Οι παρεμβάσεις στο δημόσιο χρέος διασφαλίζουν πόρους που μπορούν πλέον να διοχετευθούν στην ανάπτυξη
Οι παρεμβάσεις που έγιναν στο δημόσιο χρέος διασφαλίζουν «τεράστια» ποσά πόρων που μπορούν πλέον να δοθούν στην ανάπτυξη, εκτιμά ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), σε έγγραφό του που διαβιβάστηκε στη Βουλή, σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους.
Το έγγραφο διαβιβάστηκε στη Βουλή μετά από ερώτηση της βουλευτού των Ανεξάρτητων Ελλήνων, Μαρίας Κόλλια- Τσαρουχά.
Για τη βιωσιμότητα του χρέους
Ως προς το ζήτημα της βιωσιμότητας, ο ΟΔΔΗΧ σπεύδει να παρατηρήσει ότι «δεν εξαρτάται μόνο από τον λόγο του μεγέθους χρέους προς το εθνικό προϊόν, αλλά και από άλλες παραμέτρους, όπως η μέση ωριμότητα- ληκτότητα του χρέους, η ύπαρξη και η συχνότητα χρεολυσίων, η απαίτηση του δανειστή και ο τρόπος που αυτή οργανώνεται νομικά κλπ».
Αναφέρει επίσης ότι «ο όρος βιωσιμότητα δεν είναι αντικειμενικός όρος, αλλά έχει διαφορετική ερμηνεία πχ για το ΔΝΤ, για τον επενδυτή ή για τον οφειλέτη. Για παράδειγμα, το συνολικό ποσό μιας μεγάλης οφειλής, η οποία δεν είναι απαιτητή για 50 χρόνια και δεν φέρει τόκους ή χρεολύσια, διαμορφώνει ίσως ένα πολύ «υψηλό» Debt/GDP ratio, αλλά είναι άνευ σημασίας για τη βιωσιμότητα του χρέους σε χρονικό ορίζοντα δέκα ετών.
Ένα άλλο παράδειγμα που ο δείκτης δεν είναι «ακριβής» είναι το χρέος πχ της Ιαπωνίας ή της Ιταλίας, όπου παρουσιάζονται ιδιαίτερα υψηλοί δείκτες Debt/GDP, αλλά το χρέος θεωρείται σε μεγάλο βαθμό "εσωτερικό"».
Στην πραγματικότητα, το κρίσιμο μέγεθος για να αποφανθεί κάποιος αν το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο ή όχι είναι η δυνατότητα του οφειλέτη να εξυπηρετεί εμπρόθεσμα και ομαλά τις υποχρεώσεις του (στις οποίες συνήθως περιλαμβάνονται χρεολύσια και τόκοι), αναφέρει ο ΟΔΔΗΧ, παρατηρώντας ότι «σε ένα σύνηθες χρονοδιάγραμμα λήξεων χρέους, με μεσοσταθμική φυσική διάρκεια 5- 7 χρόνια (όπως ήταν το ελληνικό πριν το PSI και όπως είναι ακόμη το γαλλικό και το γερμανικό, αλλά και αυτά των περισσότερων χωρών), με χρεολύσια που δημιουργούν απαιτήσεις για πληρωμές πέραν των τόκων, και όπου οι δανειστές είναι πρωτίστως ιδιώτες με ομοιόμορφη νομική προστασία και την οποίαν είναι διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της οφειλής, πράγματι ο δείκτης Debt/GDP είναι αυτός που προσδιορίζει καθοριστικά τη δυνατότητα του οφειλέτη να εξυπηρετεί εμπρόθεσμα και ομαλά τις υποχρεώσεις του».
Βελτίωση των παραμέτρων του χρέους
Όπως ωστόσο σπεύδει να υπογραμμίσει ο ΟΔΔΗΧ, στην περίπτωση της Ελλάδας, οι παρεμβάσεις που έχουν γίνει στο δημόσιο χρέος της χώρας από το 2012 και εφεξής, είχαν σαν αποτέλεσμα να βελτιώσουν σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα της χώρας να μπορεί να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος της.
Η ικανότητα αυτή προκύπτει από τη μεγάλη βελτίωση των βασικών παραμέτρων του χρέους που είναι:
- Η μείωση του ονομαστικού ύψους του χρέους, από 365 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2011, σε 321 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2013.
- Η μείωση του μέσου σταθμικού κόστους εξυπηρέτησης, από 4,75% που ήταν το Δεκέμβριο του 2011, σε λίγο πάνω του 2% σήμερα.
- Η αύξηση της μέσης σταθμικής φυσικής διάρκειάς του, από περίπου 6,6 έτη που ήταν, σε 16,02 έτη.
- Η πτώση του ποσοστού αναχρηματοδότησης σε βάθος πενταετίας, που από 51,4% τον Δεκέμβριο του 2011, μειώθηκε σε 23,75% τον Δεκέμβριο του 2013.
- Η μεγάλη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μέσω της μεγάλης δημοσιονομικής προσαρμογής που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, ώστε να σταματήσει να δημιουργείται νέο χρέος.
- Η αλλαγή στο προφίλ του δημόσιου χρέους της χώρας μας αναφορικά με τους κατόχους- πιστωτές της, αλλά και ως προς την εμπορευσιμότητά του, γεγονός που επηρεάζει τη μεταβλητότητα του χρέους ως προς τις κινήσεις της αγοράς. Συγκεκριμένα, στο τέλος του 2010, το 86% του χρέους διακρατούνταν από ιδιώτες πιστωτές και ήταν εμπορεύσιμο χρέος, με το 14% να διακρατείται από τον λεγόμενο «επίσημο τομέα» και ήταν μη εμπορεύσιμο, ενώ στο τέλος του 2013, αυτή η σχέση ανεστράφη, με το 85% του χρέους να διακρατείται πλέον από τους «επίσημους» πιστωτές και το 15% από ιδιώτες.
Πόροι για την ανάπτυξη
«Από όλα τα προηγούμενα, γίνεται φανερό ότι, ήδη, έχει συντελεστεί μια σημαντική αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, τόσο αναφορικά με τις δαπάνες τόκων, όσο και με την αποπληρωμή των χρεολυσίων για τα επόμενα έτη» τονίζει ο ΟΔΔΗΧ και προσθέτει ότι, εξαιτίας των παραπάνω, οι δαπάνες τόκων για το 2014 (αλλά και για τα έτη που ακολουθούν) αναμένεται πλέον να ανέλθουν, σε ταμιακή βάση, σε περίπου 6 δισ. ευρώ, αντί των άνω των 17 δισ. ευρώ που θα ήταν το 2012 και μετέπειτα, εάν δεν είχε προηγηθεί η προαναφερόμενη σημαντική αναδιάρθρωση.
«Από τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι έχουν ήδη διασφαλιστεί τεράστια ποσά πόρων που μπορούν πλέον να δοθούν στην ανάπτυξη. Είναι αντιληπτό επίσης ότι το ίδιο ισχύει και για τα ποσά που αφορούν την αποπληρωμή του χρέους εξαιτίας και μόνον της χρονικής επιμήκυνσης της ληκτότητας του, αλλά και της σε απόλυτο μέγεθος μείωσής του, παρά τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα των ετών 2010- 2013, τα οποία καλύφθηκαν με νέο χαμηλότοκο δανεισμό από δάνεια της Τρόικας. Η εικόνα αυτή αναφορικά με τις δαπάνες για το χρέος αναμένεται να παραμείνει σταθερή σε μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα» αναφέρει ο ΟΔΔΗΧ και σημειώνει ότι «η μέχρι στιγμής μεγάλη αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους και η συνεπαγόμενη διασφάλιση πόρων για την ανάπτυξη έγινε σε εθελοντική βάση αναφορικά με τους ιδιώτες πιστωτές της χώρας μας και με τη συμφωνία και την αμέριστη στήριξη των εταίρων μας και του επίσημου τομέα».
Ο ΟΔΔΗΧ δεν παραλείπει εξάλλου να υπογραμμίσει ότι «το ελληνικό δημόσιο χρέος, έτσι όπως διαμορφώθηκε μετά το PSI, έχει πραγματικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που καθιστούν το Debt/GDP ratio ανεπαρκή δείκτη για τη βιωσιμότητά του, τουλάχιστον όσον αφορά τα κρίσιμα χρονικά σημεία αξιολόγησης του 2020- 2013. Επιπλέον, το συντριπτικά μεγάλο μέρος του χρέους θα είναι στα χέρια των εταίρων μας, με τους οποίους μας ενώνουν κοινοί στόχοι και κοινές προοπτικές. Οι πληρωμές, έτσι όπως προσδιορίζονται αυτή τη στιγμή, για το άμεσο μέλλον είναι μικρότερες από το 3% του ΑΕΠ».
Οι επενδυτές
«Αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν ήδη γίνει αντιληπτά από τους επενδυτές, οι οποίοι αποφαίνονται ότι το ελληνικό χρέος δεν αποτελεί απειλή για τις επενδύσεις τους, ιδίως συγκρινόμενο με αυτά χωρών που αποτελούν οιονεί "ανταγωνιστές" μας» αναφέρει ο ΟΔΔΗΧ και υπενθυμίζει ότι, μετά την επιβεβαίωση για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2013, θα ξεκινήσει εκ νέου μια συζήτηση για τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους που θα κατοχυρώσει ακόμη περισσότερο τη βιωσιμότητά του, κάτι για το οποίο οι εταίροι μας έχουν ήδη δεσμευθεί, μέσω των αποφάσεων τους, από τα τέλη του 2012.
www.bankingnews.gr
Το έγγραφο διαβιβάστηκε στη Βουλή μετά από ερώτηση της βουλευτού των Ανεξάρτητων Ελλήνων, Μαρίας Κόλλια- Τσαρουχά.
Για τη βιωσιμότητα του χρέους
Ως προς το ζήτημα της βιωσιμότητας, ο ΟΔΔΗΧ σπεύδει να παρατηρήσει ότι «δεν εξαρτάται μόνο από τον λόγο του μεγέθους χρέους προς το εθνικό προϊόν, αλλά και από άλλες παραμέτρους, όπως η μέση ωριμότητα- ληκτότητα του χρέους, η ύπαρξη και η συχνότητα χρεολυσίων, η απαίτηση του δανειστή και ο τρόπος που αυτή οργανώνεται νομικά κλπ».
Αναφέρει επίσης ότι «ο όρος βιωσιμότητα δεν είναι αντικειμενικός όρος, αλλά έχει διαφορετική ερμηνεία πχ για το ΔΝΤ, για τον επενδυτή ή για τον οφειλέτη. Για παράδειγμα, το συνολικό ποσό μιας μεγάλης οφειλής, η οποία δεν είναι απαιτητή για 50 χρόνια και δεν φέρει τόκους ή χρεολύσια, διαμορφώνει ίσως ένα πολύ «υψηλό» Debt/GDP ratio, αλλά είναι άνευ σημασίας για τη βιωσιμότητα του χρέους σε χρονικό ορίζοντα δέκα ετών.
Ένα άλλο παράδειγμα που ο δείκτης δεν είναι «ακριβής» είναι το χρέος πχ της Ιαπωνίας ή της Ιταλίας, όπου παρουσιάζονται ιδιαίτερα υψηλοί δείκτες Debt/GDP, αλλά το χρέος θεωρείται σε μεγάλο βαθμό "εσωτερικό"».
Στην πραγματικότητα, το κρίσιμο μέγεθος για να αποφανθεί κάποιος αν το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο ή όχι είναι η δυνατότητα του οφειλέτη να εξυπηρετεί εμπρόθεσμα και ομαλά τις υποχρεώσεις του (στις οποίες συνήθως περιλαμβάνονται χρεολύσια και τόκοι), αναφέρει ο ΟΔΔΗΧ, παρατηρώντας ότι «σε ένα σύνηθες χρονοδιάγραμμα λήξεων χρέους, με μεσοσταθμική φυσική διάρκεια 5- 7 χρόνια (όπως ήταν το ελληνικό πριν το PSI και όπως είναι ακόμη το γαλλικό και το γερμανικό, αλλά και αυτά των περισσότερων χωρών), με χρεολύσια που δημιουργούν απαιτήσεις για πληρωμές πέραν των τόκων, και όπου οι δανειστές είναι πρωτίστως ιδιώτες με ομοιόμορφη νομική προστασία και την οποίαν είναι διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της οφειλής, πράγματι ο δείκτης Debt/GDP είναι αυτός που προσδιορίζει καθοριστικά τη δυνατότητα του οφειλέτη να εξυπηρετεί εμπρόθεσμα και ομαλά τις υποχρεώσεις του».
Βελτίωση των παραμέτρων του χρέους
Όπως ωστόσο σπεύδει να υπογραμμίσει ο ΟΔΔΗΧ, στην περίπτωση της Ελλάδας, οι παρεμβάσεις που έχουν γίνει στο δημόσιο χρέος της χώρας από το 2012 και εφεξής, είχαν σαν αποτέλεσμα να βελτιώσουν σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα της χώρας να μπορεί να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος της.
Η ικανότητα αυτή προκύπτει από τη μεγάλη βελτίωση των βασικών παραμέτρων του χρέους που είναι:
- Η μείωση του ονομαστικού ύψους του χρέους, από 365 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2011, σε 321 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2013.
- Η μείωση του μέσου σταθμικού κόστους εξυπηρέτησης, από 4,75% που ήταν το Δεκέμβριο του 2011, σε λίγο πάνω του 2% σήμερα.
- Η αύξηση της μέσης σταθμικής φυσικής διάρκειάς του, από περίπου 6,6 έτη που ήταν, σε 16,02 έτη.
- Η πτώση του ποσοστού αναχρηματοδότησης σε βάθος πενταετίας, που από 51,4% τον Δεκέμβριο του 2011, μειώθηκε σε 23,75% τον Δεκέμβριο του 2013.
- Η μεγάλη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μέσω της μεγάλης δημοσιονομικής προσαρμογής που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, ώστε να σταματήσει να δημιουργείται νέο χρέος.
- Η αλλαγή στο προφίλ του δημόσιου χρέους της χώρας μας αναφορικά με τους κατόχους- πιστωτές της, αλλά και ως προς την εμπορευσιμότητά του, γεγονός που επηρεάζει τη μεταβλητότητα του χρέους ως προς τις κινήσεις της αγοράς. Συγκεκριμένα, στο τέλος του 2010, το 86% του χρέους διακρατούνταν από ιδιώτες πιστωτές και ήταν εμπορεύσιμο χρέος, με το 14% να διακρατείται από τον λεγόμενο «επίσημο τομέα» και ήταν μη εμπορεύσιμο, ενώ στο τέλος του 2013, αυτή η σχέση ανεστράφη, με το 85% του χρέους να διακρατείται πλέον από τους «επίσημους» πιστωτές και το 15% από ιδιώτες.
Πόροι για την ανάπτυξη
«Από όλα τα προηγούμενα, γίνεται φανερό ότι, ήδη, έχει συντελεστεί μια σημαντική αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, τόσο αναφορικά με τις δαπάνες τόκων, όσο και με την αποπληρωμή των χρεολυσίων για τα επόμενα έτη» τονίζει ο ΟΔΔΗΧ και προσθέτει ότι, εξαιτίας των παραπάνω, οι δαπάνες τόκων για το 2014 (αλλά και για τα έτη που ακολουθούν) αναμένεται πλέον να ανέλθουν, σε ταμιακή βάση, σε περίπου 6 δισ. ευρώ, αντί των άνω των 17 δισ. ευρώ που θα ήταν το 2012 και μετέπειτα, εάν δεν είχε προηγηθεί η προαναφερόμενη σημαντική αναδιάρθρωση.
«Από τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι έχουν ήδη διασφαλιστεί τεράστια ποσά πόρων που μπορούν πλέον να δοθούν στην ανάπτυξη. Είναι αντιληπτό επίσης ότι το ίδιο ισχύει και για τα ποσά που αφορούν την αποπληρωμή του χρέους εξαιτίας και μόνον της χρονικής επιμήκυνσης της ληκτότητας του, αλλά και της σε απόλυτο μέγεθος μείωσής του, παρά τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα των ετών 2010- 2013, τα οποία καλύφθηκαν με νέο χαμηλότοκο δανεισμό από δάνεια της Τρόικας. Η εικόνα αυτή αναφορικά με τις δαπάνες για το χρέος αναμένεται να παραμείνει σταθερή σε μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα» αναφέρει ο ΟΔΔΗΧ και σημειώνει ότι «η μέχρι στιγμής μεγάλη αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους και η συνεπαγόμενη διασφάλιση πόρων για την ανάπτυξη έγινε σε εθελοντική βάση αναφορικά με τους ιδιώτες πιστωτές της χώρας μας και με τη συμφωνία και την αμέριστη στήριξη των εταίρων μας και του επίσημου τομέα».
Ο ΟΔΔΗΧ δεν παραλείπει εξάλλου να υπογραμμίσει ότι «το ελληνικό δημόσιο χρέος, έτσι όπως διαμορφώθηκε μετά το PSI, έχει πραγματικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που καθιστούν το Debt/GDP ratio ανεπαρκή δείκτη για τη βιωσιμότητά του, τουλάχιστον όσον αφορά τα κρίσιμα χρονικά σημεία αξιολόγησης του 2020- 2013. Επιπλέον, το συντριπτικά μεγάλο μέρος του χρέους θα είναι στα χέρια των εταίρων μας, με τους οποίους μας ενώνουν κοινοί στόχοι και κοινές προοπτικές. Οι πληρωμές, έτσι όπως προσδιορίζονται αυτή τη στιγμή, για το άμεσο μέλλον είναι μικρότερες από το 3% του ΑΕΠ».
Οι επενδυτές
«Αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν ήδη γίνει αντιληπτά από τους επενδυτές, οι οποίοι αποφαίνονται ότι το ελληνικό χρέος δεν αποτελεί απειλή για τις επενδύσεις τους, ιδίως συγκρινόμενο με αυτά χωρών που αποτελούν οιονεί "ανταγωνιστές" μας» αναφέρει ο ΟΔΔΗΧ και υπενθυμίζει ότι, μετά την επιβεβαίωση για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2013, θα ξεκινήσει εκ νέου μια συζήτηση για τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους που θα κατοχυρώσει ακόμη περισσότερο τη βιωσιμότητά του, κάτι για το οποίο οι εταίροι μας έχουν ήδη δεσμευθεί, μέσω των αποφάσεων τους, από τα τέλη του 2012.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών