Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, «εργατικό ατύχημα συνιστά η κατά την εκτέλεση ή εξ αφορμής εργασίας ασθένεια με συνέπεια ανικανότητα εργασίας»
Σε μία πρωτοφανή απόφαση προχώρησε ο Άρειος Πάγος κρίνοντας πως «εργατικό ατύχημα συνιστά η κατά την εκτέλεση ή εξ αφορμής εργασίας ασθένεια με συνέπεια ανικανότητα εργασίας, αν προκλήθηκε από γεγονός αιφνίδιο και απρόβλεπτο και είναι άσχετη με την ιδιοσυστασία και βαθμιαία φθορά του οργανισμού του παθόντος”.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, «εργατικό ατύχημα συνιστά η κατά την εκτέλεση ή εξ αφορμής εργασίας ασθένεια με συνέπεια ανικανότητα εργασίας».
Η υπόθεση έφτασε στον Άρειο Πάγο κατά της απόφασης του Εφετείου ότι «η επιδείνωση της υγείας της ενάγουσας και η επελθούσα αναπηρία της δεν θεωρείται απότοκος εργατικού ατυχήματος, αποδιδόμενο στα εργασιακά της καθήκοντα και δη λόγω μετακίνησης σημαντικού βάρους κιβωτίου για την παραλαβή και αποθήκευση εμπορευμάτων, καθόσον διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της παραλείψεως της εργοδότριας να μεταβάλει τις συνθήκες εργασίας της ενάγουσας μετά τη γνωστοποίηση σ’ αυτήν του προβλήματος υγείας της».
Και τούτο, όπως αναφέρεται στην προσφυγή, «με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής και έτσι όπως έκρινε, παραβίασε εκ πλαγίου τις πιο πάνω αναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νόμιμης βάσης, καθόσον δεν διαλαμβάνονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις όλα εκείνα τα περιστατικά, από τα οποία καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας των άνω ουσιαστικών διατάξεων, συγκεκριμένα ως προς το κρίσιμο ζήτημα της παράλειψης ή μη της εναγόμενης ήδη αναιρεσίβλητης να μεταβάλει τις συνθήκες εργασίας της ενάγουσας ήδη αναιρεσείουσας μετά τη γνωστοποίηση σε αυτήν του προβλήματος υγείας της, το οποίο κατά τις ίδιες παραδοχές παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά στις 25-10-2001».
Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου:
α) αφενός μεν γίνεται δεκτό ότι η ενάγουσα ήδη αναιρεσείουσα ελάμβανε αναρρωτικές άδειες, οι οποίες γνωστοποιούνται στον εργοδότη, εδώ στην εναγόμενη ήδη αναιρεσίβλητη, η οποία ως εκ τούτου γνώριζε ότι η ως άνω εργαζόμενη παρουσίαζε πρόβλημα υγείας ορθοπεδικής φύσης και για το λόγο αυτό κατά τα έτη 2001 μέχρι 2003 ελάμβανε αλλεπάλληλες αναρρωτικές άδειες, αφετέρου δε ότι δεν γνώριζε την ακριβή κατάσταση της υγείας της ενάγουσας ήδη αναιρεσείουσας και συνακόλουθα αν έχρηζε μετατροπής των συνθηκών εργασίας της, λαμβανομένου υπόψη ότι με βάση τις ίδιες παραδοχές μετά την επιστροφή στην εργασία της τον Απρίλιο του 2003 δεν αποδείχθηκε ότι συνέχιζε να εκτελεί την εργασία της μεταφοράς αντικειμένων, χωρίς όμως να διαλαμβάνονται περαιτέρω παραδοχές για το είδος των καθηκόντων αυτής κατά το διάστημα από τον Απρίλιο του 2003 έως τον Οκτώβριο του 2005, οπότε της ανατέθηκαν καθήκοντα διοικητικής φύσεως,
β) ενώ δέχεται ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες παρείχε την εργασία της η ενάγουσα ήδη αναιρεσείουσα δεν αποτέλεσαν την αφορμή για να εμφανιστεί και εξελιχθεί η ασθένειά της, στη συνέχεια δέχεται επίσης ότι αυτή δεν γνωστοποίησε στην εργοδότριά της την αδυναμία της να μεταφέρει αντικείμενα, που θα ελάμβανε χώρα μόνο εάν η εμφάνιση και η εκδήλωση της ασθένειας της οφειλόταν στις συνθήκες εργασίας της. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσίαν ο ως άνω πρώτος λόγος της αναίρεσης, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση του δεύτερου αναιρετικού λόγου, με το οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 11 γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Εφόσον δε αναιρείται η προσβαλλόμενη με αριθμό 58/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, στο οποίο η υπόθεση είχε παραπεμφθεί με τη με αριθμό 684/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, μετά από αναίρεση της προηγούμενης με αριθμό 58/2015 απόφασης του ως άνω δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου για την ίδια υπόθεση.
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, «εργατικό ατύχημα συνιστά η κατά την εκτέλεση ή εξ αφορμής εργασίας ασθένεια με συνέπεια ανικανότητα εργασίας».
Η υπόθεση έφτασε στον Άρειο Πάγο κατά της απόφασης του Εφετείου ότι «η επιδείνωση της υγείας της ενάγουσας και η επελθούσα αναπηρία της δεν θεωρείται απότοκος εργατικού ατυχήματος, αποδιδόμενο στα εργασιακά της καθήκοντα και δη λόγω μετακίνησης σημαντικού βάρους κιβωτίου για την παραλαβή και αποθήκευση εμπορευμάτων, καθόσον διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της παραλείψεως της εργοδότριας να μεταβάλει τις συνθήκες εργασίας της ενάγουσας μετά τη γνωστοποίηση σ’ αυτήν του προβλήματος υγείας της».
Και τούτο, όπως αναφέρεται στην προσφυγή, «με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής και έτσι όπως έκρινε, παραβίασε εκ πλαγίου τις πιο πάνω αναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του νόμιμης βάσης, καθόσον δεν διαλαμβάνονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις όλα εκείνα τα περιστατικά, από τα οποία καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας των άνω ουσιαστικών διατάξεων, συγκεκριμένα ως προς το κρίσιμο ζήτημα της παράλειψης ή μη της εναγόμενης ήδη αναιρεσίβλητης να μεταβάλει τις συνθήκες εργασίας της ενάγουσας ήδη αναιρεσείουσας μετά τη γνωστοποίηση σε αυτήν του προβλήματος υγείας της, το οποίο κατά τις ίδιες παραδοχές παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά στις 25-10-2001».
Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου:
α) αφενός μεν γίνεται δεκτό ότι η ενάγουσα ήδη αναιρεσείουσα ελάμβανε αναρρωτικές άδειες, οι οποίες γνωστοποιούνται στον εργοδότη, εδώ στην εναγόμενη ήδη αναιρεσίβλητη, η οποία ως εκ τούτου γνώριζε ότι η ως άνω εργαζόμενη παρουσίαζε πρόβλημα υγείας ορθοπεδικής φύσης και για το λόγο αυτό κατά τα έτη 2001 μέχρι 2003 ελάμβανε αλλεπάλληλες αναρρωτικές άδειες, αφετέρου δε ότι δεν γνώριζε την ακριβή κατάσταση της υγείας της ενάγουσας ήδη αναιρεσείουσας και συνακόλουθα αν έχρηζε μετατροπής των συνθηκών εργασίας της, λαμβανομένου υπόψη ότι με βάση τις ίδιες παραδοχές μετά την επιστροφή στην εργασία της τον Απρίλιο του 2003 δεν αποδείχθηκε ότι συνέχιζε να εκτελεί την εργασία της μεταφοράς αντικειμένων, χωρίς όμως να διαλαμβάνονται περαιτέρω παραδοχές για το είδος των καθηκόντων αυτής κατά το διάστημα από τον Απρίλιο του 2003 έως τον Οκτώβριο του 2005, οπότε της ανατέθηκαν καθήκοντα διοικητικής φύσεως,
β) ενώ δέχεται ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες παρείχε την εργασία της η ενάγουσα ήδη αναιρεσείουσα δεν αποτέλεσαν την αφορμή για να εμφανιστεί και εξελιχθεί η ασθένειά της, στη συνέχεια δέχεται επίσης ότι αυτή δεν γνωστοποίησε στην εργοδότριά της την αδυναμία της να μεταφέρει αντικείμενα, που θα ελάμβανε χώρα μόνο εάν η εμφάνιση και η εκδήλωση της ασθένειας της οφειλόταν στις συνθήκες εργασίας της. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσίαν ο ως άνω πρώτος λόγος της αναίρεσης, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση του δεύτερου αναιρετικού λόγου, με το οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 11 γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Εφόσον δε αναιρείται η προσβαλλόμενη με αριθμό 58/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, στο οποίο η υπόθεση είχε παραπεμφθεί με τη με αριθμό 684/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, μετά από αναίρεση της προηγούμενης με αριθμό 58/2015 απόφασης του ως άνω δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου για την ίδια υπόθεση.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών