Τελευταία Νέα
Οικονομία

Παρέμβαση βόμβα ΔΝΤ: Δε ζητάμε από την Ελλάδα νέα λιτότητα - Μη βιώσιμο το χρέος, απαιτούνται μέτρα για πλεόνασμα 3,5%

Παρέμβαση βόμβα ΔΝΤ: Δε ζητάμε από την Ελλάδα νέα λιτότητα - Μη βιώσιμο το χρέος, απαιτούνται μέτρα για πλεόνασμα 3,5%
«Μια ανοιχτή μακροπρόθεσμη δέσμευση σε πολύ υψηλά πλεονάσματα απλά δεν είναι αξιόπιστη», τονίζουν ανώτερα στελέχη του ΔΝΤ
Απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, περικοπές στις συντάξεις και στο αφορολόγητο ποσό, αλλά και πλήρη απελευθέρωση του ορίου των συλλογικών απολύσεων ζητούν με άρθρο - βόμβα οι Poul Thomsen και Maurice Obstfeld - οικονομολόγος του ΔΝΤ - σε κοινό κείμενο-παρέμβαση στο ιστολόγιο (blog) του ΔΝΤ, ενόψει της επιστροφής των θεσμών στην Ελλάδα για τον νέο γύρο των διαπραγματεύσεων για τη β’ αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος διάσωσης.
Το άρθρο που δημοσιεύεται μία ημέρα πριν ξεκινήσει η διαπραγμάτευση μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των δανειστών επισημαίνει ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και δεν πρόκειται ποτέ να γίνει όσο οι Ευρωπαίοι απαιτούν πλεονάσματα της τάξης του 3,5%...
Πιο συγκεκριμένα, τα ανώτερα στελέχη του ΔΝΤ επαναλαμβάνουν πως οι στόχοι του 3,5% για τα πρωτογενή πλεονάσματα της χώρας είναι μη ρεαλιστικοί, ωστόσο τονίζουν πως αν τυχόν υπάρξει συμφωνία με διατήρηση αυτών των στόχων το Ταμείο θα απαιτήσει τη θεσμοθέτηση μέτρων.
Οι ίδιοι επιμένουν για την ανάγκη ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, καθιστώντας σαφές πως είναι εξαιρετικά μη βιώσιμο και ότι καμία δέσμη μεταρρυθμίσεων δε μπορεί να το καταστήσει ξανά βιώσιμο, χωρίς ουσιαστική ανακούφιση χρέους.
Αναλυτικότερα, το κείμενο έχει ως εξής:
«Η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, καθώς οι συζητήσεις για τη β’ αξιολόγηση του προγράμματος διάσωσης του ESM βρίσκουν τον ρυθμό τους.
Δυστυχώς, οι συζητήσεις έχουν επίσης επικεντρωθεί σε κάποια παραπληροφόρηση σχετικά με τον ρόλο και τις απόψεις του ΔΝΤ.
Πάνω απ 'όλα, το ΔΝΤ επικρίνεται ότι απαιτεί μεγαλύτερη δημοσιονομική λιτότητα και, μάλιστα, ότι θέτει αυτό σαν προϋπόθεση για την ελάφρυνση του χρέους που χρειάζεται επειγόντως.
Αυτό δεν είναι αλήθεια και πρέπει να γίνουν διευκρινίσεις.

Το ΔΝΤ δεν απαιτεί περισσότερη λιτότητα.

Αντιθέτως, όταν η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε με τους Ευρωπαίους εταίρους, στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM, να πιέσει την ελληνική οικονομία σε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% από το 2018 και έπειτα, εμείς προειδοποιήσουμε πως αυτό θα γεννούσε έναν βαθμό λιτότητας που θα μπορούσε να αποτρέψει την εδραίωση της εκκολαπτόμενης ανάπτυξης.
Προβλέψαμε πως τα μέτρα στο πρόγραμμα του ESM αρκούν για πλεόνασμα μόλις 1,% του ΑΕΠ και το είπαμε ότι αυτό [το πλεόνασμα] θα ήταν αρκετό για να στηρίξουμε το πρόγραμμα.
Δε ζητήσαμε περισσότερα μέτρα για την επίτευξη μεγαλύτερου πλεονάσματος.
Αλλά, ενάντια στις συμβουλές μας, η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να συμπιέσει περαιτέρω τις δαπάνες προσωρινά, αν χρειάζονταν για να διασφαλιστεί ότι το πλεόνασμα θα έφτανε στο 3,5% του ΑΕΠ.
Η άποψή μας πως η Ελλάδα δε χρειάζεται περισσότερη λιτότητα προς το παρόν παραμένει αμετάβλητη.
Το να ισχυρίζεται κανείς πως το ΔΝΤ ζητάει τη λιτότητα πρόκειται για πλήρη αντιστροφή της αλήθειας.

Πώς θα γίνει ο ελληνικός προϋπολογισμός πιο φιλικός προς την ανάπτυξη και πιο δίκαιος

Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η Ελλάδα δε χρειάζεται να κάνει περαιτέρω πρόοδο από φορολογικής πλευράς.
Η Ελλάδα πρέπει να μεταρρυθμίσει τη δομή των φόρων και των δαπανών της - το πώς δηλαδή το κράτος συγκεντρώνει χρήματα και το που τα ξοδεύει - καθώς και τα δύο είναι μη φιλικά ως προς την ανάπτυξη και την ισότητα.
Αλλά το βασικό ζητούμενο των μέτρων που ζητούμε δεν είναι να παράγουν περισσότερη λιτότητα και ένα υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα.
Εν αντιθέσει, τα κέρδη από τις μεταρρυθμίσεις αυτές θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν πλήρως για την αύξηση των δαπανών και τη μείωση των φόρων με στόχο να στηριχθεί η ανάπτυξη.
Κατά την άποψή μας, μεταρρυθμίσεις όπως αυτές που σας προτείνουμε είναι απαραίτητες: δεν πιστεύουμε ότι η Ελλάδα μπορεί να έρθει κοντά στην διατήρηση ακόμα και ενός μετρίου πρωτογενούς πλεονάσματος και ενός φιλόδοξου μακροπρόθεσμου στόχου για την ανάπτυξη, χωρίς μια ριζική αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα.
Αυτό δε θα πρέπει - και δε μπορεί - να συμβεί εν μία νυκτί, αλλά είναι ζωτικής σημασίας να υιοθετηθεί τώρα ένα σχέδιο για να δημιουργηθεί μια δομή στα οικονομικά του δημοσίου, η οποία μεσοπρόθεσμα είναι πιο φιλική προς την ανάπτυξη και πιο δίκαιη.
Γιατί δεν είναι φιλικός προς την ανάπτυξη ο προϋπολογισμός για το 2017 που έχει συμφωνηθεί;
Ενώ η Ελλάδα έχει αναλάβει μια τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή, το έχει κάνει χωρίς να ανταποκριθεί σε δύο σημαντικά προβλήματα –ένα καθεστώς φορολογίας εισοδήματος που εξαιρεί πάνω από τα μισά νοικοκυριά από οποιαδήποτε υποχρέωση (ο μέσος όρος στην υπόλοιπη Ευρωζώνη είναι 8%), και ένα εξαιρετικά γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα που κοστίζει στον προϋπολογισμό σχεδόν 11% του ΑΕΠ ετησίως (σε αντίθεση με τον μέσο όρο στην υπόλοιπη Ευρωζώνη που είναι 2¼ του ΑΕΠ).
Αντί να ανταποκριθεί σε αυτά τα δύσκολα προβλήματα, η Ελλάδα υλοποίησε βαθιές περικοπές στις επενδύσεις και στις αποκαλούμενες διακριτικές δαπάνες.
Μάλιστα, το έχει κάνει σε τέτοιο βαθμό που η φθίνουσα υποδομή αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη και η παροχή δημόσιων υπηρεσιών, όπως τα ΜΜΜ και η ιατρική περίθαλψη, υπονομεύεται.
Εκτιμούμε πως αυτές οι περικοπές έχουν ήδη πάει πολύ μακριά, αλλά το πρόγραμμα του ESM προϋποθέτει ακόμα περισσότερες από αυτές, με την αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ να επιτυγχάνεται μέσω περισσότερων περικοπών στις επενδύσεις και τις διακριτικές δαπάνες.
Ενδεχομένως, με ηράκλεια προσπάθεια, η Ελλάδα να καταφέρει τις περικοπές δαπανών που χρειάζονται για την επίτευξη του 3,5%, αλλά μόνο βραχυπρόθεσμα.
Εντούτοις, η εμπειρία έχει δείξει πως αυτό δε μπορεί να διατηρηθεί και δε συμβαδίζει με τον φιλόδοξο μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό στόχο της Ελλάδας.
Η οικονομία της Ελλάδας χρειάζεται έναν εκτεταμένο εκμοντερνισμό σε όλο της το φάσμα.
Πάνω από όλα, η Ελλάδα δε διαθέτει το είδος της αποζημίωσης της ανεργίας και άλλες καλά- στοχευμένες κοινωνικές παροχές που είναι συνηθισμένες σε άλλες χώρες της Ευρώπης, και που είναι ζωτικής σημασίας για την ευρεία κοινωνική υποστήριξη σε μια σύγχρονη προσανατολισμένη προς τις αγορές οικονομία.
Ως σχετικό παράδειγμα αναφέρεται η διστακτικότητα της κυβέρνησης να άρει τους περιορισμούς στις συλλογικές απολύσεις που είναι μια αναχρονιστική απαίτηση που απαιτεί προέγκριση και που δεν υπάρχει στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η διστακτικότητα αυτή δεν οφείλεται στο γεγονός ότι οι περιορισμοί στις απολύσεις είναι καλή ιδέα αυτή καθαυτή, αλλά επειδή η Ελλάδα δεν διαθέτει επαρκή αποζημίωση της ανεργίας.
Αντί να παρέχει υποστήριξη στους απολυμένους εργαζόμενους, η κυβέρνηση απλώς περιορίζει τη δυνατότητα των εταιρειών να τους απολύει.
Απλούστερα, η Ελλάδα δε μπορεί να εκσυγχρονίσει την οικονομία της, ενισχύοντας τη χρηματοδότηση των υποδομών και με καλά στοχευμένα κοινωνικά προγράμματα, την ώρα που απαλλάσσει πάνω από το 50% των νοικοκυριών από τη φορολογία εισοδήματος και καταβάλλει δημόσιες συντάξεις στα επίπεδα των πλουσιότερων χωρών της Ευρώπης.

Ένα μονοπάτι προς τα εμπρός, στο οποίο οι αριθμοί βγαίνουν

Ποιες είναι οι παράμετροι για την ελάφρυνση του χρέους;
Το χρέος της Ελλάδας είναι εξαιρετικά μη βιώσιμο και ότι καμία δέσμη μεταρρυθμίσεων δε μπορεί να το καταστήσει ξανά βιώσιμο, χωρίς σημαντική ανακούφιση χρέους.
Ομοίως, καμία ελάφρυνση του χρέους δε θα επιτρέψει στην Ελλάδα να επιστρέψει σε ρυθμούς ισχυρής ανάπτυξης χωρίς μεταρρυθμίσεις.
Αλλά δεδομένου ότι όσο πιο υψηλό είναι το πρωτογενές πλεόνασμα που διατηρεί η Ελλάδα, τόσο πιο χαμηλό είναι το ποσό της ελάφρυνσης του χρέους για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά του, το ερώτημα είναι πώς να κατανεμηθεί το βάρος μεταξύ της Ελλάδας και των εταίρων της.
Έχουμε προτείνει ο πρωταρχικός στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος, που χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση της ελάφρυνσης του χρέους, να τεθεί στο 1,5% του ΑΕΠ.
Αλλά αναγνωρίζουμε ότι η απροθυμία των κρατών μελών να το αποδεχθούν αυτό (και την προκύπτουσα πρόσθετη ανάγκη για ελάφρυνση του χρέους) είναι ριζωμένη στην πραγματικότητα ότι κάποιοι από αυτούς θα πρέπει να τρέξουν υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα από ό, τι προτείνονται για την Ελλάδα, ενώ άλλοι παρέχουν λιγότερο γενναιόδωρα συνταξιοδοτικά ωφελήματα και φορολογικές απαλλαγές από ό, τι στην Ελλάδα.
Η Ευρωζώνη δεν είναι μια πλήρης πολιτική ένωση και κατανοούμε ότι μια λύση θα πρέπει να είναι πολιτικά αποδεκτή από τα 19 κυρίαρχα κράτη-μέλη.
Επομένως, ένας συμβιβασμός μεταξύ των Ελλήνων και των Ευρωπαίων εταίρων τους πρέπει να συνεπάγεται υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα για κάποιο διάστημα, αν και αυτό δε θα είναι η πρώτη μας επιλογή.
Ενώ, όμως, μπορούμε να είμαστε ευέλικτοι για τον τρόπο κατανομής του βάρους μεταξύ των Ελλήνων και των Ευρωπαίων εταίρων τους για βραχυπρόθεσμο επίπεδο, οι αριθμοί στη λύση πρέπει να βγαίνουν με τρόπο αξιόπιστο.
Αφού υποστηρίξαμε πιο πάνω πως ακόμα και ένα πλεόνασμα της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ δεν συμβαδίζει με ισχυρή ανάπτυξη, χωρίς μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό και στο συνταξιοδοτικό, ώστε να γίνει ο προϋπολογισμός πιο φιλικός προς την ανάπτυξη και πιο δίκαιος, θα πρέπει να είναι εμφανές ότι το σπρώξιμο του προϋπολογισμού προς ένα πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ θα έχει ακόμη μεγαλύτερη αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη.
Ειδικότερα θα μειώσει βραχυπρόθεσμα τη ζήτηση και αυτός είναι και ο λόγος που σε καμία περίπτωση δεν προτείνουμε την αύξηση του πλεονάσματος πάνω από 1,5% μέχρι η ανάκαμψη να έχει καλύτερο κράτημα.
Η μείωση της ζήτησης θα επιβαρύνει τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη, καθυστερώντας την έναρξη της απαραίτητης υλοποίησης ενός προϋπολογισμού που είναι πιο φιλικός προς την ανάπτυξη.
Έτσι, μια ανοιχτή μακροπρόθεσμη δέσμευση σε πολύ υψηλά πλεονάσματα απλά δεν είναι αξιόπιστη.
Σε περίπτωση που η Ελλάδα και οι Ευρωπαίοι εταίροι της συμφωνήσουν σε ένα βραχυπρόθεσμο στόχο πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ, ωστόσο, δύο πτυχές είναι σημαντικές για το Ταμείο.
Κατ 'αρχάς, θα πρέπει να υπάρχει ένα αξιόπιστο σχέδιο πως το πλεόνασμα θα υπερβεί το 1,5% του ΑΕΠ.
Αυτό θα απαιτήσει σημαντικά πρόσθετα μέτρα που δεν είναι ακόμα σε ισχύ.
Και δεύτερον, η αξιοπιστία απαιτεί ότι αυτά τα πρόσθετα μέτρα θα νομοθετηθούν εκ των προτέρων για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για την πολιτική βούληση της Ελλάδας να ξεπεράσει την αντίσταση από τα παγιωμένα συμφέροντα που έχουν παρεμποδίσει την εφαρμογή του προγράμματος κατά το παρελθόν.
Εν κατακλείδι, δεν είναι το ΔΝΤ που απαιτεί περισσότερη λιτότητα, , είτε τώρα, είτε σαν μέσο για να μειωθεί η ανάγκη για την ελάφρυνση του χρέους σε μεσοπρόθεσμη βάση.
Ή για να είμαστε πιο ευθείς, αν η Ελλάδα συμφωνεί με τους Ευρωπαίους εταίρους της για φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους, να μην κατακρίνετε το ΔΝΤ που επιμένει στη λιτότητα, όταν ζητάμε τα απαιτούμενα, για να καταστούν αυτοί οι στόχοι αξιόπιστοι, μέτρα.

www.bankingnews.gr 



Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης