Οι ιδιοκτήτες των ακινήτων μπορούν να προσφύγουν στα Διοικητικά Δικαστήρια
Συνταγματικό έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας το νόμο του 2010 που προβλέπει την επιβολή του Φόρου Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ), καθώς δεν θεσπίζεται αμάχητο τεκμήριο ο προσδιορισμός της αξίας των ακινήτων.
Σύμφωνα με το ΣτΕ οι ιδιοκτήτες των ακινήτων μπορούν να προσφύγουν στα Διοικητικά Δικαστήρια, για να αμφισβητήσουν το ύψος της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων.
Ειδικότερα, έπειτα από προσφυγή στη Δικαιοσύνη ιδιοκτήτη ακινήτου στο Ψυχικό, στάλθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών στο ΣτΕ, με τη διαδικασία της πιλοτικής δίκης (νόμος 3900/2010), να κριθεί «το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα» κατά πόσον ο πολίτης «ο υποκείμενος σε ΦΑΠ βάσει του άρθρου 32 του νόμου 3842/2010 έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει με προσφυγή του στο Διοικητικό δικαστήριο το ύψος της αντικειμενικής αξίας του βαρυνόμενου με τον επίμαχο φόρο ακινήτου του, σε αρνητική δε περίπτωση να κριθεί η συνταγματικότητα της διατάξεως αυτής».
Η αυξημένη επταμελής σύνθεση του Β' Τμήματος του ΣτΕ, στην υπ' αριθμ. 6/2015 απόφασή της, σημειώνει ότι «οι διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 δεν είναι αντίθετες με το Σύνταγμα, αφού με αυτές δεν θεσπίζεται αμάχητο τεκμήριο προσδιορισμού της αξίας των εν λόγω ακινήτων, δεδομένου ότι ο φορολογούμενος δύναται με δική του πρωτοβουλία να αποστεί από την εφαρμογή του αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμού της αγοραίας αξίας, ζητώντας από το δικαστήριο, κατά την παράγραφο 6 της ως άνω διατάξεως, τον εκ μέρους του προσδιορισμό της».
Κατ' αναλογία, υπογραμμίζεται στην απόφαση του ΣτΕ, «και οι διατάξεις των άρθρων 32 και 34 του ν. 3842/2010, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με εκείνες της εκδοθείσης ΠΟΛ 1225/24/12/2012 απόφασης του υφυπουργού Οικονομικών, με τις οποίες επίσης παρέχεται στον φορολογούμενο η δυνατότητα να αμφισβητήσει την φορολογητέα αξία ακινήτων, όπως έχει προσδιοριστεί στο εκκαθαριστικό σημείωμα-δήλωση ΦΑΠ βάσει του αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμού αγοραίας αξίας και, στη συνέχεια, να ζητήσει από το δικαστήριο, με προσφυγή του κατά της σχετικής απορριπτικής πράξης του προϊσταμένου της αρμόδιας ΔΟΥ, τον εκ μέρους του προσδιορισμού της, δεν είναι κατά το μέρος αυτό, αντίθετες με το Σύνταγμα».
Και καταλήγουν οι σύμβουλοι Επικρατείας: «Εφόσον ο φορολογούμενος ο υποκείμενος σε φόρο ακίνητης περιουσίας έχει τη δυνατότητα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 32 και 34 του ν. 3842/2010, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 4 της κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 34 παράγραφος 6 του νόμου τούτου (ν. 3842/2010) εκδοθείσης ΠΟΛ 1225/24.12.2010 απόφασης του υφυπουργού Οικονομικών να αμφισβητήσει με προσφυγή του στο Διοικητικό Δικαστήριο το ύψος της αντικειμενικής αξίας του βαρυνόμενου με τον ως άνω φόρο ακινήτου του, η ως άνω ρύθμιση δεν αντίκειται στο Σύνταγμα».
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με το ΣτΕ οι ιδιοκτήτες των ακινήτων μπορούν να προσφύγουν στα Διοικητικά Δικαστήρια, για να αμφισβητήσουν το ύψος της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων.
Ειδικότερα, έπειτα από προσφυγή στη Δικαιοσύνη ιδιοκτήτη ακινήτου στο Ψυχικό, στάλθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών στο ΣτΕ, με τη διαδικασία της πιλοτικής δίκης (νόμος 3900/2010), να κριθεί «το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα» κατά πόσον ο πολίτης «ο υποκείμενος σε ΦΑΠ βάσει του άρθρου 32 του νόμου 3842/2010 έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει με προσφυγή του στο Διοικητικό δικαστήριο το ύψος της αντικειμενικής αξίας του βαρυνόμενου με τον επίμαχο φόρο ακινήτου του, σε αρνητική δε περίπτωση να κριθεί η συνταγματικότητα της διατάξεως αυτής».
Η αυξημένη επταμελής σύνθεση του Β' Τμήματος του ΣτΕ, στην υπ' αριθμ. 6/2015 απόφασή της, σημειώνει ότι «οι διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 δεν είναι αντίθετες με το Σύνταγμα, αφού με αυτές δεν θεσπίζεται αμάχητο τεκμήριο προσδιορισμού της αξίας των εν λόγω ακινήτων, δεδομένου ότι ο φορολογούμενος δύναται με δική του πρωτοβουλία να αποστεί από την εφαρμογή του αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμού της αγοραίας αξίας, ζητώντας από το δικαστήριο, κατά την παράγραφο 6 της ως άνω διατάξεως, τον εκ μέρους του προσδιορισμό της».
Κατ' αναλογία, υπογραμμίζεται στην απόφαση του ΣτΕ, «και οι διατάξεις των άρθρων 32 και 34 του ν. 3842/2010, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με εκείνες της εκδοθείσης ΠΟΛ 1225/24/12/2012 απόφασης του υφυπουργού Οικονομικών, με τις οποίες επίσης παρέχεται στον φορολογούμενο η δυνατότητα να αμφισβητήσει την φορολογητέα αξία ακινήτων, όπως έχει προσδιοριστεί στο εκκαθαριστικό σημείωμα-δήλωση ΦΑΠ βάσει του αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμού αγοραίας αξίας και, στη συνέχεια, να ζητήσει από το δικαστήριο, με προσφυγή του κατά της σχετικής απορριπτικής πράξης του προϊσταμένου της αρμόδιας ΔΟΥ, τον εκ μέρους του προσδιορισμού της, δεν είναι κατά το μέρος αυτό, αντίθετες με το Σύνταγμα».
Και καταλήγουν οι σύμβουλοι Επικρατείας: «Εφόσον ο φορολογούμενος ο υποκείμενος σε φόρο ακίνητης περιουσίας έχει τη δυνατότητα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 32 και 34 του ν. 3842/2010, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 4 της κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 34 παράγραφος 6 του νόμου τούτου (ν. 3842/2010) εκδοθείσης ΠΟΛ 1225/24.12.2010 απόφασης του υφυπουργού Οικονομικών να αμφισβητήσει με προσφυγή του στο Διοικητικό Δικαστήριο το ύψος της αντικειμενικής αξίας του βαρυνόμενου με τον ως άνω φόρο ακινήτου του, η ως άνω ρύθμιση δεν αντίκειται στο Σύνταγμα».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών