χρειαζόμαστε έναν συγκροτημένο διάλογο στη βάση του διεθνούς δικαίου.
Που δεν θα περιορίζεται σε απλή ανταλλαγή επισκέψεων αλλά θα βασίζεται στην ανάπτυξη Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.
Που θα έχει σαφείς κόκκινες γραμμές, σαφή προοπτική την προσφυγή στη Χάγη για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ και θα εντάσσει τα ελληνοτουρκικά στις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Αναμένουμε άμεσα ενημέρωση και ξεκάθαρες απαντήσεις από την Κυβέρνηση για την συνάντηση με τον κ. Ερντογάν διότι οι δηλώσεις Μητσοτάκη δημιούργησαν σοβαρά ερωτηματικά.
Θα μπορούσα συντρόφισσες και σύντροφοι να επεκτείνω τον κατάλογο.
Αλλά θέλω να καταστήσω σαφές το εξής: Εδώ, σήμερα, δεν καταθέτουμε ξεχωριστές προγραμματικές πλατφόρμες. Οι κατευθύνσεις μας είναι και θα πρέπει να είναι κοινές. Προφανώς θα υπάρχουν επιμέρους διαφωνίες, όμως αυτές είναι στο επίπεδο των αποχρώσεων. Οι προγραμματικές μας θέσεις είναι και θα είναι αποτέλεσμα συλλογικών επεξεργασιών και που μας δεσμεύουν και θα μας δεσμεύουν όλους.
Αυτό που έχει σημασία είναι επιβεβαιώνοντας τις αρχές μας, που δίνουν το ξεκάθαρο στίγμα μας, να αποφασίσουμε μια μεθοδολογία δουλειάς.
Κι εδώ πρέπει να αποφύγουμε την παγίδα της προχειρότητας. Χρειάζεται γνώση, τεχνική επάρκεια και αξιοποίηση των ειδικών σε κάθε πεδίο.
Όχι για να μας πουν τί να κάνουμε, αλλά για να κάνουμε πράξη αυτό που πολιτικά επιδιώκουμε.
Με άμεσο στόχο να εμπνεύσουμε ξανά.
Να ασκήσουμε δημιουργική αντιπολίτευση σήμερα.
Να διευρύνουμε τα όρια του εφικτού, ώστε να γίνουμε αύριο η ρεαλιστική και αποτελεσματική διακυβέρνηση για τους πολλούς.
Πιστεύω βαθιά πως είμαστε ικανοί για ένα τέτοιο εγχείρημα.
Η ηγεμονία της ΝΔ μπορεί να αντιστραφεί.
Η ΝΔ επένδυσε σε μια κοινωνία χαμηλών, εν μέρει και μηδενικών προσδοκιών. Εκ των πραγμάτων αυτή η συνθήκη, δεν θα είναι επ’ αόριστον ανεκτή.
Αλλά ακόμη κι αυτές οι υποσχέσεις που έδωσε, δύσκολα θα εκπληρωθούν.
Ο οικονομικός κύκλος λιτότητας που ανοίγει δεν αφήνει πολλά περιθώρια σε μια νεοφιλελεύθερη πολιτική να τις διατηρήσει.
Το μεγάλο ερώτημα είναι ποιον θα βρει η Νέα Δημοκρατία απέναντι της.
Ένα αδύναμο, εσωστρεφή και χωρίς κυβερνητική προοπτική ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ;
Ή έναν ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ προγραμματικά, πολιτικά, και οργανωτικά έτοιμο;
Αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εμάς τους ίδιους.
Χρειαζόμαστε έναν νέο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Έναν ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μεθοδικό, αποτελεσματικό, σύγχρονο.
Δεν ξεκινάμε από το μηδέν. Το κόμμα μας έχει διαγράψει μια μεγάλη και πλούσια πορεία.
Έχουμε μια πολύτιμη συλλογική παρακαταθήκη με δύο κορυφαίους σταθμούς υπό την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα:
Τότε που μέσα στην κρίση (2012) επιδιώξαμε να αναλάβουμε τη διακυβέρνηση, και αναλάβαμε (2015) την ευθύνη να βγάλουμε την χώρα από το τέλμα της χρεοκοπίας. Είναι η στιγμή, που ο ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει ότι θέλει και μπορεί να είναι κόμμα διακυβέρνησης.
Αλλά και τότε που πήραμε την απόφαση να διευρύνουμε τον ΣΥΡΙΖΑ και να τον μετατρέψουμε σε ένα μεγάλο μαζικό κόμμα.
Αυτά είναι συλλογικές παρακαταθήκες.
Παρακαταθήκες πάνω στις οποίες πρέπει να χτίσουμε την επόμενη μέρα.
Έχουμε όμως και σοβαρές ελλείψεις και σοβαρές παθογένειες.
Διότι το κόμμα μας ακόμα παραμένει μακριά από τις ανάγκες και από τους στόχους που θέτουμε.
Το έχουμε επισημάνει αρκετές φορές, είναι όμως επείγουσα ανάγκη, να αποκτήσουμε αποτελεσματική παρέμβαση στους κοινωνικούς χώρους, στα συνδικάτα, στην αυτοδιοίκηση, στους επιστημονικούς φορείς.
Ταυτόχρονα είναι αναγκαίο να εντάξουμε ουσιαστικά όλους όσοι προσήλθαν στο κόμμα τα τελευταία χρόνια, μετά το κάλεσμα του Αλέξη Τσίπρα, να αποκτήσουν ρόλο, να θέσουμε συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους στις οργανώσεις και να παρακολουθούμε στενά την πορεία τους.
Θα πρέπει να φέρουμε εμείς τον ΣΥΡΙΖΑ στη ζωή των μελών και των φίλων μας και όχι να περιμένουμε να χωρέσουν όλοι και όλες σε ένα προκατασκευασμένο κοστούμι.
Το καταστατικό που ψηφίσαμε προβλέπει νέα εργαλεία πολιτικής συμμετοχής: όπως το ετήσιο προγραμματικό περιφερειακό forum, για να επεξεργαστούμε τις πολιτικές μας προτάσεις στην περιφερειακή τους διάσταση και να έχουμε μια σταθερή παρουσία στην περιφερειακή πολιτική, όπως οι διαβουλεύσεις (διαδικτυακές και δια ζώσης) για να δώσουμε στα μέλη μας τη δυνατότητα να συζητήσουν σε βάθος θέματα σύνθετα, που δεν εξαντλούνται σε μια παράγραφο και σε μια ψηφοφορία συνεδρίου – πχ πολιτική για τη νεολαία, όπως το Παρατηρητήριο κατά των Διακρίσεων ώστε το κόμμα μας να γίνει πραγματικά εικόνα της κοινωνίας που θέλουμε.
Οφείλουμε να τα αξιοποιήσουμε όλα αυτά.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Στο νέο κύκλο που ανοίγει για τον ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ σας καλώ να προχωρήσουμε όχι με το άγχος της δικαίωσης των διαφορετικών μας διαδρομών ή εμπειριών, αλλά επιτυγχάνοντας μια νέα σύνθεση,
ώστε να συγκροτήσουμε μια νέα κοινή ταυτότητα, ώστε να δημιουργήσουμε μια νέα πολιτική παράδοση.
Την πολιτική παράδοση του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, ενός νέου σύγχρονου αριστερού κόμματος που μπορεί να είναι ο κορμός, το κέντρο και ο βασικός εκφραστής του δημοκρατικού και προοδευτικού κόσμου.
Να γίνουμε ένα κόμμα που ανοίγει δρόμους, διευρύνει διαρκώς την πολιτική και ιδεολογική επιρροή του, διευρύνει τελικά τον ίδιο το χώρο που θέλει να εκφράσει.
Για να τα πετύχουμε αυτά χρειαζόμαστε: μεθοδικότητα, δέσμευση σε συγκεκριμένους στόχους, συνέπεια αλλά πάνω από όλα ένα κόμμα με δομές.
Ένα κόμμα των δομών και όχι των προσώπων.
Τα όσα είπα αποτελούν αδρές στρατηγικές γραμμές μιας νέας πορείας για το ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, γιατί καμία ατομική συμβολή δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη συλλογική ευφυία του κόμματος.
Αν εμπιστευτούμε και αν επενδύσουμε σε αυτή τη συλλογική ευφυία είμαι πεπεισμένη ότι μπορούμε να πετύχουμε.
Σε ότι με αφορά αναλαμβάνω την ευθύνη να υπηρετήσω με όλες μου τις δυνάμεις αυτή τη νέα προοπτική.
Σας ευχαριστώ
www.bankingnews.gr
«Χρειαζόμαστε έναν νέο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Έναν ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μεθοδικό, αποτελεσματικό, σύγχρονο», ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Αχτσιόγλου.
Αναφέρθηκε στο αποτέλεσμα των εκλογών λέγοντας ότι «συνιστά μια τομή, όχι μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αλλά και για την ελληνική κοινωνία» ενώ υπογράμμισε ότι «οι αντιθέσεις που οξύνονται διαρκώς και στην παρούσα φάση ενισχύουν το δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος».
Για «αντιθέσεις που οξύνονται διαρκώς και που στην παρούσα φάση ενισχύουν το δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος» έκανε λόγο , παρουσιάζοντας την πολιτική της πλατφόρμα.
«Είναι σε αυτό το διεθνές περιβάλλον, σ’ αυτές τις παγκόσμιας εμβέλειας πολιτικές μετατοπίσεις, που πρέπει να εντάξουμε αναλύσεις, αποτιμήσεις, αλλά και συζήτηση για την ανασυγκρότηση της ευρύτερης, της πληθυντικής αριστεράς» τόνισε η κ. Αχτσιόγλου, λέγοντας πως «είναι λοιπόν πολιτική μας υποχρέωση να πρωταγωνιστήσουμε σε μια αντεπίθεση των αριστερών και προοδευτικών ιδεών».
«Προϋπόθεση αυτής της πολιτικής αντεπίθεσης είναι να κατανοήσουμε τα αίτια της πολιτικής μας ήττας. Κάποια από αυτά έχουν ήδη επισημανθεί: Σε συνθήκες απλής αναλογικής, δεν καταφέραμε να συγκροτήσουμε μια αξιόπιστη πρόταση κυβερνητικής λύσης» εξήγησε η κ. Αχτσιόγλου, περιγράφοντας την «μας να κατανοήσουμε στο απαιτούμενο βάθος πόσο σημαντική ήταν στην παρούσα φάση για την ελληνική κοινωνία η κυβερνητική σταθερότητα, που μετατράπηκε σχεδόν σε κοινωνικό αίτημα».
Στα αίτια της ήττας, η ίδια ενέταξε την «πολυφωνία ως προς τις στρατηγικές μας προτεραιότητες που ενίοτε μετατρεπόταν ακόμα και σε κακοφωνία», την «επικοινωνιακή μας υστέρηση με δεδομένο μάλιστα το εξαιρετικά δυσμενές μιντιακό περιβάλλον», αλλά και την «αδυναμία να αξιοποιήσουμε τη στρατηγική της διεύρυνσης για να μετατρέψουμε το ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ σε ένα κόμμα όχι μόνο μαζικό αλλά ταυτόχρονα συμμετοχικό, παρεμβατικό και χρήσιμο για την κοινωνική πλειοψηφία».
Υπογράμμισε την ανάγκη πολιτικής αντεπίθεσης που σαν προυπόθεση έχει «να κατανοήσουμε τα αίτια της πολιτικής μας ήττας» και πρόσθεσε: «η κατανόηση της σημερινής μας συνθήκης οφείλει να συμβαδίσει με την ανασυγκρότηση του κόμματος».
Η κ. Αχτσιόγλου υποστήριξε ότι είναι απλουστευτικό και λανθασμένο το ερώτημα για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κινηθεί προς τα αριστερά ή προς το Κέντρο.
Αφού σημείωσε ότι «τα πολιτικά μου διαπιστευτήρια τα έδωσα εκεί που έπρεπε, στον κόσμο της εργασίας» ανέπτυξε την θέση της υπό μορφή ερωτημάτων: «Είναι αριστερή ή κεντρώα σήμερα η υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας;
Με στόχο την αύξηση των μισθών στο μερίδιο του ΑΕΠ, τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας και την ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων;
Είναι αριστερή ή κεντρώα σήμερα η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης;
Είναι αριστερό ή κεντρώο σήμερα να προτάξουμε την ανθρωπιστική διαχείριση του μεταναστευτικού και του προσφυγικού, να υπερασπιζόμαστε τους κανόνες του διεθνούς δικαίου;
Είναι αριστερή ή κεντρώα πολιτική σήμερα να υπερασπιστούμε τον δημόσιο χαρακτήρα των υποδομών, το κοινωνικό κράτος, το δημόσιο πανεπιστήμιο, τα κοινά αγαθά;
Είναι αριστερή ή κεντρώα σήμερα μια πολιτική που θέτει στο επίκεντρο το θέμα της αναδιανομής, δεν μιλά γενικά και αόριστα για τις ανισότητες, αλλά προτάσσει συγκεκριμένες πολιτικές, ενάντια στη νόμιμη φοροαποφυγή ή την φοροδιαφυγή του ακραίου πλούτου και των κερδών;
Είναι αριστερή ή κεντρώα σήμερα μια πολιτική που διεκδικεί την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας ώστε να μην ανοίξει ένας νέος κύκλος λιτότητας στην Ευρώπη;
Είναι τελικά αριστερό ή κεντρώο να υπερασπιστούμε μια ενεργητική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, όπως αυτή που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, και οδήγησε σε μια από τις κορυφαίες παρακαταθήκες του Αλέξη Τσίπρα, στη Συμφωνία των Πρεσπών;».
Aυτές τις αρχές και αυτούς τους πολιτικούς στόχους θέλουμε να υπηρετήσουμε
Απαντώντας υπογράμμισε ότι «είναι αυτές τις αρχές και αυτούς τους πολιτικούς στόχους που θέλουμε να υπηρετήσουμε».
Αναφέρθηκε στη οικονομία λέγοντας «να επεξεργαστούμε και να μιλήσουμε συγκεκριμένα για το πώς θα διαμορφώσουμε ένα αναπτυξιακό μοντέλο και παραγωγικά καινοτόμο, ένα μοντέλο συμπεριληπτικής ανάπτυξης, να μιλήσουμε για μια προοδευτική φορολογική μεταρρύθμιση, για το επενδυτικό περιβάλλον, και την ανάγκη βαθέων τομών και μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση αλλά και στην ταχύτητα της απονομής της δικαιοσύνης, για στήριξη με συγκεκριμένες πολιτικές συνεργατικών εγχειρημάτων ΜμΕ που μπορούν να πρωταγωνιστήσουν στην οικονομία της γνώσης και της καινοτομίας».
Για την εργασία είπε ότι «Είναι φανερό ότι οι θέσεις μας δεν μπορούν να περιορίζονται στην αποκατάσταση θεσμών του παρελθόντος.
Πρέπει να μιλήσουμε για τις σύγχρονες ανάγκες με προωθητικό τρόπο».
Ειδική αναφορά έκανε στις σχέσεις με την Τουρκία εξαπολύοντας ταυτόχρονα επίθεση στον Κυριάκο Μητσοτάκη: «Σε ό,τι αφορά τη σχέση μας με την Τουρκία, αποδείχθηκε τα προηγούμενα χρόνια ότι μόνο οι εξοπλισμοί και οι αμυντικές συμφωνίες δεν αρκούν για να αποκτήσει το αίσθημα ασφάλειας ο Έλληνας πολίτης.
Επιπλέον αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά μετά τις Πρέσπες ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν διστάζει να επιτεθεί στους πολιτικούς του αντιπάλους με όρους πατριδοκαπηλίας, για να μας παρουσιάσει ως "εθνική εξαίρεση".
Αυτές είναι οι λογικές που συνέβαλλαν και στην άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα.
Η επανεκκίνηση του διαλόγου με την Τουρκία σε συνέχεια της δυναμικής που δημιουργήθηκε μετά τους σεισμούς είναι θετική εξέλιξη.
Αλλά χρειαζόμαστε έναν συγκροτημένο διάλογο στη βάση του διεθνούς δικαίου.
Που δεν θα περιορίζεται σε απλή ανταλλαγή επισκέψεων αλλά θα βασίζεται στην ανάπτυξη Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.
Που θα έχει σαφείς κόκκινες γραμμές, σαφή προοπτική την προσφυγή στη Χάγη για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ και θα εντάσσει τα ελληνοτουρκικά στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Αναμένουμε άμεσα ενημέρωση και ξεκάθαρες απαντήσεις από την κυβέρνηση για την συνάντηση με τον κ. Ερντογάν διότι οι δηλώσεις Μητσοτάκη δημιούργησαν σοβαρά ερωτηματικά».
Κλείνοντας η κ. Αχτσιόγλου εξέφρασε την πεποίθησή της ότι «η ηγεμονία της ΝΔ μπορεί να αντιστραφεί.
Ο οικονομικός κύκλος λιτότητας που ανοίγει δεν αφήνει πολλά περιθώρια σε μια νεοφιλελεύθερη πολιτική να τις διατηρήσει.
Το μεγάλο ερώτημα είναι ποιον θα βρει η Νέα Δημοκρατία απέναντι της.
Ένα αδύναμο, εσωστρεφή και χωρίς κυβερνητική προοπτική ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ;
Ή έναν ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ προγραμματικά, πολιτικά, και οργανωτικά έτοιμο;».
Ολόκληρη η ομιλία της Έφης Αχτσιόγλου:
Συντρόφισσες και Σύντροφοι,
Το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών συνιστά μια τομή, όχι μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αλλά και για την ελληνική κοινωνία.
Η ήττα μας, ωστόσο, δεν ήταν κεραυνός σε ένα αίθριο διεθνές περιβάλλον.
Ζούμε εν μέσω πολλαπλών κρίσεων οικουμενικής εμβέλειας που προκαλούν τεκτονικές αλλαγές.
Τα έχουμε περιγράψει σαφώς στο συνέδριο μας.
Υπενθυμίζω:
1. Την επιδεινούμενη κλιματική κρίση.
2. Τις μείζονες οικολογικές καταστροφές.
3. Την άκρως επικίνδυνη επιδείνωση της γεωπολιτικής συνθήκης με τη ρωσική εισβολή και τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία και όσα αυτός επιφέρει στην Ευρώπη.
4. Τη ραγδαία διόγκωση των προσφυγικών-μεταναστευτικών ρευμάτων, όπως τροφοδοτούνται από τους πολέμους, την πείνα και την οικολογική καταστροφή.
Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες φεύγουν από τις χώρες τους όχι επειδή το θέλουν, αλλά απλώς για να σώσουν τη “γυμνή ζωή” τους.
Το διαπιστώσαμε πρόσφατα με το τραγικό ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου, με την παγκόσμια κατακραυγή που οδήγησε στη διεθνή πλέον διερεύνηση των όρων της καταστροφής γιατί κανένας δεν εμπιστεύεται το πώς ‘διερευνά’ το ζήτημα η κυβέρνηση της ΝΔ.
Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με την ακραία αύξηση των ανισοτήτων, και την πειθαρχική εξουσία που ασκούν οι αγορές χρήματος στις εθνικές κυβερνήσεις, συγκροτούν ένα εκρηκτικό μείγμα αντιθέσεων που έχει προκαλέσει ο νεοφιλελευθερισμός.
Αντιθέσεις που οξύνονται διαρκώς και που στην παρούσα φάση ενισχύουν το δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος.
Είναι σε αυτό το διεθνές περιβάλλον, σ’ αυτές τις παγκόσμιας εμβέλειας πολιτικές μετατοπίσεις, που πρέπει να εντάξουμε αναλύσεις, αποτιμήσεις, αλλά και συζήτηση για την ανασυγκρότηση της ευρύτερης, της πληθυντικής αριστεράς.
Διότι οι πολιτικές και ιδεολογικές μετατοπίσεις στην Ελλάδα δεν αποτελούν εξαίρεση αλλά ακολουθούν τις διεθνείς τάσεις.
Αυτή η διαπίστωση δεν αφαιρεί τίποτα από την ευθύνη μας. Κάθε άλλο μάλιστα, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ παρά την ήττα εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερο κόμμα της Αριστεράς και ένα από τα μεγαλύτερα κόμματα του προοδευτικού χώρου στην Ευρώπη.
Είναι λοιπόν πολιτική μας υποχρέωση να πρωταγωνιστήσουμε σε μια αντεπίθεση των αριστερών και προοδευτικών ιδεών.
Να τους ξαναδώσουμε πνοή και να εμπνεύσουμε τη διάθεση πολιτικής συμμετοχής.
Να δώσουμε προοπτική, να πείσουμε για μια ρεαλιστική εναλλακτική.
Προϋπόθεση αυτής της πολιτικής αντεπίθεσης είναι να κατανοήσουμε τα αίτια της πολιτικής μας ήττας. Κάποια από αυτά έχουν ήδη επισημανθεί:
Σε συνθήκες απλής αναλογικής, δεν καταφέραμε να συγκροτήσουμε μια αξιόπιστη πρόταση κυβερνητικής λύσης.
Κι εδώ εδράζεται μια επιπλέον αδυναμία μας.
Η αδυναμία μας να κατανοήσουμε στο απαιτούμενο βάθος πόσο σημαντική ήταν στην παρούσα φάση για την ελληνική κοινωνία η κυβερνητική σταθερότητα, που μετατράπηκε σχεδόν σε κοινωνικό αίτημα.
Η πολυφωνία ως προς τις στρατηγικές μας προτεραιότητες που ενίοτε μετατρεπόταν ακόμα και σε κακοφωνία.
Η επικοινωνιακή μας υστέρηση με δεδομένο μάλιστα το εξαιρετικά δυσμενές μιντιακό περιβάλλον.
Και άλλα αίτια που ίσως δεν έχουν συζητηθεί ακόμη, όπως η αδυναμία να αξιοποιήσουμε τη στρατηγική της διεύρυνσης για να μετατρέψουμε το ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ σε ένα κόμμα όχι μόνο μαζικό αλλά ταυτόχρονα συμμετοχικό, παρεμβατικό και χρήσιμο για την κοινωνική πλειοψηφία.
Αντίθετα πολλές φορές η διεύρυνση αξιοποιήθηκε για να χαραχτούν στρεβλές εσωτερικές διαχωριστικές γραμμές, να οικοδομηθούν σκληροί μηχανισμοί εντός του κόμματος.
Η αδυναμία μας να μιλήσουμε θετικά, για τις δυνατότητες που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, για την άλλη πολιτική που μπορεί να οδηγήσει με ασφάλεια και με ρεαλιστικούς όρους σ’ ένα καλύτερο μέλλον για όσους δημιουργούν στη χώρα μας.
Η έλλειψη μιας αναγκαίας επάρκειας τεχνικού χαρακτήρα στον πολιτικό και προγραμματικό μας λόγο που θα προσέδιδε και μεγαλύτερο βάθος στο σχέδιό μας.
Κι αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε σε ατομικό επίπεδο επάρκεια, αλλά δεν αξιοποιήσαμε συλλογικά τις επιμέρους δυνατότητες.
Αυτή η αδρή σκιαγράφηση δεν εξαντλεί σε καμία περίπτωση τις αιτίες της ήττας.
Η συζήτηση για τις αιτίες της ήττας είναι μια συζήτηση που πρέπει να γίνει. Πρέπει όμως να γίνει εν κινήσει.
Διότι η κατανόηση της σημερινής μας συνθήκης οφείλει να συμβαδίσει με την ανασυγκρότηση του κόμματος.
Γνωρίζω πολύ καλά ότι μετά από μια πολιτική ήττα θα υπάρξει μια περίοδος ενδοσκόπησης. Δεν είναι το τέλος του κόσμου. Ίσως είναι και αναγκαίο.
Για να μην βυθιστούμε, όμως, σε μια αέναη διαδικασία παράλληλων μονολόγων αυτοδικαίωσης, και για να τελεσφορήσει η αυτοκριτική και η ανασυγκρότηση είναι αναγκαίο να αποφύγουμε τις ευκολίες.
Θα το πω ευθέως: Μια από τις ευκολίες είναι η αντιπαράθεση, για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ πρέπει να κινηθεί προς τα αριστερά ή προς το Κέντρο. Είναι απλουστευτικό και λανθασμένο ερώτημα.
Νομίζω ότι αυτή η εν πολλοίς στρεβλή αντιπαράθεση που διεξάγεται μάλιστα με αυτούς τους γεωγραφικούς όρους δεν φωτίζει τα ζητήματα στρατηγικής.
Ενώ παράλληλα συγχέει την ταυτότητα με την απεύθυνση.
Και το μόνο στο οποίο τελικά συμβάλλει είναι σε έναν πληθωρισμό πολιτικών ταυτοτήτων, σε μια πλειοδοσία αυτοδικαιωτικών τοποθετήσεων.
Σε μια άγονη σύγκρουση.
Αυτό που έχει σημασία είναι να γεμίσουμε με περιεχόμενο τις έννοιες ώστε αυτές να μην περιφέρονται ως αδειανά πουκάμισα στον δημόσιο διάλογο.
Να δώσουμε προβάδισμα στο περιεχόμενο της πολιτικής.
Και σε ό,τι με αφορά αυτό προσπάθησα να κάνω ως υπουργός εργασίας της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Τα πολιτικά μου διαπιστευτήρια τα έδωσα εκεί που έπρεπε, στον κόσμο της εργασίας.
Με όσα μπορέσαμε, εγώ και οι σύντροφοι που δουλεύαμε μαζί, να κάνουμε, με όσα καταφέραμε να υπερασπιστούμε και με πολλά που διεκδικήσαμε απέναντι σε ασύμμετρης ισχύος δυνάμεις.
Και αναρωτιέμαι:
Είναι αριστερή ή κεντρώα σήμερα η υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας; Με στόχο την αύξηση των μισθών στο μερίδιο του ΑΕΠ, τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας και την ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων;
Είναι αριστερή ή κεντρώα σήμερα η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης;
Είναι αριστερό ή κεντρώο σήμερα να πρωταγωνιστούμε στο ευρωπαϊκό μέτωπο αριστεράς, πρασίνων, σοσιαλιστών και κοινωνίας των πολιτών που οδήγησε στην πρόσφατη νίκη στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο; Αναφέρομαι στην ψηφοφορία για την αποκατάσταση της φύσης, εκεί που η ΝΔ βρέθηκε ξανά στην λάθος μεριά της ιστορίας, ψηφίζοντας μαζί με το μαύρο μέτωπο της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς.
Είναι αριστερό ή κεντρώο σήμερα να προτάξουμε την ανθρωπιστική διαχείριση του μεταναστευτικού και του προσφυγικού, να υπερασπιζόμαστε τους κανόνες του διεθνούς δικαίου;
Είναι αριστερή ή κεντρώα πολιτική σήμερα να υπερασπιστούμε τον δημόσιο χαρακτήρα των υποδομών, το κοινωνικό κράτος, το δημόσιο πανεπιστήμιο, τα κοινά αγαθά; Όλα τα αγαθά, δηλαδή, όλα τα δημόσια εργαλεία που παράγουν ασφάλεια σε ένα περιβάλλον κρίσεων και αστάθειας.
Είναι αριστερή ή κεντρώα σήμερα μια πολιτική που θέτει στο επίκεντρο το θέμα της αναδιανομής, δεν μιλά γενικά και αόριστα για τις ανισότητες, αλλά προτάσσει συγκεκριμένες πολιτικές, ενάντια στη νόμιμη φοροαποφυγή ή την φοροδιαφυγή του ακραίου πλούτου και των κερδών;
Είναι αριστερή ή κεντρώα σήμερα μια πολιτική που διεκδικεί την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας ώστε να μην ανοίξει ένας νέος κύκλος λιτότητας στην Ευρώπη; Που διεκδικεί το Σύμφωνο να μην αφορά αυθαίρετους αριθμητικούς κανόνες για το χρέος και το έλλειμμα, αλλά στόχους κοινωνικής συνοχής, για μια προς τα πάνω σύγκλιση; είναι ριζοσπαστικό ή κεντρώο το αίτημα εξαίρεσης από τους όποιους δημοσιονομικούς στόχους των δαπανών για την υγεία ή την πράσινη μετάβαση; Την ώρα μάλιστα που η κυβέρνηση της ΝΔ φαίνεται να έχει ήδη συμφωνήσει σε επαναφορά των πρωτογενών πλεονασμάτων του 2% σαν να μην έχει μεσολαβήσει η κρίση ακρίβειας και η ενεργειακή κρίση;
Είναι αριστερή ή κεντρώα μια πολιτική που θέτει μετ επιτάσεως το θέμα της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας ώστε η χώρα να διεκδικήσει μια διαφορετική θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας με έμφαση στην πράσινη μετάβαση, την καινοτομία, τα συνεργατικά εγχειρήματα;
Είναι τελικά αριστερό ή κεντρώο να υπερασπιστούμε μια ενεργητική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, όπως αυτή που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, και οδήγησε σε μια από τις κορυφαίες παρακαταθήκες του Αλέξη Τσίπρα, στη Συμφωνία των Πρεσπών;
Είναι αυτές τις αρχές και αυτούς τους πολιτικούς στόχους που θέλουμε να υπηρετήσουμε.
Και από αυτές δεν μπορούμε και δεν πρέπει να κάνουμε βήμα πίσω, ακόμα και όταν φαίνεται ότι θα υποστούμε πολιτικό κόστος.
Όχι από κάποια ιδεολογική αδιαλλαξία, που δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία του συμβιβασμού όταν χρειάζεται, αλλά γιατί πρέπει να αποτινάξουμε τον πειρασμό της ευκαιριακής πολιτικής.
Διότι αν κάτι χρωστάμε στους πολίτες, είναι να έχουμε σαφές στίγμα.
Αλλά και γιατί κάθε δικό μας βήμα υποχώρησης αφήνει τις ιδέες του αντιπάλου να προελαύνουν.
Αυτό που πρέπει να έχουμε είναι το θάρρος να υπερασπιζόμαστε αυτονόητες αρχές και αξίες για κάθε προοδευτικό και δημοκράτη πολίτη.
Με αυτή τη στρατηγική και στη βάση αυτών των αρχών οφείλουμε τώρα να προχωρήσουμε πιο πέρα.
Να επενδύσουμε στο περιεχόμενο, να εμβαθύνουμε και με τεχνικούς όρους ακόμη, ώστε να προκρίνουμε πολιτικές που μπορούν να καταστήσουν την θέση μας σύγχρονη, αξιόπιστη ,αποτελεσματική.
Στην οικονομία να επεξεργαστούμε και να μιλήσουμε συγκεκριμένα για το πώς θα διαμορφώσουμε ένα αναπτυξιακό μοντέλο και παραγωγικά καινοτόμο, ένα μοντέλο συμπεριληπτικής ανάπτυξης,
να μιλήσουμε για μια προοδευτική φορολογική μεταρρύθμιση, για το επενδυτικό περιβάλλον, και την ανάγκη βαθέων τομών και μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση αλλά και στην ταχύτητα της απονομής της δικαιοσύνης, για στήριξη με συγκεκριμένες πολιτικές συνεργατικών εγχειρημάτων ΜμΕ που μπορούν να πρωταγωνιστήσουν στην οικονομία της γνώσης και της καινοτομίας.
Στην εργασία.
Είναι φανερό ότι οι θέσεις μας δεν μπορούν να περιορίζονται στην αποκατάσταση θεσμών του παρελθόντος. Για κάποιους εργαζόμενους έχουν νόημα αλλά για πολλούς δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα. Πρέπει να μιλήσουμε για τις σύγχρονες ανάγκες με προωθητικό τρόπο. Να μιλήσουμε για τη «μεγάλη παραίτηση». Για το γεγονός δηλαδή ότι χιλιάδες εργαζόμενοι προσπαθούν να βάλουν οι ίδιοι ένα όριο στις προβληματικές εργασιακές σχέσεις, παίρνοντας το ρίσκο της παραίτησης. Να μιλήσουμε για συγκεριμένες πολιτικές που διασφαλίζουν δικαιώματα στην εργασία για όλους, χωρίς εργαζόμενους δεύτερης κατηγορίας – όπως οι εργολαβικοί, οι διανομείς στις πλατφόρμες και οι ψευδώς αυτοαπασχόλουμενους, να μιλήσουμε για το χρόνο εργασίας, να προσαρμόσουμε τις προτάσεις μας στις τεχνολογικές εξελίξεις ώστε να μην ώστε δημιουργούνται γκρίζες ζώνες στην προστασία.
Στην εξωτερική πολιτική: Να υπερασπιστούμε μια προοδευτική εξωτερική πολιτική.
Που προασπίζεται την κυριαρχία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και χρησιμοποιεί το διεθνές δίκαιο για να επιλύουμε ειρηνικά διαφορές με τους γείτονές μας.
Σε ό,τι αφορά τη σχέση μας με την Τουρκία, αποδείχθηκε τα προηγούμενα χρόνια ότι μόνο οι εξοπλισμοί και οι αμυντικές συμφωνίες δεν αρκούν για να αποκτήσει το αίσθημα ασφάλειας ο Έλληνας πολίτης.
Επιπλέον αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά μετά τις Πρέσπες ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν διστάζει να επιτεθεί στους πολιτικούς του αντιπάλους με όρους πατριδοκαπηλίας, για να μας παρουσιάσει ως "εθνική εξαίρεση".
Αυτές είναι οι λογικές που συνέβαλλαν και στην άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα. Εμείς δεν θα ακολουθήσουμε αυτόν τον επικίνδυνο δρόμο. Στα ελληνοτουρκικά στεκόμαστε απέναντι σε προτάσεις που κινούνται εις βάρος των συμφερόντων της χώρας. Αλλά στεκόμαστε και απέναντι στην λογική της αδράνειας και της αναβλητικότητας που μας οδηγεί σε αδιέξοδα και κινδύνους.
Η επανεκκίνηση του διαλόγου με την Τουρκία σε συνέχεια της δυναμικής που δημιουργήθηκε μετά τους σεισμούς είναι θετική εξέλιξη. Αλλά χρειαζόμαστε έναν συγκροτημένο διάλογο στη βάση του διεθνούς δικαίου.
Που δεν θα περιορίζεται σε απλή ανταλλαγή επισκέψεων αλλά θα βασίζεται στην ανάπτυξη Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.
Που θα έχει σαφείς κόκκινες γραμμές, σαφή προοπτική την προσφυγή στη Χάγη για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ και θα εντάσσει τα ελληνοτουρκικά στις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Αναμένουμε άμεσα ενημέρωση και ξεκάθαρες απαντήσεις από την Κυβέρνηση για την συνάντηση με τον κ. Ερντογάν διότι οι δηλώσεις Μητσοτάκη δημιούργησαν σοβαρά ερωτηματικά.
Θα μπορούσα συντρόφισσες και σύντροφοι να επεκτείνω τον κατάλογο.
Αλλά θέλω να καταστήσω σαφές το εξής: Εδώ, σήμερα, δεν καταθέτουμε ξεχωριστές προγραμματικές πλατφόρμες. Οι κατευθύνσεις μας είναι και θα πρέπει να είναι κοινές. Προφανώς θα υπάρχουν επιμέρους διαφωνίες, όμως αυτές είναι στο επίπεδο των αποχρώσεων. Οι προγραμματικές μας θέσεις είναι και θα είναι αποτέλεσμα συλλογικών επεξεργασιών και που μας δεσμεύουν και θα μας δεσμεύουν όλους.
Αυτό που έχει σημασία είναι επιβεβαιώνοντας τις αρχές μας, που δίνουν το ξεκάθαρο στίγμα μας, να αποφασίσουμε μια μεθοδολογία δουλειάς.
Κι εδώ πρέπει να αποφύγουμε την παγίδα της προχειρότητας. Χρειάζεται γνώση, τεχνική επάρκεια και αξιοποίηση των ειδικών σε κάθε πεδίο.
Όχι για να μας πουν τί να κάνουμε, αλλά για να κάνουμε πράξη αυτό που πολιτικά επιδιώκουμε.
Με άμεσο στόχο να εμπνεύσουμε ξανά.
Να ασκήσουμε δημιουργική αντιπολίτευση σήμερα.
Να διευρύνουμε τα όρια του εφικτού, ώστε να γίνουμε αύριο η ρεαλιστική και αποτελεσματική διακυβέρνηση για τους πολλούς.
Πιστεύω βαθιά πως είμαστε ικανοί για ένα τέτοιο εγχείρημα.
Η ηγεμονία της ΝΔ μπορεί να αντιστραφεί.
Η ΝΔ επένδυσε σε μια κοινωνία χαμηλών, εν μέρει και μηδενικών προσδοκιών. Εκ των πραγμάτων αυτή η συνθήκη, δεν θα είναι επ’ αόριστον ανεκτή.
Αλλά ακόμη κι αυτές οι υποσχέσεις που έδωσε, δύσκολα θα εκπληρωθούν.
Ο οικονομικός κύκλος λιτότητας που ανοίγει δεν αφήνει πολλά περιθώρια σε μια νεοφιλελεύθερη πολιτική να τις διατηρήσει.
Το μεγάλο ερώτημα είναι ποιον θα βρει η Νέα Δημοκρατία απέναντι της.
Ένα αδύναμο, εσωστρεφή και χωρίς κυβερνητική προοπτική ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ;
Ή έναν ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ προγραμματικά, πολιτικά, και οργανωτικά έτοιμο;
Αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εμάς τους ίδιους.
Χρειαζόμαστε έναν νέο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Έναν ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μεθοδικό, αποτελεσματικό, σύγχρονο.
Δεν ξεκινάμε από το μηδέν. Το κόμμα μας έχει διαγράψει μια μεγάλη και πλούσια πορεία.
Έχουμε μια πολύτιμη συλλογική παρακαταθήκη με δύο κορυφαίους σταθμούς υπό την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα:
Τότε που μέσα στην κρίση (2012) επιδιώξαμε να αναλάβουμε τη διακυβέρνηση, και αναλάβαμε (2015) την ευθύνη να βγάλουμε την χώρα από το τέλμα της χρεοκοπίας. Είναι η στιγμή, που ο ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει ότι θέλει και μπορεί να είναι κόμμα διακυβέρνησης.
Αλλά και τότε που πήραμε την απόφαση να διευρύνουμε τον ΣΥΡΙΖΑ και να τον μετατρέψουμε σε ένα μεγάλο μαζικό κόμμα.
Αυτά είναι συλλογικές παρακαταθήκες.
Παρακαταθήκες πάνω στις οποίες πρέπει να χτίσουμε την επόμενη μέρα.
Έχουμε όμως και σοβαρές ελλείψεις και σοβαρές παθογένειες.
Διότι το κόμμα μας ακόμα παραμένει μακριά από τις ανάγκες και από τους στόχους που θέτουμε.
Το έχουμε επισημάνει αρκετές φορές, είναι όμως επείγουσα ανάγκη, να αποκτήσουμε αποτελεσματική παρέμβαση στους κοινωνικούς χώρους, στα συνδικάτα, στην αυτοδιοίκηση, στους επιστημονικούς φορείς.
Ταυτόχρονα είναι αναγκαίο να εντάξουμε ουσιαστικά όλους όσοι προσήλθαν στο κόμμα τα τελευταία χρόνια, μετά το κάλεσμα του Αλέξη Τσίπρα, να αποκτήσουν ρόλο, να θέσουμε συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους στις οργανώσεις και να παρακολουθούμε στενά την πορεία τους.
Θα πρέπει να φέρουμε εμείς τον ΣΥΡΙΖΑ στη ζωή των μελών και των φίλων μας και όχι να περιμένουμε να χωρέσουν όλοι και όλες σε ένα προκατασκευασμένο κοστούμι.
Το καταστατικό που ψηφίσαμε προβλέπει νέα εργαλεία πολιτικής συμμετοχής: όπως το ετήσιο προγραμματικό περιφερειακό forum, για να επεξεργαστούμε τις πολιτικές μας προτάσεις στην περιφερειακή τους διάσταση και να έχουμε μια σταθερή παρουσία στην περιφερειακή πολιτική, όπως οι διαβουλεύσεις (διαδικτυακές και δια ζώσης) για να δώσουμε στα μέλη μας τη δυνατότητα να συζητήσουν σε βάθος θέματα σύνθετα, που δεν εξαντλούνται σε μια παράγραφο και σε μια ψηφοφορία συνεδρίου – πχ πολιτική για τη νεολαία, όπως το Παρατηρητήριο κατά των Διακρίσεων ώστε το κόμμα μας να γίνει πραγματικά εικόνα της κοινωνίας που θέλουμε.
Οφείλουμε να τα αξιοποιήσουμε όλα αυτά.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Στο νέο κύκλο που ανοίγει για τον ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ σας καλώ να προχωρήσουμε όχι με το άγχος της δικαίωσης των διαφορετικών μας διαδρομών ή εμπειριών, αλλά επιτυγχάνοντας μια νέα σύνθεση,
ώστε να συγκροτήσουμε μια νέα κοινή ταυτότητα, ώστε να δημιουργήσουμε μια νέα πολιτική παράδοση.
Την πολιτική παράδοση του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, ενός νέου σύγχρονου αριστερού κόμματος που μπορεί να είναι ο κορμός, το κέντρο και ο βασικός εκφραστής του δημοκρατικού και προοδευτικού κόσμου.
Να γίνουμε ένα κόμμα που ανοίγει δρόμους, διευρύνει διαρκώς την πολιτική και ιδεολογική επιρροή του, διευρύνει τελικά τον ίδιο το χώρο που θέλει να εκφράσει.
Για να τα πετύχουμε αυτά χρειαζόμαστε: μεθοδικότητα, δέσμευση σε συγκεκριμένους στόχους, συνέπεια αλλά πάνω από όλα ένα κόμμα με δομές.
Ένα κόμμα των δομών και όχι των προσώπων.
Τα όσα είπα αποτελούν αδρές στρατηγικές γραμμές μιας νέας πορείας για το ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, γιατί καμία ατομική συμβολή δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη συλλογική ευφυία του κόμματος.
Αν εμπιστευτούμε και αν επενδύσουμε σε αυτή τη συλλογική ευφυία είμαι πεπεισμένη ότι μπορούμε να πετύχουμε.
Σε ότι με αφορά αναλαμβάνω την ευθύνη να υπηρετήσω με όλες μου τις δυνάμεις αυτή τη νέα προοπτική.
Σας ευχαριστώ
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών