Στόχος θα πρέπει να είναι η δραστική αύξηση των εσόδων από εξαγωγικές δραστηριότητες
Για να επανακτήσει η Ελλάδα, σε στέρεες βάσεις, το επίπεδο ευμάρειας στο οποίο είχε μάθει μέχρι το 2009 θα πρέπει να αυξήσει κατά περίπου 1,5 φορά τα έσοδά της από εξαγωγικές δραστηριότητες (αγαθά και υπηρεσίες).
Τα ανωτέρω τονίζονται σε νέα ανάλυση της Eurobank με στόχο τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας.
Πρόκειται για άρθρο του Δρος Κωνσταντίνου Α. Παπαδόπουλου, Συμβούλου Διοίκησης επί Ευρωπαϊκών και Οικονομικών Θεμάτων της Eurobank, με τίτλο: «Η Πραγματική Σημασία της Εξωστρέφειας και των Μεταρρυθμίσεων», το οποίο περιλαμβάνεται στο 7o τεύχος του 8ου τόμου της περιοδικής έκδοσης Οικονομία και Αγορές της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank, της οποίας προΐσταται ο Καθηγητής κ. Γκίκας Χαρδούβελης.
Η μελέτη, αφού κάνει μία σύντομη περιγραφή της δομής και των στόχων του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, αναλύει, αφ’ ενός μεν, τον σχετικό ρόλο και τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής, αφ’ ετέρου δε, τον σχετικό ρόλο και συνέπειες των διαρθρωτικών και διοικητικών μεταρρυθμίσεων. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, για λόγους τόσο εσωτερικής δομής του προγράμματος, όσο και μίας σειράς δυσκολιών που παρουσιάσθηκαν κατά την εκτέλεση, το βάρος έπεσε στο πρώτο σκέλος, με αποτέλεσμα, πρώτον, μία βαθύτερη του αναμενομένου ύφεση και, δεύτερον, μία καθυστέρηση στην θέσπιση των αλλαγών που είναι απαραίτητες για την έξοδο από την κρίση και, κυρίως, για την επιβίωση, στο μέλλον, της ελληνικής οικονομίας στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα.
Η μελέτη εξετάζει, ακόμα, τα διάφορα ρεύματα στην Ευρώπη, αυτά που υποστηρίζουν την ανάγκη για «λιτότητα» και αυτά που είναι υπέρ της «ανάπτυξης», και ισχυρίζεται ότι πρόκειται γενικώς περί ενός ψευδοδιλήμματος. Μάλιστα, επισημαίνει ότι στο εξωτερικό σχεδόν κανείς δεν υποστηρίζει ότι η Ελλάς έχει τώρα τα περιθώρια να απαλύνει τους όρους του προγράμματος. Αντιθέτως, τώρα που η δημοσιονομική προσαρμογή φθάνει προς το τέλος της, θα πρέπει οι ελληνικές Αρχές να επαυξήσουν τις προσπάθειες που καταβάλλουν στο σκέλος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Στη συνέχεια, η μελέτη προβαίνει σε μία ανάλυση των επιπτώσεων της αύξησης του κρατικού δανεισμού την περασμένη δεκαετία επί της γενικής δομής της ελληνικής οικονομίας και υποστηρίζει ότι ο δανεισμός, όχι μόνο επέτεινε τις ήδη υπάρχουσες δομικές αδυναμίες της οικονομίας, αλλά λειτούργησε και ως εργαλείο ενδυνάμωσης της εσωστρέφειας. Αυτό οδήγησε σε ένα βιοτικό επίπεδο ριζικά ασύμβατο με τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας. Ακολουθεί το συμπέρασμα του συγγραφέως ότι, προκειμένου η χώρα να επανακτήσει, αλλά σε στέρεες βάσεις, το επίπεδο ευμάρειας στο οποίο είχε μάθει μέχρι το 2009, και – κυρίως – να τεθεί εκ νέου σε κίνηση η διαδικασία σύγκλισης του κατά κεφαλήν εισοδήματος με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, θα πρέπει να αυξήσει κατά περίπου μιάμιση φορά τα έσοδά της από εξαγωγικές δραστηριότητες (αγαθά και υπηρεσίες). Πρόκειται για έναν τεράστιο μετασχηματισμό της οικονομίας, κάτι που η συνεχής ενασχόληση με τον προϋπολογισμό και τα δημοσιονομικά τείνει να επισκιάσει, τόσο σε επίπεδο κυβερνητικής πολιτικής, όσο και σε επίπεδο δημοσίου διαλόγου.
Αυτή η έμφαση στα δημοσιονομικά εμφιλοχώρησε σε κάθε γωνιά του προγράμματος, με αποτέλεσμα δυστοκίες και καθυστερήσεις στο διαρθρωτικό σκέλος να επιχειρείται να αντισταθμισθούν με εντονότερες παρεμβάσεις στο σκέλος της δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλοιώνοντας το αρχικό μίγμα πολιτικής του προγράμματος. Απώτερο αποτέλεσμα ήταν να πλήττονται ακόμα και δραστηριότητες φιλικές προς την εξωστρέφεια και την ανάπτυξη, όπως το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (μέσω των περικοπών που υφίσταται) και οι εξαγωγικές επιχειρήσεις (μέσω των καθυστερήσεων στην επιστροφή του ΦΠΑ).
Όμως, με την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στον προϋπολογισμό, το βάρος του προγράμματος προσαρμογής τώρα πλέον πέφτει σχεδόν αποκλειστικά στην ατζέντα των μεταρρυθμίσεων. Παρ’ όλες τις καθυστερήσεις, θα πρέπει τώρα να γίνει μία επαναξιολόγηση όλων των διαρθρωτικών μέτρων και μία επανιεράρχησή των, ευθυγραμμίζοντας και προσαρμόζοντας όλες τις μεταρρυθμίσεις, αλλά και τις πολιτικές δαπανών του Κράτους, στις ανάγκες επίτευξης τού υπ’ αριθμόν ένα στόχου, που είναι η δραστική αύξηση των εσόδων από εξαγωγικές δραστηριότητες.
www.bankingnews.gr
Τα ανωτέρω τονίζονται σε νέα ανάλυση της Eurobank με στόχο τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας.
Πρόκειται για άρθρο του Δρος Κωνσταντίνου Α. Παπαδόπουλου, Συμβούλου Διοίκησης επί Ευρωπαϊκών και Οικονομικών Θεμάτων της Eurobank, με τίτλο: «Η Πραγματική Σημασία της Εξωστρέφειας και των Μεταρρυθμίσεων», το οποίο περιλαμβάνεται στο 7o τεύχος του 8ου τόμου της περιοδικής έκδοσης Οικονομία και Αγορές της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank, της οποίας προΐσταται ο Καθηγητής κ. Γκίκας Χαρδούβελης.
Η μελέτη, αφού κάνει μία σύντομη περιγραφή της δομής και των στόχων του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, αναλύει, αφ’ ενός μεν, τον σχετικό ρόλο και τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής, αφ’ ετέρου δε, τον σχετικό ρόλο και συνέπειες των διαρθρωτικών και διοικητικών μεταρρυθμίσεων. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, για λόγους τόσο εσωτερικής δομής του προγράμματος, όσο και μίας σειράς δυσκολιών που παρουσιάσθηκαν κατά την εκτέλεση, το βάρος έπεσε στο πρώτο σκέλος, με αποτέλεσμα, πρώτον, μία βαθύτερη του αναμενομένου ύφεση και, δεύτερον, μία καθυστέρηση στην θέσπιση των αλλαγών που είναι απαραίτητες για την έξοδο από την κρίση και, κυρίως, για την επιβίωση, στο μέλλον, της ελληνικής οικονομίας στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα.
Η μελέτη εξετάζει, ακόμα, τα διάφορα ρεύματα στην Ευρώπη, αυτά που υποστηρίζουν την ανάγκη για «λιτότητα» και αυτά που είναι υπέρ της «ανάπτυξης», και ισχυρίζεται ότι πρόκειται γενικώς περί ενός ψευδοδιλήμματος. Μάλιστα, επισημαίνει ότι στο εξωτερικό σχεδόν κανείς δεν υποστηρίζει ότι η Ελλάς έχει τώρα τα περιθώρια να απαλύνει τους όρους του προγράμματος. Αντιθέτως, τώρα που η δημοσιονομική προσαρμογή φθάνει προς το τέλος της, θα πρέπει οι ελληνικές Αρχές να επαυξήσουν τις προσπάθειες που καταβάλλουν στο σκέλος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Στη συνέχεια, η μελέτη προβαίνει σε μία ανάλυση των επιπτώσεων της αύξησης του κρατικού δανεισμού την περασμένη δεκαετία επί της γενικής δομής της ελληνικής οικονομίας και υποστηρίζει ότι ο δανεισμός, όχι μόνο επέτεινε τις ήδη υπάρχουσες δομικές αδυναμίες της οικονομίας, αλλά λειτούργησε και ως εργαλείο ενδυνάμωσης της εσωστρέφειας. Αυτό οδήγησε σε ένα βιοτικό επίπεδο ριζικά ασύμβατο με τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας. Ακολουθεί το συμπέρασμα του συγγραφέως ότι, προκειμένου η χώρα να επανακτήσει, αλλά σε στέρεες βάσεις, το επίπεδο ευμάρειας στο οποίο είχε μάθει μέχρι το 2009, και – κυρίως – να τεθεί εκ νέου σε κίνηση η διαδικασία σύγκλισης του κατά κεφαλήν εισοδήματος με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, θα πρέπει να αυξήσει κατά περίπου μιάμιση φορά τα έσοδά της από εξαγωγικές δραστηριότητες (αγαθά και υπηρεσίες). Πρόκειται για έναν τεράστιο μετασχηματισμό της οικονομίας, κάτι που η συνεχής ενασχόληση με τον προϋπολογισμό και τα δημοσιονομικά τείνει να επισκιάσει, τόσο σε επίπεδο κυβερνητικής πολιτικής, όσο και σε επίπεδο δημοσίου διαλόγου.
Αυτή η έμφαση στα δημοσιονομικά εμφιλοχώρησε σε κάθε γωνιά του προγράμματος, με αποτέλεσμα δυστοκίες και καθυστερήσεις στο διαρθρωτικό σκέλος να επιχειρείται να αντισταθμισθούν με εντονότερες παρεμβάσεις στο σκέλος της δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλοιώνοντας το αρχικό μίγμα πολιτικής του προγράμματος. Απώτερο αποτέλεσμα ήταν να πλήττονται ακόμα και δραστηριότητες φιλικές προς την εξωστρέφεια και την ανάπτυξη, όπως το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (μέσω των περικοπών που υφίσταται) και οι εξαγωγικές επιχειρήσεις (μέσω των καθυστερήσεων στην επιστροφή του ΦΠΑ).
Όμως, με την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στον προϋπολογισμό, το βάρος του προγράμματος προσαρμογής τώρα πλέον πέφτει σχεδόν αποκλειστικά στην ατζέντα των μεταρρυθμίσεων. Παρ’ όλες τις καθυστερήσεις, θα πρέπει τώρα να γίνει μία επαναξιολόγηση όλων των διαρθρωτικών μέτρων και μία επανιεράρχησή των, ευθυγραμμίζοντας και προσαρμόζοντας όλες τις μεταρρυθμίσεις, αλλά και τις πολιτικές δαπανών του Κράτους, στις ανάγκες επίτευξης τού υπ’ αριθμόν ένα στόχου, που είναι η δραστική αύξηση των εσόδων από εξαγωγικές δραστηριότητες.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών