Άρθρο του γενικού διευθυντή του Ελληνικού Συνδέσμου Ανεξάρτητων Εταιριών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΑΗ), Γιώργου Στάμτση
«Είναι γεγονός ότι η ελληνική αγορά ηλεκτρισμού στερείται βασικών δομικών στοιχείων, όπως αναλυτικότερα θα περιγραφεί στη συνέχεια του άρθρου, που διαθέτουν όλες οι άλλες ολοκληρωμένες ευρωπαϊκές αγορές και αποκαλύπτουν την πραγματική κάθε φορά αξία του αγαθού του ηλεκτρισμού.
Η αποτυχία δημιουργίας μίας ολοκληρωμένης ελληνικής χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρισμού, παρά την νομοθέτηση απελευθέρωσης της αγοράς ήδη από το 1999, στοιχίζει ακριβά στους καταναλωτές αλλά και τους συμμετέχοντες στην αγορά.
Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι τόσο η ολοκλήρωση της δομής της χονδρεμπορικής αγοράς όσο και η θεραπεία μιας σειράς μη λειτουργικών παραμέτρων της αγοράς έχουν τεθεί ως στόχοι, εδώ και τρία χρόνια, από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας στο πλαίσιο του οδικού χάρτη μεταρρύθμισης της ελληνικής αγοράς και προσαρμογής της, με χρονικό ορίζοντα το 2018, στις απαιτήσεις του μοντέλου-στόχου (target model) της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παράλληλα, σχεδόν το σύνολο αυτών των θεμάτων έχει περιληφθεί και στα τρία Μνημόνια Συνεργασίας της Ελλάδας με τους διεθνείς εταίρους της στο πλαίσιο των οποίων η χώρα έχει αναλάβει σαφή δέσμευση για εκσυγχρονισμό της αγοράς ηλεκτρισμού και αύξηση του ανταγωνισμού με στόχο χαμηλότερες τιμές και ισχυρή ασφάλεια εφοδιασμού.
Σημαντικό χαρακτηριστικό της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρισμού στην Ελλάδα αποτελεί ο μη ολοκληρωμένος σχεδιασμός της, ο οποίος αντανακλάται στο γεγονός ότι από τα τέσσερα χρονικά επίπεδα στα οποία διεθνώς εκτείνονται οι αγορές ηλεκτρισμού (προθεσμιακή, προημερήσια, ενδοημερήσια και εξισορρόπησης), η ελληνική αγορά ηλεκτρισμού προσφέρει δυνατότητα συναλλαγών μόνο στο προημερήσιο επίπεδο.
Επίσης σημαντικό χαρακτηριστικό της ελληνικής χονδρεμπορικής αγοράς είναι η αδυναμία αποτύπωσης της πραγματικής κάθε φορά αξίας του ηλεκτρισμού (δηλαδή ενέργειας, επικουρικών υπηρεσιών και διαθεσιμότητας ισχύος/ευελιξίας) είτε αυτή είναι υψηλή είτε χαμηλή.
Το δεύτερο αυτό χαρακτηριστικό οφείλεται εν μέρει στο πρώτο και εν μέρει στις μη ρεαλιστικές και λειτουργικές τιμές διαφόρων παραμέτρων της προημερήσιας αγοράς.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατηγορίας αναφέρεται η ιδιαίτερα χαμηλή διοικητικά οριζόμενη μέγιστη τιμή προσφορών στα 150 Ευρώ/MWh.
Στην ίδια κατηγορία εμπίπτει η δυνατότητα δήλωσης διαθεσιμότητας κάθε ώρα εκ μέρους των υδροηλεκτρικών ίσης με την μέγιστη ονομαστική τους ισχύ-παρά την περιορισμένη ποσότητα υδατικών αποθεμάτων στους ταμιευτήρες- καθώς επίσης και τα ισχνά αποτελέσματα της αγοράς επικουρικών υπηρεσιών.
Οι βασικές αρχές της οικονομίας των αγορών ηλεκτρισμού προβλέπουν ότι οι μονάδες παραγωγής προσφέρουν την ενέργεια τους στο οριακό μεταβλητό τους κόστος για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου και μόνο σε περιόδους αιχμής έχουν τη δυνατότητα να καρπωθούν τιμές σημαντικά υψηλότερες του μεταβλητού τους κόστους.
Με τον τρόπο αυτό συνήθως καλύπτουν το μεταβλητό τους κόστος (δηλ. κόστος καυσίμου) ενώ με τα έσοδα όταν υπάρχει σπανιότητα του αγαθού καλύπτουν και μέρος ή όλα τα σταθερά τους κόστη (κεφαλαιουχικά, συντήρηση, κλπ).
Εάν όμως η ανώτατη τιμή προσφοράς είναι πολύ χαμηλή, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας στα 150 Ευρώ/MWh, τη στιγμή που στις περισσότερες αγορές της ΕΕ η ανώτατη τιμή είναι στις 3.000 Ευρώ/MWh, τότε η δυνατότητα κάλυψης, μέσω της πώλησης ενέργειας, σημαντικού μέρους του σταθερού κόστους εκλείπει.
Συνεπώς είτε θα προκύψει η ανάγκη για δημιουργία νέων μηχανισμών που θα καλύψουν τα σταθερά κόστη, είτε πιο αποδοτικοί παραγωγοί, αλλά με μικρότερη δύναμη αγοράς, θα βρεθούν εκτός αγοράς.
Αυτό όμως θα οδηγήσει σε αύξηση συνολικά του κόστους κάλυψης της ζήτησης αφού στην αγορά θα απομείνουν λιγότερο αποδοτικές μονάδες.
Άρα η τιμή της χονδρεμπορικής μπορεί να μην ανεβαίνει σε υψηλά επίπεδα για κάποιες ώρες το χρόνο-και να παραμένει σε χαμηλότερα για πολλές άλλες- αλλά το συνολικό κόστος ηλεκτροπαραγωγής θα είναι αυξημένο.
Η πραγματικότητα που πρέπει να γνωρίζουμε όλοι ως καταναλωτές είναι ότι το πραγματικό κόστος για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα φθάσει τελικά στο λογαριασμό μας.
Εάν υπάρχει πραγματικός ανταγωνισμός ο συνολικός λογαριασμός είναι μικρότερος, εάν όχι είναι μεγαλύτερος.
Όσον αφορά την ευρωπαϊκή, αλλά και την ελληνική, αγορά ηλεκτρισμού αυτό δεν αποτελεί μια θεωρητική πρόταση.
Η μελέτη της Eurelectric “Drivers of electricity bills” δείχνει ότι μεταξύ 2008 και 2014 το κόστος ηλεκτρισμού που αντιστοιχεί στην παραγωγή και πώληση μειώθηκε κατά 7%, αν και οι τιμές καυσίμων αυξήθηκαν, ενώ το κόστος δικτύων αυξήθηκε κατά 18% και οι φόροι και τα τέλη αυξήθηκαν κατά 47%.
Η μείωση του κόστους παραγωγής/πώλησης έγινε εφικτή ακριβώς χάρη στην αύξηση του ανταγωνισμού και την διασυνδεσιμότητα των ευρωπαϊκών αγορών ηλεκτρισμού. Στην Ελλάδα ο ανταγωνισμός παρέμεινε βέβαια περιορισμένος στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, αλλά ακόμα κι έτσι αυτός οδήγησε στο μηδενισμό της παραγωγής από πετρελαϊκές μονάδες στην ηπειρωτική χώρα και κατά συνέπεια σε μια ετήσια ελάφρυνση των λογαριασμών ηλεκτρισμού εκατοντάδων εκατ. ευρώ.
Όσον αφορά τη διαθεσιμότητα των υδροηλεκτρικών μονάδων είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα όλες αυτές οι μονάδες βασίζονται σε ταμιευτήρες για την τροφοδότηση τους. Οι ταμιευτήρες αυτοί έχουν φυσικά περιορισμένη χωρητικότητα ενώ, ανάλογα με την υδραυλικότητα της χρονιάς, είναι και συγκεκριμένο το εύρος τροφοδότησης τους από τον ανάντη ποταμό.
Αυτά τα δυο απλά δεδομένα κάνουν εύκολα κατανοητό ότι μια υδροηλεκτρική μονάδα στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε ποτέ να παρέχει όλο το χρόνο ενέργεια που να αντιστοιχεί στη μέγιστη ισχύ της.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η συνολική ισχύς των μονάδων αυτών είναι περίπου 3 GW (με θεωρητικό συντελεστή χρησιμοποίησης 90% δηλ. περίπου 8.000 ώρες/έτος), άρα αν υπήρχαν τα αντίστοιχα υδατικά αποθέματα θα παρήγαγαν περίπου 24 TWh ηλεκτρικής ενέργειας ετησίως.
Όμως η πραγματικότητα δείχνει ότι αυτές παράγουν 3-6 TWh ακριβώς λόγω των περιορισμένων υδατικών αποθεμάτων των ταμιευτήρων.
Με το να δηλώνουν λοιπόν κάθε ώρα διαθεσιμότητα ίση με τη μέγιστη ισχύ το μόνο που επιτυγχάνεται είναι να δημιουργείται ένα είδος «τεχνητού» ορίου της τιμής της χονδρεμπορικής αγοράς ίσο με την προσφορά των υδροηλεκτρικών μονάδων (συνήθως λίγο μεγαλύτερο από την ακριβότερη θερμική μονάδα).
Αυτός είναι λοιπόν ένας ακόμα παράγοντας που συμβάλει στη καθήλωση της χονδρεμπορικής τιμής, ακόμα και τις ώρες σπανιότητας, με τα ίδια αποτελέσματα που περιεγράφηκαν στην προηγούμενη παράγραφό.
Τέλος, η τρίτη χαρακτηριστική περίπτωση όπου απαιτείται μεταρρύθμιση της αγοράς, ώστε να αποκαλύπτεται η πραγματική αξία του αγαθού, είναι οι επικουρικές υπηρεσίες, δηλαδή η διαθεσιμότητα για παροχή πρωτεύουσας, δευτερεύουσας και τριτεύουσας εφεδρείας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η αγορά επικουρικών υπηρεσιών στην Ελλάδα, λόγω χαμηλής ανώτατης τιμής στα 10 Ευρώ/MW και κάποιων άλλων εξειδικευμένων ρυθμίσεων, καταλήγει να έχει τζίρο λιγότερο από 5 εκατ. ευρώ ετησίως, άρα να είναι αδύνατον να συμβάλει και αυτή στην κάλυψη των σταθερών εξόδων που είναι απαραίτητα έτσι ώστε οι μονάδες να είναι διαθέσιμες για να παρέχουν τις επικουρικές υπηρεσίες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγκρισης αποτελεί η περίπου ισομεγέθης αγορά επικουρικών υπηρεσιών της Ολλανδίας όπου ο ετήσιος τζίρος είναι μόνο για τη δευτερεύουσα εφεδρεία κυμαίνεται περί τα 40 εκατ. ευρώ.
Συμπερασματικά, πέρα από την συνεχιζόμενη αδυναμία πρόσβασης τρίτων σε λιγνίτη και νερά και τον μη ολοκληρωμένη δομή της χονδρεμπορικής αγοράς, υπάρχει και μια σειρά παραμέτρων της αγοράς οι οποίες δυσχεραίνουν κι αυτές με τη σειρά τους την ανάπτυξη του πραγματικού ανταγωνισμού με συνέπεια την αύξηση του κόστους για τους καταναλωτές.
Για το λόγο αυτό είναι αδήριτη ανάγκη η άμεση υλοποίηση μεταρρυθμίσεων στην χονδρεμπορική αγορά που θα αφορούν την αλλαγή επί το ρεαλιστικότερο και λειτουργικότερο αυτών των παραμέτρων, όχι μόνο για την εξασφάλιση ισότιμου ανταγωνισμού για τους συμμετέχοντες, αλλά και για τη μείωση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές".
www.bankingnews.gr
Η αποτυχία δημιουργίας μίας ολοκληρωμένης ελληνικής χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρισμού, παρά την νομοθέτηση απελευθέρωσης της αγοράς ήδη από το 1999, στοιχίζει ακριβά στους καταναλωτές αλλά και τους συμμετέχοντες στην αγορά.
Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι τόσο η ολοκλήρωση της δομής της χονδρεμπορικής αγοράς όσο και η θεραπεία μιας σειράς μη λειτουργικών παραμέτρων της αγοράς έχουν τεθεί ως στόχοι, εδώ και τρία χρόνια, από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας στο πλαίσιο του οδικού χάρτη μεταρρύθμισης της ελληνικής αγοράς και προσαρμογής της, με χρονικό ορίζοντα το 2018, στις απαιτήσεις του μοντέλου-στόχου (target model) της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παράλληλα, σχεδόν το σύνολο αυτών των θεμάτων έχει περιληφθεί και στα τρία Μνημόνια Συνεργασίας της Ελλάδας με τους διεθνείς εταίρους της στο πλαίσιο των οποίων η χώρα έχει αναλάβει σαφή δέσμευση για εκσυγχρονισμό της αγοράς ηλεκτρισμού και αύξηση του ανταγωνισμού με στόχο χαμηλότερες τιμές και ισχυρή ασφάλεια εφοδιασμού.
Σημαντικό χαρακτηριστικό της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρισμού στην Ελλάδα αποτελεί ο μη ολοκληρωμένος σχεδιασμός της, ο οποίος αντανακλάται στο γεγονός ότι από τα τέσσερα χρονικά επίπεδα στα οποία διεθνώς εκτείνονται οι αγορές ηλεκτρισμού (προθεσμιακή, προημερήσια, ενδοημερήσια και εξισορρόπησης), η ελληνική αγορά ηλεκτρισμού προσφέρει δυνατότητα συναλλαγών μόνο στο προημερήσιο επίπεδο.
Επίσης σημαντικό χαρακτηριστικό της ελληνικής χονδρεμπορικής αγοράς είναι η αδυναμία αποτύπωσης της πραγματικής κάθε φορά αξίας του ηλεκτρισμού (δηλαδή ενέργειας, επικουρικών υπηρεσιών και διαθεσιμότητας ισχύος/ευελιξίας) είτε αυτή είναι υψηλή είτε χαμηλή.
Το δεύτερο αυτό χαρακτηριστικό οφείλεται εν μέρει στο πρώτο και εν μέρει στις μη ρεαλιστικές και λειτουργικές τιμές διαφόρων παραμέτρων της προημερήσιας αγοράς.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατηγορίας αναφέρεται η ιδιαίτερα χαμηλή διοικητικά οριζόμενη μέγιστη τιμή προσφορών στα 150 Ευρώ/MWh.
Στην ίδια κατηγορία εμπίπτει η δυνατότητα δήλωσης διαθεσιμότητας κάθε ώρα εκ μέρους των υδροηλεκτρικών ίσης με την μέγιστη ονομαστική τους ισχύ-παρά την περιορισμένη ποσότητα υδατικών αποθεμάτων στους ταμιευτήρες- καθώς επίσης και τα ισχνά αποτελέσματα της αγοράς επικουρικών υπηρεσιών.
Οι βασικές αρχές της οικονομίας των αγορών ηλεκτρισμού προβλέπουν ότι οι μονάδες παραγωγής προσφέρουν την ενέργεια τους στο οριακό μεταβλητό τους κόστος για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου και μόνο σε περιόδους αιχμής έχουν τη δυνατότητα να καρπωθούν τιμές σημαντικά υψηλότερες του μεταβλητού τους κόστους.
Με τον τρόπο αυτό συνήθως καλύπτουν το μεταβλητό τους κόστος (δηλ. κόστος καυσίμου) ενώ με τα έσοδα όταν υπάρχει σπανιότητα του αγαθού καλύπτουν και μέρος ή όλα τα σταθερά τους κόστη (κεφαλαιουχικά, συντήρηση, κλπ).
Εάν όμως η ανώτατη τιμή προσφοράς είναι πολύ χαμηλή, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας στα 150 Ευρώ/MWh, τη στιγμή που στις περισσότερες αγορές της ΕΕ η ανώτατη τιμή είναι στις 3.000 Ευρώ/MWh, τότε η δυνατότητα κάλυψης, μέσω της πώλησης ενέργειας, σημαντικού μέρους του σταθερού κόστους εκλείπει.
Συνεπώς είτε θα προκύψει η ανάγκη για δημιουργία νέων μηχανισμών που θα καλύψουν τα σταθερά κόστη, είτε πιο αποδοτικοί παραγωγοί, αλλά με μικρότερη δύναμη αγοράς, θα βρεθούν εκτός αγοράς.
Αυτό όμως θα οδηγήσει σε αύξηση συνολικά του κόστους κάλυψης της ζήτησης αφού στην αγορά θα απομείνουν λιγότερο αποδοτικές μονάδες.
Άρα η τιμή της χονδρεμπορικής μπορεί να μην ανεβαίνει σε υψηλά επίπεδα για κάποιες ώρες το χρόνο-και να παραμένει σε χαμηλότερα για πολλές άλλες- αλλά το συνολικό κόστος ηλεκτροπαραγωγής θα είναι αυξημένο.
Η πραγματικότητα που πρέπει να γνωρίζουμε όλοι ως καταναλωτές είναι ότι το πραγματικό κόστος για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα φθάσει τελικά στο λογαριασμό μας.
Εάν υπάρχει πραγματικός ανταγωνισμός ο συνολικός λογαριασμός είναι μικρότερος, εάν όχι είναι μεγαλύτερος.
Όσον αφορά την ευρωπαϊκή, αλλά και την ελληνική, αγορά ηλεκτρισμού αυτό δεν αποτελεί μια θεωρητική πρόταση.
Η μελέτη της Eurelectric “Drivers of electricity bills” δείχνει ότι μεταξύ 2008 και 2014 το κόστος ηλεκτρισμού που αντιστοιχεί στην παραγωγή και πώληση μειώθηκε κατά 7%, αν και οι τιμές καυσίμων αυξήθηκαν, ενώ το κόστος δικτύων αυξήθηκε κατά 18% και οι φόροι και τα τέλη αυξήθηκαν κατά 47%.
Η μείωση του κόστους παραγωγής/πώλησης έγινε εφικτή ακριβώς χάρη στην αύξηση του ανταγωνισμού και την διασυνδεσιμότητα των ευρωπαϊκών αγορών ηλεκτρισμού. Στην Ελλάδα ο ανταγωνισμός παρέμεινε βέβαια περιορισμένος στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, αλλά ακόμα κι έτσι αυτός οδήγησε στο μηδενισμό της παραγωγής από πετρελαϊκές μονάδες στην ηπειρωτική χώρα και κατά συνέπεια σε μια ετήσια ελάφρυνση των λογαριασμών ηλεκτρισμού εκατοντάδων εκατ. ευρώ.
Όσον αφορά τη διαθεσιμότητα των υδροηλεκτρικών μονάδων είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα όλες αυτές οι μονάδες βασίζονται σε ταμιευτήρες για την τροφοδότηση τους. Οι ταμιευτήρες αυτοί έχουν φυσικά περιορισμένη χωρητικότητα ενώ, ανάλογα με την υδραυλικότητα της χρονιάς, είναι και συγκεκριμένο το εύρος τροφοδότησης τους από τον ανάντη ποταμό.
Αυτά τα δυο απλά δεδομένα κάνουν εύκολα κατανοητό ότι μια υδροηλεκτρική μονάδα στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε ποτέ να παρέχει όλο το χρόνο ενέργεια που να αντιστοιχεί στη μέγιστη ισχύ της.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η συνολική ισχύς των μονάδων αυτών είναι περίπου 3 GW (με θεωρητικό συντελεστή χρησιμοποίησης 90% δηλ. περίπου 8.000 ώρες/έτος), άρα αν υπήρχαν τα αντίστοιχα υδατικά αποθέματα θα παρήγαγαν περίπου 24 TWh ηλεκτρικής ενέργειας ετησίως.
Όμως η πραγματικότητα δείχνει ότι αυτές παράγουν 3-6 TWh ακριβώς λόγω των περιορισμένων υδατικών αποθεμάτων των ταμιευτήρων.
Με το να δηλώνουν λοιπόν κάθε ώρα διαθεσιμότητα ίση με τη μέγιστη ισχύ το μόνο που επιτυγχάνεται είναι να δημιουργείται ένα είδος «τεχνητού» ορίου της τιμής της χονδρεμπορικής αγοράς ίσο με την προσφορά των υδροηλεκτρικών μονάδων (συνήθως λίγο μεγαλύτερο από την ακριβότερη θερμική μονάδα).
Αυτός είναι λοιπόν ένας ακόμα παράγοντας που συμβάλει στη καθήλωση της χονδρεμπορικής τιμής, ακόμα και τις ώρες σπανιότητας, με τα ίδια αποτελέσματα που περιεγράφηκαν στην προηγούμενη παράγραφό.
Τέλος, η τρίτη χαρακτηριστική περίπτωση όπου απαιτείται μεταρρύθμιση της αγοράς, ώστε να αποκαλύπτεται η πραγματική αξία του αγαθού, είναι οι επικουρικές υπηρεσίες, δηλαδή η διαθεσιμότητα για παροχή πρωτεύουσας, δευτερεύουσας και τριτεύουσας εφεδρείας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η αγορά επικουρικών υπηρεσιών στην Ελλάδα, λόγω χαμηλής ανώτατης τιμής στα 10 Ευρώ/MW και κάποιων άλλων εξειδικευμένων ρυθμίσεων, καταλήγει να έχει τζίρο λιγότερο από 5 εκατ. ευρώ ετησίως, άρα να είναι αδύνατον να συμβάλει και αυτή στην κάλυψη των σταθερών εξόδων που είναι απαραίτητα έτσι ώστε οι μονάδες να είναι διαθέσιμες για να παρέχουν τις επικουρικές υπηρεσίες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγκρισης αποτελεί η περίπου ισομεγέθης αγορά επικουρικών υπηρεσιών της Ολλανδίας όπου ο ετήσιος τζίρος είναι μόνο για τη δευτερεύουσα εφεδρεία κυμαίνεται περί τα 40 εκατ. ευρώ.
Συμπερασματικά, πέρα από την συνεχιζόμενη αδυναμία πρόσβασης τρίτων σε λιγνίτη και νερά και τον μη ολοκληρωμένη δομή της χονδρεμπορικής αγοράς, υπάρχει και μια σειρά παραμέτρων της αγοράς οι οποίες δυσχεραίνουν κι αυτές με τη σειρά τους την ανάπτυξη του πραγματικού ανταγωνισμού με συνέπεια την αύξηση του κόστους για τους καταναλωτές.
Για το λόγο αυτό είναι αδήριτη ανάγκη η άμεση υλοποίηση μεταρρυθμίσεων στην χονδρεμπορική αγορά που θα αφορούν την αλλαγή επί το ρεαλιστικότερο και λειτουργικότερο αυτών των παραμέτρων, όχι μόνο για την εξασφάλιση ισότιμου ανταγωνισμού για τους συμμετέχοντες, αλλά και για τη μείωση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές".
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών