Τα ενοικιαζόμενα, οι ξαπλώστρες και τα… «ρεκόρ αφίξεων» δεν μπορεί να αποτελούν «βαριά βιομηχανία» μιας ανεπτυγμένης χώρας…
Ενας από τους τους κεντρικούς στόχους της μνημονιακής «προσαρμογής» ήταν η μετατροπή της Ελλάδας σε ένα είδος πάμφθηνης τουριστικής αποικίας για τους Βορειοευρωπαίους, μεσαίου και χαμηλότερου εισοδήματος.
Το Βερολίνο έψαχνε εναγωνίως έναν ιδανικό μεσογειακό προορισμό για τους Γερμανούς συνταξιούχους που προτιμούν να πλένουν τα πόδια τους σε γαλάζια, αλλά «ασφαλή» νερά.
Κι αυτός δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από μια οικονομικά καθημαγμένη Ελλάδα με νεόπτωχους ιθαγενείς που θα επωμίζονταν πρόθυμα, μες στην απόγνωση τους, τον ρόλο του κακοπληρωμένου σερβιτόρου.
Ο τουρισμός ήταν ένας κλάδος που προσαρμόστηκε απότομα στην λογική της «ανταγωνιστικότητας» με την κάθετη μείωση του εργατικού κόστους και τους μισθούς των 500 ευρώ.
Από το 2010 έως σήμερα ο αριθμός Γερμανών τουριστών διπλασιάστηκε ξεπερνώντας πλέον τα 4 εκατομμύρια.
Σύμφωνα με μία μελέτη της PWC οι Γερμανοί αποτελούν με 14% μακράν την μεγαλύτερη ομάδα επισκεπτών στην Ελλάδα, ακολουθούμενοι από τους Βρετανούς τους Ιταλούς και τους Γάλλους.
Το στρεβλό μοντέλο μαζικού τουρισμού
Η αυξητική αυτή τάση που καταγράφεται μέσα σε μια δεκαετία ( με το 2019 έτος ρεκόρ από πλευράς αφίξεων αλλά και εσόδων) απεικονίζει και το απολύτως στρεβλό μοντέλο που ακολούθησε ο ελληνικός τουρισμός στην διάρκεια της κρίσης: Διαδοχικά «ρεκόρ αφίξεων» για τα οποία καμάρωναν οι εκάστοτε υπουργοί τουρισμού, αλλά και δραματική μείωση στην κατά κεφαλήν δαπάνη των ξένων επισκεπτών που σε απλά ελληνικά σημαίνει: «πληθαίνουν τα κεφάλια, πέφτει η ποιότητα»…
Ακόμη και αν συμβάδιζε σε πλήρη αρμονία η καμπύλη των αφίξεων με αυτή των τουριστικών εσόδων η προσέλκυση μαζικού τουρισμού αποτελεί μοντέλο με ημερομηνία λήξεως.
Τα «ρεκόρ αφίξεων» δεν εξασφαλίζουν ούτε ευημερία ούτε ανάπτυξη. Αντίθετα δημιουργούν συνθήκες κορεσμού και συχνά οδηγούν σε κανιβαλικές καταστάσεις που υπονομεύουν το επίπεδο διαβίωσης του ντόπιου πληθυσμού.
Το έζησε πρόσφατα η Βενετία, το έζησε η Βαρκελώνη, το έζησε η Ρόδος με το πρόβλημα των απορριμμάτων το έζησε και η Σαντορίνη που κλήθηκε να εξυπηρετήσει 85 χιλιάδες τουρίστες ημερησίως μέχρι ο δήμαρχος της να φωνάξει: «Στόπ! Δεν αντέχουμε άλλους τουρίστες»(ζητώντας επισήμως από την πολιτεία το πάγωμα οικοδομικών αδειών για τουριστικά καταλύματα).
Τσιφούτηδες οι Γερμανοί τουρίστες…
Το πρόσθετο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι ειδικά στην περίοδο της κρίσης, παρότι ο τουρισμός στήριξε σημαντικά το ΑΕΠ, η «έκρηξη των αφίξεων» δεν συνοδεύτηκε από έκρηξη τουριστικών εσόδων. Παρότι, όπως προαναφέραμε, από το 2010 ο αριθμός των αφίξεων υπερδιπλασιάστηκε ξεπερνώντας τα 31 εκατομμύρια, η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη γκρεμίστηκε από τα 740 ευρώ στα 530 ευρώ την ίδια στιγμή που στην Ισπανία αυξάνεται έστω και οριακά, ξεπερνώντας τα 1100 ευρώ και στην «δική» μας Κύπρο τα 850 ευρώ.
Η αναντιστοιχία αυτή δεν είναι τυχαία. Η Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης φτήνυνε, ενώ άλλα κράτη κράτησαν ψηλά μισθούς και κόστη υπηρεσιών.
Βάσει και της επιθυμίας των δανειστών η χώρα μας έγινε προσιτή σε χαμηλότερα εισοδήματα ακόμη για χώρες του πρώην ανατολικού μπλόκ(η Ρουμανία είναι σταθερά στην πρώτη οκτάδα των χωρών προέλευσης).
Την συγκριτική μείωση των εσόδων επέτεινε η έκρηξη στις (μη δηλωμένες) ενοικιάσεις παραθεριστικών κατοικιών μέσω της πλατφόρμας “Airbnb”, οι μισθώσεις φτηνών ιστιοπλοικών και η μαζική επανεμφάνιση τροχόσπιτων, οι κάτοχοι των οποίων αφήνουν ελάχιστα χρήματα στις τοπικές κοινωνίες.
Το εντυπωσιακότερο όλων είναι όμως η κατά κεφαλή τουριστική δαπάνη ανά εθνικότητα που διαψεύδει στερεότυπα και ευρέως διαδεδομένους μύθους.
Το 2014, χρονιά αιχμής της κρίσης με την Ελλάδα ακόμη σε μνημονιακή επιτήρηση, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΣΕΤΕ που επικαλείται η έρευνα της PWC, οι Αμερικανοί τουρίστες αποδείχτηκαν οι πιο…χουβαρντάδες με μέση ημερήσια δαπάνη 89 ευρώ, ακολουθούμενοι κατά πόδας από τους Αυστραλούς και τους Ελβετούς με 87 ευρώ.
Οι Γερμανοί-οποία έκπληξις(!)- βρίσκονται ασθμαίνοντες στην…13η θέση με μόλις 65 ευρώ, την ώρα που ο…μέσος Αλβανός τουρίστας ξοδεύει 57!
Ας πάμε όμως και στα νεότερα στοιχεία του 2019 που ήταν μακράν η καλύτερη χρονιά του ελληνικού τουρισμού.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, πρώτοι στην κατά κεφαλήν δαπάνη έρχονται και πάλι οι Αμερικανοί τουρίστες με μεγάλη διαφορά από τους υπόλοιπους. 1.179.000 Αμερικανοί επισκέπτες ξόδεψαν 1,09 δις ευρώ. Δηλαδή περί τα 926 ευρώ ανά κεφαλή δαπάνη σε αντίθεση με τα μόλις 734 ευρώ των Γερμανών και τα 744 ευρώ που αντιστοιχούν στους 583 χιλιάδες Ρώσους τουρίστες.
Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι οι Γερμανοί που επιλέγουν τα τελευταία χρόνια την Ελλάδα είναι χαμηλότερης εισοδηματικής στάθμης από τον μέσο όρο Γερμανού εργαζόμενου, π.χ. ανειδίκευτοι εργάτες, φοιτητές, χαμηλοσυνταξιούχοι κλπ. Και αυτό είναι μόνο ένα συγκεκριμένο παράδειγμα.
Ακόμη και για τους Αμερικάνους μία μέση δαπάνη κάτω από 1000 ευρώ είναι απογοητευτική όταν τα αντίστοιχα νούμερα σε Ισπανία και Ιταλία είναι πολύ μεγαλύτερα. Κι αυτό μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα: Είτε ότι η Ελλάδα…παρά έγινε φτηνή για τους ξένους στα χρόνια της κρίσης, είτε ότι το μοντέλο μαζικού παραθερισμού με τα all inclusive και τα βραχιολάκια δημιουργεί μεν πληρότητες στις(υπερδανεισμένες)ξενοδοχειακές μονάδες, αλλά τα έσοδα νέμονται με θηριώδεις προμήθειες μέσω προ-κρατήσεων ξένοι πράκτορες και ταξιδιωτικά γραφεία όπως η (παραπαίουσα σήμερα) γερμανικών συμφερόντων «TUI» και ο…μακαρίτης πλέον, «Τhomas Cook».
Το μεγάλο κράχ λόγω κορωνοιού
Αποτελεί ίσως τραγική ειρωνεία ότι το 2020 ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς για τον ελληνικό τουρισμό. Τα πρώτα ανεπίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος μαρτυρούν ότι ο Ιανουάριος κινήθηκε εξαιρετικά εμφανίζοντας αύξηση κατά 24% στις ταξιδιωτικές εισπράξεις οι οποίες διαμορφώθηκαν στα 287 εκατ. Ευρώ έναντι 230 εκατ. τον αντίστοιχο μήνα του 2019. Και μετά…ήρθε ο κορωνοιός.
Το ακριβές μέγεθος της ζημιάς που θα υποστεί φέτος ο ελληνικός τουρισμός είναι αδύνατον να υπολογισθεί, αλλά το μόνο βέβαιο είναι ότι μιλάμε για εικόνα γενικευμένης κατάρρευσης, αν λάβουμε μάλιστα υπόψιν ότι ο κλάδος παρουσιάζει υψηλό ποσοστό «κόκκινων δανείων», που με βάση τα πρόσφατα στοιχεία της ΤτΕ φτάνει στο 27,7%.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι προβλέψεις αναθεωρούνται επί τα χείρω διαρκώς και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού(UNWTO), που στην αφετηρία της κρίσης ανέμενε μείωση κατά 1-3%, γρήγορα αναθεώρησε τις απόψεις του μιλώντας για μείωση τουριστικών αφίξεων από 20-30% το 2020 και συνακόλουθη απώλεια εκατομμυρίων θέσεων εργασίας, αλλά και μισού τρις ευρώ παγκοσμίως.
Οι προβλέψεις αυτές είναι εξαιρετικά συντηρητικές.
Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Τουρισμού(WTTC)μιλάει για τρύπα 2,1 τρις δολαρίων στον ταξιδιωτικό-τουριστικό κλάδο και απώλεια 75 εκατ. Θέσεων εργασίας ανά την υφήλιο.
Στην Ελλάδα η κατάσταση προιδεάζει για ένα άνευ προηγουμένου κράχ. Τ
ο δραματικό σκηνικό αποτυπώνεται σε έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων που δόθηκε στην δημοσιότητα στις 17 Μαρτίου και μεταξύ άλλων κατέγραφε απώλειες 522 εκατομμυρίων ευρώ στα ξενοδοχεία από ακυρώσεις δωματίων και συνεδρίων, προβλέποντας πτώση του τζίρου πάνω από 50% για το 2020. Επιπλέον με μία εξόχως συντηρητική εκτίμηση προβλέπεται η απώλεια περισσότερων από 38 χιλιάδες θέσεις εργασίας σε σύνολο 450 χιλιάδων(στην πραγματικότητα θα χαθούν τουλάχιστον οι μισές)
Η έρευνα που έγινε για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος προβλέπει πτώση στον ρυθμό μελλοντικών κρατήσεων κατά 72% στο 92% των ξενοδοχείων δωδεκάμηνης λειτουργίας και κατά 58% στα ξενοδοχεία εποχικής λειτουργίας. Όμως ήδη οι προβλέψεις αυτές έχουν ξεπεραστεί από τα γεγονότα.
Αν η καραντίνα κρατήσει και τον Μάιο που είναι το πιθανότερο, το επικρατέστερο(και εφιαλτικό)σενάριο για τα εποχικά καταλύματα είναι να μην ανοίξουν καθόλου αυτή τη σεζόν. Το καλοκαίρι δηλαδή να μην φτάσει ποτέ για τον ελληνικό τουρισμό…
Αναλογιστείτε απλά ότι ο τουρισμός στα χρόνια της κρίσης συνεισέφερε άμεσα και έμμεσα το 25% του ΑΕΠ και θα αντιληφθείτε εύκολα αυτό τι μπορεί να σημαίνει για την γενικότερη πορεία της ελληνικής οικονομίας…
«Βαριά βιομηχανία» ευάλωτη και χωρίς εφεδρείες…
Κάποιος από τους τεμπέληδες πολιτικούς μας ανακάλυψε κάποια στιγμή ότι «ο μαζικός τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας» και την φράση αυτή αναμασούν αβασάνιστα οι ανέμπνευστοι Μαυρογιαλούροι της μεταπολίτευσης.
Μεγαλύτερη ομολογία συλλογικής παραίτησης δεν υπάρχει. Είναι σαν να λες ότι σε βοήθησε ο Θεός να γεννηθείς στο πιο ευλογημένο «οικόπεδο» του πλανήτη, αλλά είσαι παντελώς ανίκανος να το αξιοποιήσεις με παραγωγικούς τρόπους, γι αυτό το παραχωρείς στο γείτονα για να παρκάρει το τροχόσπιτο, να λιάζεται, να κολυμπάει και να σου δίνει λίγο χαρτζιλίκι.
Μόνο που αν για κάποιο λόγο ο γείτονας αρρωστήσει, αλλάξει γνώμη, θελήσει άλλου είδους παροχές εκτός από τον ήλιο, τη θάλασσα και τις τσάμπα μπύρες, μένεις με το οικόπεδο αμανάτι, γεμάτο σκουπίδια από τις προηγούμενες χρήσεις.
Επιμύθιον: Την περίοδο της κρίσης, οι Ελληνες στράφηκαν όλο και περισσότερο σε υπηρεσίες «υποδοχής και φιλοξενίας» οι οποίες δεν μπορούν να αποτελέσουν τον βασικό κορμό μιας παραγωγικής μηχανής που θα ξεκολλήσει τη χώρα από το τέλμα, θα οδηγήσει σε αυτόνομη ανάπτυξη και θα συγκρατήσει την διαρροή εγκεφάλων στο εξωτερικό. Επιπλέον ο κλάδος του τουρισμού και της φιλοξενίας, υπόκειται σε πολλούς αστάθμητους εξωτερικούς παράγοντες που μπορεί να αφορούν γεωπολιτική αστάθεια(ταξιδιωτική οδηγία), φυσικές καταστροφές ή και μια πανδημία όπως συμβαίνει σήμερα.
Επομένως η εξάρτηση μιας οικονομίας, σε τέτοιο βαθμό, από τους ξένους επισκέπτες αποτελεί αχίλλειο πτέρνα και όχι συγκριτικό πλεονέκτημα.
Ασφαλώς και ο τουρισμός αποτελεί σημαντική εισοδηματική πηγή στο ελληνικό ΑΕΠ. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά σε έναν τόπο που διαθέτει τόσες φυσικές ομορφιές και τέτοια πολιτισμική κληρονομιά. Αλλά οι ξαπλώστρες και τα ενοικιαζόμενα δεν μπορούν να αποτελούν «βαριά βιομηχανία» μιας ανεπτυγμένης χώρας.
Οφείλουμε να προστατεύσουμε και να αναβαθμίσουμε τον τουρισμό μας. Να φύγουμε επιτέλους από το αξίωμα της «μαζικότητας» και να επιδιώξουμε εξειδίκευση σε ποιοτικότερες μορφές αναψυχής. Με απαραίτητη προυπόθεση πάντα τον σεβασμό στην αισθητική του τοπίου και την ιστορία της πατρίδας μας. Η κρίση προσφέρει ασφαλώς ευκαιρία για ένα restart.
Oμως δεν μπορεί ο τουρισμός, όπως άλλωστε και η οικοδομή στο πρόσφατο παρελθόν, να αποτελεί παραγωγικό μονόδρομο ενός έθνους που αναμφισβήτητα, εκτός από το οικόπεδο, διαθέτει πρωτογενή χαρίσματα και έμφυτες ικανότητες.
Γιατί αν μείνουμε μόνο στις υπηρεσίες φιλοξενίας η οικονομία της χώρας θα είναι μονίμως ευάλωτη σε έκτακτες περιστάσεις όπως αυτές που ζούμε…
www.bankingnews.gr
Το Βερολίνο έψαχνε εναγωνίως έναν ιδανικό μεσογειακό προορισμό για τους Γερμανούς συνταξιούχους που προτιμούν να πλένουν τα πόδια τους σε γαλάζια, αλλά «ασφαλή» νερά.
Κι αυτός δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από μια οικονομικά καθημαγμένη Ελλάδα με νεόπτωχους ιθαγενείς που θα επωμίζονταν πρόθυμα, μες στην απόγνωση τους, τον ρόλο του κακοπληρωμένου σερβιτόρου.
Ο τουρισμός ήταν ένας κλάδος που προσαρμόστηκε απότομα στην λογική της «ανταγωνιστικότητας» με την κάθετη μείωση του εργατικού κόστους και τους μισθούς των 500 ευρώ.
Από το 2010 έως σήμερα ο αριθμός Γερμανών τουριστών διπλασιάστηκε ξεπερνώντας πλέον τα 4 εκατομμύρια.
Σύμφωνα με μία μελέτη της PWC οι Γερμανοί αποτελούν με 14% μακράν την μεγαλύτερη ομάδα επισκεπτών στην Ελλάδα, ακολουθούμενοι από τους Βρετανούς τους Ιταλούς και τους Γάλλους.
Το στρεβλό μοντέλο μαζικού τουρισμού
Η αυξητική αυτή τάση που καταγράφεται μέσα σε μια δεκαετία ( με το 2019 έτος ρεκόρ από πλευράς αφίξεων αλλά και εσόδων) απεικονίζει και το απολύτως στρεβλό μοντέλο που ακολούθησε ο ελληνικός τουρισμός στην διάρκεια της κρίσης: Διαδοχικά «ρεκόρ αφίξεων» για τα οποία καμάρωναν οι εκάστοτε υπουργοί τουρισμού, αλλά και δραματική μείωση στην κατά κεφαλήν δαπάνη των ξένων επισκεπτών που σε απλά ελληνικά σημαίνει: «πληθαίνουν τα κεφάλια, πέφτει η ποιότητα»…
Ακόμη και αν συμβάδιζε σε πλήρη αρμονία η καμπύλη των αφίξεων με αυτή των τουριστικών εσόδων η προσέλκυση μαζικού τουρισμού αποτελεί μοντέλο με ημερομηνία λήξεως.
Τα «ρεκόρ αφίξεων» δεν εξασφαλίζουν ούτε ευημερία ούτε ανάπτυξη. Αντίθετα δημιουργούν συνθήκες κορεσμού και συχνά οδηγούν σε κανιβαλικές καταστάσεις που υπονομεύουν το επίπεδο διαβίωσης του ντόπιου πληθυσμού.
Το έζησε πρόσφατα η Βενετία, το έζησε η Βαρκελώνη, το έζησε η Ρόδος με το πρόβλημα των απορριμμάτων το έζησε και η Σαντορίνη που κλήθηκε να εξυπηρετήσει 85 χιλιάδες τουρίστες ημερησίως μέχρι ο δήμαρχος της να φωνάξει: «Στόπ! Δεν αντέχουμε άλλους τουρίστες»(ζητώντας επισήμως από την πολιτεία το πάγωμα οικοδομικών αδειών για τουριστικά καταλύματα).
Τσιφούτηδες οι Γερμανοί τουρίστες…
Το πρόσθετο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι ειδικά στην περίοδο της κρίσης, παρότι ο τουρισμός στήριξε σημαντικά το ΑΕΠ, η «έκρηξη των αφίξεων» δεν συνοδεύτηκε από έκρηξη τουριστικών εσόδων. Παρότι, όπως προαναφέραμε, από το 2010 ο αριθμός των αφίξεων υπερδιπλασιάστηκε ξεπερνώντας τα 31 εκατομμύρια, η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη γκρεμίστηκε από τα 740 ευρώ στα 530 ευρώ την ίδια στιγμή που στην Ισπανία αυξάνεται έστω και οριακά, ξεπερνώντας τα 1100 ευρώ και στην «δική» μας Κύπρο τα 850 ευρώ.
Η αναντιστοιχία αυτή δεν είναι τυχαία. Η Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης φτήνυνε, ενώ άλλα κράτη κράτησαν ψηλά μισθούς και κόστη υπηρεσιών.
Βάσει και της επιθυμίας των δανειστών η χώρα μας έγινε προσιτή σε χαμηλότερα εισοδήματα ακόμη για χώρες του πρώην ανατολικού μπλόκ(η Ρουμανία είναι σταθερά στην πρώτη οκτάδα των χωρών προέλευσης).
Την συγκριτική μείωση των εσόδων επέτεινε η έκρηξη στις (μη δηλωμένες) ενοικιάσεις παραθεριστικών κατοικιών μέσω της πλατφόρμας “Airbnb”, οι μισθώσεις φτηνών ιστιοπλοικών και η μαζική επανεμφάνιση τροχόσπιτων, οι κάτοχοι των οποίων αφήνουν ελάχιστα χρήματα στις τοπικές κοινωνίες.
Το εντυπωσιακότερο όλων είναι όμως η κατά κεφαλή τουριστική δαπάνη ανά εθνικότητα που διαψεύδει στερεότυπα και ευρέως διαδεδομένους μύθους.
Το 2014, χρονιά αιχμής της κρίσης με την Ελλάδα ακόμη σε μνημονιακή επιτήρηση, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΣΕΤΕ που επικαλείται η έρευνα της PWC, οι Αμερικανοί τουρίστες αποδείχτηκαν οι πιο…χουβαρντάδες με μέση ημερήσια δαπάνη 89 ευρώ, ακολουθούμενοι κατά πόδας από τους Αυστραλούς και τους Ελβετούς με 87 ευρώ.
Οι Γερμανοί-οποία έκπληξις(!)- βρίσκονται ασθμαίνοντες στην…13η θέση με μόλις 65 ευρώ, την ώρα που ο…μέσος Αλβανός τουρίστας ξοδεύει 57!
Ας πάμε όμως και στα νεότερα στοιχεία του 2019 που ήταν μακράν η καλύτερη χρονιά του ελληνικού τουρισμού.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, πρώτοι στην κατά κεφαλήν δαπάνη έρχονται και πάλι οι Αμερικανοί τουρίστες με μεγάλη διαφορά από τους υπόλοιπους. 1.179.000 Αμερικανοί επισκέπτες ξόδεψαν 1,09 δις ευρώ. Δηλαδή περί τα 926 ευρώ ανά κεφαλή δαπάνη σε αντίθεση με τα μόλις 734 ευρώ των Γερμανών και τα 744 ευρώ που αντιστοιχούν στους 583 χιλιάδες Ρώσους τουρίστες.
Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι οι Γερμανοί που επιλέγουν τα τελευταία χρόνια την Ελλάδα είναι χαμηλότερης εισοδηματικής στάθμης από τον μέσο όρο Γερμανού εργαζόμενου, π.χ. ανειδίκευτοι εργάτες, φοιτητές, χαμηλοσυνταξιούχοι κλπ. Και αυτό είναι μόνο ένα συγκεκριμένο παράδειγμα.
Ακόμη και για τους Αμερικάνους μία μέση δαπάνη κάτω από 1000 ευρώ είναι απογοητευτική όταν τα αντίστοιχα νούμερα σε Ισπανία και Ιταλία είναι πολύ μεγαλύτερα. Κι αυτό μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα: Είτε ότι η Ελλάδα…παρά έγινε φτηνή για τους ξένους στα χρόνια της κρίσης, είτε ότι το μοντέλο μαζικού παραθερισμού με τα all inclusive και τα βραχιολάκια δημιουργεί μεν πληρότητες στις(υπερδανεισμένες)ξενοδοχειακές μονάδες, αλλά τα έσοδα νέμονται με θηριώδεις προμήθειες μέσω προ-κρατήσεων ξένοι πράκτορες και ταξιδιωτικά γραφεία όπως η (παραπαίουσα σήμερα) γερμανικών συμφερόντων «TUI» και ο…μακαρίτης πλέον, «Τhomas Cook».
Το μεγάλο κράχ λόγω κορωνοιού
Αποτελεί ίσως τραγική ειρωνεία ότι το 2020 ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς για τον ελληνικό τουρισμό. Τα πρώτα ανεπίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος μαρτυρούν ότι ο Ιανουάριος κινήθηκε εξαιρετικά εμφανίζοντας αύξηση κατά 24% στις ταξιδιωτικές εισπράξεις οι οποίες διαμορφώθηκαν στα 287 εκατ. Ευρώ έναντι 230 εκατ. τον αντίστοιχο μήνα του 2019. Και μετά…ήρθε ο κορωνοιός.
Το ακριβές μέγεθος της ζημιάς που θα υποστεί φέτος ο ελληνικός τουρισμός είναι αδύνατον να υπολογισθεί, αλλά το μόνο βέβαιο είναι ότι μιλάμε για εικόνα γενικευμένης κατάρρευσης, αν λάβουμε μάλιστα υπόψιν ότι ο κλάδος παρουσιάζει υψηλό ποσοστό «κόκκινων δανείων», που με βάση τα πρόσφατα στοιχεία της ΤτΕ φτάνει στο 27,7%.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι προβλέψεις αναθεωρούνται επί τα χείρω διαρκώς και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού(UNWTO), που στην αφετηρία της κρίσης ανέμενε μείωση κατά 1-3%, γρήγορα αναθεώρησε τις απόψεις του μιλώντας για μείωση τουριστικών αφίξεων από 20-30% το 2020 και συνακόλουθη απώλεια εκατομμυρίων θέσεων εργασίας, αλλά και μισού τρις ευρώ παγκοσμίως.
Οι προβλέψεις αυτές είναι εξαιρετικά συντηρητικές.
Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Τουρισμού(WTTC)μιλάει για τρύπα 2,1 τρις δολαρίων στον ταξιδιωτικό-τουριστικό κλάδο και απώλεια 75 εκατ. Θέσεων εργασίας ανά την υφήλιο.
Στην Ελλάδα η κατάσταση προιδεάζει για ένα άνευ προηγουμένου κράχ. Τ
ο δραματικό σκηνικό αποτυπώνεται σε έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων που δόθηκε στην δημοσιότητα στις 17 Μαρτίου και μεταξύ άλλων κατέγραφε απώλειες 522 εκατομμυρίων ευρώ στα ξενοδοχεία από ακυρώσεις δωματίων και συνεδρίων, προβλέποντας πτώση του τζίρου πάνω από 50% για το 2020. Επιπλέον με μία εξόχως συντηρητική εκτίμηση προβλέπεται η απώλεια περισσότερων από 38 χιλιάδες θέσεις εργασίας σε σύνολο 450 χιλιάδων(στην πραγματικότητα θα χαθούν τουλάχιστον οι μισές)
Η έρευνα που έγινε για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος προβλέπει πτώση στον ρυθμό μελλοντικών κρατήσεων κατά 72% στο 92% των ξενοδοχείων δωδεκάμηνης λειτουργίας και κατά 58% στα ξενοδοχεία εποχικής λειτουργίας. Όμως ήδη οι προβλέψεις αυτές έχουν ξεπεραστεί από τα γεγονότα.
Αν η καραντίνα κρατήσει και τον Μάιο που είναι το πιθανότερο, το επικρατέστερο(και εφιαλτικό)σενάριο για τα εποχικά καταλύματα είναι να μην ανοίξουν καθόλου αυτή τη σεζόν. Το καλοκαίρι δηλαδή να μην φτάσει ποτέ για τον ελληνικό τουρισμό…
Αναλογιστείτε απλά ότι ο τουρισμός στα χρόνια της κρίσης συνεισέφερε άμεσα και έμμεσα το 25% του ΑΕΠ και θα αντιληφθείτε εύκολα αυτό τι μπορεί να σημαίνει για την γενικότερη πορεία της ελληνικής οικονομίας…
«Βαριά βιομηχανία» ευάλωτη και χωρίς εφεδρείες…
Κάποιος από τους τεμπέληδες πολιτικούς μας ανακάλυψε κάποια στιγμή ότι «ο μαζικός τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας» και την φράση αυτή αναμασούν αβασάνιστα οι ανέμπνευστοι Μαυρογιαλούροι της μεταπολίτευσης.
Μεγαλύτερη ομολογία συλλογικής παραίτησης δεν υπάρχει. Είναι σαν να λες ότι σε βοήθησε ο Θεός να γεννηθείς στο πιο ευλογημένο «οικόπεδο» του πλανήτη, αλλά είσαι παντελώς ανίκανος να το αξιοποιήσεις με παραγωγικούς τρόπους, γι αυτό το παραχωρείς στο γείτονα για να παρκάρει το τροχόσπιτο, να λιάζεται, να κολυμπάει και να σου δίνει λίγο χαρτζιλίκι.
Μόνο που αν για κάποιο λόγο ο γείτονας αρρωστήσει, αλλάξει γνώμη, θελήσει άλλου είδους παροχές εκτός από τον ήλιο, τη θάλασσα και τις τσάμπα μπύρες, μένεις με το οικόπεδο αμανάτι, γεμάτο σκουπίδια από τις προηγούμενες χρήσεις.
Επιμύθιον: Την περίοδο της κρίσης, οι Ελληνες στράφηκαν όλο και περισσότερο σε υπηρεσίες «υποδοχής και φιλοξενίας» οι οποίες δεν μπορούν να αποτελέσουν τον βασικό κορμό μιας παραγωγικής μηχανής που θα ξεκολλήσει τη χώρα από το τέλμα, θα οδηγήσει σε αυτόνομη ανάπτυξη και θα συγκρατήσει την διαρροή εγκεφάλων στο εξωτερικό. Επιπλέον ο κλάδος του τουρισμού και της φιλοξενίας, υπόκειται σε πολλούς αστάθμητους εξωτερικούς παράγοντες που μπορεί να αφορούν γεωπολιτική αστάθεια(ταξιδιωτική οδηγία), φυσικές καταστροφές ή και μια πανδημία όπως συμβαίνει σήμερα.
Επομένως η εξάρτηση μιας οικονομίας, σε τέτοιο βαθμό, από τους ξένους επισκέπτες αποτελεί αχίλλειο πτέρνα και όχι συγκριτικό πλεονέκτημα.
Ασφαλώς και ο τουρισμός αποτελεί σημαντική εισοδηματική πηγή στο ελληνικό ΑΕΠ. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά σε έναν τόπο που διαθέτει τόσες φυσικές ομορφιές και τέτοια πολιτισμική κληρονομιά. Αλλά οι ξαπλώστρες και τα ενοικιαζόμενα δεν μπορούν να αποτελούν «βαριά βιομηχανία» μιας ανεπτυγμένης χώρας.
Οφείλουμε να προστατεύσουμε και να αναβαθμίσουμε τον τουρισμό μας. Να φύγουμε επιτέλους από το αξίωμα της «μαζικότητας» και να επιδιώξουμε εξειδίκευση σε ποιοτικότερες μορφές αναψυχής. Με απαραίτητη προυπόθεση πάντα τον σεβασμό στην αισθητική του τοπίου και την ιστορία της πατρίδας μας. Η κρίση προσφέρει ασφαλώς ευκαιρία για ένα restart.
Oμως δεν μπορεί ο τουρισμός, όπως άλλωστε και η οικοδομή στο πρόσφατο παρελθόν, να αποτελεί παραγωγικό μονόδρομο ενός έθνους που αναμφισβήτητα, εκτός από το οικόπεδο, διαθέτει πρωτογενή χαρίσματα και έμφυτες ικανότητες.
Γιατί αν μείνουμε μόνο στις υπηρεσίες φιλοξενίας η οικονομία της χώρας θα είναι μονίμως ευάλωτη σε έκτακτες περιστάσεις όπως αυτές που ζούμε…
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών