Να ενισχυθεί η εξαγωγική δραστηριότητα
Tην πρόοδο που έχει σημειώσει μέχρι σήμερα η Ελλάδα παρουσιάζει η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank, στην οποία προΐσταται ο καθηγητής Γκίκας Χαρδούβελης.
Στο τεύχος αυτό φιλοξενείται άρθρο του Δρα Τάσου Αναστασάτου, Senior Economist της Τράπεζας, με τίτλο: «Ελλάδα: Ανάκτηση Ανταγωνιστικότητας, Εξισορρόπηση του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών και Μετατόπιση Προς Εξωστρεφείς Κλάδους».
Στη μελέτη εξετάζεται η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στην ανάκτηση των απωλειών ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, την εξισορρόπηση του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ), καθώς και της διαδικασίας μετατόπισης πόρων προς τους εξωστρεφείς τομείς της οικονομίας.
Τα κεντρικά συμπεράσματα είναι τα εξής:
(α) οι απώλειες της ανταγωνιστικότητας ως προς το κόστος εργασίας της περιόδου 2001-2009 έχουν ανακτηθεί πλήρως. Ωστόσο, αυτό συντελέστηκε μέσω δημιουργίας ύφεσης. Αντιθέτως, η ανταγωνιστικότητα ποιότητας υποχώρησε.
(β) Η διατηρήσιμη μεγέθυνση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, όπως και υποκατάσταση εισαγωγών από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα, αποτελεί προϋπόθεση ώστε το πλεόνασμα το οποίο κατέγραψε το ΙΤΣ το 2013 να αποδειχτεί διατηρήσιμο. Ο λόγος είναι ότι μετά το πέρας της ύφεσης οι επενδύσεις θα ανακάμψουν και η κατανάλωση θα σταθεροποιηθεί, άρα θα αυξηθούν και οι εισαγωγές.
(γ) Απαραίτητη προϋπόθεση για την αύξηση των εξαγωγών και άρα την διατηρήσιμη ανάπτυξη είναι η αναδιάρθρωση του γενικότερου αναπτυξιακού προτύπου της ελληνικής οικονομίας. Αυτό σημαίνει μία μεγάλης κλίμακας μεταφορά πόρων, κεφαλαίου και εργασίας, από τους φθίνοντες τομείς οι οποίοι εξυπηρετούν την εγχώρια αγορά, προς τους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Η πρόοδος αυτής της διαδικασίας μπορεί να χαρακτηριστεί εν μέρει θετική στο βαθμό που οι κλάδοι των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών έχουν συγκρατήσει καλύτερα την αξία της παραγωγής τους κι έχουν βελτιώσει τις σχετικές τους τιμές, αλλά δεν έχει υπάρξει ακόμα ουσιαστική αύξηση της παραγωγικής τους ικανότητας. Αυτό μένει –και πρέπει- να γίνει τα επόμενα έτη.
(δ) η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα εξαρτάται περισσότερο από τη βελτίωση του τεχνολογικού περιεχομένου των εξαγωγών παρά από τις τιμές τους. Συνάγεται ότι περαιτέρω μείωση του κόστους εργασίας πρέπει να αποφευχθεί: αν και βραχυχρόνια παρουσιάζεται ως μία λύση στο οξύτατο πρόβλημα της ανεργίας, μακροχρονίως η επιβίωση ή αναβίωση δραστηριοτήτων έντασης εργασίας παρεμποδίζουν την απελευθέρωση πόρων για να κατευθυνθούν προς παραγωγικότερους τομείς και έλκουν το μοντέλο εξειδικεύσεων της χώρας προς λάθος κατεύθυνση
(ε) η στροφή προς τους εξαγωγικούς τομείς επιβάλλεται να αποτελέσει κεντρική προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα βελτιώσουν την παραγωγικότητα της οικονομίας και το τεχνολογικό περιεχόμενο των εξαγωγών αλλά για να αποδώσουν τα επιθυμητά αποτελέσματα πρέπει να αποκτήσουν κρίσιμη μάζα. Πλημμελής ή καθυστερημένη εφαρμογή τους απειλεί να οδηγήσει σε διεύρυνση της διαρροής πολύτιμων ανθρώπινων πόρων στο εξωτερικό, περαιτέρω αποεπένδυση και καταστροφή κεφαλαίου, και άρα μόνιμη βλάβη στο αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας.
Η μελέτη προτείνει συγκεκριμένες πολιτικές προς αυτή την κατεύθυνση, μεταξύ των οποίων την προτεραιοποίηση και επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με το μεγαλύτερο όφελος στην παραγωγικότητα, προσέλκυση παραγωγικών και εξωστρεφών άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) με ατμομηχανή το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, αναβάθμιση των υποδομών μεταφορών (ώστε να καταστεί συμφέρουσα για τις ξένες επιχειρήσεις η παραγωγή στην Ελλάδα και η επανεξαγωγή), ενθάρρυνση της αύξησης του μεγέθους των εγχώριων επιχειρήσεων, ενίσχυση της ρευστότητας των εξαγωγικών επιχειρήσεων, στήριξη έρευνας και τεχνολογίας. Επίσης επιβάλλεται να εφαρμοστούν πολιτικές στήριξης και κοινωνικής ενσωμάτωσης όσων πληγούν, καθώς και μετεκπαίδευσης σε νέες ειδικεύσεις, αφού η διαδικασία μετασχηματισμού συνεπάγεται υψηλή ανεργία στο μεταβατικό διάστημα, αλλά και την απαξίωση των προσόντων όσων εργάζονταν σε φθίνοντες τομείς και άρα μακροχρόνια ανεργία
Ο βαθμός στον οποίον θα εφαρμοστούν αυτές οι πολιτικές, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον, θα καθορίσουν και την πιθανότητα να αποφύγει η ελληνική οικονομία μία παρατεταμένη περίοδο χαμηλής ανάπτυξης και υψηλής ανεργίας, με βαρύτατες οικονομικές, κοινωνικές και γεωστρατηγικές συνέπειες. Τεχνικά, η επιστροφή σε δυναμικούς ρυθμούς ανάπτυξης με άξονα τις εξαγωγές και τις επενδύσεις είναι απολύτως εφικτή. Προϋποθέτει όμως την οριστική εγκατάλειψη των ψευδαισθήσεων των εύκολων λύσεων του παρελθόντος και την συστηματική εργασία όλων πάνω σε ένα εθνικό σχέδιο δράσης.
Πιο αναλυτικά:
Στη μελέτη αρχικά περιγράφονται τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της απώλειας ανταγωνιστικότητας κατά τα προηγούμενα έτη. Σωρευτικά η ανταγωνιστικότητα ως προς τις τιμές επιδεινώθηκε μεταξύ 2001-2009 κατά 14-31%, ανάλογα με τον τρόπο μέτρησης. Αυτή η απώλεια ανταγωνιστικότητας συνδέεται με τα συνεχή ελλείμματα στο ΙΤΣ (κορύφωση στο 14,9% του ΑΕΠ το 2008) και τη συσσώρευση μεγάλου ακαθάριστου εξωτερικού χρέους (κορύφωση στο 235,7% του ΑΕΠ το 2012). Εξηγείται η σχέση του φαινομένου με τα δημοσιονομικά ελλείμματα, τις υπερβολικά αισιόδοξες εκτιμήσεις των νοικοκυριών για τα μελλοντικά τους εισοδήματα, τις στρεβλώσεις στις αγορές, καθώς και τον εξωτερικό δανεισμό ο οποίος επέτρεψε την επέκταση της εγχώριας ζήτησης. Οι εξαγωγές, όχι μόνο υστέρησαν των εισαγωγών σε μέγεθος, αλλά παρέμειναν επικεντρωμένες σε ένα μικρό φάσμα προϊόντων, κατά κύριο λόγο χαμηλής τεχνολογίας.
Στη συνέχεια, επισκοπείται η βελτίωση η οποία επετεύχθη από το 2010 έως το τέλος του 2013. Η ελληνική κυβέρνηση και η Τρόικα συμφώνησαν το 2012 την επίσπευση της εσωτερικής υποτίμησης μέσω μέτρων περιορισμού της εσωτερικής ζήτησης και την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην αδυναμία έγκαιρης προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα βελτίωναν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, και εν μέρει στην απροθυμία των επίσημων δανειστών να διαθέσουν μεγαλύτερα κονδύλια, τα οποία θα ήταν απαραίτητα ώστε η προσαρμογή να επιτευχθεί με βραδύτερο ρυθμό. Ως αποτέλεσμα αυτής της επιλογής, το ΙΤΣ διορθώθηκε ταχέως, γυρνώντας σε πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ το 2013 για πρώτη φορά στη νεοελληνική ιστορία. Μέρος της εντυπωσιακής προσαρμογής του ΙΤΣ πρέπει να αποδοθεί στο πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων (PSI), το οποίο μείωσε σημαντικά τις πληρωμές τοκοχρεολυσίων του δημοσίου χρέους, βελτιώνοντας το ΙΤΣ κατά περίπου 3,2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Το μεγαλύτερο μέρος της βελτίωσης προήλθε από το Ισοζύγιο Αγαθών (περίπου 9,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μεταξύ 2008-2013). Ωστόσο, ολόκληρη σχεδόν η προσαρμογή της εξωτερικής ανισορροπίας συντελέστηκε μέσω του υφεσιακού καναλιού, δηλαδή μέσω μείωσης κατανάλωσης και επενδύσεων, τα οποία μείωσαν και τις εισαγωγές, και όχι διά της ανόδου των εξαγωγών. Το τίμημα ήταν βαρύτατο, η σωρευτική απώλεια του ¼ του ΑΕΠ της χώρας και η εκτόξευση της ανεργίας στο 27%.
Παρά ταύτα, η διόρθωση στην ανταγωνιστικότητα κόστους υπήρξε και ήταν ταχύτερη του αναμενόμενου από το Πρόγραμμα Προσαρμογής. Μέχρι το τέλος του 2013, η πραγματική ισοτιμία υπολογισμένη με βάση το κόστος εργασίας είχε επιστρέψει στα επίπεδα του 2001. Η διόρθωση της πραγματικής ισοτιμίας υπολογισμένης με βάση τις τιμές, αν και σημαντική, υστερεί σε μέγεθος, κυρίως λόγω των αρχικών αυξήσεων των έμμεσων φόρων και των καθυστερήσεων στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών για την αντιμετώπιση των ολιγοπωλιακών στρεβλώσεων. Από το 2013 όμως ο πληθωρισμός έχει μπει σε αρνητικό έδαφος, λόγω και της προϊούσας ύφεσης, η επίδραση των αυξήσεων των έμμεσων φόρων εξαντλήθηκε και οι μεταρρυθμίσεις επιταχύνονται. Αυτή η εξέλιξη, αν και επιβλαβής για τη δυναμική του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, ωστόσο αναμένεται να ωφελήσει την ανταγωνιστικότητα, ιδίως των υπηρεσιών. Αντίθετα, η ανταγωνιστικότητα ποιότητας υποχώρησε. Το ποσοστό των συνολικών εξαγωγών αγαθών που προήλθαν από κλάδους υψηλής τεχνολογίας υποδιπλασιάστηκε, από 6,6% το 2009, σε 3,3% το 2012. Παράλληλα, η μεταρρύθμιση των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της οικονομίας δεν έχει προχωρήσει αρκετά τολμηρά. Η κατάταξη της χώρας στους διεθνείς δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας βελτιώθηκε σημαντικά αλλά παραμένει χαμηλή σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Η ύφεση έχει αρχίσει να διορθώνει τη στρέβλωση των προηγούμενων ετών, όταν σχεδόν το σύνολο της μεγέθυνσης του ΑΕΠ προήλθε από τους τομείς των μη εμπορεύσιμων διεθνώς αγαθών και υπηρεσιών. Μεταξύ 2001-2009,ο τομέας μη εμπορευσίμων μεγεθύνθηκε κατά σχεδόν 40% σε πραγματικούς όρους, όταν ο κλάδος διεθνώς εμπορευσίμων συρρικνώθηκε κατά 11%. Επιπλέον, αυξήθηκαν οι σχετικές τιμές και τα περιθώρια κέρδους στους τομείς μη εμπορευσίμων. Μεταξύ 2009-2012 όμως, σχεδόν το σύνολο της μείωσης του ΑΕΠ προήλθε από τους τομείς μη εμπορευσίμων, οι οποίοι απώλεσαν το 8,3% της πραγματικής αξίας τους. Το μεγαλύτερο μέρος της συρρίκνωσης αφορούσε την μείωση του μεγέθους του δημόσιου τομέα και του οικοδομικού κλάδου. Αντίθετα, οι τομείς των διεθνώς εμπορευσίμων συγκράτησαν πολύ καλύτερα το προϊόν τους, χάνοντας μόλις 2,8% της πραγματικής αξίας τους, αυξάνοντας ελαφρά και το μερίδιό τους στο ΑΕΠ. Παράλληλα, κι ενώ οι τιμές και των δύο κλάδων είναι πλέον σε αρνητικό έδαφος, οι τιμές και τα κόστη των κλάδων εμπορευσίμων μειώνονται ταχύτερα έναντι των κλάδων μη εμπορευσίμων. Αυτό είναι θετικό στο βαθμό που η εσωτερική υποτίμηση συνίσταται εν μέρει σε αλλαγή των σχετικών τιμών και περιθωρίων κέρδους μεταξύ εμπορευσίμων και μη εμπορευσίμων, ώστε να κινητροδοτηθεί η μετατόπιση πόρων, και όχι σε οριζόντια μείωση των τιμών.
Η αύξηση της παραγωγικής ικανότητας των εξαγωγικών κλάδων είναι μονόδρομος στο βαθμό που η συνεχιζόμενη αδυναμία των διαθέσιμων εισοδημάτων δεν προδιαγράφει ευοίωνες προοπτικές για τους κλάδους οι οποίοι απευθύνονται στην εγχώρια αγορά. Έτι περαιτέρω, οι κλάδοι των διεθνώς εμπορευσίμων έχουν υψηλότερη παραγωγικότητα και άρα η στροφή πόρων προς αυτούς θα βελτιώσει τη συνολική παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας και θα μειώσει τα κόστη κατά μονάδα προϊόντος χωρίς περαιτέρω μειώσεις μισθών. Μία πρώτη θετική ένδειξη είναι ότι, ενώ το τμήμα των επενδύσεων το οποίο αφορά την κατασκευή κατοικιών συνέχιζε να συρρικνώνεται μέχρι και το 2013, οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό παρουσίασαν τάσεις σταθεροποίησης. Δεδομένου ότι αυτό το τμήμα των επενδύσεων ενσωματώνει το υψηλότερο τεχνολογικό περιεχόμενο και αφορά κατά βάση διεθνώς εμπορεύσιμους τομείς, η εξέλιξη αυτή περιορίζει τη διάβρωση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και μπορεί να αποτελέσει την απαρχή της μεταστροφής του αναπτυξιακού προτύπου. Εφόσον η οικονομία ανακάμψει, οι ευνοϊκότερες συνθήκες τιμών και κερδών στους κλάδους εμπορευσίμων δίνουν κίνητρο για διεξαγωγή επενδύσεων σε αυτούς.
www.bankingnews.gr
Στο τεύχος αυτό φιλοξενείται άρθρο του Δρα Τάσου Αναστασάτου, Senior Economist της Τράπεζας, με τίτλο: «Ελλάδα: Ανάκτηση Ανταγωνιστικότητας, Εξισορρόπηση του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών και Μετατόπιση Προς Εξωστρεφείς Κλάδους».
Στη μελέτη εξετάζεται η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στην ανάκτηση των απωλειών ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, την εξισορρόπηση του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ), καθώς και της διαδικασίας μετατόπισης πόρων προς τους εξωστρεφείς τομείς της οικονομίας.
Τα κεντρικά συμπεράσματα είναι τα εξής:
(α) οι απώλειες της ανταγωνιστικότητας ως προς το κόστος εργασίας της περιόδου 2001-2009 έχουν ανακτηθεί πλήρως. Ωστόσο, αυτό συντελέστηκε μέσω δημιουργίας ύφεσης. Αντιθέτως, η ανταγωνιστικότητα ποιότητας υποχώρησε.
(β) Η διατηρήσιμη μεγέθυνση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, όπως και υποκατάσταση εισαγωγών από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα, αποτελεί προϋπόθεση ώστε το πλεόνασμα το οποίο κατέγραψε το ΙΤΣ το 2013 να αποδειχτεί διατηρήσιμο. Ο λόγος είναι ότι μετά το πέρας της ύφεσης οι επενδύσεις θα ανακάμψουν και η κατανάλωση θα σταθεροποιηθεί, άρα θα αυξηθούν και οι εισαγωγές.
(γ) Απαραίτητη προϋπόθεση για την αύξηση των εξαγωγών και άρα την διατηρήσιμη ανάπτυξη είναι η αναδιάρθρωση του γενικότερου αναπτυξιακού προτύπου της ελληνικής οικονομίας. Αυτό σημαίνει μία μεγάλης κλίμακας μεταφορά πόρων, κεφαλαίου και εργασίας, από τους φθίνοντες τομείς οι οποίοι εξυπηρετούν την εγχώρια αγορά, προς τους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Η πρόοδος αυτής της διαδικασίας μπορεί να χαρακτηριστεί εν μέρει θετική στο βαθμό που οι κλάδοι των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών έχουν συγκρατήσει καλύτερα την αξία της παραγωγής τους κι έχουν βελτιώσει τις σχετικές τους τιμές, αλλά δεν έχει υπάρξει ακόμα ουσιαστική αύξηση της παραγωγικής τους ικανότητας. Αυτό μένει –και πρέπει- να γίνει τα επόμενα έτη.
(δ) η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα εξαρτάται περισσότερο από τη βελτίωση του τεχνολογικού περιεχομένου των εξαγωγών παρά από τις τιμές τους. Συνάγεται ότι περαιτέρω μείωση του κόστους εργασίας πρέπει να αποφευχθεί: αν και βραχυχρόνια παρουσιάζεται ως μία λύση στο οξύτατο πρόβλημα της ανεργίας, μακροχρονίως η επιβίωση ή αναβίωση δραστηριοτήτων έντασης εργασίας παρεμποδίζουν την απελευθέρωση πόρων για να κατευθυνθούν προς παραγωγικότερους τομείς και έλκουν το μοντέλο εξειδικεύσεων της χώρας προς λάθος κατεύθυνση
(ε) η στροφή προς τους εξαγωγικούς τομείς επιβάλλεται να αποτελέσει κεντρική προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα βελτιώσουν την παραγωγικότητα της οικονομίας και το τεχνολογικό περιεχόμενο των εξαγωγών αλλά για να αποδώσουν τα επιθυμητά αποτελέσματα πρέπει να αποκτήσουν κρίσιμη μάζα. Πλημμελής ή καθυστερημένη εφαρμογή τους απειλεί να οδηγήσει σε διεύρυνση της διαρροής πολύτιμων ανθρώπινων πόρων στο εξωτερικό, περαιτέρω αποεπένδυση και καταστροφή κεφαλαίου, και άρα μόνιμη βλάβη στο αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας.
Η μελέτη προτείνει συγκεκριμένες πολιτικές προς αυτή την κατεύθυνση, μεταξύ των οποίων την προτεραιοποίηση και επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με το μεγαλύτερο όφελος στην παραγωγικότητα, προσέλκυση παραγωγικών και εξωστρεφών άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) με ατμομηχανή το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, αναβάθμιση των υποδομών μεταφορών (ώστε να καταστεί συμφέρουσα για τις ξένες επιχειρήσεις η παραγωγή στην Ελλάδα και η επανεξαγωγή), ενθάρρυνση της αύξησης του μεγέθους των εγχώριων επιχειρήσεων, ενίσχυση της ρευστότητας των εξαγωγικών επιχειρήσεων, στήριξη έρευνας και τεχνολογίας. Επίσης επιβάλλεται να εφαρμοστούν πολιτικές στήριξης και κοινωνικής ενσωμάτωσης όσων πληγούν, καθώς και μετεκπαίδευσης σε νέες ειδικεύσεις, αφού η διαδικασία μετασχηματισμού συνεπάγεται υψηλή ανεργία στο μεταβατικό διάστημα, αλλά και την απαξίωση των προσόντων όσων εργάζονταν σε φθίνοντες τομείς και άρα μακροχρόνια ανεργία
Ο βαθμός στον οποίον θα εφαρμοστούν αυτές οι πολιτικές, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον, θα καθορίσουν και την πιθανότητα να αποφύγει η ελληνική οικονομία μία παρατεταμένη περίοδο χαμηλής ανάπτυξης και υψηλής ανεργίας, με βαρύτατες οικονομικές, κοινωνικές και γεωστρατηγικές συνέπειες. Τεχνικά, η επιστροφή σε δυναμικούς ρυθμούς ανάπτυξης με άξονα τις εξαγωγές και τις επενδύσεις είναι απολύτως εφικτή. Προϋποθέτει όμως την οριστική εγκατάλειψη των ψευδαισθήσεων των εύκολων λύσεων του παρελθόντος και την συστηματική εργασία όλων πάνω σε ένα εθνικό σχέδιο δράσης.
Πιο αναλυτικά:
Στη μελέτη αρχικά περιγράφονται τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της απώλειας ανταγωνιστικότητας κατά τα προηγούμενα έτη. Σωρευτικά η ανταγωνιστικότητα ως προς τις τιμές επιδεινώθηκε μεταξύ 2001-2009 κατά 14-31%, ανάλογα με τον τρόπο μέτρησης. Αυτή η απώλεια ανταγωνιστικότητας συνδέεται με τα συνεχή ελλείμματα στο ΙΤΣ (κορύφωση στο 14,9% του ΑΕΠ το 2008) και τη συσσώρευση μεγάλου ακαθάριστου εξωτερικού χρέους (κορύφωση στο 235,7% του ΑΕΠ το 2012). Εξηγείται η σχέση του φαινομένου με τα δημοσιονομικά ελλείμματα, τις υπερβολικά αισιόδοξες εκτιμήσεις των νοικοκυριών για τα μελλοντικά τους εισοδήματα, τις στρεβλώσεις στις αγορές, καθώς και τον εξωτερικό δανεισμό ο οποίος επέτρεψε την επέκταση της εγχώριας ζήτησης. Οι εξαγωγές, όχι μόνο υστέρησαν των εισαγωγών σε μέγεθος, αλλά παρέμειναν επικεντρωμένες σε ένα μικρό φάσμα προϊόντων, κατά κύριο λόγο χαμηλής τεχνολογίας.
Στη συνέχεια, επισκοπείται η βελτίωση η οποία επετεύχθη από το 2010 έως το τέλος του 2013. Η ελληνική κυβέρνηση και η Τρόικα συμφώνησαν το 2012 την επίσπευση της εσωτερικής υποτίμησης μέσω μέτρων περιορισμού της εσωτερικής ζήτησης και την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην αδυναμία έγκαιρης προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα βελτίωναν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, και εν μέρει στην απροθυμία των επίσημων δανειστών να διαθέσουν μεγαλύτερα κονδύλια, τα οποία θα ήταν απαραίτητα ώστε η προσαρμογή να επιτευχθεί με βραδύτερο ρυθμό. Ως αποτέλεσμα αυτής της επιλογής, το ΙΤΣ διορθώθηκε ταχέως, γυρνώντας σε πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ το 2013 για πρώτη φορά στη νεοελληνική ιστορία. Μέρος της εντυπωσιακής προσαρμογής του ΙΤΣ πρέπει να αποδοθεί στο πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων (PSI), το οποίο μείωσε σημαντικά τις πληρωμές τοκοχρεολυσίων του δημοσίου χρέους, βελτιώνοντας το ΙΤΣ κατά περίπου 3,2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Το μεγαλύτερο μέρος της βελτίωσης προήλθε από το Ισοζύγιο Αγαθών (περίπου 9,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μεταξύ 2008-2013). Ωστόσο, ολόκληρη σχεδόν η προσαρμογή της εξωτερικής ανισορροπίας συντελέστηκε μέσω του υφεσιακού καναλιού, δηλαδή μέσω μείωσης κατανάλωσης και επενδύσεων, τα οποία μείωσαν και τις εισαγωγές, και όχι διά της ανόδου των εξαγωγών. Το τίμημα ήταν βαρύτατο, η σωρευτική απώλεια του ¼ του ΑΕΠ της χώρας και η εκτόξευση της ανεργίας στο 27%.
Παρά ταύτα, η διόρθωση στην ανταγωνιστικότητα κόστους υπήρξε και ήταν ταχύτερη του αναμενόμενου από το Πρόγραμμα Προσαρμογής. Μέχρι το τέλος του 2013, η πραγματική ισοτιμία υπολογισμένη με βάση το κόστος εργασίας είχε επιστρέψει στα επίπεδα του 2001. Η διόρθωση της πραγματικής ισοτιμίας υπολογισμένης με βάση τις τιμές, αν και σημαντική, υστερεί σε μέγεθος, κυρίως λόγω των αρχικών αυξήσεων των έμμεσων φόρων και των καθυστερήσεων στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών για την αντιμετώπιση των ολιγοπωλιακών στρεβλώσεων. Από το 2013 όμως ο πληθωρισμός έχει μπει σε αρνητικό έδαφος, λόγω και της προϊούσας ύφεσης, η επίδραση των αυξήσεων των έμμεσων φόρων εξαντλήθηκε και οι μεταρρυθμίσεις επιταχύνονται. Αυτή η εξέλιξη, αν και επιβλαβής για τη δυναμική του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, ωστόσο αναμένεται να ωφελήσει την ανταγωνιστικότητα, ιδίως των υπηρεσιών. Αντίθετα, η ανταγωνιστικότητα ποιότητας υποχώρησε. Το ποσοστό των συνολικών εξαγωγών αγαθών που προήλθαν από κλάδους υψηλής τεχνολογίας υποδιπλασιάστηκε, από 6,6% το 2009, σε 3,3% το 2012. Παράλληλα, η μεταρρύθμιση των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της οικονομίας δεν έχει προχωρήσει αρκετά τολμηρά. Η κατάταξη της χώρας στους διεθνείς δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας βελτιώθηκε σημαντικά αλλά παραμένει χαμηλή σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Η ύφεση έχει αρχίσει να διορθώνει τη στρέβλωση των προηγούμενων ετών, όταν σχεδόν το σύνολο της μεγέθυνσης του ΑΕΠ προήλθε από τους τομείς των μη εμπορεύσιμων διεθνώς αγαθών και υπηρεσιών. Μεταξύ 2001-2009,ο τομέας μη εμπορευσίμων μεγεθύνθηκε κατά σχεδόν 40% σε πραγματικούς όρους, όταν ο κλάδος διεθνώς εμπορευσίμων συρρικνώθηκε κατά 11%. Επιπλέον, αυξήθηκαν οι σχετικές τιμές και τα περιθώρια κέρδους στους τομείς μη εμπορευσίμων. Μεταξύ 2009-2012 όμως, σχεδόν το σύνολο της μείωσης του ΑΕΠ προήλθε από τους τομείς μη εμπορευσίμων, οι οποίοι απώλεσαν το 8,3% της πραγματικής αξίας τους. Το μεγαλύτερο μέρος της συρρίκνωσης αφορούσε την μείωση του μεγέθους του δημόσιου τομέα και του οικοδομικού κλάδου. Αντίθετα, οι τομείς των διεθνώς εμπορευσίμων συγκράτησαν πολύ καλύτερα το προϊόν τους, χάνοντας μόλις 2,8% της πραγματικής αξίας τους, αυξάνοντας ελαφρά και το μερίδιό τους στο ΑΕΠ. Παράλληλα, κι ενώ οι τιμές και των δύο κλάδων είναι πλέον σε αρνητικό έδαφος, οι τιμές και τα κόστη των κλάδων εμπορευσίμων μειώνονται ταχύτερα έναντι των κλάδων μη εμπορευσίμων. Αυτό είναι θετικό στο βαθμό που η εσωτερική υποτίμηση συνίσταται εν μέρει σε αλλαγή των σχετικών τιμών και περιθωρίων κέρδους μεταξύ εμπορευσίμων και μη εμπορευσίμων, ώστε να κινητροδοτηθεί η μετατόπιση πόρων, και όχι σε οριζόντια μείωση των τιμών.
Η αύξηση της παραγωγικής ικανότητας των εξαγωγικών κλάδων είναι μονόδρομος στο βαθμό που η συνεχιζόμενη αδυναμία των διαθέσιμων εισοδημάτων δεν προδιαγράφει ευοίωνες προοπτικές για τους κλάδους οι οποίοι απευθύνονται στην εγχώρια αγορά. Έτι περαιτέρω, οι κλάδοι των διεθνώς εμπορευσίμων έχουν υψηλότερη παραγωγικότητα και άρα η στροφή πόρων προς αυτούς θα βελτιώσει τη συνολική παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας και θα μειώσει τα κόστη κατά μονάδα προϊόντος χωρίς περαιτέρω μειώσεις μισθών. Μία πρώτη θετική ένδειξη είναι ότι, ενώ το τμήμα των επενδύσεων το οποίο αφορά την κατασκευή κατοικιών συνέχιζε να συρρικνώνεται μέχρι και το 2013, οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό παρουσίασαν τάσεις σταθεροποίησης. Δεδομένου ότι αυτό το τμήμα των επενδύσεων ενσωματώνει το υψηλότερο τεχνολογικό περιεχόμενο και αφορά κατά βάση διεθνώς εμπορεύσιμους τομείς, η εξέλιξη αυτή περιορίζει τη διάβρωση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και μπορεί να αποτελέσει την απαρχή της μεταστροφής του αναπτυξιακού προτύπου. Εφόσον η οικονομία ανακάμψει, οι ευνοϊκότερες συνθήκες τιμών και κερδών στους κλάδους εμπορευσίμων δίνουν κίνητρο για διεξαγωγή επενδύσεων σε αυτούς.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών