Την Κυριακή ψηφίζεται το ασφαλιστικό νομοσχέδιο
Μαχαίρι στις συνταξιοδοτικές δαπάνες που αγγίζουν τα 724 εκατ. ευρώ την περίοδο 2016-2019, μόνο στους φορείς κύριας ασφάλισης ΙΚΑ, Δημόσιο, ΟΑΕΕ και ΟΓΑ (πλην επικουρικών, εφάπαξ, ΕΤΑΑ και ΕΤΑΠ) προβλέπει η μελέτη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής που παρουσιάστηκε σήμερα στην κοινοβουλευτική επιτροπή.
Συγκεκριμένα:
* Στο ΙΚΑ προβλέπεται εξοικονόμηση 263 εκατ. ευρώ ή 2,8% του ΑΕΠ.
* Στο δημόσιο η εξοικονόμηση ανέρχεται σε 283 εκατ. ευρώ ή 4%.
* Στον ΟΑΕΕ προβλέπεται εξοικονόμηση 177 εκατ. ευρώ ή 4,7%.
* Οι δαπάνες για τις συντάξεις του ΟΓΑ αναμένεται να παραμείνουν ίδιες το 2019 (περίπου 3,33 δισ. ευρώ).
Όπως αναφέρει η μελέτη με τη μεταρρύθμιση οι παροχές από 11,86% του ΑΕΠ το 2015 εκτιμάται ότι θα μειωθούν στο 9,21% του ΑΕΠ το 2060 ενώ αν δεν γινόταν η μεταρρύθμιση οι παροχές θα ανέρχονταν στο 10,67% του ΑΕΠ.
Παράλληλα σύμφωνα με την οικονομική μελέτη που συνοδεύει το ασφαλιστικό νομοσχέδιο το οποίο αναμένεται να τεθεί σε ψηφοφορία την Κυριακή, η μείωση της συνολικής συνταξιοδοτικής δαπάνης (για τις συντάξεις όλων των ταμείων κύριας ασφάλισης, των επικουρικών ταμείων κλπ) την περίοδο 2016-2019 θα ανέλθει στο 1,25 δισ. ευρώ.
Στις περικοπές δεν περιλαμβάνεται η εξοικονόμηση ύψους 900 εκ. ευρώ από τη σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ αλλά και η αύξηση των εισφορών.
Σε σχέση με το έλλειμμα των φορέων κύριας ασφάλισης, το 2019 η μεταρρύθμιση εκτιμάται ότι θα βελτιώσει το οικονομικό αποτέλεσμα των φορέων κύριας ασφάλισης κατά 1 δισ. ευρώ περίπου, ή 0,53% του ΑΕΠ.
Αυτό σημαίνει ότι η κρατική χρηματοδότηση που θα απαιτηθεί για τη χρηματοδότηση των κύριων συντάξεων θα είναι αντιστοίχως μειωμένη.
Όπως επισημαίνεται, αν δεν ληφθούν μέτρα για την κάλυψη του ελλείμματος των ασφαλιστικών φορέων κύριας ασφάλισης θα απαιτείται ετησίως η απορρόφηση άνω του 35% των φορολογικών εσόδων, το οποίο, σύμφωνα με το βασικό σενάριο, το 2019 ανέρχεται περίπου στο 40%.
Εμμέσως η στήριξη των συντάξεων περιορίζει άλλες μορφές κοινωνικής πολιτικής, όπως η προστασία των ανέργων, η υποστήριξη οικογενειών με παιδιά, η φροντίδα των ηλικιωμένων, η υγεία, η εκπαίδευση κλπ).
Στην οικονομική μελέτη καταγράφονται χαρακτηριστικά τα εξής:
«Μέσω του νέου συστήματος συντάξεων, ο δικαιούχος λαμβάνει παροχή, η οποία του εξασφαλίζει επίπεδο διαβίωσης όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου και πάντως ανώτερο από το επίπεδο του επιπέδου φτώχειας του έτους 2014.
Σύμφωνα με τη δομή του νέου συστήματος, ο δικαιούχος, εφόσον πληροί τις συνταξιοδοτικές προϋποθέσεις (20 έτη ασφάλισης και συμπλήρωση του 67ου έτους ηλικίας), θα λαμβάνει αφενός την εθνική σύνταξη, το ύψος της οποίας κατά το πρώτο έτος εφαρμογής ανέρχεται σε 384 € μηνιαίως, αφετέρου το ποσό που αντιστοιχεί στην ανταποδοτική σύνταξη.
Το ύψος της εθνικής σύνταξης εγγυάται ότι το εισόδημα του συνταξιούχου είναι ανώτερο του επιπέδου φτώχειας του έτους 2014.
Σημειώνεται, επίσης, ότι, τόσο η εθνική σύνταξη, όσο και η ανταποδοτική σύνταξη, αναπροσαρμόζονται με ποσοστό που ισούται με το 50% της μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) (πληθωρισμός περίπου) συν το 50% της μεταβολής του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), με ανώτατο όριο τη μεταβολή του ΔΤΚ, έτσι ώστε να προστατεύεται η αγοραστική δύναμη των δικαιούχων.
Με το νέο σύστημα, εξασφαλίζεται υψηλή προστασία υπέρ εκείνων των ομάδων πληθυσμού που είχαν χαμηλά εισοδήματα κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου, παρέχοντας υψηλό επίπεδο διαβίωσης σε σύγκριση με το επίπεδο που είχαν κατά τον εργασιακό βίο.
Σε αυτό, συμβάλλει ουσιαστικά η εθνική σύνταξη, η οποία αθροιζόμενη με το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης, διασφαλίζει υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης για τις περιπτώσεις χαμηλών συντάξιμων μισθών.
Στον παρακάτω πίνακα παρατίθενται σχετικά παραδείγματα υπολογισμού της σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου ασφαλιστικού συστήματος.
Στα παραδείγματα έχει ληφθεί υπόψη το σύνολο των συνταξιοδοτικών παροχών που διαμορφώνουν το εισόδημα του συνταξιούχου, δηλαδή το άθροισμα της κύριας και επικουρικής σύνταξης, αφού αφαιρεθούν οι κρατήσεις υπέρ ΑΚΑΓΕ και υπέρ υγείας (συνολική σύνταξη προ φόρων).
Σύμφωνα με τα συνημμένα παραδείγματα το ποσοστό αναπλήρωσης της μικτής σύνταξης (κύριας και επικουρικής) που λαμβάνει ένας μισθωτός ασφαλισμένος με 20 έτη ασφάλισης και μέσο συντάξιμο μισθό 500€ ή 600€, ανέρχεται στο 102% και 89% αντιστοίχως.
Είναι προφανές ότι, για τις αντίστοιχες ομάδες πληθυσμού, το σύστημα εγγυάται υψηλότατο επίπεδο διαβίωσης σε σχέση με εκείνο του εργασιακού τους βίου, το οποίο, ακόμη και για χαμηλά επίπεδα μισθών, προσεγγίζει το επίπεδο των εύλογων δαπανών διαβίωσης, όπως είχε εκτιμηθεί με βάση τα εισοδήματα του έτους 2012.
Για τις περιπτώσεις υψηλότερου συντάξιμου μισθού, 700€ ή 800€ και 25 έτη ασφάλισης, η συνολική σύνταξη υπερβαίνει το 1ο επίπεδο των εύλογων δαπανών διαβίωσης (1η ομάδα δαπανών).
Περαιτέρω, για υψηλότερους μέσους συντάξιμους μισθούς (1000€ και άνω) και περισσότερα έτη ασφάλισης (30 έτη και άνω), που είναι και η εύλογη παραδοχή για τους μελλοντικούς συνταξιούχους, το ύψος της συνολικής παροχής (κύριας και επικουρικής σύνταξης) διασφαλίζει στον συνταξιούχο επίπεδο παροχών, που του επιτρέπει να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους, όχι μόνο της φυσικής του υπόστασης (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή, και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή.
Σε όλες τις περιπτώσεις το ύψος της μηνιαίας παροχής (συνολική σύνταξη προ φόρων) υπερβαίνει το 4ο επίπεδο των εύλογων δαπανών διαβίωσης (4η ομάδα δαπανών).
Επίσης, μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί ότι οι συνταξιοδοτικές παροχές σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις δεν αφίσταται ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού βίου των ασφαλισμένων, δεδομένου ότι το ποσοστό αναπλήρωσης της μικτής σύνταξης σε όλες τις περιπτώσεις είναι ανώτερο του 65%».
www.bankingnews.gr
Συγκεκριμένα:
* Στο ΙΚΑ προβλέπεται εξοικονόμηση 263 εκατ. ευρώ ή 2,8% του ΑΕΠ.
* Στο δημόσιο η εξοικονόμηση ανέρχεται σε 283 εκατ. ευρώ ή 4%.
* Στον ΟΑΕΕ προβλέπεται εξοικονόμηση 177 εκατ. ευρώ ή 4,7%.
* Οι δαπάνες για τις συντάξεις του ΟΓΑ αναμένεται να παραμείνουν ίδιες το 2019 (περίπου 3,33 δισ. ευρώ).
Όπως αναφέρει η μελέτη με τη μεταρρύθμιση οι παροχές από 11,86% του ΑΕΠ το 2015 εκτιμάται ότι θα μειωθούν στο 9,21% του ΑΕΠ το 2060 ενώ αν δεν γινόταν η μεταρρύθμιση οι παροχές θα ανέρχονταν στο 10,67% του ΑΕΠ.
Παράλληλα σύμφωνα με την οικονομική μελέτη που συνοδεύει το ασφαλιστικό νομοσχέδιο το οποίο αναμένεται να τεθεί σε ψηφοφορία την Κυριακή, η μείωση της συνολικής συνταξιοδοτικής δαπάνης (για τις συντάξεις όλων των ταμείων κύριας ασφάλισης, των επικουρικών ταμείων κλπ) την περίοδο 2016-2019 θα ανέλθει στο 1,25 δισ. ευρώ.
Στις περικοπές δεν περιλαμβάνεται η εξοικονόμηση ύψους 900 εκ. ευρώ από τη σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ αλλά και η αύξηση των εισφορών.
Σε σχέση με το έλλειμμα των φορέων κύριας ασφάλισης, το 2019 η μεταρρύθμιση εκτιμάται ότι θα βελτιώσει το οικονομικό αποτέλεσμα των φορέων κύριας ασφάλισης κατά 1 δισ. ευρώ περίπου, ή 0,53% του ΑΕΠ.
Αυτό σημαίνει ότι η κρατική χρηματοδότηση που θα απαιτηθεί για τη χρηματοδότηση των κύριων συντάξεων θα είναι αντιστοίχως μειωμένη.
Όπως επισημαίνεται, αν δεν ληφθούν μέτρα για την κάλυψη του ελλείμματος των ασφαλιστικών φορέων κύριας ασφάλισης θα απαιτείται ετησίως η απορρόφηση άνω του 35% των φορολογικών εσόδων, το οποίο, σύμφωνα με το βασικό σενάριο, το 2019 ανέρχεται περίπου στο 40%.
Εμμέσως η στήριξη των συντάξεων περιορίζει άλλες μορφές κοινωνικής πολιτικής, όπως η προστασία των ανέργων, η υποστήριξη οικογενειών με παιδιά, η φροντίδα των ηλικιωμένων, η υγεία, η εκπαίδευση κλπ).
Στην οικονομική μελέτη καταγράφονται χαρακτηριστικά τα εξής:
«Μέσω του νέου συστήματος συντάξεων, ο δικαιούχος λαμβάνει παροχή, η οποία του εξασφαλίζει επίπεδο διαβίωσης όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου και πάντως ανώτερο από το επίπεδο του επιπέδου φτώχειας του έτους 2014.
Σύμφωνα με τη δομή του νέου συστήματος, ο δικαιούχος, εφόσον πληροί τις συνταξιοδοτικές προϋποθέσεις (20 έτη ασφάλισης και συμπλήρωση του 67ου έτους ηλικίας), θα λαμβάνει αφενός την εθνική σύνταξη, το ύψος της οποίας κατά το πρώτο έτος εφαρμογής ανέρχεται σε 384 € μηνιαίως, αφετέρου το ποσό που αντιστοιχεί στην ανταποδοτική σύνταξη.
Το ύψος της εθνικής σύνταξης εγγυάται ότι το εισόδημα του συνταξιούχου είναι ανώτερο του επιπέδου φτώχειας του έτους 2014.
Σημειώνεται, επίσης, ότι, τόσο η εθνική σύνταξη, όσο και η ανταποδοτική σύνταξη, αναπροσαρμόζονται με ποσοστό που ισούται με το 50% της μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) (πληθωρισμός περίπου) συν το 50% της μεταβολής του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), με ανώτατο όριο τη μεταβολή του ΔΤΚ, έτσι ώστε να προστατεύεται η αγοραστική δύναμη των δικαιούχων.
Με το νέο σύστημα, εξασφαλίζεται υψηλή προστασία υπέρ εκείνων των ομάδων πληθυσμού που είχαν χαμηλά εισοδήματα κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου, παρέχοντας υψηλό επίπεδο διαβίωσης σε σύγκριση με το επίπεδο που είχαν κατά τον εργασιακό βίο.
Σε αυτό, συμβάλλει ουσιαστικά η εθνική σύνταξη, η οποία αθροιζόμενη με το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης, διασφαλίζει υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης για τις περιπτώσεις χαμηλών συντάξιμων μισθών.
Στον παρακάτω πίνακα παρατίθενται σχετικά παραδείγματα υπολογισμού της σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου ασφαλιστικού συστήματος.
Στα παραδείγματα έχει ληφθεί υπόψη το σύνολο των συνταξιοδοτικών παροχών που διαμορφώνουν το εισόδημα του συνταξιούχου, δηλαδή το άθροισμα της κύριας και επικουρικής σύνταξης, αφού αφαιρεθούν οι κρατήσεις υπέρ ΑΚΑΓΕ και υπέρ υγείας (συνολική σύνταξη προ φόρων).
Σύμφωνα με τα συνημμένα παραδείγματα το ποσοστό αναπλήρωσης της μικτής σύνταξης (κύριας και επικουρικής) που λαμβάνει ένας μισθωτός ασφαλισμένος με 20 έτη ασφάλισης και μέσο συντάξιμο μισθό 500€ ή 600€, ανέρχεται στο 102% και 89% αντιστοίχως.
Είναι προφανές ότι, για τις αντίστοιχες ομάδες πληθυσμού, το σύστημα εγγυάται υψηλότατο επίπεδο διαβίωσης σε σχέση με εκείνο του εργασιακού τους βίου, το οποίο, ακόμη και για χαμηλά επίπεδα μισθών, προσεγγίζει το επίπεδο των εύλογων δαπανών διαβίωσης, όπως είχε εκτιμηθεί με βάση τα εισοδήματα του έτους 2012.
Για τις περιπτώσεις υψηλότερου συντάξιμου μισθού, 700€ ή 800€ και 25 έτη ασφάλισης, η συνολική σύνταξη υπερβαίνει το 1ο επίπεδο των εύλογων δαπανών διαβίωσης (1η ομάδα δαπανών).
Περαιτέρω, για υψηλότερους μέσους συντάξιμους μισθούς (1000€ και άνω) και περισσότερα έτη ασφάλισης (30 έτη και άνω), που είναι και η εύλογη παραδοχή για τους μελλοντικούς συνταξιούχους, το ύψος της συνολικής παροχής (κύριας και επικουρικής σύνταξης) διασφαλίζει στον συνταξιούχο επίπεδο παροχών, που του επιτρέπει να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους, όχι μόνο της φυσικής του υπόστασης (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή, και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή.
Σε όλες τις περιπτώσεις το ύψος της μηνιαίας παροχής (συνολική σύνταξη προ φόρων) υπερβαίνει το 4ο επίπεδο των εύλογων δαπανών διαβίωσης (4η ομάδα δαπανών).
Επίσης, μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί ότι οι συνταξιοδοτικές παροχές σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις δεν αφίσταται ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού βίου των ασφαλισμένων, δεδομένου ότι το ποσοστό αναπλήρωσης της μικτής σύνταξης σε όλες τις περιπτώσεις είναι ανώτερο του 65%».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών