Τελευταία Νέα
Κοινωνία

Ορίστηκαν οι επτά Έλληνες εντεταλμένοι Ευρωπαίοι εισαγγελείς

Ορίστηκαν οι επτά Έλληνες εντεταλμένοι Ευρωπαίοι εισαγγελείς
Οι εισαγγελείς θα έχουν έδρα τους την Αθήνα, αλλά θα ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και θα έχουν πενταετή θητεία
Σχετικά Άρθρα

Οι επτά Έλληνες εντεταλμένοι Ευρωπαίοι εισαγγελείς, οι οποίοι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ορίστηκαν από το 11μελές Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης και θα ασκούν τα καθήκοντά τους, σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου 4786/2021 για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

Συγκεκριμένα, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης (Άρειος Πάγος), με τη συμμετοχή της προέδρου του Αρείου Πάγου, Αγγελικής Αλειφεροπούλου, και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Βασίλη Πλιώτα, όρισαν, με πενταετή θητεία:

  • Από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, την αντεισαγγελέα Μαρία Μαλλούχου.
  • Από την Εισαγγελία Εφετών, τον Οδυσσέα Τσορμπατζόγλου και την Αμαλία Μπακαλώνη.
  • Από την Εισαγγελία Πρωτοδικών, τους Νικόλαο Ορνεράκη, Πόπη Παπανδρέου, Χαρίκλεια Θάνου και Διονύσιο Μουζάκη.

Οι Έλληνες Ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς ενεργούν για λογαριασμό και εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και έχουν τις ίδιες, κατά περίπτωση, εξουσίες με τους εθνικούς Εισαγγελείς, όταν ασκούν τις αρμοδιότητές τους.
Θα λειτουργούν υπό τη μορφή ειδικού κλιμακίου, το οποίο θα είναι αναπόσπαστο τμήμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Οι αποδοχές τους θα είναι υψηλότερες των Ελλήνων εισαγγελέων και θα ακολουθούν τα ευρωπαϊκώς ισχύοντα. 

Λίγα λόγια για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία 

Τέσσερα χρόνια πέρασαν από τον Απρίλιο του 2017, όταν δεκαέξι κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης πήραν μια απόφαση - σταθμό όπως χαρακτηρίστηκε, για την από κοινού καταβολή προσπάθειας περί καταπολέμησης της απάτης και του οικονομικού εγκλήματος με την θέσπιση ενός νέου Οργάνου.

Οι ευρωπαίοι ηγέτες βλέποντας την απώλεια εσόδων από τον ΦΠΑ ύψους τουλάχιστον 50 δις ευρώ εξαιτίας της διασυνοριακής απάτης αλλά εντοπίζοντας ταυτόχρονα διάφορες άλλες περιπτώσεις κατάχρησης στα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ που άγγιζαν περίπου τα 600 εκατ. ευρώ ετησίως, αποφάσισαν να σηκώσουν τα «μανίκια» λαμβάνοντας ισχυρή πρωτοβουλία που ίσως σήμανε το τέλος στην υφιστάμενη αποσπασματική προσέγγιση.
Ο νέος αυτός θεσμός «βαφτίστηκε» με την ονομασία, Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό της, ο οποίος άρχισε να ισχύει από τις 20 Νοεμβρίου 2017.
Παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς, το εγχείρημα απέκτησε και άλλους υποστηρικτές κατά τη διάρκεια των ετών καθώς αποφάσισαν να συμμετάσχουν εν συνεχεία περισσότερες χώρες της ΕΕ, με τα συμμετέχοντα κράτη μέλη να ανέρχονται πλέον σε είκοσι - δύο εν συνόλω.
Η ίδρυση µιας Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας μολαταύτα, δεν είναι κάτι το καινούριο ως ιδέα.
Η αρχή της συζήτησης τοποθετείται ήδη από τον Οκτώβρη του 1996, όταν µία ομάδα Ευρωπαίων δικαστών πρότεινε τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Δικαστικού χώρου, όπου οι δικαστές μακριά από διάφορα διπλωµατικά κωλύµατα θα πραγματοποιούν ενδελεχείς έρευνες, ανταλλάσσοντας τις απαραίτητες πληροφορίες όπου κρίνεται απαραίτητο και θα διενεργούν άμεσα ανακρίσεις σε θέματα αναφορικά με το οικονομικό έγκλημα.
Θεωρείται όμως ως ένας καινούριος θεσμός, καθώς μας «συστήνεται» επί του πρακτέος πλέον, από την άποψη ενός υλοποιήσιμου μέτρου που βρίσκει σημείο εφαρμογής.
Φτάνοντας αισίως στο 2020 και συγκεκριμένα στις 27 Ιουλίου το Συμβούλιο διορίζει τους ευρωπαίους εισαγγελείς και τον κ. Δημήτρη Ζημιανίτη ως τον πρώτο Έλληνα Ευρωπαίο δικαστή με τριετή θητεία.

Το σκεπτικό γύρω από την ίδρυση

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα έχει την δυνατότητα να διεξάγει έρευνες και να ασκεί διώξεις για εγκλήματα που πλήττουν τον προϋπολογισμό της ΕΕ, βάζοντας στο μικροσκόπιο υποθέσεις που αφορούν κυρίως θέματα όπως η διασυνοριακή απάτη, η διαφθορά, το ξέπλυμα χρήματος.
Θα διερωτάται όμως κανείς αν όντως χρειαζόμαστε μια Ευρωπαϊκή Εισαγγελία όταν υπάρχουν ήδη οι αρμόδιες Αρχές σε εγχώριο επίπεδο.

Η απάντηση θεωρείται απλή για τον νομικό κόσμο:

Μέχρι σήμερα τα προαναφερθέντα εγκλήματα είχαν την δικαιοδοσία να ερευνούν αποκλειστικά και μόνο οι εθνικές αρχές.
Αυτό από μόνο του μαρτυρά πως η δικαιοδοσία τους σταματά στα εθνικά σύνορα, γεγονός που περιορίζει την ισχύ που έχουν στη διάθεσή τους οι εθνικές εισαγγελίες για την καταπολέμηση οικονομικών εγκλημάτων μεγάλης κλίμακας με διασυνοριακό χαρακτήρα.
Πέραν αυτής της διάστασης και οι υφιστάμενοι οργανισμοί της ΕΕ, όπως η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης γνωστή ως OLAF, όπως παρομοίως και η Ευρωπαϊκή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας Eurojust, δεν δύνανται να κινούν ποινικές έρευνες και να ασκούν διώξεις στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής «Οικογένειας».

Ας δούμε μερικά εμπόδια που υπήρχαν και φιλοδοξεί να λύσει η νέα Εισαγγελία:

Χαρακτηριστική ήταν για παράδειγμα η ειδική έκθεση αριθ. 01/2019 με τίτλο:
«Καταπολέμηση της απάτης κατά την εκτέλεση των δαπανών της ΕΕ: ανάγκη λήψης μέτρων», η οποία δημοσιεύθηκε στις 10-01-2019, όπου κατέληγε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση χρήζει ενίσχυσης των προσπαθειών της στον αγώνα καταπολέμησης της απάτης.
Μεταξύ άλλων αναφέρονταν ακόμη ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να αναλάβει τα ηνία αυτού του βήματος και να επανεξετάσει τον ρόλο και τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), δεδομένου ότι το ισχύον σύστημα διερεύνησης περιπτώσεων απάτης εμφανίζει εγγενείς αδυναμίες. Ήταν ένα ακόμη καμπανάκι που οδήγησε στον νέο θεσμό.

Επιπροσθέτως, ο μικρός σχετικά αριθμός διώξεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συνοδεύεται από χαμηλά ποσοστά ανάκτησης των ποσών που έχουν χαθεί λόγω απάτης.
Έτσι, οι εμπλεκόμενοι που διαπράττουν απάτες εις βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ ή στον τομέα του ΦΠΑ, με απώλεια εσόδων για τους εθνικούς προϋπολογισμούς τουλάχιστον 50 δισεκατομμύρια ευρώ, γνωρίζουν πολύ καλά ότι έχουν πολλές πιθανότητες να οικειοποιηθούν το προϊόν των εγκλημάτων τους, καθώς βασίζονται στην έλλειψη συνεκτικής επιβολής του νόμου στην ΕΕ.
Μεγάλα κενά εν ολίγοις που οδηγούν σε σημαντικές οικονομικές απώλειες.
Σε αυτό το σημείο, έρχεται η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για να βοηθήσει στην διευθέτηση των εν λόγω αδυναμιών, μαχόμενη όπως είναι η αποστολή της, για την πάταξη των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.
Θεωρείται ως ένα μεγάλο βήμα για τον ενωσιακό χαρακτήρα της ΕΕ καθώς η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποτελεί ένα όργανο το οποίο παρουσιάζει µία διευρυµένη δυναµική, αφού επεκτείνεται αναπόφευκτα στο κοµµάτι της παρέµβασης σε επίπεδο κρατικών αρχών αλλά και φορέων.

Δικαιοσύνη και ΕΕ ενώνονται για κοινούς στόχους

Η κοινή δράση υπέρ της διεκδίκησης εφαρμογής της Δικαιοσύνης, άπτεται σε έναν ορίζοντα δράσης που δεν έχει αποτυπώσει ιδιαίτερα ουσιαστική και ανεπτυγµένη συνεργασία μέχρι τώρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ένας ρόλος δηλαδή διόλου «εύκολος» που έρχεται να τακτοποιήσει σοβαρές υποθέσεις.
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελική Αρχή αναμένεται να συγκεντρώνει εμπειρογνωμοσύνη και πείρα λειτουργώντας ως ενιαία υπηρεσία σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη ενώ θα είναι σε θέση να λαμβάνει άμεσα δράση σε διασυνοριακές υποθέσεις, δίχως χρονοβόρες διαδικασίες δικαστικής συνεργασίας και δη όταν αφορά στην άσκηση διώξεων.
Σημειώνεται επίσης, πως το νέο όργανο θα χειρίζεται υποθέσεις απάτης που αφορούν χρήματα της ΕΕ άνω του ποσού των 10.000 ευρώ, καθώς και περίπλοκες υποθέσεις διασυνοριακής απάτης στον τομέα του ΦΠΑ στις οποίες η ζημία θα υπερβαίνει τα 10 εκατ. ευρώ.

Και φυσικά ...οι προβληματισμοί

Οι ειδικοί χαρακτηρίζουν μεν ως θετικό βήμα τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αλλά προειδοποιούν δε ότι ο ισχύων κανονισμός κρύβει αρκετούς κινδύνους.
Όπως επισημαίνουν, οι προβληματισμοί αφορούν κυρίως στον εντοπισμό και διερεύνηση κρουσμάτων απάτης κατά την εκτέλεση των δαπανών της ΕΕ που θα πραγματοποιούνται κατά κύριο λόγο από τις εθνικές αρχές.
Εντούτοις, ο κανονισμός δεν προβλέπει κάποιον μηχανισμό μέσω του οποίου η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα παρακινεί τις αρχές των κρατών μελών να διαθέτουν τους πόρους που είναι αναγκαίοι για την εκτέλεση των προληπτικών εργασιών που απαιτούνται.
Προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της δράσης οι ελεγκτές συνιστούν στην Επιτροπή τα εξής:

  • να θέσει σε εφαρμογή ένα αξιόπιστο σύστημα αναφοράς και μέτρησης των κρουσμάτων απάτης, το οποίο θα παρέχει πληροφορίες σχετικά με την κλίμακα, τη φύση και τα βασικά αίτια της απάτης
  • να διασφαλίσει ότι η διαχείριση του κινδύνου απάτης και η πρόληψη της απάτης θα αναφέρονται ρητά ως μέρος του χαρτοφυλακίου κάποιου Επιτρόπου και να εγκρίνει νέα στρατηγική για την καταπολέμηση της απάτης, βάσει διεξοδικής ανάλυσης των σχετικών κινδύνων
  •  να εντείνει τις δραστηριότητές της που αποσκοπούν στην πρόληψη της απάτης και να ενισχύσει τα σχετικά εργαλεία
  • να επανεξετάσει τον ρόλο και τις αρμοδιότητες της OLAF σε συνάρτηση με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και να προτείνει την ανάθεση στην OLAF στρατηγικού και εποπτικού ρόλου

Eπιπλέον, άλλοι επικριτές τονίζουν κάποια εν δυνάµει προβλήματα: λειτουργικά, θεσµικά και νοµικά µε τα οποία θα έρθει αντιµέτωπη κατά τη δράση της και αφορούν το αγαθό της ελευθερίας του πολίτη.

Συνοπτικά μερικές ακόμη πληροφορίες:

Η πρώτη Ευρωπαία Γενική Εισαγγελέας είναι από τη Ρουμανία, η κ. Laura Codruta Kovesi.

Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη στην ενισχυμένη αυτή συνεργασία είναι τα εξής:
Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Κροατία, Κύπρος, Τσεχική Δημοκρατία, Εσθονία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, η δική μας - η Ελλάδα, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Ιταλία, Μάλτα, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβενία, Σλοβακία, Ισπανία, Κάτω Χώρες, ενώ ανά πάσα ώρα μπορούν να εισέλθουν και άλλες χώρες.
• Στη Συνθήκη της Λισαβόνας µε το άρθρο 86 της ΣΛΕΕ κατοχυρώνεται η νοµική βάση για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας μετά από μακροχρόνιες προσπάθειες της Επιτροπής

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα συνεργάζεται στενά με τις εθνικές αρχές επιβολής του νόμου, καθώς και με άλλους φορείς, όπως η Eurojust η Εuropol και η Olaf.
• Η Olaf αποτελεί την ευρωπαϊκή υπηρεσία καταπολέµησης της απάτης.
• Η Eurojust αποτελεί µόνιµο όργανο της Ε.Ε µε σκοπό το συντονισµό της ποινικής δικαστικής διαδικασίας µεταξύ των αντίστοιχων αρχών των κρατών-µελών.
• Η Europol σαν όργανο βοηθάει την Olaf και όλα τα λοιπά όργανα καταπολέµησης της απάτης

Οργάνωση σε δύο επίπεδα

Στο στρατηγικό επίπεδο θα διαθέτει:

• έναν ευρωπαίο γενικό εισαγγελέα, ο οποίος θα είναι αρμόδιος για τη διαχείριση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και την οργάνωση των εργασιών της
• ένα συλλογικό όργανο εισαγγελέων, το οποίο θα είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις για στρατηγικά θέματα

Στο επιχειρησιακό επίπεδο θα διαθέτει:

• ευρωπαίους εντεταλμένους εισαγγελείς, οι οποίοι θα είναι αρμόδιοι για τη διενέργεια ποινικών ερευνών και την άσκηση διώξεων
• μόνιμα τμήματα, τα οποία θα παρακολουθούν και θα καθοδηγούν τις έρευνες και θα λαμβάνουν επιχειρησιακές αποφάσεις

Τέλος, επισημαίνεται ότι οι Ευρωπαίοι εισαγγελείς διορίζονται για μη ανανεώσιμη εξαετή θητεία, ενώ το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να παρατείνει
τη θητεία για μέγιστο διάστημα τριών ετών μετά το πέρας της εξαετούς περιόδου.
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αναμένεται να αρχίσει να λειτουργεί στα τέλη του 2020 και θα εδρεύει στο Λουξεμβούργο.
Ένας πολλά υποσχόμενος θεσμός που αν επιτύχει θα έχει σημειώσει διπλή επιτυχία: Περισσότερα οικονομικά οφέλη για την ΕΕ αλλά και μια πιο ενωμένη Ευρωπαϊκή "Οικογένεια" και σε θέματα δικαιοσύνης.

Επιμέλεια
Ε. Τσιάβο

www.bankingnews.gr 

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης