Ένα ερώτημα που προκύπτει όταν κάποιος έρχεται αντιμέτωπος με μια κληρονομιά, την οποία δεν επιθυμεί είναι ποιες οι ενέργειες του προκειμένου αυτή να πάψει να τον απασχολεί. Είναι γεγονός, ότι αποτελεί βασική αρχή του κληρονομικού δικαίου, η προστασία της οικογένειας υπό την έννοια ότι τα μέλη της οικογένειας του προσώπου, που κληρονομείται, έχουν δικαίωμα να μετάσχουν στην κληρονομιά του είτε ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι είτε ως νόμιμοι μεριδιούχοι σε περίπτωση αυθαίρετης αποκλήρωσης τους.
Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι φορές που μια κληρονομιά δεν είναι επικερδής, καθώς εμφανίζει χρέη, το λεγόμενο «παθητικό», μεγαλύτερα από τα οφέλη, γνωστό και ως ενεργητικό.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, λοιπόν, ο Αστικός Κώδικας έχει προβλέψει το θεσμό της αποποίησης της κληρονομιάς.
Πρόκειται για μια μονομερή δικαιοπραξία, που πρέπει με ποινή ακυρότητας να γίνει ρητά και με ορισμένο τύπο ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς.
Αν η σχετική δήλωση γίνει μέσω αντιπροσώπου, τότε απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα, η οποία παρέχεται μονάχα με συμβολαιογραφικό έγγραφο (ΑΚ 1848 παρ. 1 εδ. Β’). Ως προς την ικανότητα εκείνου που αποποιείται ισχύει ο,τι και για την ικανότητα δικαιοπραξίας. Επί ενδεχομένου ανικανότητας για δικαιοπραξία, τότε η αποποίηση πρέπει να γίνει από τον νόμιμο αντιπρόσωπο του με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την αποποίηση ανηλίκου τέκνου, που γίνεται από τους ασκούντες την επιμέλεια γονείς του με άδεια του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας (ΑΚ 1526 σε συνδυασμό με 1625 παρ. 1 αρ. 1).
Ποια είναι, όμως, η προθεσμία της αποποίησης; Πρόκειται περί αποκλειστικής προθεσμίας, διάρκειας 4 μηνών (ΑΚ 1847 παρ. 1 εδ. Α’ ). Σε περίπτωση, όμως, που ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία του κατοικία στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν διέμενε στο εξωτερικό, η προθεσμία είναι ενός έτους (ΑΚ 1847 παρ. 2). Οι παραπάνω προθεσμίες εκκινούν από τη στιγμή που ο κληρονόμος πληροφορήθηκε την επαγωγή της κληρονομιάς και το λόγο αυτής ( ΑΚ 1847 παρ. 1 εδ. Α’ ).
Γίνεται, λοιπό, αντιληπτό ότι δεν είναι αρκετή μόνο η γνώση του θανάτου του κληρονομούμενου, αλλά χρειάζεται και η γνώση της συνδρομής των νομικών και πραγματικών προϋποθέσεων που απαιτούνται προκειμένου να κληθεί στη κληρονομιά ο συγκεκριμένος κληρονόμος.
Κατ’ επέκταση των παραπάνω αν ο κληρονόμος δεν γνωρίζει ότι υπάρχει διαθήκη ή ότι είναι ο πλησιέστερος συγγενής στη περίπτωση της εξ αδιαθέτου διαδοχής ή ακόμη και ότι εξέπεσε για οποιονδήποτε λόγο ο προηγούμενος πλησιέστερος τότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για γνώση της επαγωγής της κληρονομιάς.
Ακόμη και η μη γνώση της αποποίησης του αρχικού κληρονόμου ή η κήρυξη του ως ανάξιου να κληρονομήσει δεν μπορεί να εκκινήσει τη προθεσμία αποποίησης για τον επόμενο κληρονόμο, αφού γίνεται λόγος για πλάνη έστω και αν αυτή είναι ασύγγνωστη.
Η έναρξη της προθεσμίας αποποίησης κωλύεται από δυό είδη πλάνων: α) την πλάνη περί τα πράγματα και β) την πλάνη περί το δίκαιο.
Συγκεκριμένα περί της πλάνης περί τα πράγματα, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ότι η προθεσμία αποποίησης δεν εκκινεί, αν ο κληρονόμος παρά τη γνώση του θανάτου του κληρονομούμενου συγγενή του, αγνοεί ότι είναι ο πλησιέστερος συγγενής του, επειδή νομίζει ότι εκείνος είχε τέκνα, τα οποία όμως είχαν προαποβιώσει. Έτσι, λοιπόν, θεωρώντας ορθώς ότι προηγούνται τα τέκνα αυτού δεν γνωρίζει καθόλου τη δική του ανάμειξη και επαγωγή.
Σχετικά με την πλάνη περί το δίκαιο δέον να αναφερθεί ότι γίνεται λόγος π.χ. αν ο κληρονόμος δεν γνωρίζει το σύστημα της άμεσης και αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομιάς και νομίζει ότι αυτή θα αποκτηθεί μόνο μετά από κάποια δική του ενέργεια και επομένως δεν είναι κληρονόμος αν δεν εκφράσει ξεκάθαρη βούληση.
Και σε αυτό το ενδεχόμενο πλάνης, λοιπόν, η προθεσμία αποποίησης δεν εκκινεί. Στη περίπτωση επαγωγής από διαθήκη η προθεσμία ξεκινά μονάχα μετά τη δημοσίευση της, όπως σχετικώς ορίζεται στο ΑΚ 1847 παρ. 1 εδ. Β’.
Σοβαρό ζήτημα κατά τη γνώμη μου γεννάται σχετικά με την αποποίηση από την πλευρά του ανηλίκου.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι γονείς που ασκούν την επιμέλεια αποποιούνται για λογαριασμό του μετά από άδεια του Δικαστηρίου με τη διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας. Αυτό γίνεται κυρίως γιατί η προθεσμία είναι τέσσερις μήνες και η ενηλικίωση πολλές φορές είναι ζήτημα αρκετών χρόνων.
Ωστόσο, το άρθρο 35 του ν. 4786/2021 προβλέπει πλέον ότι «κατά την αληθή έννοια του άρθρου 1912 του ΑΚ, ο κληρονόμος που ενηλικιώνεται δικαιούται εντός της ετήσιας προθεσμίας του άρθρου 1912 ΑΚ να αποποιηθεί την κληρονομιά».
Πρόκειται περί ατυχούς διάταξης, αφού με αυτή την τεράστια παράταση προθεσμίας αν αναλογιστούμε πχ το ενδεχόμενο νεογέννητου τέκνου παρατείνεται και η αβεβαιότητα για το ποιος εν τέλει είναι ο κληρονόμος, μη μπορώντας να διευθετηθούν ταχεία οι κληρονομικές σχέσεις.
Δημιουργείται, λοιπόν, ένα κενό νόμου το όποιο φέρει σε σύγκρουση το παραπάνω περιεχόμενο περί δυνατότητα αποποίησης και μετά την ενηλικίωση και περί προθεσμίας τεσσάρων μηνών. Στη δικαστηριακή πρακτική με αποφάσεις δικαστηρίων έχουν γίνει δεκτές αποποιήσεις μετά την ενηλικίωση, ωστόσο κατά τη γνώμη μου περισσότερο ασφαλές είναι να ακολουθηθεί ο δρόμος της τετράμηνης προθεσμίας.
Από όλα τα παραπάνω, λοιπόν, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η προθεσμία αποποίησης δεν είναι πάντοτε στενά ορισμένη, τη στιγμή ειδικά που η γνώση για την επαγωγή της κληρονομιάς εξαρτάται από πολλούς παράγοντες.
Για τους λόγους αυτούς, λοιπόν, τόσο στην εκ διαθήκης διαδοχή όσο και στην εξ αδιαθέτου όλες οι τάξεις καλό είναι να μεριμνούν για την ενημέρωση της επόμενης προκειμένου εν τέλει να καταστεί κάποιος επιτυχώς κληρονόμος.
Σε περίπτωση δε που μια αποποίηση είναι εκπρόθεσμη για οποιονδήποτε λόγο – μιας και όπως είδαμε παραπάνω – πολλές μπορεί να είναι παγίδες – μετά η διαδικασία προκειμένου αυτή να καταστεί έγκυρη είναι περίπλοκη ειδικότερα ως προς το ζήτημα της απόδειξης.
Από την Δέσποινα Χρίστινα, Ασκουμένη Δικηγόρο Αθηνών, «Νομικός Παλμός»
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών