
Ιδιαίτερα αισιόδοξοι οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα που προβλέπει το νέο Μεσοπρόθεσμο
Την άποψη ότι αν και η ύφεση της ελληνικής οικονομίας επιβραδύνεται, η κοινωνική κρίση συνεχίζεται εκφράζει στην τριμηνιαία έκθεση του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, το οποίο υπογραμμίζει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα και η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές «δεν σηματοδοτούν το οριστικό τέλος της δύσκολης και γεμάτης εμπόδια πορείας».
Στην έκθεση διατυπώνονται ισχυρές επιφυλάξεις για το πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο όπως αναφέρει επιτεύχθηκε κυρίως λόγω της μείωσης των κρατικών δαπανών, ενώ ανησυχίες εκφράζονται και για την πορεία των φορολογικών εσόδων, τα οποία – όπως υπογραμμίζεται – υπολείπονται του στόχου κατά 0,52 δις ευρώ ή κατά 5,1% το πρώτο τρίμηνο του 2014.
Η έκθεση χαρακτηρίζει επιπλέον εξαιρετικά αισιόδοξους τους στόχους που έχει θέσει η κυβέρνηση μέσω του μεσοπρόθεσμου για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων τα προσεχή χρόνια.
«Το νέο «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2015-18» που κατατέθηκε προς ψήφιση στη Βουλή προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα 2,3% το 2014 και 2,5% το 2015, και 3,5 % το 2016. Τέλος, για το 2017 και για το 2018 αναμένονται πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 9,4 δισ. ευρώ και 11,5 δισ. ευρώ ή 4,6 % και 5,3% του ΑΕΠ αντιστοίχως. Από την άλλη πλευρά, η τρόικα προβλέπει αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 1,5% (2014), 3% (2015), 4,5% (2016) και 4,5% (2017). Το Γραφείο Προϋπολογισμού εκτιμά πως οι στόχοι αυτοί, αν και έχουν μετριασθεί για τη διετία 2014-2015, είναι ιδιαίτερα αισιόδοξοι, ιδίως για την επόμενη περίοδο 2016-2018» υπογραμμίζει η έκθεση.
Όπως αναφέρει «συγκριτική ανάλυση από σχετική μελέτη του ΔΝΤ δείχνει ότι τίθεται ένα γενικότερο ζήτημα όσον αφορά στη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων. Υπάρχουν μόνο λίγα παραδείγματα που αναπτυγμένες χώρες (π.χ. η πετρελαιοπαραγωγός Νορβηγία) ήταν σε θέση να διατηρήσουν πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλες χρονικές περιόδους και πάντως ο μέσος όρος αυτών των πλεονασμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 3,1%, πολύ χαμηλότερος από αυτούς που εκτιμώνται τόσο στο ΜΠΔΣ 2015-18, όσο και στους υπολογισμούς της τρόικας (ιδιαίτερα για την περίοδο μετά το 2015)».
«Πολλά, θα εξαρτηθούν από τους ρυθμούς μεγέθυνσης – από την επιστροφή στην ανάπτυξη. Αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να επιτευχθούν είτε με περαιτέρω μείωση των κρατικών δαπανών, είτε με αύξηση των φορολογικών εσόδων. Όμως οι κρατικές δαπάνες είναι σχεδόν αδύνατο να συμπιεσθούν περαιτέρω χωρίς ανεπιθύμητες παρενέργειες μολονότι υπάρχουν περιθώρια για αναδιάταξή τους. Από την άλλη μεριά η αύξηση των φορολογικών εσόδων θα μπορούσε να προέλθει από την αύξηση των ρυθμών μεγέθυνσης που θα έφερναν περισσότερα φορολογικά έσοδα και από την συστηματικότερη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Η έως τώρα πτώση των εισοδημάτων και οι συνεχείς ανασχεδιασμοί στο φορολογικό σύστημα δεν μας επιτρέπουν κάποια αισιόδοξη πρόβλεψη για γρήγορη αύξηση των εσόδων και μείωση της φοροδιαφυγής. Άλλωστε ό,τι επιτεύχθηκε έως τώρα από πλευράς εσόδων οφείλεται περισσότερο στις αυξήσεις φορολογικών συντελεστών και σε νέους φόρους παρά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής» επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
«Η αισιοδοξία μπορεί να συμβάλει στη σταθεροποίηση της οικονομίας, αλλά όσα αναφέραμε έως τώρα υποδεικνύουν ότι θα έπρεπε να αναθεωρηθούν οι στόχοι για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα διαρκείας. Επίσης σε αυτή τη λογική θα πρέπει να ξεκινήσει το γρηγορότερο και η διαπραγμάτευση για την διευθέτηση του δημόσιου χρέους» υπογραμμίζει η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού, στην οποία επισημαίνεται ότι η συγκυρία στην Ευρώπη είναι ευνοϊκή καθώς φαίνεται ότι επανεξετάζονται εκεί οι αρχικές επιλογές σε θέματα δημοσιονομικής διαχείρισης και χρέους.
Ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών
Αναφορικά με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η έκθεση υπογραμμίζει ότι αυτή προχώρησε, «μολονότι το χαρτοφυλάκιο τους επιδεινώθηκε λόγω των μη εξυπηρετούμενων δανείων που ξεπέρασαν το 30%».
«Είναι σημαντικό να επανέλθει στην παραγωγική διαδικασία η αργούσα δυναμικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, οι οποίες λόγω της πτώσης της ζήτησης και της έλλειψης ρευστότητας, έχουν μειώσει δραστικά την παραγωγή τους. Η ανακεφαλαιοποίηση μπορεί να ενισχύσει τη ρευστότητα. Από πλευράς εγχώριας ζήτησης ο σημαντικός παράγοντας είναι η αγοραστική δύναμη των πολιτών, γεγονός που απαιτεί τερματισμό της λήψης νέων μέτρων λιτότητας».
«Επισημαίνουμε ότι στον τραπεζικό χώρο έντονο είναι το ενδιαφέρον των ξένων «ταμείων» (funds) για μεγάλες τράπεζες. Στο ζήτημα αυτό ουσιαστικά συγκρούονται εναλλακτικές οικονομικές φιλοσοφίες σχετικά με τη σκοπιμότητα της ύπαρξης ενός κρατικού τραπεζικού πυρήνα που να λειτουργεί ως όργανο της οικονομικής πολιτικής (αν υποθέσουμε βέβαια ότι η πολιτική θα τον αξιοποιεί κατάλληλα και δεν θα ασκεί μέσω αυτού πελατειακές πρακτικές» τονίζει η έκθεση.
Όσον αφορά την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, το Γραφείο Προϋπολογισμού τονίζει ότι η πρόσφατη δοκιμαστική έξοδος ενισχύει τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Έξοδος στις αγορές
Ωστόσο, σχετικά με το νέο δανεισμό από τις αγορές, επισημαίνει ότι έχουν τεθεί δύο ακόμα ζητήματα. «Πρώτον, αν η χώρα επωφελείται από αυτόν, δεδομένου ότι θα μπορούσε να δανεισθεί φθηνότερα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθεροποίησης (ΕΜΣ) και δεύτερον αν έπρεπε να γίνει τώρα»
«Ως προς το πρώτο ερώτημα έχει επισημανθεί ότι το κόστος του νέου δανεισμού είναι σαφώς υψηλότερο από το κόστος δανεισμού από τον ΕΜΣ (περίπου 4,95% έναντι περίπου 2%). Όμως, αν τελικά, όπως ελπίζει η κυβέρνηση και όπως ήδη συμβαίνει, με την έξοδο στις αγορές ανοίγει ο δρόμος για μείωση των επιτοκίων δανεισμού του κράτους (μέσω των τριμήνων ομολόγων κλπ) και των επιχειρήσεων, τότε προκύπτει ένα καθαρό όφελος. Μένει όμως ανοιχτό το ερώτημα αν θα έπρεπε να είχε προηγηθεί η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Σύμφωνα με ένα σενάριο, η πρότερη αναδιάρθρωση θα βελτίωνε τόσο τις προοπτικές της χώρας όσο και την αξιολόγηση της πιστοληπτικής της ικανότητας, επομένως θα οδηγούσε σε μείωση των επιτοκίων κάτω από το επίπεδο που πέτυχε τώρα κυρίως στο πενταετές ομόλογο. Το σενάριο είναι σοβαρό, όμως κατά τη γνώμη μας (α) δεν φαίνεται να είναι συμβατό με τις πραγματικές διαπραγματευτικές δυνατότητες της χώρας και μάλλον δεν είχε πιθανότητες να βρει υποστήριξη στο δεδομένο ευρωπαϊκό πλαίσιο (β) ενδεχομένως η μείωση των επιτοκίων έγινε, μεταξύ άλλων, διότι οι αγορές προεξόφλησαν την αναδιάρθρωση του χρέους (δηλαδή δάνεισαν τη χώρα επειδή προβλέπουν ότι θα γίνει αναδιάρθρωση) και (γ) η έξοδος στις αγορές έστειλε το μήνυμα στους υπόλοιπους ευρωπαίους ότι η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο και επομένως αξίζει τον κόπο πλέον να στηριχθεί συστηματικότερα» αναφέρει η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού.
«Το κρίσιμο ερώτημα είναι τώρα αν η Ελλάδα επέστρεψε σε μόνιμη βάση στις αγορές για να αντλήσει δάνεια με ανεκτό επιτόκιο. Έχει σημασία να λαβαίνουμε υπόψη τις προοπτικές και όχι μόνο τη στατική εικόνα. Η κυβέρνηση σχεδιάζει νέα έξοδο στις αρχές του χειμώνα. Η απάντηση στο ερώτημα αν θα μείνει στις αγορές εξαρτάται προφανώς από δύο σημαντικούς παράγοντες – τη βιωσιμότητα του χρέους και την επιστροφή σε ικανούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Κάθε ένας από αυτούς υποκρύπτει σειρά ολόκληρη εκκρεμοτήτων» υπογραμμίζει η έκθεση.
Βάσει της έκθεσης «για να υπάρξει διατηρήσιμη ανάπτυξη θα πρέπει α) να εμπεδωθεί η σταθερότητα του πολιτικού περιβάλλοντος, (β) να ξεκαθαρίσει το μίγμα οικονομικής πολιτικής, (γ) να αντιμετωπιστεί το ζήτημα του χρέους, (δ) να ενισχυθούν και να επιταχυνθούν διάφορα μέτρα άμεσης απόδοσης καθώς και μέτρα που δημιουργούν αναπτυξιακό κλίμα αλλά αποδίδουν μακροχρόνια και (ε) να μετασχηματιστεί η ελληνική οικονομία με βάση τα μεγάλα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η χώρα».
www.bankingnews.gr
Στην έκθεση διατυπώνονται ισχυρές επιφυλάξεις για το πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο όπως αναφέρει επιτεύχθηκε κυρίως λόγω της μείωσης των κρατικών δαπανών, ενώ ανησυχίες εκφράζονται και για την πορεία των φορολογικών εσόδων, τα οποία – όπως υπογραμμίζεται – υπολείπονται του στόχου κατά 0,52 δις ευρώ ή κατά 5,1% το πρώτο τρίμηνο του 2014.
Η έκθεση χαρακτηρίζει επιπλέον εξαιρετικά αισιόδοξους τους στόχους που έχει θέσει η κυβέρνηση μέσω του μεσοπρόθεσμου για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων τα προσεχή χρόνια.
«Το νέο «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2015-18» που κατατέθηκε προς ψήφιση στη Βουλή προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα 2,3% το 2014 και 2,5% το 2015, και 3,5 % το 2016. Τέλος, για το 2017 και για το 2018 αναμένονται πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 9,4 δισ. ευρώ και 11,5 δισ. ευρώ ή 4,6 % και 5,3% του ΑΕΠ αντιστοίχως. Από την άλλη πλευρά, η τρόικα προβλέπει αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 1,5% (2014), 3% (2015), 4,5% (2016) και 4,5% (2017). Το Γραφείο Προϋπολογισμού εκτιμά πως οι στόχοι αυτοί, αν και έχουν μετριασθεί για τη διετία 2014-2015, είναι ιδιαίτερα αισιόδοξοι, ιδίως για την επόμενη περίοδο 2016-2018» υπογραμμίζει η έκθεση.
Όπως αναφέρει «συγκριτική ανάλυση από σχετική μελέτη του ΔΝΤ δείχνει ότι τίθεται ένα γενικότερο ζήτημα όσον αφορά στη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων. Υπάρχουν μόνο λίγα παραδείγματα που αναπτυγμένες χώρες (π.χ. η πετρελαιοπαραγωγός Νορβηγία) ήταν σε θέση να διατηρήσουν πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλες χρονικές περιόδους και πάντως ο μέσος όρος αυτών των πλεονασμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 3,1%, πολύ χαμηλότερος από αυτούς που εκτιμώνται τόσο στο ΜΠΔΣ 2015-18, όσο και στους υπολογισμούς της τρόικας (ιδιαίτερα για την περίοδο μετά το 2015)».
«Πολλά, θα εξαρτηθούν από τους ρυθμούς μεγέθυνσης – από την επιστροφή στην ανάπτυξη. Αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να επιτευχθούν είτε με περαιτέρω μείωση των κρατικών δαπανών, είτε με αύξηση των φορολογικών εσόδων. Όμως οι κρατικές δαπάνες είναι σχεδόν αδύνατο να συμπιεσθούν περαιτέρω χωρίς ανεπιθύμητες παρενέργειες μολονότι υπάρχουν περιθώρια για αναδιάταξή τους. Από την άλλη μεριά η αύξηση των φορολογικών εσόδων θα μπορούσε να προέλθει από την αύξηση των ρυθμών μεγέθυνσης που θα έφερναν περισσότερα φορολογικά έσοδα και από την συστηματικότερη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Η έως τώρα πτώση των εισοδημάτων και οι συνεχείς ανασχεδιασμοί στο φορολογικό σύστημα δεν μας επιτρέπουν κάποια αισιόδοξη πρόβλεψη για γρήγορη αύξηση των εσόδων και μείωση της φοροδιαφυγής. Άλλωστε ό,τι επιτεύχθηκε έως τώρα από πλευράς εσόδων οφείλεται περισσότερο στις αυξήσεις φορολογικών συντελεστών και σε νέους φόρους παρά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής» επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
«Η αισιοδοξία μπορεί να συμβάλει στη σταθεροποίηση της οικονομίας, αλλά όσα αναφέραμε έως τώρα υποδεικνύουν ότι θα έπρεπε να αναθεωρηθούν οι στόχοι για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα διαρκείας. Επίσης σε αυτή τη λογική θα πρέπει να ξεκινήσει το γρηγορότερο και η διαπραγμάτευση για την διευθέτηση του δημόσιου χρέους» υπογραμμίζει η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού, στην οποία επισημαίνεται ότι η συγκυρία στην Ευρώπη είναι ευνοϊκή καθώς φαίνεται ότι επανεξετάζονται εκεί οι αρχικές επιλογές σε θέματα δημοσιονομικής διαχείρισης και χρέους.
Ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών
Αναφορικά με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η έκθεση υπογραμμίζει ότι αυτή προχώρησε, «μολονότι το χαρτοφυλάκιο τους επιδεινώθηκε λόγω των μη εξυπηρετούμενων δανείων που ξεπέρασαν το 30%».
«Είναι σημαντικό να επανέλθει στην παραγωγική διαδικασία η αργούσα δυναμικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, οι οποίες λόγω της πτώσης της ζήτησης και της έλλειψης ρευστότητας, έχουν μειώσει δραστικά την παραγωγή τους. Η ανακεφαλαιοποίηση μπορεί να ενισχύσει τη ρευστότητα. Από πλευράς εγχώριας ζήτησης ο σημαντικός παράγοντας είναι η αγοραστική δύναμη των πολιτών, γεγονός που απαιτεί τερματισμό της λήψης νέων μέτρων λιτότητας».
«Επισημαίνουμε ότι στον τραπεζικό χώρο έντονο είναι το ενδιαφέρον των ξένων «ταμείων» (funds) για μεγάλες τράπεζες. Στο ζήτημα αυτό ουσιαστικά συγκρούονται εναλλακτικές οικονομικές φιλοσοφίες σχετικά με τη σκοπιμότητα της ύπαρξης ενός κρατικού τραπεζικού πυρήνα που να λειτουργεί ως όργανο της οικονομικής πολιτικής (αν υποθέσουμε βέβαια ότι η πολιτική θα τον αξιοποιεί κατάλληλα και δεν θα ασκεί μέσω αυτού πελατειακές πρακτικές» τονίζει η έκθεση.
Όσον αφορά την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, το Γραφείο Προϋπολογισμού τονίζει ότι η πρόσφατη δοκιμαστική έξοδος ενισχύει τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Έξοδος στις αγορές
Ωστόσο, σχετικά με το νέο δανεισμό από τις αγορές, επισημαίνει ότι έχουν τεθεί δύο ακόμα ζητήματα. «Πρώτον, αν η χώρα επωφελείται από αυτόν, δεδομένου ότι θα μπορούσε να δανεισθεί φθηνότερα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθεροποίησης (ΕΜΣ) και δεύτερον αν έπρεπε να γίνει τώρα»
«Ως προς το πρώτο ερώτημα έχει επισημανθεί ότι το κόστος του νέου δανεισμού είναι σαφώς υψηλότερο από το κόστος δανεισμού από τον ΕΜΣ (περίπου 4,95% έναντι περίπου 2%). Όμως, αν τελικά, όπως ελπίζει η κυβέρνηση και όπως ήδη συμβαίνει, με την έξοδο στις αγορές ανοίγει ο δρόμος για μείωση των επιτοκίων δανεισμού του κράτους (μέσω των τριμήνων ομολόγων κλπ) και των επιχειρήσεων, τότε προκύπτει ένα καθαρό όφελος. Μένει όμως ανοιχτό το ερώτημα αν θα έπρεπε να είχε προηγηθεί η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Σύμφωνα με ένα σενάριο, η πρότερη αναδιάρθρωση θα βελτίωνε τόσο τις προοπτικές της χώρας όσο και την αξιολόγηση της πιστοληπτικής της ικανότητας, επομένως θα οδηγούσε σε μείωση των επιτοκίων κάτω από το επίπεδο που πέτυχε τώρα κυρίως στο πενταετές ομόλογο. Το σενάριο είναι σοβαρό, όμως κατά τη γνώμη μας (α) δεν φαίνεται να είναι συμβατό με τις πραγματικές διαπραγματευτικές δυνατότητες της χώρας και μάλλον δεν είχε πιθανότητες να βρει υποστήριξη στο δεδομένο ευρωπαϊκό πλαίσιο (β) ενδεχομένως η μείωση των επιτοκίων έγινε, μεταξύ άλλων, διότι οι αγορές προεξόφλησαν την αναδιάρθρωση του χρέους (δηλαδή δάνεισαν τη χώρα επειδή προβλέπουν ότι θα γίνει αναδιάρθρωση) και (γ) η έξοδος στις αγορές έστειλε το μήνυμα στους υπόλοιπους ευρωπαίους ότι η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο και επομένως αξίζει τον κόπο πλέον να στηριχθεί συστηματικότερα» αναφέρει η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού.
«Το κρίσιμο ερώτημα είναι τώρα αν η Ελλάδα επέστρεψε σε μόνιμη βάση στις αγορές για να αντλήσει δάνεια με ανεκτό επιτόκιο. Έχει σημασία να λαβαίνουμε υπόψη τις προοπτικές και όχι μόνο τη στατική εικόνα. Η κυβέρνηση σχεδιάζει νέα έξοδο στις αρχές του χειμώνα. Η απάντηση στο ερώτημα αν θα μείνει στις αγορές εξαρτάται προφανώς από δύο σημαντικούς παράγοντες – τη βιωσιμότητα του χρέους και την επιστροφή σε ικανούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Κάθε ένας από αυτούς υποκρύπτει σειρά ολόκληρη εκκρεμοτήτων» υπογραμμίζει η έκθεση.
Βάσει της έκθεσης «για να υπάρξει διατηρήσιμη ανάπτυξη θα πρέπει α) να εμπεδωθεί η σταθερότητα του πολιτικού περιβάλλοντος, (β) να ξεκαθαρίσει το μίγμα οικονομικής πολιτικής, (γ) να αντιμετωπιστεί το ζήτημα του χρέους, (δ) να ενισχυθούν και να επιταχυνθούν διάφορα μέτρα άμεσης απόδοσης καθώς και μέτρα που δημιουργούν αναπτυξιακό κλίμα αλλά αποδίδουν μακροχρόνια και (ε) να μετασχηματιστεί η ελληνική οικονομία με βάση τα μεγάλα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η χώρα».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών