Η κυβέρνηση τα πήγε καλά στην πολιτική, υγειονομική και…επικοινωνιακή διαχείριση της κρίσης, αλλά ο λογαριασμός θα έρθει στο μέτωπο της οικονομίας
Η Ελλάδα κατάφερε να ανταποκριθεί στην κρίση της πανδημίας πολύ καλύτερα από τις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης.
Ακόμη και τις πιο ανεπτυγμένες.
Οι επιδόσεις της ήταν, κατά γενική ομολογία, εντυπωσιακές κυρίως ως προς τον έλεγχο εξάπλωσης του ιού μέσω αναστροφής της ανοδικής καμπύλης των κρουσμάτων και λιγότερο ως προς το ποσοστό θνητότητας που προσεγγίζει τον ευρωπαικό μέσο όρο.
Πιθανότατα επειδή ο αριθμός των πραγματικών κρουσμάτων στην χώρα μας έχει υποεκτιμηθεί σοβαρά λόγω μη διενέργειας δειγματοληπτικών ελέγχων.
Βεβαίως τίποτα δεν έχει τελειώσει και ο δεύτερος γύρος δοκιμασίας αφορά τα στάδια αποκλιμάκωσης των μέτρων κοινωνικής απομόνωσης που κρύβουν πολλές παγίδες γιατί σε περίπτωση αναζωπύρωσης της επιδημίας θα πρέπει να επιβληθούν εκ νέου κανόνες περιορισμού των μετακινήσεων, των συναθροίσεων και της εργασιακής καθημερινότητας με ότι αυτό συνεπάγεται.
Ένα lockdown…φυσαρμόνικα είναι αυτό που φοβάται περισσότερο απ΄όλα η κυβέρνηση, όπως άλλωστε και οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο.
Πολύ νωρίς για να αποτιμηθούν οι συνέπειες του lockdown
Μυστικό της επιτυχίας, σε πρώτο πάντα χρόνο, υπήρξε η πρώιμη λήψη δρακόντειων μέτρων με αρχή την ακύρωση καθιερωμένων κοινωνικών εκδηλώσεων όπως τα καρναβάλια.
Στην συνέχεια ακολουθήθηκε έγκαιρα ένα πρωτόκολλο κλιμάκωσης κοινωνικών και εργασιακών περιορισμών καθώς μετακινήσεων που εκ του αποτελέσματος φάνηκε να τιθασεύει την ταχύτητα εξάπλωσης(επιπολασμός) και μάλιστα γρήγορα.
Ασφαλώς η πρώτη «εγχείρηση», προληπτικού χαρακτήρα πέτυχε, ο ασθενής - αν υποθέσουμε ότι αυτός είναι η ελληνική κοινωνία - παραμένει ζωντανός, όμως το προσδόκιμο ζωής του παραμένει επίσης ασαφές, μεταξύ άλλων, γιατί το απόστημα δεν αφαιρέθηκε πλήρως.
Επιπλέον, το lock down έχει παράπλευρες απώλειες και ασύμμετρες συνέπειες στην οικονομία που αποτελεί βασική παράμετρο ευημερίας μιας κοινωνίας.
Επομένως το αλγεβρικό πρόσημο της θεραπείας μέσω “lock down” δεν μπορεί ακόμη να προσδιοριστεί.
Ακριβώς επειδή κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια τον βαθμό τοξικότητας της καραντίνας σε βασικούς εμπορικούς και επιχειρηματικούς κλάδους.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε την συνταγή πρόσκαιρης επιβίωσης.
Της κοινωνίας, ασφαλώς όμως και της δικής του, αφήνοντας μετέωρη την επόμενη μέρα.
Λειτούργησε με όρους πρωτίστως πολιτικούς και δευτερευόντως κοινωνικούς.
Το σκληρό lockdown ήταν μονόδρομος για μια ελληνική κυβέρνηση.
Με λιγότερα από 500 κρεβάτια ΜΕΘ, εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό αναπνευστήρων και μόνο έναν (1)φορητό θάλαμο αρνητικής πίεσης (τις περίφημες κάψουλες που εμποδίζουν την μετάδοση του ιού στο ιατρικό προσωπικό των ασθενοφόρων) στην αρχή της κρίσης, δεν υπήρχε το παραμικρό περιθώριο εναλλακτικής λύσης.
Αν με αυτές τις τριτοκοσμικές υποδομές η Ελλάδα ακολουθούσε τα αχνάρια της Ιταλίας ή της Ισπανίας, με τους πρώτους μαζικούς θανάτους θα ξεσπούσε θύελλα αγανάκτησης και η κυβέρνηση δεν θα άντεχε ούτε λίγες εβδομάδες στην εξουσία.
Η επιλογή κατάλληλου συμβούλου στο πρόσωπο Τσίοδρα
Στην Ελλάδα δεν υπήρχε θεσμικό αξίωμα διορισμένου «ανώτατου υγειονομικού συμβούλου», όπως στη Μ. Βρετανία και στις ΗΠΑ.
Ο Μπόρις Τζόνσον για παράδειγμα, δεν επέλεξε δικό του σύμβουλο.
Βρήκε μπροστά του τον διορισμένο από το 2018, sir Patric Vallance, ανώτατο στέλεχος για χρόνια του φαρμακευτικού κολοσσού GlaxosmithKline.
O Vallance λίγο έλλειψε να καταστρέψει πολιτικά τον Βρετανό πρωθυπουργό παροτρύνοντας τον να τα αφήσει όλα… «μπάτε σκύλοι αλέστε», μέχρι να μολυνθούν εκατομμύρια Βρετανοί και να αποκτήσει η κοινωνία την ανοσία της αγέλης.
Ευτυχώς για τον Βρετανό πρωθυπουργό, 541 κορυφαίοι επιστήμονες του ιατρικού κλάδου με κοινή δημόσια τοποθέτηση τους, έσπευσαν να χαρακτηρίσουν ως εξαιρετικά επικίνδυνη την θεωρία Vallance και σχεδόν ταυτόχρονα, η ερευνητική ομάδα του Imperial College δημοσίευσε μελέτη που προέβλεπε ότι οι θάνατοι στην χώρα θα κυμανθούν από 250-500 χιλιάδες, αν εφαρμοστεί αυτή η συνταγή.
Ο Τζόνσον θορυβήθηκε και την τελευταία στιγμή έστριψε το τιμόνι αν και αυτό δεν τον εμπόδισε να κολλήσει και ο ίδιος, όπως και στελέχη του επιτελείου του την ασθένεια Cοvid-19.
Στην περίπτωση της Αμερικής, ο Τράμπ βρήκε στην αντίστοιχη θέση…παρκαρισμένο για 3 δεκαετίες τον 80χρονο Antoni Fautsi, διευθυντή του Ινστιτούτου Αλλεργιών και Λοιμωδών Νόσων από το 1984.
Προσέξτε: Υγειονομικό Σύμβουλο όλων των Αμερικανών Προέδρων από την εποχή του Ρόναλντ Ρήγκαν!
Η χημεία των δύο ανδρών, όπως αναμενόταν, δεν ταίριαξε με αποτέλεσμα και on camera προστριβές.
Ο Fautsi έφτασε να τσακώνεται σε live ενημερώσεις ενώπιον της αμερικανικής κοινής γνώμης με άλλους(άσχετους με το αντικείμενο) συμβούλους του προέδρου σχετικά με την αποτελεσματικότητα της χλωροκίνης που είχε σπεύσει να αποθεώσει, μάλλον επιπόλαια, ο Τράμπ ως μία φθηνή λύση κατά της πανδημίας.
Πρακτικό αποτέλεσμα της ασυνεννοησίας ήταν να προκληθεί χάος και η κάθε πολιτεία να κάνει το δικό της, με διαβαθμίσεις των επιμέρους lockdowns που έφτασαν να πυροδoτήσουν σοβαρές κοινωνικές αντιδράσεις.
Αντιθέτως στην Ελλάδα ο υγειονομικός διαχειριστής της κρίσης που ανέλαβε και την επίσημη ενημέρωση της κοινής γνώμης, ήταν μέχρι χθές άγνωστος.
Ο Σωτήρης Τσιόδρας όμως αποδείχτηκε κρυφός άσος.
Ουσιαστικά δεν υπήρξαν αντιδράσεις ούτε από την κοινή γνώμη, ούτε από την επιστημονική κοινότητα για την συνταγή σκληρών περιοριστικών μέτρων που επέλεξε.
Πρώτον και κυριότερο επειδή οι περισσότεροι κορυφαίοι λοιμωξιολόγοι της χώρας μετέχουν στην επιστημονική επιτροπή υπό τον κύριο Τσιόδρα ή συνεργάζονται στενά μαζί του (όπως ο καθηγητής του LSE, Ηλίας Μόσιαλος) και δεύτερον επειδή κατάφερε από την πρώτη στιγμή να φανεί πειστικός για την ορθότητα των επιλογών του.
Αδιαμφισβήτητη η υποεκτίμηση των κρουσμάτων στην Ελλάδα
Η όποια αμφισβήτηση στους χειρισμούς του προήλθε από το εξωτερικό και τον κορυφαίο στατιστικολόγο των επιδημιών του Πανεπιστημίου Stanford, John Ιωαννίδη που υποστηρίζει, μάλλον σωστά, ότι τα πραγματικά κρούσματα στην Ελλάδα υποεκτιμώνται δραματικά, επομένως το ποσοστό θνητότητας είναι πολύ μικρότερο από αυτό που προκύπτει βάσει καταγεγραμμένων κρουσμάτων και ενδεχομένως δεν επιβάλει λήψη τόσο ακραίων μέτρων που βλάπτουν ανυπολόγιστα την οικονομία.
Ο Ιωαννίδης που θεωρείται αυθεντία στον τομέα του, υπολογίζει τα πραγματικά κρούσματα στην Ελλάδα 50 ή και 100 φορές περισσότερα από όσα καταγράφονται.
Δεν αποτελεί όμως επίσημο συνομιλητή της κυβέρνησης γιατί πριν λίγα χρόνια σε ένα άρθρο του είχε ειρωνευθεί τους Ελληνες πολιτικούς
Επί της ουσίας είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα κρούσματα στην Ελλάδα υποεκτιμώνται, επειδή δεν γίνονται δειγματοληπτικοί και εκτεταμένοι έλεγχοι.
Τα τεστ συνταγογραφούνται με φειδώ και μόνον όταν υπάρχουν σοβαρά κλινικά συμπτώματα, ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν σε αφθονία, όπως και άλλα βασικά είδη υγειονομικού εξοπλισμού.
Για το γεγονός αυτό έχει δεχτεί σοβαρή πολιτική κριτική η κυβέρνηση, την παρτίδα όμως έσωσε και πάλι ο Τσιόδρας, που επιχείρησε να δικαιολογήσει με επιστημονικοφανή τρόπο τις ελλείψεις υποστηρίζοντας ότι «σε αυτό το στάδιο» τα δειγματοληπτικά τεστ δεν είναι απαραίτητα.
Νωρίτερα το ίδιο είχε πει και για τις μάσκες, μέχρι να αλλάξει επ’ αυτού γραμμή και ο ίδιος ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
Τα επικοινωνιακά χαρίσματα Τσιόδρα αποδείχτηκαν απροσδόκητο όπλο στα χέρια της κυβέρνησης.
Υιοθετώντας ένα ταπεινό στύλ διακεκριμένου επιστήμονα, απομακρυσμένου από τα εγκόσμια και αφοσιωμένου στην δουλειά του, έχτισε μια πειστικότητα και μία ανερχόμενη δημοφιλία που ξεπερνά κατά πολύ αυτή των πολιτικών.
Στην πορεία αποδείχτηκε και άριστος χειριστής των μέσων ενημέρωσης.
Δημιουργικά ασαφής εκεί που χρειαζόταν και αυστηρός όταν το επέβαλαν οι περιστάσεις.
Οι πραγματικές ελληνικές επιδόσεις…
Αν πιστέψουμε τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, ακόμη και ορισμένα ξένα, δημοσιογράφοι των οποίων διάκεινται φιλικά προς την σημερινή κυβέρνηση, η Ελλάδα στο μέτωπο καταπολέμησης του κορωνοιού διεκδικεί παγκόσμια πρωτεία.
Δυστυχώς παγκόσμια πρωτεία διεκδικεί η κυβέρνηση μόνο στην επικοινωνιακή διαχείριση της κρίσης.
Με έκτακτη «καμπάνια» 11 εκατομμυρίων ευρώ κρατικής διαφήμισης στα ΜΜΕ και πάγωμα οικονομικών υποχρεώσεων ύψους 21 εκ. στα τηλεοπτικά κανάλια, η παρουσίαση των ελληνικών επιδόσεων δεν θα μπορούσε να είναι παρά διθυραμβική.
Και αυτό μπορεί να στοιχίσει ακριβά στο μέλλον γιατί όσο πιο απότομα σηκώνεται ο πήχης τόσο πιο άγαρμπη μπορεί να αποδειχτεί η προσγείωση.
Στην πραγματικότητα, όπως προαναφέραμε, οι ελληνικές επιδόσεις υπήρξαν καλές έως πολύ καλές, ασφαλώς όχι όμως κορυφαίες.
Ούτε στην Ευρώπη, ούτε συνολικά στην υφήλιο, σε σύγκριση πάντα με άλλες χώρες.
Με δεδομένο ότι ο πραγματικός αριθμός των κρουσμάτων παραμένει και πιθανότατα θα παραμείνει άγνωστος σε παγκόσμιο επίπεδο δύο μόνο δείκτες υπάρχουν για να «μετρηθούν» οι επιδόσεις της κάθε χώρας στην υγειονομική αντιμετώπιση της πανδημίας:
Ο αριθμός θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού που αποδίδεται στην συγκεκριμένη ασθένεια και το ποσοστό καταγεγραμμένων θανάτων επί καταγεγραμμένων κρουσμάτων, γνωστό και ως CFR (case fatality rate).
Kαι οι δύο δείκτες είναι προβληματικοί ως προς την απόδοση της ακριβούς εικόνας.
Πρωτίστως επειδή η μεθοδολογία προσμέτρησης των θανάτων διαφέρει από χώρα σε χώρα και τα στατιστικά στοιχεία συγκεντρώνονται με διαφορετικό τρόπο ακόμη και στα μέλη της Ευρωπαικής Ενωσης.
Πρόσφατα το Βέλγιο που εμφανίζει κατά κυριολεξία τραγικες επιδόσεις (με πληθυσμό περίπου σαν της Ελλάδας, αλλά πολύ μεγαλύτερη πυκνότητα, έχει 20πλάσια κρούσματα και 60 φορές περισσότερους θανάτους), ισχυρίστηκε ότι έχει επιλέξει ένα…τιμιότερο σύστημα αναφοράς σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες.
Ο Steven Van Gucht, ο αντίστοιχος δηλαδή Βέλγος Τσιόδρας, σε δηλώσεις του στο διεθνή ιστότοπο «Politico» ισχυρίστηκε ότι οι αρχές της χώρας μετράνε όλους τους θανάτους, ακόμη και σε σπίτια ή σε γηροκομεία που διαφεύγουν σε άλλες κυβερνήσεις.
«Οποιος θέλει να συγκρίνει τους αριθμούς μας με άλλες χώρες, θα πρέπει να τον χωρίσει στα δύο», είπε χαρακτηριστικά, αλλά ακόμη κι έτσι οι επιδόσεις του Βελγίου, έστω και περισσότερο «διαφανείς», παραμένουν εξαιρετικά απογοητευτικές.
Στον αντίποδα με το Βέλγιο που κατέγραφε 42.797 κρούσματα και 6.490 (23/4/2020) θανάτους αλλά τα στοιχεία του θεωρούνται απολύτως αξιόπιστα, υπάρχει το…θαύμα της Τουρκίας του Ερντογάν με υπερδιπλάσια κρούσματα (98.674) και μόλις το ένα τρίτο των θανάτων (2.376).
Αν πάρουμε εδώ τον δείκτη θνητότητας ανά εκατομμύριο πληθυσμού η Τουρκία φαίνεται να τα πηγαίνει περίφημα, πολύ καλύτερα από την περίπου αντίστοιχη σε πληθυσμό Γερμανία.
Είναι δυνατόν;
Ασφαλώς και όχι.
Επομένως αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία δεν υπάρχουν, ας μην γελιόμαστε, τουλάχιστον σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στον τελευταίο αυτό δείκτη αναλογικής θνητότητας η Ελλάδα διαθέτει πράγματι από τις καλύτερες επιδόσεις στον κόσμο με μόλις 12 θανάτους ανά εκατομμύριο (όταν το Βέλγιο καταγράφει 560 και η Γερμανία που κάνει μία από τις πλέον επιτυχημένες διαχειρίσεις, 64.
Βεβαίως κι εδώ υπάρχουν πολύ καλύτερες επιδόσεις σοβαρών χωρών με αξιόπιστα στοιχεία όπως η αραιοκατοικημένη Αυστραλία, με μόλις 3 θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού αλλά και η γειτονική Βουλγαρία με 8 θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού (σημ. τα στοιχεία είναι από το worldometers. info της 23ης Απριλίου) που πιθανόν όμως να βρίσκεται σε πιο πρώιμη εξέλιξη φάσης της εξάπλωσης.
Γενικώς η «κατάταξη» των χωρών είναι μια πολύ μπερδεμένη και επίφοβη διαδικασία για αυτό σε διεθνείς έρευνες αναλόγως του ποιοί δείκτες και κριτήρια χρησιμοποιούνται η Ελλάδα φιγουράρει από τις πρώτες έως και τις μεσαίες θέσεις.
Στην έρευνα της γαλλικής δεξαμενής σκέψης Βridge Τank, που διαφημίστηκε έντονα από τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης η Ελλάδα χρίζεται «πρωταθλήτρια» ως προς την «εξομάλυνση της καμπύλης» εξάπλωσης του κορωνοιού, αλλά οι ευρωπαικές χώρες που εξετάζονται είναι μόλις δέκα και αυθαίρετα επιλεγμένες.
Από τα Βαλκάνια για παράδειγμα επιλέγεται η Ρουμανία και όχι η Σερβία ή η Βουλγαρία που φαίνονται να έχουν εφάμιλλες ή και καλύτερες επιδόσεις από τις ελληνικές.
Αντιστοίχως «άδικη» για την Ελλάδα είναι η έρευνα του ινστιτούτου Deep Knowledge από το Χόγκ Κογκ που κατατάσσει την χώρα μας 30η σε σύνολο 40 που εξετάζονται από πλευράς «υγειονομικής ασφάλειας» σε σχέση με το Covid-19, με πρώτο το Ισραήλ (ευλόγως), αλλά και 19ο το…εξόχως προβληματικό Βέλγιο που προαναφέραμε.
Η αλήθεια είναι λοιπόν ότι σε αυτή την κούρσα δεν υπάρχουν πρωταθλητές ούτε ουραγοί. Κυρίως γιατί τίποτα δεν έχει κριθεί.
Υπάρχουν αυτοί που κράτησαν το δημόσιο σύστημα υγείας τους όρθιο και σε αυτούς ανήκει η Ελλάδα, χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Ομως η αποτίμηση των lock downs και των μέτρων περιορισμού θα αργήσει να γίνει και θα είναι διαφορετική από χώρα σε χώρα.
Η Ελλάδα με την εύθραυστη οικονομία και την απόλυτη εξάρτηση από τον τουρισμό μπορεί να πληρώσει πολύ ακριβά τον λογαριασμό.
Γι αυτό και η πρώτη καταγεγραμμένη επιτυχία στην αναχαίτιση του ιού, μέσω ακραίων μέτρων κοινωνικής απομόνωσης, δεν προσφέρεται ούτε για επανάπαυση ούτε (πολύ περισσότερο) για πανηγυρισμούς.
Ο δρόμος θα είναι μακρύς και η τελική διάγνωση θα γίνει όταν διαπιστωθεί η πραγματική επίπτωση της «καραντίνας» στην οικονομία…
Ακόμη και τις πιο ανεπτυγμένες.
Οι επιδόσεις της ήταν, κατά γενική ομολογία, εντυπωσιακές κυρίως ως προς τον έλεγχο εξάπλωσης του ιού μέσω αναστροφής της ανοδικής καμπύλης των κρουσμάτων και λιγότερο ως προς το ποσοστό θνητότητας που προσεγγίζει τον ευρωπαικό μέσο όρο.
Πιθανότατα επειδή ο αριθμός των πραγματικών κρουσμάτων στην χώρα μας έχει υποεκτιμηθεί σοβαρά λόγω μη διενέργειας δειγματοληπτικών ελέγχων.
Βεβαίως τίποτα δεν έχει τελειώσει και ο δεύτερος γύρος δοκιμασίας αφορά τα στάδια αποκλιμάκωσης των μέτρων κοινωνικής απομόνωσης που κρύβουν πολλές παγίδες γιατί σε περίπτωση αναζωπύρωσης της επιδημίας θα πρέπει να επιβληθούν εκ νέου κανόνες περιορισμού των μετακινήσεων, των συναθροίσεων και της εργασιακής καθημερινότητας με ότι αυτό συνεπάγεται.
Ένα lockdown…φυσαρμόνικα είναι αυτό που φοβάται περισσότερο απ΄όλα η κυβέρνηση, όπως άλλωστε και οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο.
Πολύ νωρίς για να αποτιμηθούν οι συνέπειες του lockdown
Μυστικό της επιτυχίας, σε πρώτο πάντα χρόνο, υπήρξε η πρώιμη λήψη δρακόντειων μέτρων με αρχή την ακύρωση καθιερωμένων κοινωνικών εκδηλώσεων όπως τα καρναβάλια.
Στην συνέχεια ακολουθήθηκε έγκαιρα ένα πρωτόκολλο κλιμάκωσης κοινωνικών και εργασιακών περιορισμών καθώς μετακινήσεων που εκ του αποτελέσματος φάνηκε να τιθασεύει την ταχύτητα εξάπλωσης(επιπολασμός) και μάλιστα γρήγορα.
Ασφαλώς η πρώτη «εγχείρηση», προληπτικού χαρακτήρα πέτυχε, ο ασθενής - αν υποθέσουμε ότι αυτός είναι η ελληνική κοινωνία - παραμένει ζωντανός, όμως το προσδόκιμο ζωής του παραμένει επίσης ασαφές, μεταξύ άλλων, γιατί το απόστημα δεν αφαιρέθηκε πλήρως.
Επιπλέον, το lock down έχει παράπλευρες απώλειες και ασύμμετρες συνέπειες στην οικονομία που αποτελεί βασική παράμετρο ευημερίας μιας κοινωνίας.
Επομένως το αλγεβρικό πρόσημο της θεραπείας μέσω “lock down” δεν μπορεί ακόμη να προσδιοριστεί.
Ακριβώς επειδή κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια τον βαθμό τοξικότητας της καραντίνας σε βασικούς εμπορικούς και επιχειρηματικούς κλάδους.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε την συνταγή πρόσκαιρης επιβίωσης.
Της κοινωνίας, ασφαλώς όμως και της δικής του, αφήνοντας μετέωρη την επόμενη μέρα.
Λειτούργησε με όρους πρωτίστως πολιτικούς και δευτερευόντως κοινωνικούς.
Το σκληρό lockdown ήταν μονόδρομος για μια ελληνική κυβέρνηση.
Με λιγότερα από 500 κρεβάτια ΜΕΘ, εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό αναπνευστήρων και μόνο έναν (1)φορητό θάλαμο αρνητικής πίεσης (τις περίφημες κάψουλες που εμποδίζουν την μετάδοση του ιού στο ιατρικό προσωπικό των ασθενοφόρων) στην αρχή της κρίσης, δεν υπήρχε το παραμικρό περιθώριο εναλλακτικής λύσης.
Αν με αυτές τις τριτοκοσμικές υποδομές η Ελλάδα ακολουθούσε τα αχνάρια της Ιταλίας ή της Ισπανίας, με τους πρώτους μαζικούς θανάτους θα ξεσπούσε θύελλα αγανάκτησης και η κυβέρνηση δεν θα άντεχε ούτε λίγες εβδομάδες στην εξουσία.
Η επιλογή κατάλληλου συμβούλου στο πρόσωπο Τσίοδρα
Στην Ελλάδα δεν υπήρχε θεσμικό αξίωμα διορισμένου «ανώτατου υγειονομικού συμβούλου», όπως στη Μ. Βρετανία και στις ΗΠΑ.
Ο Μπόρις Τζόνσον για παράδειγμα, δεν επέλεξε δικό του σύμβουλο.
Βρήκε μπροστά του τον διορισμένο από το 2018, sir Patric Vallance, ανώτατο στέλεχος για χρόνια του φαρμακευτικού κολοσσού GlaxosmithKline.
O Vallance λίγο έλλειψε να καταστρέψει πολιτικά τον Βρετανό πρωθυπουργό παροτρύνοντας τον να τα αφήσει όλα… «μπάτε σκύλοι αλέστε», μέχρι να μολυνθούν εκατομμύρια Βρετανοί και να αποκτήσει η κοινωνία την ανοσία της αγέλης.
Ευτυχώς για τον Βρετανό πρωθυπουργό, 541 κορυφαίοι επιστήμονες του ιατρικού κλάδου με κοινή δημόσια τοποθέτηση τους, έσπευσαν να χαρακτηρίσουν ως εξαιρετικά επικίνδυνη την θεωρία Vallance και σχεδόν ταυτόχρονα, η ερευνητική ομάδα του Imperial College δημοσίευσε μελέτη που προέβλεπε ότι οι θάνατοι στην χώρα θα κυμανθούν από 250-500 χιλιάδες, αν εφαρμοστεί αυτή η συνταγή.
Ο Τζόνσον θορυβήθηκε και την τελευταία στιγμή έστριψε το τιμόνι αν και αυτό δεν τον εμπόδισε να κολλήσει και ο ίδιος, όπως και στελέχη του επιτελείου του την ασθένεια Cοvid-19.
Στην περίπτωση της Αμερικής, ο Τράμπ βρήκε στην αντίστοιχη θέση…παρκαρισμένο για 3 δεκαετίες τον 80χρονο Antoni Fautsi, διευθυντή του Ινστιτούτου Αλλεργιών και Λοιμωδών Νόσων από το 1984.
Προσέξτε: Υγειονομικό Σύμβουλο όλων των Αμερικανών Προέδρων από την εποχή του Ρόναλντ Ρήγκαν!
Η χημεία των δύο ανδρών, όπως αναμενόταν, δεν ταίριαξε με αποτέλεσμα και on camera προστριβές.
Ο Fautsi έφτασε να τσακώνεται σε live ενημερώσεις ενώπιον της αμερικανικής κοινής γνώμης με άλλους(άσχετους με το αντικείμενο) συμβούλους του προέδρου σχετικά με την αποτελεσματικότητα της χλωροκίνης που είχε σπεύσει να αποθεώσει, μάλλον επιπόλαια, ο Τράμπ ως μία φθηνή λύση κατά της πανδημίας.
Πρακτικό αποτέλεσμα της ασυνεννοησίας ήταν να προκληθεί χάος και η κάθε πολιτεία να κάνει το δικό της, με διαβαθμίσεις των επιμέρους lockdowns που έφτασαν να πυροδoτήσουν σοβαρές κοινωνικές αντιδράσεις.
Αντιθέτως στην Ελλάδα ο υγειονομικός διαχειριστής της κρίσης που ανέλαβε και την επίσημη ενημέρωση της κοινής γνώμης, ήταν μέχρι χθές άγνωστος.
Ο Σωτήρης Τσιόδρας όμως αποδείχτηκε κρυφός άσος.
Ουσιαστικά δεν υπήρξαν αντιδράσεις ούτε από την κοινή γνώμη, ούτε από την επιστημονική κοινότητα για την συνταγή σκληρών περιοριστικών μέτρων που επέλεξε.
Πρώτον και κυριότερο επειδή οι περισσότεροι κορυφαίοι λοιμωξιολόγοι της χώρας μετέχουν στην επιστημονική επιτροπή υπό τον κύριο Τσιόδρα ή συνεργάζονται στενά μαζί του (όπως ο καθηγητής του LSE, Ηλίας Μόσιαλος) και δεύτερον επειδή κατάφερε από την πρώτη στιγμή να φανεί πειστικός για την ορθότητα των επιλογών του.
Αδιαμφισβήτητη η υποεκτίμηση των κρουσμάτων στην Ελλάδα
Η όποια αμφισβήτηση στους χειρισμούς του προήλθε από το εξωτερικό και τον κορυφαίο στατιστικολόγο των επιδημιών του Πανεπιστημίου Stanford, John Ιωαννίδη που υποστηρίζει, μάλλον σωστά, ότι τα πραγματικά κρούσματα στην Ελλάδα υποεκτιμώνται δραματικά, επομένως το ποσοστό θνητότητας είναι πολύ μικρότερο από αυτό που προκύπτει βάσει καταγεγραμμένων κρουσμάτων και ενδεχομένως δεν επιβάλει λήψη τόσο ακραίων μέτρων που βλάπτουν ανυπολόγιστα την οικονομία.
Ο Ιωαννίδης που θεωρείται αυθεντία στον τομέα του, υπολογίζει τα πραγματικά κρούσματα στην Ελλάδα 50 ή και 100 φορές περισσότερα από όσα καταγράφονται.
Δεν αποτελεί όμως επίσημο συνομιλητή της κυβέρνησης γιατί πριν λίγα χρόνια σε ένα άρθρο του είχε ειρωνευθεί τους Ελληνες πολιτικούς
Επί της ουσίας είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα κρούσματα στην Ελλάδα υποεκτιμώνται, επειδή δεν γίνονται δειγματοληπτικοί και εκτεταμένοι έλεγχοι.
Τα τεστ συνταγογραφούνται με φειδώ και μόνον όταν υπάρχουν σοβαρά κλινικά συμπτώματα, ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν σε αφθονία, όπως και άλλα βασικά είδη υγειονομικού εξοπλισμού.
Για το γεγονός αυτό έχει δεχτεί σοβαρή πολιτική κριτική η κυβέρνηση, την παρτίδα όμως έσωσε και πάλι ο Τσιόδρας, που επιχείρησε να δικαιολογήσει με επιστημονικοφανή τρόπο τις ελλείψεις υποστηρίζοντας ότι «σε αυτό το στάδιο» τα δειγματοληπτικά τεστ δεν είναι απαραίτητα.
Νωρίτερα το ίδιο είχε πει και για τις μάσκες, μέχρι να αλλάξει επ’ αυτού γραμμή και ο ίδιος ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
Τα επικοινωνιακά χαρίσματα Τσιόδρα αποδείχτηκαν απροσδόκητο όπλο στα χέρια της κυβέρνησης.
Υιοθετώντας ένα ταπεινό στύλ διακεκριμένου επιστήμονα, απομακρυσμένου από τα εγκόσμια και αφοσιωμένου στην δουλειά του, έχτισε μια πειστικότητα και μία ανερχόμενη δημοφιλία που ξεπερνά κατά πολύ αυτή των πολιτικών.
Στην πορεία αποδείχτηκε και άριστος χειριστής των μέσων ενημέρωσης.
Δημιουργικά ασαφής εκεί που χρειαζόταν και αυστηρός όταν το επέβαλαν οι περιστάσεις.
Οι πραγματικές ελληνικές επιδόσεις…
Αν πιστέψουμε τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, ακόμη και ορισμένα ξένα, δημοσιογράφοι των οποίων διάκεινται φιλικά προς την σημερινή κυβέρνηση, η Ελλάδα στο μέτωπο καταπολέμησης του κορωνοιού διεκδικεί παγκόσμια πρωτεία.
Δυστυχώς παγκόσμια πρωτεία διεκδικεί η κυβέρνηση μόνο στην επικοινωνιακή διαχείριση της κρίσης.
Με έκτακτη «καμπάνια» 11 εκατομμυρίων ευρώ κρατικής διαφήμισης στα ΜΜΕ και πάγωμα οικονομικών υποχρεώσεων ύψους 21 εκ. στα τηλεοπτικά κανάλια, η παρουσίαση των ελληνικών επιδόσεων δεν θα μπορούσε να είναι παρά διθυραμβική.
Και αυτό μπορεί να στοιχίσει ακριβά στο μέλλον γιατί όσο πιο απότομα σηκώνεται ο πήχης τόσο πιο άγαρμπη μπορεί να αποδειχτεί η προσγείωση.
Στην πραγματικότητα, όπως προαναφέραμε, οι ελληνικές επιδόσεις υπήρξαν καλές έως πολύ καλές, ασφαλώς όχι όμως κορυφαίες.
Ούτε στην Ευρώπη, ούτε συνολικά στην υφήλιο, σε σύγκριση πάντα με άλλες χώρες.
Με δεδομένο ότι ο πραγματικός αριθμός των κρουσμάτων παραμένει και πιθανότατα θα παραμείνει άγνωστος σε παγκόσμιο επίπεδο δύο μόνο δείκτες υπάρχουν για να «μετρηθούν» οι επιδόσεις της κάθε χώρας στην υγειονομική αντιμετώπιση της πανδημίας:
Ο αριθμός θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού που αποδίδεται στην συγκεκριμένη ασθένεια και το ποσοστό καταγεγραμμένων θανάτων επί καταγεγραμμένων κρουσμάτων, γνωστό και ως CFR (case fatality rate).
Kαι οι δύο δείκτες είναι προβληματικοί ως προς την απόδοση της ακριβούς εικόνας.
Πρωτίστως επειδή η μεθοδολογία προσμέτρησης των θανάτων διαφέρει από χώρα σε χώρα και τα στατιστικά στοιχεία συγκεντρώνονται με διαφορετικό τρόπο ακόμη και στα μέλη της Ευρωπαικής Ενωσης.
Πρόσφατα το Βέλγιο που εμφανίζει κατά κυριολεξία τραγικες επιδόσεις (με πληθυσμό περίπου σαν της Ελλάδας, αλλά πολύ μεγαλύτερη πυκνότητα, έχει 20πλάσια κρούσματα και 60 φορές περισσότερους θανάτους), ισχυρίστηκε ότι έχει επιλέξει ένα…τιμιότερο σύστημα αναφοράς σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες.
Ο Steven Van Gucht, ο αντίστοιχος δηλαδή Βέλγος Τσιόδρας, σε δηλώσεις του στο διεθνή ιστότοπο «Politico» ισχυρίστηκε ότι οι αρχές της χώρας μετράνε όλους τους θανάτους, ακόμη και σε σπίτια ή σε γηροκομεία που διαφεύγουν σε άλλες κυβερνήσεις.
«Οποιος θέλει να συγκρίνει τους αριθμούς μας με άλλες χώρες, θα πρέπει να τον χωρίσει στα δύο», είπε χαρακτηριστικά, αλλά ακόμη κι έτσι οι επιδόσεις του Βελγίου, έστω και περισσότερο «διαφανείς», παραμένουν εξαιρετικά απογοητευτικές.
Στον αντίποδα με το Βέλγιο που κατέγραφε 42.797 κρούσματα και 6.490 (23/4/2020) θανάτους αλλά τα στοιχεία του θεωρούνται απολύτως αξιόπιστα, υπάρχει το…θαύμα της Τουρκίας του Ερντογάν με υπερδιπλάσια κρούσματα (98.674) και μόλις το ένα τρίτο των θανάτων (2.376).
Αν πάρουμε εδώ τον δείκτη θνητότητας ανά εκατομμύριο πληθυσμού η Τουρκία φαίνεται να τα πηγαίνει περίφημα, πολύ καλύτερα από την περίπου αντίστοιχη σε πληθυσμό Γερμανία.
Είναι δυνατόν;
Ασφαλώς και όχι.
Επομένως αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία δεν υπάρχουν, ας μην γελιόμαστε, τουλάχιστον σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στον τελευταίο αυτό δείκτη αναλογικής θνητότητας η Ελλάδα διαθέτει πράγματι από τις καλύτερες επιδόσεις στον κόσμο με μόλις 12 θανάτους ανά εκατομμύριο (όταν το Βέλγιο καταγράφει 560 και η Γερμανία που κάνει μία από τις πλέον επιτυχημένες διαχειρίσεις, 64.
Βεβαίως κι εδώ υπάρχουν πολύ καλύτερες επιδόσεις σοβαρών χωρών με αξιόπιστα στοιχεία όπως η αραιοκατοικημένη Αυστραλία, με μόλις 3 θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού αλλά και η γειτονική Βουλγαρία με 8 θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού (σημ. τα στοιχεία είναι από το worldometers. info της 23ης Απριλίου) που πιθανόν όμως να βρίσκεται σε πιο πρώιμη εξέλιξη φάσης της εξάπλωσης.
Γενικώς η «κατάταξη» των χωρών είναι μια πολύ μπερδεμένη και επίφοβη διαδικασία για αυτό σε διεθνείς έρευνες αναλόγως του ποιοί δείκτες και κριτήρια χρησιμοποιούνται η Ελλάδα φιγουράρει από τις πρώτες έως και τις μεσαίες θέσεις.
Στην έρευνα της γαλλικής δεξαμενής σκέψης Βridge Τank, που διαφημίστηκε έντονα από τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης η Ελλάδα χρίζεται «πρωταθλήτρια» ως προς την «εξομάλυνση της καμπύλης» εξάπλωσης του κορωνοιού, αλλά οι ευρωπαικές χώρες που εξετάζονται είναι μόλις δέκα και αυθαίρετα επιλεγμένες.
Από τα Βαλκάνια για παράδειγμα επιλέγεται η Ρουμανία και όχι η Σερβία ή η Βουλγαρία που φαίνονται να έχουν εφάμιλλες ή και καλύτερες επιδόσεις από τις ελληνικές.
Αντιστοίχως «άδικη» για την Ελλάδα είναι η έρευνα του ινστιτούτου Deep Knowledge από το Χόγκ Κογκ που κατατάσσει την χώρα μας 30η σε σύνολο 40 που εξετάζονται από πλευράς «υγειονομικής ασφάλειας» σε σχέση με το Covid-19, με πρώτο το Ισραήλ (ευλόγως), αλλά και 19ο το…εξόχως προβληματικό Βέλγιο που προαναφέραμε.
Η αλήθεια είναι λοιπόν ότι σε αυτή την κούρσα δεν υπάρχουν πρωταθλητές ούτε ουραγοί. Κυρίως γιατί τίποτα δεν έχει κριθεί.
Υπάρχουν αυτοί που κράτησαν το δημόσιο σύστημα υγείας τους όρθιο και σε αυτούς ανήκει η Ελλάδα, χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Ομως η αποτίμηση των lock downs και των μέτρων περιορισμού θα αργήσει να γίνει και θα είναι διαφορετική από χώρα σε χώρα.
Η Ελλάδα με την εύθραυστη οικονομία και την απόλυτη εξάρτηση από τον τουρισμό μπορεί να πληρώσει πολύ ακριβά τον λογαριασμό.
Γι αυτό και η πρώτη καταγεγραμμένη επιτυχία στην αναχαίτιση του ιού, μέσω ακραίων μέτρων κοινωνικής απομόνωσης, δεν προσφέρεται ούτε για επανάπαυση ούτε (πολύ περισσότερο) για πανηγυρισμούς.
Ο δρόμος θα είναι μακρύς και η τελική διάγνωση θα γίνει όταν διαπιστωθεί η πραγματική επίπτωση της «καραντίνας» στην οικονομία…
Σχόλια αναγνωστών