Είναι οι περιοχές γύρω από το Μάτι, η Κακιά Θάλασσα, η Βραυρώνα, η Χαμολιά, το Ζούμπερι και οι Άγιοι Απόστολοι
Τους λόγους της τραγικής καταστροφής στο Μάτι καταγράφει μελέτη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου που κάνει λόγο για «εκρηκτικό κοκτέιλ παραγόντων» οι οποίες κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέα τραγωδία σε µια περιοχή της Ανατολικής Αττικής που εκτείνεται από τον Ωρωπό έως την Παλαιά Φώκαια.
Σύμφωνα με το Έθνος της Κυριακής, οι επικίνδυνες φυτεύσεις, το ελλιπές οδικό δίκτυο µε στενά πλάτη δρόμων (οι οποίοι στην πλειονότητά τους δεν δίνουν πρόσβαση απευθείας στη θάλασσα) τα αδιέξοδα, η ανύπαρκτη ρυμοτομία, οι βραχώδεις ακτογραμμές, οι διάσπαρτες κατοικίες, και ο αποκλεισμός των διόδων προς τη θάλασσα µε µάντρες ή περιφράξεις, σε συνδυασμό µε τις μετεωρολογικές συνθήκες του καλοκαιριού και την ανυπαρξία αντιπυρικών ζωνών, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε µια νέα τραγωδία.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει έρευνα που διενεργήθηκε λίγους μήνες μετά τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι από τη Μονάδα Βιώσιμης Κινητικότητας του ΕΜΠ, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας του μεταπτυχιακού προγράμματος "Περιβάλλον και Ανάπτυξη", µε επιβλέποντα τον δρα πολεοδόμο-συγκοινωνιολόγο μηχανικό Ευθύμιο Μπακογιάννη.
Σύμφωνα µε τα αποτελέσματα, οι έξι πιο ευάλωτοι σε περίπτωση πυρκαγιάς οικισμοί στην Ανατολική Αττική -µε σειρά επικινδυνότητας- είναι το Μάτι, η Κακιά Θάλασσα, η Βραυρώνα, η Χαμολιά, το Ζούμπερι και οι Άγιοι Απόστολοι (στο τμήμα τους που ανήκει στη ζώνη µείξης δάσους-κατοικιών), οι οποίοι συγκέντρωσαν τη χαμηλότερη βαθμολογία στον δείκτη που χρησιμοποιήθηκε αλλά και στη φωτοερμηνεία που ακολούθησε µέσω του Google.
Η περίπτωση του Ματιού, μάλιστα, είναι η πλέον χαρακτηριστική, σύμφωνα και µε τον κ. Μπακογιάννη: «Κατά τη διάρκεια των αυτοψιών στο Μάτι το περασμένο φθινόπωρο, δεν εντοπίσαμε ούτε έναν δρόμο µε απευθείας πρόσβαση στη θάλασσα. Παντού υπήρχαν µάντρες, φράχτες, πόρτες που μπορεί να άνοιγαν αλλά τη στιγμή της έκτακτης ανάγκης αποτελούν και αυτές εμπόδιο. Σε πολλές περιπτώσεις η δίοδος στη θάλασσα περνούσε μέσα από ιδιοκτησίες, χρειαζόταν να πηδήξεις εμπόδια, να περάσεις από πεσμένα συρματοπλέγματα και πεζούλια».
Βέβαια, η επικινδυνότητα και τα χαρακτηριστικά των εν λόγω οικισμών δεν πρέπει να αποτελούν "άλλοθι" για την αδυναμία αντιμετώπισης μιας πυρκαγιάς σε κατοικημένη περιοχή. Αντιθέτως, σημειώνουν οι ειδικοί, αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο πρέπει να αποτελούν βασική προτεραιότητα η πρόληψη, ο αποτελεσματικός συντονισμός και η επιχειρησιακή δυνατότητα των αρμοδίων φορέων για την αντιμετώπιση πυρκαγιών, προκειμένου να μην κινδυνεύσουν ξανά ανθρώπινες ζωές.
Οι ερευνητές επέλεξαν αρχικά όλους τους παραθαλάσσιους οικισμούς τής υπό μελέτη περιοχής, που αριθμούν άνω των 50 σπιτιών ο καθένας, ορίζοντας µια "οικιστική πύκνωση" σε µία απόσταση 3 χιλιομέτρων από την ακτή. Χρησιμοποίησαν όλα τα διαθέσιμα χωρικά δεδομένα, δορυφορικές φωτογραφίες, στοιχεία για τις χρήσεις γης, τη βλάστηση και τις ενδεχόμενες επικίνδυνες φυτεύσεις της περιοχής, το υψόμετρο και το ανάγλυφο, σε συνδυασμό µε πολεοδομικά και ρυμοτομικά κριτήρια. Τα στοιχεία αυτά τα συνέκριναν µε τον δείκτη επικινδυνότητας πυρκαγιάς FHI (Fuel Danger Index), ενώ στους πλέον ευάλωτους οικισμούς διενήργησαν και αυτοψίες.
Στους έξι πλέον ευάλωτους οικισμούς εντοπίστηκε μεγάλο πρόβλημα στα πλάτη των δρόμων, και κυρίως όσων οδηγούν προς τη θάλασσα. Η ψηφιοποίηση και η κατηγοριοποίηση των οδών έδειξαν ότι οι περισσότερες εξ αυτών σε όλους τους οικισμούς είναι από 3 έως 6 μέτρα, πλάτος το οποίο θεωρείται μικρό σε µια έκρυθμη κατάσταση, δεδομένης και της αυξημένης στάθμευσης των επισκεπτών ειδικά τους θερινούς μήνες.
Το Μάτι αποτελεί την πλέον χαρακτηριστική περίπτωση, καθώς δεν καταγράφηκε ούτε ένας δρόμος συνδεδεμένος στο δίκτυο που να οδηγεί απευθείας στην ακτή.
Ωστόσο, και στους υπόλοιπους οικισµούς η απευθείας πρόσβαση στη θάλασσα είναι περιορισµένη, καθώς, για παράδειγµα, στο Ζούµπερι καταγράφηκαν πέντε τέτοιες οδοί, ενώ στην Κακιά Θάλασσα τρεις. Και παρά το γεγονός ότι ο πληθυσµός στην Κακιά Θάλασσα είναι µόλις 203 άτοµα, η εικόνα αυτή δεν αντανακλά την πραγµατικότητα κατά τους θερινούς µήνες. Αντίστοιχα, και στις µικρές οικιστικές πυκνώσεις της Χαµολιάς και της Βραυρώνας η επισκεψιµότητα το καλοκαίρι είναι µεγάλη.
Οι ερευνητές ανέλυσαν, επίσης, την ύπαρξη χώρων συγκέντρωσης (λιµανιών-µαρινών-αλιευτικών καταφυγίων) στην περιοχή. Στη Βραυρώνα, στη Χαµολιά και στην Κακιά Θάλασσα δεν εντοπίστηκε κανένας τέτοιος χώρος, αλλά και στο σύνολο των έξι οικισµών αυτά τα σηµεία είναι δυσεύρετα.
Ακόμη, στις δορυφορικές εικόνες που αναλύθηκαν φάνηκε η παντελής έλλειψη αντιπυρικών ζωνών. "∆εν υπάρχει καµία ζώνη που να µπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο και να εµποδίσει ή να φρενάρει µια πιθανή πυρκαγιά. Μόνο στην περίπτωση του οικισµού Ζούµπερι, η λεωφόρος Μαραθώνος, εάν αξιοποιηθεί σωστά, θα µπορούσε να παίξει ρόλο αντιπυρικής ζώνης, δεδοµένου ότι είναι δρόµος 14-15 µέτρων" αναφέρει η έρευνα.
Το θετικό για τους οικισµούς που ερευνήθηκαν είναι ότι σε µεγάλο ποσοστό τα υλικά δόµησης είναι µπετόν και κεραµίδια, τα οποία δεν θεωρούνται ιδιαίτερα εύφλεκτα υλικά. Ωστόσο, η εναλλαγή των υφών στις ακτογραµµές των ευάλωτων οικισµών εµφανίζει περιοχές ή τµήµατα περιοχών µε ιδιαίτερα κρηµνώδεις ακτογραµµές, "συνθήκη η οποία µπορεί να αποβεί θανατηφόρα σε περίπτωση πυρκαγιάς και προσπάθειας διαφυγής προς τη θάλασσα", όπως σηµειώνει η έρευνα.
Τι προτείνουν οι ερευνητές
Για τις συγκεκριμένες περιοχές, με εξαίρεση το Μάτι που έχει καεί σχεδόν ολοσχερώς, οι μελετητές κάνουν προτάσεις για παρεμβάσεις.
Στο επίπεδο της προστασίας προτείνεται:
1. Η δηµιουργία αντιπυρικών ζωνών µέσα στο δάσος και στους οικισµούς.
2. Η αφαίρεση των περιφράξεων που εµποδίζουν την πρόσβαση στις ακτές.
3. Η διαπλάτυνση των δρόµων.
4. Η ύπαρξη σαφών και συνεχόµενων πινακίδων για απαγόρευση της στάθµευσης σε δρόµους που θεωρούνται κρίσιµοι σε περιπτώσεις ανάγκης διαφυγής.
5. Οι διανοίξεις δρόµων ώστε να προσφέρουν πρόσβαση προς τη θάλασσα και η κατάρτιση συγκεκριµένου σχεδίου διαφυγής µε δυνατότητα επιστράτευσης όλων των πλωτών µέσων που είναι διαθέσιµα στις απειλούµενες περιοχές και πέριξ αυτών.
6. Η συντήρηση και η βελτίωση του δικτύου δασικών δρόµων.
7. Η δηµιουργία χώρων στάθµευσης.
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με το Έθνος της Κυριακής, οι επικίνδυνες φυτεύσεις, το ελλιπές οδικό δίκτυο µε στενά πλάτη δρόμων (οι οποίοι στην πλειονότητά τους δεν δίνουν πρόσβαση απευθείας στη θάλασσα) τα αδιέξοδα, η ανύπαρκτη ρυμοτομία, οι βραχώδεις ακτογραμμές, οι διάσπαρτες κατοικίες, και ο αποκλεισμός των διόδων προς τη θάλασσα µε µάντρες ή περιφράξεις, σε συνδυασμό µε τις μετεωρολογικές συνθήκες του καλοκαιριού και την ανυπαρξία αντιπυρικών ζωνών, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε µια νέα τραγωδία.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει έρευνα που διενεργήθηκε λίγους μήνες μετά τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι από τη Μονάδα Βιώσιμης Κινητικότητας του ΕΜΠ, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας του μεταπτυχιακού προγράμματος "Περιβάλλον και Ανάπτυξη", µε επιβλέποντα τον δρα πολεοδόμο-συγκοινωνιολόγο μηχανικό Ευθύμιο Μπακογιάννη.
Σύμφωνα µε τα αποτελέσματα, οι έξι πιο ευάλωτοι σε περίπτωση πυρκαγιάς οικισμοί στην Ανατολική Αττική -µε σειρά επικινδυνότητας- είναι το Μάτι, η Κακιά Θάλασσα, η Βραυρώνα, η Χαμολιά, το Ζούμπερι και οι Άγιοι Απόστολοι (στο τμήμα τους που ανήκει στη ζώνη µείξης δάσους-κατοικιών), οι οποίοι συγκέντρωσαν τη χαμηλότερη βαθμολογία στον δείκτη που χρησιμοποιήθηκε αλλά και στη φωτοερμηνεία που ακολούθησε µέσω του Google.
Η περίπτωση του Ματιού, μάλιστα, είναι η πλέον χαρακτηριστική, σύμφωνα και µε τον κ. Μπακογιάννη: «Κατά τη διάρκεια των αυτοψιών στο Μάτι το περασμένο φθινόπωρο, δεν εντοπίσαμε ούτε έναν δρόμο µε απευθείας πρόσβαση στη θάλασσα. Παντού υπήρχαν µάντρες, φράχτες, πόρτες που μπορεί να άνοιγαν αλλά τη στιγμή της έκτακτης ανάγκης αποτελούν και αυτές εμπόδιο. Σε πολλές περιπτώσεις η δίοδος στη θάλασσα περνούσε μέσα από ιδιοκτησίες, χρειαζόταν να πηδήξεις εμπόδια, να περάσεις από πεσμένα συρματοπλέγματα και πεζούλια».
Βέβαια, η επικινδυνότητα και τα χαρακτηριστικά των εν λόγω οικισμών δεν πρέπει να αποτελούν "άλλοθι" για την αδυναμία αντιμετώπισης μιας πυρκαγιάς σε κατοικημένη περιοχή. Αντιθέτως, σημειώνουν οι ειδικοί, αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο πρέπει να αποτελούν βασική προτεραιότητα η πρόληψη, ο αποτελεσματικός συντονισμός και η επιχειρησιακή δυνατότητα των αρμοδίων φορέων για την αντιμετώπιση πυρκαγιών, προκειμένου να μην κινδυνεύσουν ξανά ανθρώπινες ζωές.
Οι ερευνητές επέλεξαν αρχικά όλους τους παραθαλάσσιους οικισμούς τής υπό μελέτη περιοχής, που αριθμούν άνω των 50 σπιτιών ο καθένας, ορίζοντας µια "οικιστική πύκνωση" σε µία απόσταση 3 χιλιομέτρων από την ακτή. Χρησιμοποίησαν όλα τα διαθέσιμα χωρικά δεδομένα, δορυφορικές φωτογραφίες, στοιχεία για τις χρήσεις γης, τη βλάστηση και τις ενδεχόμενες επικίνδυνες φυτεύσεις της περιοχής, το υψόμετρο και το ανάγλυφο, σε συνδυασμό µε πολεοδομικά και ρυμοτομικά κριτήρια. Τα στοιχεία αυτά τα συνέκριναν µε τον δείκτη επικινδυνότητας πυρκαγιάς FHI (Fuel Danger Index), ενώ στους πλέον ευάλωτους οικισμούς διενήργησαν και αυτοψίες.
Στους έξι πλέον ευάλωτους οικισμούς εντοπίστηκε μεγάλο πρόβλημα στα πλάτη των δρόμων, και κυρίως όσων οδηγούν προς τη θάλασσα. Η ψηφιοποίηση και η κατηγοριοποίηση των οδών έδειξαν ότι οι περισσότερες εξ αυτών σε όλους τους οικισμούς είναι από 3 έως 6 μέτρα, πλάτος το οποίο θεωρείται μικρό σε µια έκρυθμη κατάσταση, δεδομένης και της αυξημένης στάθμευσης των επισκεπτών ειδικά τους θερινούς μήνες.
Το Μάτι αποτελεί την πλέον χαρακτηριστική περίπτωση, καθώς δεν καταγράφηκε ούτε ένας δρόμος συνδεδεμένος στο δίκτυο που να οδηγεί απευθείας στην ακτή.
Ωστόσο, και στους υπόλοιπους οικισµούς η απευθείας πρόσβαση στη θάλασσα είναι περιορισµένη, καθώς, για παράδειγµα, στο Ζούµπερι καταγράφηκαν πέντε τέτοιες οδοί, ενώ στην Κακιά Θάλασσα τρεις. Και παρά το γεγονός ότι ο πληθυσµός στην Κακιά Θάλασσα είναι µόλις 203 άτοµα, η εικόνα αυτή δεν αντανακλά την πραγµατικότητα κατά τους θερινούς µήνες. Αντίστοιχα, και στις µικρές οικιστικές πυκνώσεις της Χαµολιάς και της Βραυρώνας η επισκεψιµότητα το καλοκαίρι είναι µεγάλη.
Οι ερευνητές ανέλυσαν, επίσης, την ύπαρξη χώρων συγκέντρωσης (λιµανιών-µαρινών-αλιευτικών καταφυγίων) στην περιοχή. Στη Βραυρώνα, στη Χαµολιά και στην Κακιά Θάλασσα δεν εντοπίστηκε κανένας τέτοιος χώρος, αλλά και στο σύνολο των έξι οικισµών αυτά τα σηµεία είναι δυσεύρετα.
Ακόμη, στις δορυφορικές εικόνες που αναλύθηκαν φάνηκε η παντελής έλλειψη αντιπυρικών ζωνών. "∆εν υπάρχει καµία ζώνη που να µπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο και να εµποδίσει ή να φρενάρει µια πιθανή πυρκαγιά. Μόνο στην περίπτωση του οικισµού Ζούµπερι, η λεωφόρος Μαραθώνος, εάν αξιοποιηθεί σωστά, θα µπορούσε να παίξει ρόλο αντιπυρικής ζώνης, δεδοµένου ότι είναι δρόµος 14-15 µέτρων" αναφέρει η έρευνα.
Το θετικό για τους οικισµούς που ερευνήθηκαν είναι ότι σε µεγάλο ποσοστό τα υλικά δόµησης είναι µπετόν και κεραµίδια, τα οποία δεν θεωρούνται ιδιαίτερα εύφλεκτα υλικά. Ωστόσο, η εναλλαγή των υφών στις ακτογραµµές των ευάλωτων οικισµών εµφανίζει περιοχές ή τµήµατα περιοχών µε ιδιαίτερα κρηµνώδεις ακτογραµµές, "συνθήκη η οποία µπορεί να αποβεί θανατηφόρα σε περίπτωση πυρκαγιάς και προσπάθειας διαφυγής προς τη θάλασσα", όπως σηµειώνει η έρευνα.
Τι προτείνουν οι ερευνητές
Για τις συγκεκριμένες περιοχές, με εξαίρεση το Μάτι που έχει καεί σχεδόν ολοσχερώς, οι μελετητές κάνουν προτάσεις για παρεμβάσεις.
Στο επίπεδο της προστασίας προτείνεται:
1. Η δηµιουργία αντιπυρικών ζωνών µέσα στο δάσος και στους οικισµούς.
2. Η αφαίρεση των περιφράξεων που εµποδίζουν την πρόσβαση στις ακτές.
3. Η διαπλάτυνση των δρόµων.
4. Η ύπαρξη σαφών και συνεχόµενων πινακίδων για απαγόρευση της στάθµευσης σε δρόµους που θεωρούνται κρίσιµοι σε περιπτώσεις ανάγκης διαφυγής.
5. Οι διανοίξεις δρόµων ώστε να προσφέρουν πρόσβαση προς τη θάλασσα και η κατάρτιση συγκεκριµένου σχεδίου διαφυγής µε δυνατότητα επιστράτευσης όλων των πλωτών µέσων που είναι διαθέσιµα στις απειλούµενες περιοχές και πέριξ αυτών.
6. Η συντήρηση και η βελτίωση του δικτύου δασικών δρόµων.
7. Η δηµιουργία χώρων στάθµευσης.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών