Η ενίσχυση των ερευνητικών εργαστηρίων και ινστιτούτων να γίνεται με βάση την παραγωγή αξιοποιήσιμου ερευνητικού αποτελέσματος από εθνικές επιχειρήσεις
«Η σύνδεση της έρευνας και της καινοτομίας με την οικονομική ανάπτυξη είναι προφανής, ειδικά την τελευταία εικοσαετία, όπου κεντρικό ζητούμενο για το σύνολο των ανεπτυγμένων οικονομιών του κόσμου αποτελεί η μετάβαση στην οικονομία της γνώσης.
Το ίδιο ισχύει και για τη χώρα μας, και μάλιστα η απαίτηση αυτή γίνεται περισσότερο επιτακτική κατά την τρέχουσα περίοδο της οικονομικής κρίσης», τόνισε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (Σ.Β.Β.Ε.), Αθανάσιος Σαββάκης στην ημερίδα
«Ψηφιακή Ευρώπη: Η έρευνα και η καινοτομία ως κίνητρα για επιχειρηματικότητα. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ως προτεραιότητα της ΕΕ για ανάπτυξη».
«Βρισκόμαστε σε μια αρνητική συγκυρία κατά την οποία διαπιστώνεται πλήρης άπνοια στο πεδίο της επενδυτικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων, ενώ οι προβλέψεις μιλούν για περαιτέρω μείωση και το εφετινό δύσκολο έτος 2016.
Η δυσμενής οικονομική συγκυρία, ως αποτέλεσμα της πρωτοφανούς προσπάθειας δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας και της παράλληλης παρατεταμένης ύφεσης, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα ως προς το κυοφορούμενο επί μακρόν νέο πλαίσιο για τις επενδύσεις, αναφέρομαι στον αναπτυξιακό νόμο, αποθαρρύνουν την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και την τεράστια έλλειψη ρευστότητας των επιχειρήσεων, τότε η εικόνα για το εξωτερικό περιβάλλον των επιχειρήσεων σήμερα είναι πλήρης», σημείωσε.
Ολόκληρη η ομιλία του Αθανάσιου Σαββάκη
Η ανεπάρκεια κεφαλαίων σε συνδυασμό με το πολύ υψηλό ρίσκο, το οποίο κατά την τρέχουσα περίοδο είναι αυξημένο σε σχέση με το παρελθόν, καθιστούν τις επενδύσεις σε έρευνα, τεχνολογική ανάπτυξη και καινοτομία, για τις εγχώριες επιχειρήσεις σχεδόν απαγορευτικές. Άρα, το βασικό ζήτημα που θα πρέπει να επιλύσουμε για να επιτύχουμε οικονομική ανάπτυξη μέσω της έρευνας και της καινοτομίας, είναι η παροχή ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις, η οποία θα συνδυάζεται με ένα ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον που θα τις ενθαρρύνει στην απόφασή τους να αναλάβουν σχετικές επενδυτικές πρωτοβουλίες.
Επιτρέψτε μου λόγω ιδιότητας να επικεντρωθώ στο ζήτημα της σύνδεσης της ακαδημαϊκής κοινότητας με τις επιχειρήσεις, που πιστεύουμε στον ΣΒΒΕ ότι πρέπει να είναι κεντρικό ζητούμενο της αναγκαίας αναμόρφωσης του θεσμικού πλαισίου για την έρευνα.
Στον ΣΒΒΕ πιστεύουμε ότι η ανάπτυξη της καινοτομίας στις επιχειρήσεις δεν μπορεί να έρθει από «πάνω». Η επιλογή της καινοτόμου ανάπτυξης δεν μπορεί να είναι κυβερνητική επιλογή, ούτε και προσπάθεια επίτευξης συγκεκριμένων ποσοτικών στόχων, όπως για παράδειγμα των στόχων που είχαν τεθεί προ ετών από τη στρατηγική της Λισσαβόνας.
Τέτοιου είδους πολιτικές παρεμβάσεις είναι φανερό ότι έχουν αποτύχει. Και έχουν αποτύχει, δυστυχώς, διαχρονικά για τέσσερις (4) τουλάχιστον συγκεκριμένους λόγους:
1. γιατί η δημόσια διοίκηση ανθίσταται σθεναρά σε οποιεσδήποτε εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις και αδυνατεί να ακολουθήσει τους ρυθμούς του συνεχώς μεταβαλλόμενου οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος,
2. γιατί όποιες από τις πρωτοβουλίες ανάπτυξης καινοτομίας στέφονται με επιτυχία, το οφείλουν μάλλον σε εξωγενείς παράγοντες και στη βούληση του ιδιωτικού τομέα, παρά στη συνειδητοποίηση της πολιτικής ηγεσίας για την αναγκαιότητα αλλαγών στο υφιστάμενο πλαίσιο και στις τρέχουσες πολιτικές,
3. γιατί η άσκηση της πολιτικής εξουσίας και του κυβερνητικού έργου βρίσκεται σε ευθεία συνάρτηση με τα πρόσωπα που την ασκούν. Αλλαγές προσώπων, ακόμη και στους ίδιους κυβερνητικούς σχηματισμούς, δημιουργούν ασυνέχειες και απελπιστικές καθυστερήσεις, και,
4. γιατί ο προγραμματισμός και ο στρατηγικός σχεδιασμός είναι έννοιες που δύσκολα εντάσσονται στις λειτουργίες του κράτους, παρά τις προσπάθειες που επιβλήθηκαν από τους κοινοτικούς κανονισμούς, που αφορούν τις κοινοτικές ενισχύσεις.
Σε κάθε περίπτωση, για να υπάρξει αποτέλεσμα σε μια μεταρρυθμιστική προσπάθεια στο πεδίο της συνεργασίας των επιχειρήσεων με την ακαδημαϊκή κοινότητα για την παραγωγή καινοτομίας θα πρέπει να δοθεί βάρος σε ένα πράγμα: στη δημιουργία κοινών συμφερόντων. Και μιλάμε για κοινά συμφέροντα μεταξύ ερευνητικής κοινότητας και επιχειρηματικής κοινότητας. Τα συμφέροντα αυτά θα πρέπει να φέρουν, κυρίως, τους ανθρώπους κοντά. Τα συμφέροντα να καταλήγουν σε δικτύωση και συνεργασία ανθρώπων. Αν αυτό το επιτύχουμε, τότε, θα έχουμε κάνει ένα τεράστιο βήμα στην προσπάθεια για την ανάπτυξη της χώρας.
Το αναφέρω αυτό γιατί μέχρι σήμερα τα απευθείας χρηματοδοτούμενα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την έρευνα, παρά την ευεργετική τους επίδραση στο «άνοιγμα» της πανεπιστημιακής έρευνας, δημιούργησαν και ορισμένες στρεβλώσεις που θα πρέπει να αναφερθούν. Παράδειγμα οι υψηλές ερευνητικές αποζημιώσεις που προβλέπονταν στα προγράμματα αυτά, έστρεψαν τα πιο δυναμικά ερευνητικά ινστιτούτα και εργαστήρια πανεπιστημίων στην παροχή υπηρεσιών έρευνας προς τις επιχειρήσεις άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιόρισαν την ερευνητική παραγωγική ικανότητα τους για την παροχή αντίστοιχων υπηρεσιών σε ελληνικές επιχειρήσεις.
Από την άλλη μεριά γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η συνεργασία με τις επιχειρήσεις δεν είναι το ευκολότερο πράγμα για έναν ερευνητή. Βαρίδια δυστυχώς δεν υπάρχουν στο πως είναι σήμερα δομημένο το σύστημα έρευνας, βαρίδια υπάρχουν και στις επιχειρήσεις.
Όταν η πλειοψηφία τους παράγει προϊόντα μέσης και χαμηλής τεχνολογίας, που είναι πολλές φορές αντιγραφές προϊόντων που κυκλοφορούν σε άλλες αγορές, τότε αυτές δεν βλέπουν την έρευνα και την καινοτομία ως μέσον ανάπτυξης της επιχείρησής τους. Από την άλλη μεριά υπάρχει πράγματι ανεπάρκεια από τις τοπικές επιχειρήσεις στο πεδίο του προσδιορισμού των αναγκών τους για την ανάπτυξη καινοτομίας.
Έτσι, κατά τη συνεργασία ενός ερευνητή με μια επιχείρηση είναι βέβαιο ότι θα δημιουργηθούν πολλές δυσκολίες. Σε κάθε περίπτωση, τόσο οι επιχειρήσεις όσο και οι ερευνητές, θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους ο καθένας τις ιδιαιτερότητες του άλλου, ούτως ώστε να έρθουν πιο κοντά.
Με αφορμή την υπάρχουσα κατάσταση και τα θέματα νοοτροπίας, πρέπει να δούμε πως φτιάχνουμε το εξωτερικό περιβάλλον. Στο περιβάλλον αυτό το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το σύστημα χρηματοδότησης της έρευνας. Πως θα σας φαινόταν αν είχαμε σύστημα χρηματοδότησης δια του αποτελέσματος;
Για τη σύνδεση της ακαδημαϊκής και της επιχειρηματικής κοινότητας, ο ΣΒΒΕ προτείνει:
1. να συμπεριληφθούν στα κριτήρια εξέλιξης των μελών Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού ο αριθμός των νέων επιχειρήσεων και των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν ως αποτέλεσμα της ερευνητικής τους εργασίας,
2. η ενίσχυση των ερευνητικών εργαστηρίων και ινστιτούτων να γίνεται με βάση την παραγωγή αξιοποιήσιμου ερευνητικού αποτελέσματος από εθνικές επιχειρήσεις, και,
3. να θεσμοθετηθεί η επιβράβευση, με υψηλά κίνητρα, του επιχειρηματικού ρίσκου επενδύσεων τεχνολογικής καινοτομίας από επιχειρήσεις.
Ουσιαστικά λέμε στην ερευνητική κοινότητα: αν βγάλεις ουσιαστικό και μετρήσιμο αποτέλεσμα για την ανάπτυξη της χώρας, μόνον τότε θα πληρωθείς. Από την άλλη μεριά λέμε στη βιομηχανία: έβγαλες πραγματικά καινούργιο προϊόν; Τι αγορές καλύπτεις; Τι υποκατάσταση εισαγωγών πέτυχες; Τότε θα σε πληρώσω.
Άλλωστε:
1. η επενδυτική συμπεριφορά των παραδοσιακών επιχειρήσεων προσανατολίζεται κατά προτεραιότητα στις επενδύσεις ανανέωσης και εκσυγχρονισμού του παραγωγικού τους εξοπλισμού, στην επέκταση των εγκαταστάσεων και στην αύξηση της παραγωγικής ικανότητας,
2. οι επενδύσεις για τη βελτίωση των προϊόντων προηγούνται αυτών της παραγωγής νέων, ενώ,
3.οι διασυνδέσεις των επιχειρήσεων με την εγχώρια ερευνητική κοινότητα είναι σχεδόν ανύπαρκτες.
Σε κάθε περίπτωση τα κριτήρια επιλογής χρηματοδοτούμενων έργων θα πρέπει να διέπονται από διαφάνεια και από την προοπτική των θετικών επιπτώσεων στην ανάπτυξη της χώρας.
Το επόμενο θέμα που πρέπει να δούμε στο νέο πλαίσιο είναι ο θεσμός της διαμεσολάβησης. Δεν έχουμε ανθρώπους στην Ελλάδα που να ξέρουν ακριβώς τι κάνουν τα ερευνητικά ινστιτούτα και να μπορούν να βγουν στις επιχειρήσεις να πουλήσουν τις τεχνολογίες και τις λοιπές υπηρεσίες τους. Επιτέλους, όλοι μας, και κυρίως οι επιχειρήσεις θα πρέπει να μάθουν τι υπηρεσίες προσφέρουν ή είναι σε θέση να προσφέρουν τα εγχώρια ερευνητικά ινστιτούτα. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να μάθουν αν μπορούν τα ερευνητικά ινστιτούτα της χώρας μας να κάνουν έρευνα και σε ποιους τομείς, αν μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες πιστοποίησης προϊόντων και δοκιμών, υπηρεσίες εκπαίδευσης προσωπικού, υπηρεσίες σύνδεσης με την αγορά. Γιατί είμαστε βέβαιοι ότι ορισμένοι ερευνητές γνωρίζουν καλύτερα ένα προϊόν από μια επιχείρηση. Είναι ένα απλό πράγμα που όμως δεν έχει γίνει. Αν υλοποιηθεί τότε είναι βέβαιο ότι θα ξεκαθαρίσει το τοπίο με το ποιος κάνει τι στα ερευνητικά κέντρα και θα διευκολυνθούν οι σχεδιασμοί της πολιτεία στην κατεύθυνση της οικονομικής ανάπτυξης.
Όλοι μας συνειδητοποιούμε, αλλά κυρίως διαπιστώνουμε, τα ελλείμματα στις πολιτικές που φέρνουν τις επιχειρήσεις και την ακαδημαϊκή κοινότητα κοντά.
Με ειλικρινείς προθέσεις συνεργασίας πιστεύω ότι είμαστε σε θέση να γκρεμίσουμε τα τείχη που μας χωρίζουν και να προχωρήσουμε σε συνεργασίες για το καλό, τελικά, της ίδιας μας της πατρίδας».
www.bankingnews.gr
Το ίδιο ισχύει και για τη χώρα μας, και μάλιστα η απαίτηση αυτή γίνεται περισσότερο επιτακτική κατά την τρέχουσα περίοδο της οικονομικής κρίσης», τόνισε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (Σ.Β.Β.Ε.), Αθανάσιος Σαββάκης στην ημερίδα
«Ψηφιακή Ευρώπη: Η έρευνα και η καινοτομία ως κίνητρα για επιχειρηματικότητα. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ως προτεραιότητα της ΕΕ για ανάπτυξη».
«Βρισκόμαστε σε μια αρνητική συγκυρία κατά την οποία διαπιστώνεται πλήρης άπνοια στο πεδίο της επενδυτικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων, ενώ οι προβλέψεις μιλούν για περαιτέρω μείωση και το εφετινό δύσκολο έτος 2016.
Η δυσμενής οικονομική συγκυρία, ως αποτέλεσμα της πρωτοφανούς προσπάθειας δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας και της παράλληλης παρατεταμένης ύφεσης, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα ως προς το κυοφορούμενο επί μακρόν νέο πλαίσιο για τις επενδύσεις, αναφέρομαι στον αναπτυξιακό νόμο, αποθαρρύνουν την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και την τεράστια έλλειψη ρευστότητας των επιχειρήσεων, τότε η εικόνα για το εξωτερικό περιβάλλον των επιχειρήσεων σήμερα είναι πλήρης», σημείωσε.
Ολόκληρη η ομιλία του Αθανάσιου Σαββάκη
Η ανεπάρκεια κεφαλαίων σε συνδυασμό με το πολύ υψηλό ρίσκο, το οποίο κατά την τρέχουσα περίοδο είναι αυξημένο σε σχέση με το παρελθόν, καθιστούν τις επενδύσεις σε έρευνα, τεχνολογική ανάπτυξη και καινοτομία, για τις εγχώριες επιχειρήσεις σχεδόν απαγορευτικές. Άρα, το βασικό ζήτημα που θα πρέπει να επιλύσουμε για να επιτύχουμε οικονομική ανάπτυξη μέσω της έρευνας και της καινοτομίας, είναι η παροχή ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις, η οποία θα συνδυάζεται με ένα ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον που θα τις ενθαρρύνει στην απόφασή τους να αναλάβουν σχετικές επενδυτικές πρωτοβουλίες.
Επιτρέψτε μου λόγω ιδιότητας να επικεντρωθώ στο ζήτημα της σύνδεσης της ακαδημαϊκής κοινότητας με τις επιχειρήσεις, που πιστεύουμε στον ΣΒΒΕ ότι πρέπει να είναι κεντρικό ζητούμενο της αναγκαίας αναμόρφωσης του θεσμικού πλαισίου για την έρευνα.
Στον ΣΒΒΕ πιστεύουμε ότι η ανάπτυξη της καινοτομίας στις επιχειρήσεις δεν μπορεί να έρθει από «πάνω». Η επιλογή της καινοτόμου ανάπτυξης δεν μπορεί να είναι κυβερνητική επιλογή, ούτε και προσπάθεια επίτευξης συγκεκριμένων ποσοτικών στόχων, όπως για παράδειγμα των στόχων που είχαν τεθεί προ ετών από τη στρατηγική της Λισσαβόνας.
Τέτοιου είδους πολιτικές παρεμβάσεις είναι φανερό ότι έχουν αποτύχει. Και έχουν αποτύχει, δυστυχώς, διαχρονικά για τέσσερις (4) τουλάχιστον συγκεκριμένους λόγους:
1. γιατί η δημόσια διοίκηση ανθίσταται σθεναρά σε οποιεσδήποτε εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις και αδυνατεί να ακολουθήσει τους ρυθμούς του συνεχώς μεταβαλλόμενου οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος,
2. γιατί όποιες από τις πρωτοβουλίες ανάπτυξης καινοτομίας στέφονται με επιτυχία, το οφείλουν μάλλον σε εξωγενείς παράγοντες και στη βούληση του ιδιωτικού τομέα, παρά στη συνειδητοποίηση της πολιτικής ηγεσίας για την αναγκαιότητα αλλαγών στο υφιστάμενο πλαίσιο και στις τρέχουσες πολιτικές,
3. γιατί η άσκηση της πολιτικής εξουσίας και του κυβερνητικού έργου βρίσκεται σε ευθεία συνάρτηση με τα πρόσωπα που την ασκούν. Αλλαγές προσώπων, ακόμη και στους ίδιους κυβερνητικούς σχηματισμούς, δημιουργούν ασυνέχειες και απελπιστικές καθυστερήσεις, και,
4. γιατί ο προγραμματισμός και ο στρατηγικός σχεδιασμός είναι έννοιες που δύσκολα εντάσσονται στις λειτουργίες του κράτους, παρά τις προσπάθειες που επιβλήθηκαν από τους κοινοτικούς κανονισμούς, που αφορούν τις κοινοτικές ενισχύσεις.
Σε κάθε περίπτωση, για να υπάρξει αποτέλεσμα σε μια μεταρρυθμιστική προσπάθεια στο πεδίο της συνεργασίας των επιχειρήσεων με την ακαδημαϊκή κοινότητα για την παραγωγή καινοτομίας θα πρέπει να δοθεί βάρος σε ένα πράγμα: στη δημιουργία κοινών συμφερόντων. Και μιλάμε για κοινά συμφέροντα μεταξύ ερευνητικής κοινότητας και επιχειρηματικής κοινότητας. Τα συμφέροντα αυτά θα πρέπει να φέρουν, κυρίως, τους ανθρώπους κοντά. Τα συμφέροντα να καταλήγουν σε δικτύωση και συνεργασία ανθρώπων. Αν αυτό το επιτύχουμε, τότε, θα έχουμε κάνει ένα τεράστιο βήμα στην προσπάθεια για την ανάπτυξη της χώρας.
Το αναφέρω αυτό γιατί μέχρι σήμερα τα απευθείας χρηματοδοτούμενα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την έρευνα, παρά την ευεργετική τους επίδραση στο «άνοιγμα» της πανεπιστημιακής έρευνας, δημιούργησαν και ορισμένες στρεβλώσεις που θα πρέπει να αναφερθούν. Παράδειγμα οι υψηλές ερευνητικές αποζημιώσεις που προβλέπονταν στα προγράμματα αυτά, έστρεψαν τα πιο δυναμικά ερευνητικά ινστιτούτα και εργαστήρια πανεπιστημίων στην παροχή υπηρεσιών έρευνας προς τις επιχειρήσεις άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιόρισαν την ερευνητική παραγωγική ικανότητα τους για την παροχή αντίστοιχων υπηρεσιών σε ελληνικές επιχειρήσεις.
Από την άλλη μεριά γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η συνεργασία με τις επιχειρήσεις δεν είναι το ευκολότερο πράγμα για έναν ερευνητή. Βαρίδια δυστυχώς δεν υπάρχουν στο πως είναι σήμερα δομημένο το σύστημα έρευνας, βαρίδια υπάρχουν και στις επιχειρήσεις.
Όταν η πλειοψηφία τους παράγει προϊόντα μέσης και χαμηλής τεχνολογίας, που είναι πολλές φορές αντιγραφές προϊόντων που κυκλοφορούν σε άλλες αγορές, τότε αυτές δεν βλέπουν την έρευνα και την καινοτομία ως μέσον ανάπτυξης της επιχείρησής τους. Από την άλλη μεριά υπάρχει πράγματι ανεπάρκεια από τις τοπικές επιχειρήσεις στο πεδίο του προσδιορισμού των αναγκών τους για την ανάπτυξη καινοτομίας.
Έτσι, κατά τη συνεργασία ενός ερευνητή με μια επιχείρηση είναι βέβαιο ότι θα δημιουργηθούν πολλές δυσκολίες. Σε κάθε περίπτωση, τόσο οι επιχειρήσεις όσο και οι ερευνητές, θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους ο καθένας τις ιδιαιτερότητες του άλλου, ούτως ώστε να έρθουν πιο κοντά.
Με αφορμή την υπάρχουσα κατάσταση και τα θέματα νοοτροπίας, πρέπει να δούμε πως φτιάχνουμε το εξωτερικό περιβάλλον. Στο περιβάλλον αυτό το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το σύστημα χρηματοδότησης της έρευνας. Πως θα σας φαινόταν αν είχαμε σύστημα χρηματοδότησης δια του αποτελέσματος;
Για τη σύνδεση της ακαδημαϊκής και της επιχειρηματικής κοινότητας, ο ΣΒΒΕ προτείνει:
1. να συμπεριληφθούν στα κριτήρια εξέλιξης των μελών Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού ο αριθμός των νέων επιχειρήσεων και των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν ως αποτέλεσμα της ερευνητικής τους εργασίας,
2. η ενίσχυση των ερευνητικών εργαστηρίων και ινστιτούτων να γίνεται με βάση την παραγωγή αξιοποιήσιμου ερευνητικού αποτελέσματος από εθνικές επιχειρήσεις, και,
3. να θεσμοθετηθεί η επιβράβευση, με υψηλά κίνητρα, του επιχειρηματικού ρίσκου επενδύσεων τεχνολογικής καινοτομίας από επιχειρήσεις.
Ουσιαστικά λέμε στην ερευνητική κοινότητα: αν βγάλεις ουσιαστικό και μετρήσιμο αποτέλεσμα για την ανάπτυξη της χώρας, μόνον τότε θα πληρωθείς. Από την άλλη μεριά λέμε στη βιομηχανία: έβγαλες πραγματικά καινούργιο προϊόν; Τι αγορές καλύπτεις; Τι υποκατάσταση εισαγωγών πέτυχες; Τότε θα σε πληρώσω.
Άλλωστε:
1. η επενδυτική συμπεριφορά των παραδοσιακών επιχειρήσεων προσανατολίζεται κατά προτεραιότητα στις επενδύσεις ανανέωσης και εκσυγχρονισμού του παραγωγικού τους εξοπλισμού, στην επέκταση των εγκαταστάσεων και στην αύξηση της παραγωγικής ικανότητας,
2. οι επενδύσεις για τη βελτίωση των προϊόντων προηγούνται αυτών της παραγωγής νέων, ενώ,
3.οι διασυνδέσεις των επιχειρήσεων με την εγχώρια ερευνητική κοινότητα είναι σχεδόν ανύπαρκτες.
Σε κάθε περίπτωση τα κριτήρια επιλογής χρηματοδοτούμενων έργων θα πρέπει να διέπονται από διαφάνεια και από την προοπτική των θετικών επιπτώσεων στην ανάπτυξη της χώρας.
Το επόμενο θέμα που πρέπει να δούμε στο νέο πλαίσιο είναι ο θεσμός της διαμεσολάβησης. Δεν έχουμε ανθρώπους στην Ελλάδα που να ξέρουν ακριβώς τι κάνουν τα ερευνητικά ινστιτούτα και να μπορούν να βγουν στις επιχειρήσεις να πουλήσουν τις τεχνολογίες και τις λοιπές υπηρεσίες τους. Επιτέλους, όλοι μας, και κυρίως οι επιχειρήσεις θα πρέπει να μάθουν τι υπηρεσίες προσφέρουν ή είναι σε θέση να προσφέρουν τα εγχώρια ερευνητικά ινστιτούτα. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να μάθουν αν μπορούν τα ερευνητικά ινστιτούτα της χώρας μας να κάνουν έρευνα και σε ποιους τομείς, αν μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες πιστοποίησης προϊόντων και δοκιμών, υπηρεσίες εκπαίδευσης προσωπικού, υπηρεσίες σύνδεσης με την αγορά. Γιατί είμαστε βέβαιοι ότι ορισμένοι ερευνητές γνωρίζουν καλύτερα ένα προϊόν από μια επιχείρηση. Είναι ένα απλό πράγμα που όμως δεν έχει γίνει. Αν υλοποιηθεί τότε είναι βέβαιο ότι θα ξεκαθαρίσει το τοπίο με το ποιος κάνει τι στα ερευνητικά κέντρα και θα διευκολυνθούν οι σχεδιασμοί της πολιτεία στην κατεύθυνση της οικονομικής ανάπτυξης.
Όλοι μας συνειδητοποιούμε, αλλά κυρίως διαπιστώνουμε, τα ελλείμματα στις πολιτικές που φέρνουν τις επιχειρήσεις και την ακαδημαϊκή κοινότητα κοντά.
Με ειλικρινείς προθέσεις συνεργασίας πιστεύω ότι είμαστε σε θέση να γκρεμίσουμε τα τείχη που μας χωρίζουν και να προχωρήσουμε σε συνεργασίες για το καλό, τελικά, της ίδιας μας της πατρίδας».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών