Η Ελλάδα έχει επιστρέψει στο χείλος της αβύσσου, όπως το 2010 και το 2012
Τώρα που οι εξαντλητικές διαπραγματεύσεις σχετικά με το ελληνικό χρέος φθάνουν στο τέλος τους, το ερώτημα που τίθεται δεν είναι αν θα επιτευχθεί μια συμφωνία, αλλά αν πρόκειται να επιλυθούν τα προβλήματα της Ελλάδας.
Όπως σημειώνει σε άρθρο του στην ισπανική εφημερίδα «El Pais» ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Yale, Στάθης Καλύβας, αν δεν επιλυθούν τα προβλήματα, το μόνο που θα έχουμε επιτύχει, είναι να κερδίσουμε λίγο χρόνο και πολύ γρήγορα θα επιστρέψουμε στα ίδια.
Όταν το 2009 η Ελλάδα γνωστοποίησε ότι η στατιστική υπηρεσία της χώρας είχε ανακοινώσει ένα χρέος πολύ κατώτερο του πραγματικού, βρέθηκε στο επίκεντρο μιας τεράστιας οικονομικής κρίσης.
Η χώρα έμεινε εκτός των χρηματοπιστωτικών αγορών και δεν μπορούσε να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της, οπότε δεν είχε άλλη λύση από το να ζητήσει μια τεράστια οικονομική βοήθεια διάσωσης και να επιβάλει ένα μεγάλο πρόγραμμα λιτότητας με καταστροφικές συνέπειες.
Η ελληνική κρίση δεν ήταν μόνον ελληνική, σημειώνει ο καθηγητής Στ. Καλύβας και προσθέτει ότι ξεσκέπασε τις αδυναμίες του ευρώ και επεκτάθηκε και σε άλλες χώρες.
Από όλες τις πλευρές, το τίμημα για τις διασώσεις ήταν η λιτότητα.
Όμως, ενόσω οι άλλες χώρες ξεπερνούν ή έχουν ξεπεράσει τις δυσκολίες τους, η Ελλάδα όχι.
Η απάντηση του γιατί συνέβη αυτό είναι θεμελιώδης για να καταλάβει κανείς την κατάσταση.
Πέραν του ότι η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που επηρεάστηκε από την κρίση, αντιμετώπιζε πολλά επείγοντα προβλήματα.
Έπρεπε να μειώσει το γιγαντιαίο χρέος της, το οποίο συνέβαλε στην τιμωρία της, ενώ επιπλέον η κρίση αποκάλυψε βαθιές πολιτικές και οικονομικές αστοχίες που μέχρι εκείνη τη στιγμή όλοι τις αγνοούσαν.
Οι πιστωτές υποτίμησαν αυτά τα εμπόδια, πέραν του ότι έκαναν και άλλα λάθη, για αυτό οι λύσεις τους υπήρξαν αναποτελεσματικές, επώδυνες και γεμάτες από δυσάρεστες συνέπειες.
Οι πολιτικές συνέπειες υπήρξαν η κατάρρευση των κομμάτων του πολιτικού κατεστημένου και η αναρρίχηση στην εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ, ενός περιθωριακού σχηματισμού της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα ήταν ιδιαιτέρως διεφθαρμένο σε όλες τις δομές του, από την διοίκηση μέχρι τη βάση του.
Δεν επρόκειτο μόνον για πελατειακές σχέσεις, αλλά είχε διάφορες μορφές.
Η κοινωνία ευημερούσε, όμως η οικονομία υφίστατο μια τεράστια απώλεια ανταγωνιστικότητας, που αντικατοπτριζόταν στο τεράστιο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο.
Το 2001 η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, σημειώνει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Yale, Στ. Καλύβας, δεν διόρθωσε το συνταξιοδοτικό σύστημα, καθώς υπήρξαν μαζικές αντιδράσεις τόσο στο εσωτερικό της κυβέρνησης όσο και από τους πολίτες.
Άφησε την πληγή ανοιχτή και σήμερα αποτελεί ένα από τα θέματα κλειδιά των διαπραγματεύσεων.
Στο παρόν, τώρα, ως αποτέλεσμα της πολιτικής αβεβαιότητας που έχει δημιουργηθεί από τις πρόωρες εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 και τις μετέπειτα πολύμηνες διαπραγματεύσεις, η Ελλάδα έχει επιστρέψει στην ύφεση.
Οι επενδύσεις έχουν παγώσει, το πρωτογενές πλεόνασμα έχει πρακτικά εξαφανιστεί και η μαζική φυγή καταθέσεων (περισσότερα από 30 δισ. ευρώ από τον Νοέμβριο) έχουν αφήσει την οικονομία χωρίς ρευστότητα και πίστωση.
Όπως το 2010 και το 2012, η Ελλάδα έχει βρεθεί για μια ακόμη φορά στο χείλος της αβύσσου.
Δεν θα έπρεπε να έχει φθάσει εδώ η Ελλάδα, σημειώνει ο κ. Καλύβας.
Η οικονομική κατάσταση είχε σταθεροποιηθεί και το 2014 η χώρα κατέγραφε ανάπτυξη, πρωτογενές πλεόνασμα, ενώ είχε πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επιδείξει υπομονή και περίμενε τη διεξαγωγή των εκλογών το 2016, όπως προβλεπόταν, θα είχε κληρονομήσει μια κατάσταση πολύ περισσότερο σταθερή.
Ωστόσο, ακολουθώντας την ελληνική παράδοση, προκάλεσε πρόωρες εκλογές, το ίδιο λάθος που έκανε ο Γιώργος Παπανδρέου το 2009.
Ο Αλέξης Τσίπρας κέρδισε τις εκλογές με ένα επιθετικό πρόγραμμα ενάντια στη λιτότητα, που τώρα πρέπει να εκπληρώσει.
Όμως, τι είναι αυτό που ακριβώς πρέπει να εκπληρώσει;
Δεν υποσχέθηκε τίποτα άλλο από την επιστροφή στις καλές παλιές εποχές, κάτι όμως που είναι αδύνατο να συμβεί.
Είναι, λοιπόν, καταδικασμένος στην αποτυχία;
Όχι απαραιτήτως, σημειώνει ο κ. Καλύβας ο οποίος επισημαίνει ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι θεωρούνται ανυπόληπτοι ενός εκείνος είναι πολύ δημοφιλής, με τις δημοσκοπήσεις να καταδεικνύουν ότι μια ισχυρή πλειοψηφία επιθυμεί: α) τη μη ευέλικτή στάση, β) το ευρώ έναντι της δραχμής και γ) το τέλος στην αβεβαιότητα το συντομότερο δυνατόν.
Με άλλα λόγια, οι έλληνες ψηφοφόροι είναι διατεθειμένοι να αποδεχθούν ότι δεν θα τηρήσει όλα όσα υποσχέθηκε.
Στο τέλος τέλος, επρόκειτο για ένα θέμα περισσότερο συναισθηματικό απ' ό,τι υλικό και ήδη έχει ανακτηθεί σημαντικό μέρος της αίσθησης του εξευτελισμού και της υποταγής.
Ο Τσίπρας θα μπορούσε να πωλήσει τους συμβιβασμούς που έχει επιτύχει (όπως τη μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα) σαν μια νίκη και να προχωρήσει σε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων.
Ωστόσο, ο Αλέξης Τσίπρας χάνει χρόνο και αυτό συμβαίνει για τρεις λόγους:
α) Υπολογίσιμος κίνδυνος.
Ο Τσίπρας κερδίζει χρόνο για να πάρει την καλύτερη δυνατή συμφωνία.
Ίσως, αλλά είναι απίθανο: η Ελλάδα έχει απομονωθεί στο Eurogroup και έχει εξαντλήσει τα καλά συναισθήματα.
Η σχεδόν ομόφωνη γνώμη είναι ότι οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν λόγω του ερασιτεχνισμού. Η «φούσκα» του υπουργού Οικονομικών, Γιάννη Βαρουφάκη, έχει εκραγεί και έχει περάσει από το να είναι θετική σε έναν παράγοντα αμηχανίας.
Ο Τσίπρας γνωρίζει ότι το κόστος περισσότερων παραχωρήσεων σήμερα είναι απαγορευτικό.
β) Εσωτερική κομματική πολιτική.
Ο Τσίπρας παγιδεύεται από το κόμμα του, πολλά στελέχη του οποίου είναι από τους πιο άκαμπτους που πιστεύουν ότι ο δρόμος προς το σοσιαλισμό περνά μέσω της δραχμής.
Αυτό είναι η ιδανική ευκαιρία για να απαλλαγεί από αυτά τα στελέχη και να αναδιοργανώσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως κεντροαριστερό κόμμα και ίσως να το κάνει.
γ) Ο λαϊκισμός.
Σύμφωνα με αυτή την εξήγηση, ο Τσίπρας είναι περισσότερο ένας παραδοσιακός λαϊκιστής απ' ό,τι ένα αριστερός ριζοσπαάσης, καθ' εικόνα και ομοίωση του Ανδρέα Παπανδρέου, του έλληνα Περόν.
Αντί να προχωρήσει στη δραστική συνταγματική αναθεώρηση που η Ελλάδα χρειάζεται, θέλει να κυβερνήσει τη χώρα με τον ίδιο πατερναλιστικό και αναποτελεσματικό τρόπο, όπως οι προκάτοχοί του.
Μέχρι τώρα, η κυβέρνησή του χαρακτηρίζεται από το ότι δεν έχει κάνει πραγματικές μεταρρυθμίσεις, συμμαχώντας με ένα ακροδεξιό κόμμα, τοποθετώντας σε όλους τους δημόσιους φορείς ανειδίκευτα στελέχη του και κάνοντας οπισθοδρομικές μεταρρυθμίσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και σε άλλους τομείς.
Ο ίδιος δεν έχει κάνει τίποτα για να κάνει την ελληνική οικονομία πιο ανταγωνιστική.
Ο Τσίπρας μόνον προσποιείται ότι κάνει παραχωρήσεις για να παραταθεί περαιτέρω η κατάσταση επ' αόριστον.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η θέση είναι ασυμβίβαστη με την παραμονή στο ευρώ.
Χωρίς μια βαθιά μεταρρύθμιση, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να οδεύει στραβά, όση βοήθεια και αν λάβει.
Οι εμπειρίες του παρελθόντος δείχνουν ότι δημοσιονομική ώθηση στην οικονομία χωρίς μεταρρυθμίσεις επιδεινώνει έτι περαιτέρω τα πράγματα.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι πραγματικά θέλει ο Τσίπρας, ακόμα και αν επιτευχθεί μια συμφωνία μέσα στις επόμενες ημέρες ή εβδομάδες.
Αν κάτι δεν αλλάξει, η απάντηση θα δοθεί πιθανώς τον Σεπτέμβριο.
Μεταφραστική επιμέλεια: Ελ. Κάτσουρα
www.bankingnews.gr
www.bankingnews.gr
Όπως σημειώνει σε άρθρο του στην ισπανική εφημερίδα «El Pais» ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Yale, Στάθης Καλύβας, αν δεν επιλυθούν τα προβλήματα, το μόνο που θα έχουμε επιτύχει, είναι να κερδίσουμε λίγο χρόνο και πολύ γρήγορα θα επιστρέψουμε στα ίδια.
Όταν το 2009 η Ελλάδα γνωστοποίησε ότι η στατιστική υπηρεσία της χώρας είχε ανακοινώσει ένα χρέος πολύ κατώτερο του πραγματικού, βρέθηκε στο επίκεντρο μιας τεράστιας οικονομικής κρίσης.
Η χώρα έμεινε εκτός των χρηματοπιστωτικών αγορών και δεν μπορούσε να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της, οπότε δεν είχε άλλη λύση από το να ζητήσει μια τεράστια οικονομική βοήθεια διάσωσης και να επιβάλει ένα μεγάλο πρόγραμμα λιτότητας με καταστροφικές συνέπειες.
Η ελληνική κρίση δεν ήταν μόνον ελληνική, σημειώνει ο καθηγητής Στ. Καλύβας και προσθέτει ότι ξεσκέπασε τις αδυναμίες του ευρώ και επεκτάθηκε και σε άλλες χώρες.
Από όλες τις πλευρές, το τίμημα για τις διασώσεις ήταν η λιτότητα.
Όμως, ενόσω οι άλλες χώρες ξεπερνούν ή έχουν ξεπεράσει τις δυσκολίες τους, η Ελλάδα όχι.
Η απάντηση του γιατί συνέβη αυτό είναι θεμελιώδης για να καταλάβει κανείς την κατάσταση.
Πέραν του ότι η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που επηρεάστηκε από την κρίση, αντιμετώπιζε πολλά επείγοντα προβλήματα.
Έπρεπε να μειώσει το γιγαντιαίο χρέος της, το οποίο συνέβαλε στην τιμωρία της, ενώ επιπλέον η κρίση αποκάλυψε βαθιές πολιτικές και οικονομικές αστοχίες που μέχρι εκείνη τη στιγμή όλοι τις αγνοούσαν.
Οι πιστωτές υποτίμησαν αυτά τα εμπόδια, πέραν του ότι έκαναν και άλλα λάθη, για αυτό οι λύσεις τους υπήρξαν αναποτελεσματικές, επώδυνες και γεμάτες από δυσάρεστες συνέπειες.
Οι πολιτικές συνέπειες υπήρξαν η κατάρρευση των κομμάτων του πολιτικού κατεστημένου και η αναρρίχηση στην εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ, ενός περιθωριακού σχηματισμού της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα ήταν ιδιαιτέρως διεφθαρμένο σε όλες τις δομές του, από την διοίκηση μέχρι τη βάση του.
Δεν επρόκειτο μόνον για πελατειακές σχέσεις, αλλά είχε διάφορες μορφές.
Η κοινωνία ευημερούσε, όμως η οικονομία υφίστατο μια τεράστια απώλεια ανταγωνιστικότητας, που αντικατοπτριζόταν στο τεράστιο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο.
Το 2001 η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, σημειώνει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Yale, Στ. Καλύβας, δεν διόρθωσε το συνταξιοδοτικό σύστημα, καθώς υπήρξαν μαζικές αντιδράσεις τόσο στο εσωτερικό της κυβέρνησης όσο και από τους πολίτες.
Άφησε την πληγή ανοιχτή και σήμερα αποτελεί ένα από τα θέματα κλειδιά των διαπραγματεύσεων.
Στο παρόν, τώρα, ως αποτέλεσμα της πολιτικής αβεβαιότητας που έχει δημιουργηθεί από τις πρόωρες εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 και τις μετέπειτα πολύμηνες διαπραγματεύσεις, η Ελλάδα έχει επιστρέψει στην ύφεση.
Οι επενδύσεις έχουν παγώσει, το πρωτογενές πλεόνασμα έχει πρακτικά εξαφανιστεί και η μαζική φυγή καταθέσεων (περισσότερα από 30 δισ. ευρώ από τον Νοέμβριο) έχουν αφήσει την οικονομία χωρίς ρευστότητα και πίστωση.
Όπως το 2010 και το 2012, η Ελλάδα έχει βρεθεί για μια ακόμη φορά στο χείλος της αβύσσου.
Δεν θα έπρεπε να έχει φθάσει εδώ η Ελλάδα, σημειώνει ο κ. Καλύβας.
Η οικονομική κατάσταση είχε σταθεροποιηθεί και το 2014 η χώρα κατέγραφε ανάπτυξη, πρωτογενές πλεόνασμα, ενώ είχε πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επιδείξει υπομονή και περίμενε τη διεξαγωγή των εκλογών το 2016, όπως προβλεπόταν, θα είχε κληρονομήσει μια κατάσταση πολύ περισσότερο σταθερή.
Ωστόσο, ακολουθώντας την ελληνική παράδοση, προκάλεσε πρόωρες εκλογές, το ίδιο λάθος που έκανε ο Γιώργος Παπανδρέου το 2009.
Ο Αλέξης Τσίπρας κέρδισε τις εκλογές με ένα επιθετικό πρόγραμμα ενάντια στη λιτότητα, που τώρα πρέπει να εκπληρώσει.
Όμως, τι είναι αυτό που ακριβώς πρέπει να εκπληρώσει;
Δεν υποσχέθηκε τίποτα άλλο από την επιστροφή στις καλές παλιές εποχές, κάτι όμως που είναι αδύνατο να συμβεί.
Είναι, λοιπόν, καταδικασμένος στην αποτυχία;
Όχι απαραιτήτως, σημειώνει ο κ. Καλύβας ο οποίος επισημαίνει ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι θεωρούνται ανυπόληπτοι ενός εκείνος είναι πολύ δημοφιλής, με τις δημοσκοπήσεις να καταδεικνύουν ότι μια ισχυρή πλειοψηφία επιθυμεί: α) τη μη ευέλικτή στάση, β) το ευρώ έναντι της δραχμής και γ) το τέλος στην αβεβαιότητα το συντομότερο δυνατόν.
Με άλλα λόγια, οι έλληνες ψηφοφόροι είναι διατεθειμένοι να αποδεχθούν ότι δεν θα τηρήσει όλα όσα υποσχέθηκε.
Στο τέλος τέλος, επρόκειτο για ένα θέμα περισσότερο συναισθηματικό απ' ό,τι υλικό και ήδη έχει ανακτηθεί σημαντικό μέρος της αίσθησης του εξευτελισμού και της υποταγής.
Ο Τσίπρας θα μπορούσε να πωλήσει τους συμβιβασμούς που έχει επιτύχει (όπως τη μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα) σαν μια νίκη και να προχωρήσει σε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων.
Ωστόσο, ο Αλέξης Τσίπρας χάνει χρόνο και αυτό συμβαίνει για τρεις λόγους:
α) Υπολογίσιμος κίνδυνος.
Ο Τσίπρας κερδίζει χρόνο για να πάρει την καλύτερη δυνατή συμφωνία.
Ίσως, αλλά είναι απίθανο: η Ελλάδα έχει απομονωθεί στο Eurogroup και έχει εξαντλήσει τα καλά συναισθήματα.
Η σχεδόν ομόφωνη γνώμη είναι ότι οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν λόγω του ερασιτεχνισμού. Η «φούσκα» του υπουργού Οικονομικών, Γιάννη Βαρουφάκη, έχει εκραγεί και έχει περάσει από το να είναι θετική σε έναν παράγοντα αμηχανίας.
Ο Τσίπρας γνωρίζει ότι το κόστος περισσότερων παραχωρήσεων σήμερα είναι απαγορευτικό.
β) Εσωτερική κομματική πολιτική.
Ο Τσίπρας παγιδεύεται από το κόμμα του, πολλά στελέχη του οποίου είναι από τους πιο άκαμπτους που πιστεύουν ότι ο δρόμος προς το σοσιαλισμό περνά μέσω της δραχμής.
Αυτό είναι η ιδανική ευκαιρία για να απαλλαγεί από αυτά τα στελέχη και να αναδιοργανώσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως κεντροαριστερό κόμμα και ίσως να το κάνει.
γ) Ο λαϊκισμός.
Σύμφωνα με αυτή την εξήγηση, ο Τσίπρας είναι περισσότερο ένας παραδοσιακός λαϊκιστής απ' ό,τι ένα αριστερός ριζοσπαάσης, καθ' εικόνα και ομοίωση του Ανδρέα Παπανδρέου, του έλληνα Περόν.
Αντί να προχωρήσει στη δραστική συνταγματική αναθεώρηση που η Ελλάδα χρειάζεται, θέλει να κυβερνήσει τη χώρα με τον ίδιο πατερναλιστικό και αναποτελεσματικό τρόπο, όπως οι προκάτοχοί του.
Μέχρι τώρα, η κυβέρνησή του χαρακτηρίζεται από το ότι δεν έχει κάνει πραγματικές μεταρρυθμίσεις, συμμαχώντας με ένα ακροδεξιό κόμμα, τοποθετώντας σε όλους τους δημόσιους φορείς ανειδίκευτα στελέχη του και κάνοντας οπισθοδρομικές μεταρρυθμίσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και σε άλλους τομείς.
Ο ίδιος δεν έχει κάνει τίποτα για να κάνει την ελληνική οικονομία πιο ανταγωνιστική.
Ο Τσίπρας μόνον προσποιείται ότι κάνει παραχωρήσεις για να παραταθεί περαιτέρω η κατάσταση επ' αόριστον.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η θέση είναι ασυμβίβαστη με την παραμονή στο ευρώ.
Χωρίς μια βαθιά μεταρρύθμιση, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να οδεύει στραβά, όση βοήθεια και αν λάβει.
Οι εμπειρίες του παρελθόντος δείχνουν ότι δημοσιονομική ώθηση στην οικονομία χωρίς μεταρρυθμίσεις επιδεινώνει έτι περαιτέρω τα πράγματα.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι πραγματικά θέλει ο Τσίπρας, ακόμα και αν επιτευχθεί μια συμφωνία μέσα στις επόμενες ημέρες ή εβδομάδες.
Αν κάτι δεν αλλάξει, η απάντηση θα δοθεί πιθανώς τον Σεπτέμβριο.
Μεταφραστική επιμέλεια: Ελ. Κάτσουρα
www.bankingnews.gr
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών