Επιστολή του προέδρου του ΕΒΕΠ στον Γιάννη Βαρουφάκη
Τον έντονο προβληματισμό του για την επιβολή φόρου 26% στις εισαγωγές προϊόντων από χώρες με ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς εξέφρασε ο Πρόεδρος του Εμπορικού Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, Β. Κορκίδης.
Ειδικότερα, με επιστολή του προς τον υπουργό Οικονομικών, ο επικεφαλής του ΕΒΕΠ τονίζει πως «με την παρούσα, θα θέλαμε να σας εκφράσουμε την επιφύλαξη του επιχειρηματικού κόσμου της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά, σχετικά με την προωθούμενη για ψήφιση από τη Βουλή διάταξη (άρθρο 21, το οποίο περιλαμβάνεται στο σχέδιο νόμου «Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας»), που προβλέπει, ότι όποια ελληνική επιχείρηση εμφανίζει στα βιβλία της ποσά δαπανών, τα οποία καταβλήθηκαν σε επιχείρηση, που εδρεύει σε χώρα μη συνεργάσιμη φορολογικά, ή σε χώρα με προνομιακό φορολογικό καθεστώς, ή σε άλλη συνδεδεμένη με αυτήν επιχείρηση, που δεν έχει συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις περί «φακέλου τεκμηρίωσης», θα πληρώσει φόρο 26% επί των συγκεκριμένων δαπανών.
Με προβληματισμό, διαπιστώσαμε επίσης πως, μόνο εφόσον οι επιχειρήσεις αποδείξουν, εντός δωδεκαμήνου, ότι πρόκειται περί πραγματικής συναλλαγής σε συνήθεις τρέχουσες τιμές αγοράς, θα δικαιούνται να πάρουν πίσω τον καταβληθέντα φόρο και φυσικά αζημίως για το Δημόσιο. Επί της ουσίας, η δαπάνη δεν θα αναγνωρίζεται μέχρι οι επιχειρήσεις να αποδείξουν, ότι οι συναλλαγές είναι πραγματικές. Η εν λόγω ρύθμιση, πιστεύουμε ότι, σε συνδυασμό με τη μεγάλη χρονική διάρκεια, που τυχόν θα απαιτηθεί για την απόδειξη της αυθεντικότητας της συναλλαγής, θα επιτείνει τις συνθήκες της χρηματοπιστωτικής ασφυξίας, που αντιμετωπίζουν σήμερα οι επιχειρήσεις, λόγω της έλλειψης ρευστότητας.
Η θέση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς έγκειται στο να μην κλείνουμε τα εμπορικά μας σύνορα με αυτές τις χώρες, αλλά να αντιστρέψουμε τη ροή συνεργασίας, εξάγοντας περισσότερα προϊόντα και εισάγοντας λιγότερα, βελτιώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το εμπορικό ισοζύγιο. Κατ’ επέκταση, θα θέλαμε να επισημάνουμε, ότι σαφώς και είμαστε αρωγοί στην προσπάθεια της Κυβέρνησης να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο των «τριγωνικών συναλλαγών», που έχουν ως στόχο τη φοροαποφυγή, ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, η προκαταβολή του φόρου 26% για τις συνεπείς και λειτουργούσες σύννομα επιχειρήσεις, είναι βέβαιο ότι θα τις αποστερήσει πολύτιμη ρευστότητα και θα τις φέρει στα πρόθυρα της καταστροφής και της αναστολής της λειτουργίας τους, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο την ήδη χαμηλή ανταγωνιστικότητά τους. Επιπλέον, πιστεύουμε ότι, η διάταξη αυτή θα δημιουργήσει πρόσθετη γραφειοκρατία, η οποία θα δημιουργηθεί για την απόδειξη της αυθεντικότητας των συναλλαγών, γεγονός που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την ανάγκη απλοποίησης των φορολογικών διαδικασιών.
Επιπροσθέτως, ένα σημαντικό ποσοστό των ναύλων, που καταβάλλονται σε ναυτιλιακές εταιρείες για τη μεταφορά των προϊόντων, ειδικά για τις εξαγωγές, κατευθύνεται σε κράτη μη συνεργάσιμα ή με προνομιακό φορολογικό καθεστώς σε σχέση με την Ελλάδα, κάτι για το οποίο δεν ευθύνονται οι επιχειρήσεις, αλλά, ούτε και έχουν εναλλακτικές επιλογές. Στην περίπτωση των καυσίμων, αρκετές εταιρείες, που προμηθεύουν καύσιμα ως βοηθητική ύλη για την παραγωγή των προϊόντων για κατανάλωση στην Ελλάδα, αλλά και για εξαγωγή έχουν έδρα σε παρόμοια κράτη. Σε αυτό το πλαίσιο, από νομικής άποψης, η σχετική προτεινόμενη διάταξη παραβιάζει, τόσο το κοινοτικό δίκαιο, όσο και τις διατάξεις των διεθνών συμβάσεων για την αποφυγή διπλής φορολογίας, που έχει καταρτίσει η Ελλάδα με τα περισσότερα από τα κράτη, που χαρακτηρίζονται ως «προνομιακά φορολογικά καθεστώτα».
Ολοκληρώνοντας και επειδή η ψήφιση της σχετικής διάταξης ως έχει, είναι προφανές ότι, θα οδηγήσει σε εξόντωση τις ελληνικές βιομηχανικές, μεταποιητικές, ναυτιλιακές, εμπορικές επιχειρήσεις, το Ε.Β.Ε.Π. προτείνει όπως, αυτή προσαρμοσθεί στις ακόλουθες, εναλλακτικές προτάσεις:
1. Η διαδικασία ελέγχου και διασταύρωσης να πραγματοποιείται εκ των προτέρων, κατά τη διάρκεια και σίγουρα πριν την ολοκλήρωση της συναλλαγής.
2. Εντός ενός (1) μήνα από την πραγματοποίηση της «συνήθους συναλλαγής» να επιστρέφεται στην επιχείρηση το 80% του ποσού, κατόπιν υποβολής σχετικής υπεύθυνης δήλωσης, και το υπόλοιπο 20% του ποσού να επιστρέφεται μετά από φορολογικό έλεγχο, που θα περαιούται εντός τριών (3) μηνών. Μετά την παρέλευση των τριών (3) μηνών, και εφόσον δεν έχει διενεργηθεί ο σχετικός έλεγχος, τότε το 20% του ποσού θα επιστρέφεται στην επιχείρηση αυτοδίκαια.
Με βάση τα ανωτέρω και με γνώμονα την εκπεφρασμένη βούληση του Πρωθυπουργού μας να ενισχύσει με τα κατάλληλα μέτρα και αναπτυξιακές πολιτικές το εγχώριο επιχειρηματικό περιβάλλον, θα θέλαμε να ζητήσουμε την απόσυρση του επίμαχου άρθρου 21 ή την ανάλογη τροποποίησή του, ώστε να διαμορφώσουμε ορθά το παραγωγικό πρότυπο ανασυγκρότησης της Χώρας, χωρίς να δημιουργούμε περισσότερα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα...».
www.bankingnews.gr
Ειδικότερα, με επιστολή του προς τον υπουργό Οικονομικών, ο επικεφαλής του ΕΒΕΠ τονίζει πως «με την παρούσα, θα θέλαμε να σας εκφράσουμε την επιφύλαξη του επιχειρηματικού κόσμου της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά, σχετικά με την προωθούμενη για ψήφιση από τη Βουλή διάταξη (άρθρο 21, το οποίο περιλαμβάνεται στο σχέδιο νόμου «Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας»), που προβλέπει, ότι όποια ελληνική επιχείρηση εμφανίζει στα βιβλία της ποσά δαπανών, τα οποία καταβλήθηκαν σε επιχείρηση, που εδρεύει σε χώρα μη συνεργάσιμη φορολογικά, ή σε χώρα με προνομιακό φορολογικό καθεστώς, ή σε άλλη συνδεδεμένη με αυτήν επιχείρηση, που δεν έχει συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις περί «φακέλου τεκμηρίωσης», θα πληρώσει φόρο 26% επί των συγκεκριμένων δαπανών.
Με προβληματισμό, διαπιστώσαμε επίσης πως, μόνο εφόσον οι επιχειρήσεις αποδείξουν, εντός δωδεκαμήνου, ότι πρόκειται περί πραγματικής συναλλαγής σε συνήθεις τρέχουσες τιμές αγοράς, θα δικαιούνται να πάρουν πίσω τον καταβληθέντα φόρο και φυσικά αζημίως για το Δημόσιο. Επί της ουσίας, η δαπάνη δεν θα αναγνωρίζεται μέχρι οι επιχειρήσεις να αποδείξουν, ότι οι συναλλαγές είναι πραγματικές. Η εν λόγω ρύθμιση, πιστεύουμε ότι, σε συνδυασμό με τη μεγάλη χρονική διάρκεια, που τυχόν θα απαιτηθεί για την απόδειξη της αυθεντικότητας της συναλλαγής, θα επιτείνει τις συνθήκες της χρηματοπιστωτικής ασφυξίας, που αντιμετωπίζουν σήμερα οι επιχειρήσεις, λόγω της έλλειψης ρευστότητας.
Η θέση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς έγκειται στο να μην κλείνουμε τα εμπορικά μας σύνορα με αυτές τις χώρες, αλλά να αντιστρέψουμε τη ροή συνεργασίας, εξάγοντας περισσότερα προϊόντα και εισάγοντας λιγότερα, βελτιώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το εμπορικό ισοζύγιο. Κατ’ επέκταση, θα θέλαμε να επισημάνουμε, ότι σαφώς και είμαστε αρωγοί στην προσπάθεια της Κυβέρνησης να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο των «τριγωνικών συναλλαγών», που έχουν ως στόχο τη φοροαποφυγή, ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, η προκαταβολή του φόρου 26% για τις συνεπείς και λειτουργούσες σύννομα επιχειρήσεις, είναι βέβαιο ότι θα τις αποστερήσει πολύτιμη ρευστότητα και θα τις φέρει στα πρόθυρα της καταστροφής και της αναστολής της λειτουργίας τους, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο την ήδη χαμηλή ανταγωνιστικότητά τους. Επιπλέον, πιστεύουμε ότι, η διάταξη αυτή θα δημιουργήσει πρόσθετη γραφειοκρατία, η οποία θα δημιουργηθεί για την απόδειξη της αυθεντικότητας των συναλλαγών, γεγονός που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την ανάγκη απλοποίησης των φορολογικών διαδικασιών.
Επιπροσθέτως, ένα σημαντικό ποσοστό των ναύλων, που καταβάλλονται σε ναυτιλιακές εταιρείες για τη μεταφορά των προϊόντων, ειδικά για τις εξαγωγές, κατευθύνεται σε κράτη μη συνεργάσιμα ή με προνομιακό φορολογικό καθεστώς σε σχέση με την Ελλάδα, κάτι για το οποίο δεν ευθύνονται οι επιχειρήσεις, αλλά, ούτε και έχουν εναλλακτικές επιλογές. Στην περίπτωση των καυσίμων, αρκετές εταιρείες, που προμηθεύουν καύσιμα ως βοηθητική ύλη για την παραγωγή των προϊόντων για κατανάλωση στην Ελλάδα, αλλά και για εξαγωγή έχουν έδρα σε παρόμοια κράτη. Σε αυτό το πλαίσιο, από νομικής άποψης, η σχετική προτεινόμενη διάταξη παραβιάζει, τόσο το κοινοτικό δίκαιο, όσο και τις διατάξεις των διεθνών συμβάσεων για την αποφυγή διπλής φορολογίας, που έχει καταρτίσει η Ελλάδα με τα περισσότερα από τα κράτη, που χαρακτηρίζονται ως «προνομιακά φορολογικά καθεστώτα».
Ολοκληρώνοντας και επειδή η ψήφιση της σχετικής διάταξης ως έχει, είναι προφανές ότι, θα οδηγήσει σε εξόντωση τις ελληνικές βιομηχανικές, μεταποιητικές, ναυτιλιακές, εμπορικές επιχειρήσεις, το Ε.Β.Ε.Π. προτείνει όπως, αυτή προσαρμοσθεί στις ακόλουθες, εναλλακτικές προτάσεις:
1. Η διαδικασία ελέγχου και διασταύρωσης να πραγματοποιείται εκ των προτέρων, κατά τη διάρκεια και σίγουρα πριν την ολοκλήρωση της συναλλαγής.
2. Εντός ενός (1) μήνα από την πραγματοποίηση της «συνήθους συναλλαγής» να επιστρέφεται στην επιχείρηση το 80% του ποσού, κατόπιν υποβολής σχετικής υπεύθυνης δήλωσης, και το υπόλοιπο 20% του ποσού να επιστρέφεται μετά από φορολογικό έλεγχο, που θα περαιούται εντός τριών (3) μηνών. Μετά την παρέλευση των τριών (3) μηνών, και εφόσον δεν έχει διενεργηθεί ο σχετικός έλεγχος, τότε το 20% του ποσού θα επιστρέφεται στην επιχείρηση αυτοδίκαια.
Με βάση τα ανωτέρω και με γνώμονα την εκπεφρασμένη βούληση του Πρωθυπουργού μας να ενισχύσει με τα κατάλληλα μέτρα και αναπτυξιακές πολιτικές το εγχώριο επιχειρηματικό περιβάλλον, θα θέλαμε να ζητήσουμε την απόσυρση του επίμαχου άρθρου 21 ή την ανάλογη τροποποίησή του, ώστε να διαμορφώσουμε ορθά το παραγωγικό πρότυπο ανασυγκρότησης της Χώρας, χωρίς να δημιουργούμε περισσότερα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα...».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών