γράφει : Βασίλης Μεταξάς
Το δικαστήριο έκρινε ότι κακώς δεν εγκρίθηκαν οι απολύσεις της ΑΓΕΤ Ηρακλής την διετία 2011-2014
Αυστηρότερα και σαφέστερα κριτήρια αξιολόγησης των ομαδικών απολύσεων υπαγορεύει με την απόφασή του το Ευρωδικαστήριο, το οποίο με τη σημερινή πολυαναμενόμενη απόφασή του μάλλον «γέρνει» προς την πλευρά της κ. Αχτσιόγλου παρά των δανειστών στο επίμαχο θέμα.
Ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε ότι κακώς δεν εγκρίθηκαν οι απολύσεις της ΑΓΕΤ Ηρακλής την διετία 2011-2014, τονίζοντας ότι τα κριτήρια βάση των οποίων το υπουργείο εργασίας έκρινε το αίτημα της επιχείρησης ήταν «υπέρμετρα γενικά και ασαφή».
Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) επί της προσφυγής της Ανώνυμης Γενικής Εταιρίας Τσιμέντων Ηρακλής (ΑΓΕΤ Ηρακλής) δεν επιβεβαιώνει τις μέχρι σήμερα αρνητικές εκτιμήσεις για απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων.
Η υπουργός Εργασίας κ. Εφη Αχτσιόγλου σχολιάζοντας την απόφαση, δέχεται ότι η Ελλάδα μπορεί να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου με τροποποιήσεις των ισχυουσών διατάξεων διατηρώντας όμως ένα σύστημα ουσιαστικής διοικητικής προέγκρισης των ομαδικών απολύσεων και όχι καταργώντας το.
Η ανακοίνωση της υπουργού αναφέρει:
«Καταρχάς, πρέπει να διευκρινίσουμε πως η απόφαση του Δικαστηρίου δεν αφορά στα ισχύοντα όρια των ομαδικών απολύσεων, τα οποία είναι απολύτως συμβατά με το ενωσιακό δίκαιο.
Η κρίση του Δικαστηρίου περιορίζεται στο ζήτημα της διοικητικής προέγκρισης των απολύσεων, καθώς και στα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης από τη δημόσια αρχή.
Η σημερινή απόφαση του Δικαστηρίου δικαιώνει τις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς κρίνει ότι είναι συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο η ρύθμιση που δίνει σε δημόσια αρχή την εξουσία να μην επιτρέπει ομαδικές απολύσεις με αιτιολογημένη απόφαση και έπειτα από ουσιαστικό έλεγχο.
Το Δικαστήριο ορίζει επίσης ότι τα κριτήρια βάσει των οποίων οι ελληνικές αρχές οφείλουν να εξετάζουν τα σχέδια των ομαδικών απολύσεων πρέπει να είναι περισσότερο εξειδικευμένα απ’ ότι είναι σήμερα.
Συνεπώς, η Ελλάδα μπορεί να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου με τροποποιήσεις των ισχυουσών διατάξεων διατηρώντας ένα σύστημα ουσιαστικής διοικητικής προέγκρισης των ομαδικών απολύσεων και όχι καταργώντας το, όπως αρκετοί θα ήλπιζαν ή είχαν προεξοφλήσει ότι θα συμβεί».
Όπως επισημαίνουν εργατολόγοι σχολιάζοντας την απόφαση:
- Η διοικητική διαδικασία έγκρισης των ομαδικών απολύσεων από το υπουργείο εργασίας δεν είναι ασύμβατη με την ευρωπαική οδηγία περί ελευθερίας εγκαταστάσεως των επιχειρήσεων ( δεν περιορίζει την ελευθερία των επιχειρήσεων)
- Το πρόβλημα της Ελλάδος είναι ότι τα τρία κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η αξιολόγηση “πάσχουν” καθώς χαρακτηρίζονται γενικά και ασαφή.
Τα κριτήρια είναι:
α) η κατάσταση στην αγορά εργασίας
β) η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης και
γ) η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.
- Οι δικαστές αναφέρουν συγκεκριμένα ότι δε δέχονται ως κριτήριο την « κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.
Αντίθετα θεωρούν πολύ πιο σημαντικό κριτήριο την ενίσχυση της απασχόλησης και την ανάγκη προστασίας των εργαζόμενων».
Η ΓΣΕΕ χαρακτηρίζει αναντίστοιχη των προσδοκιών των εργαζομένων σε όλη την Ευρώπη την απόφαση του δικαστηρίου, τονίζοντας:
«Η συγκεκριμένη απόφαση αναμένεται να εντείνει τις παράλογες απαιτήσεις των θεσμών που εκπροσωπούν τους δανειστές της χώρας, την ευθύνη όμως για τον τρόπο ενσωμάτωσης της απόφασης στην ελληνική νομοθεσία φέρει αποκλειστικά η ελληνική κυβέρνηση.
Δεδομένου ότι αυτό που αναμένεται πλέον είναι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της υπόθεσης συνολικά, ζητούμε από την Κυβέρνηση λόγω της υποχρέωσης συμμόρφωσης στην απόφαση του ΔΕΕ (και όχι στους δανειστές) να λάβει υπόψη της την επίσημη και γραπτή συμφωνία της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών οργανώσεων ότι δεν επιθυμούν κάποια αλλαγή στο εθνικό πλαίσιο των ομαδικών απολύσεων, που έγινε αρχικά υπό το ILO το 2014 και επαναβεβαιώθηκε το 2016.
Η κυβέρνηση παράλληλα οφείλει:
α) να λάβει υπόψη της τη συμφωνία εργοδοτών – εργαζομένων που περιέχεται στην από 22/1/2014 απόφαση για την αναβάθμιση των αρμοδιοτήτων και του ρόλου της Ολομέλειας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας ως προς τη διαδικασία των ομαδικών απολύσεων και
β) χωρίς καμία καθυστέρηση να ενισχύσει τον έλεγχο στις κρίσιμες διαδικασίες ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων, όπως επίσης να αυστηροποιήσει και τα πρόστιμα σε περίπτωση παραβίασής τους.
Είναι απαράδεκτο στη διαβάθμιση της σημασίας των παραβάσεων η έλλειψη ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων να είναι χαρακτηρισμένο ως παράβαση “χαμηλής προτεραιότητας”.
Η κυβέρνηση πρέπει επιτέλους να δηλώσει ανοιχτά ποιος είναι ο σκοπός των σχεδιαζόμενων παράλληλων παρεμβάσεων στις ομαδικές απολύσεις, στην απεργία και τον συνδικαλιστικό νόμο.
Ποιες επιχειρηματικές αναδιαρθρώσεις σκοπεύουν να εξυπηρετηθούν ή ποιες επενδύσεις με την εγγύηση τριτοκοσμικών όρων εργασίας περιμένουν να γίνουν σε αντάλλαγμα της περαιτέρω μείωσης του επιπέδου προστασίας των εργαζομένων.
Σε κάθε περίπτωση το υπουργείο Εργασίας πρέπει να προχωρήσει άμεσα στη λήψη αποφάσεων προκειμένου να ληφθούν τα απαραίτητα αντισταθμιστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της εργοδοτικής παραβατικότητας, κρίσιμη πτυχή της οποίας είναι οι εικονικές αναδιαρθρώσεις με μόνιμα θύματα τους εργαζομένους».
www.bankingnews.gr
Ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε ότι κακώς δεν εγκρίθηκαν οι απολύσεις της ΑΓΕΤ Ηρακλής την διετία 2011-2014, τονίζοντας ότι τα κριτήρια βάση των οποίων το υπουργείο εργασίας έκρινε το αίτημα της επιχείρησης ήταν «υπέρμετρα γενικά και ασαφή».
Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) επί της προσφυγής της Ανώνυμης Γενικής Εταιρίας Τσιμέντων Ηρακλής (ΑΓΕΤ Ηρακλής) δεν επιβεβαιώνει τις μέχρι σήμερα αρνητικές εκτιμήσεις για απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων.
Η υπουργός Εργασίας κ. Εφη Αχτσιόγλου σχολιάζοντας την απόφαση, δέχεται ότι η Ελλάδα μπορεί να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου με τροποποιήσεις των ισχυουσών διατάξεων διατηρώντας όμως ένα σύστημα ουσιαστικής διοικητικής προέγκρισης των ομαδικών απολύσεων και όχι καταργώντας το.
Η ανακοίνωση της υπουργού αναφέρει:
«Καταρχάς, πρέπει να διευκρινίσουμε πως η απόφαση του Δικαστηρίου δεν αφορά στα ισχύοντα όρια των ομαδικών απολύσεων, τα οποία είναι απολύτως συμβατά με το ενωσιακό δίκαιο.
Η κρίση του Δικαστηρίου περιορίζεται στο ζήτημα της διοικητικής προέγκρισης των απολύσεων, καθώς και στα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης από τη δημόσια αρχή.
Η σημερινή απόφαση του Δικαστηρίου δικαιώνει τις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς κρίνει ότι είναι συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο η ρύθμιση που δίνει σε δημόσια αρχή την εξουσία να μην επιτρέπει ομαδικές απολύσεις με αιτιολογημένη απόφαση και έπειτα από ουσιαστικό έλεγχο.
Το Δικαστήριο ορίζει επίσης ότι τα κριτήρια βάσει των οποίων οι ελληνικές αρχές οφείλουν να εξετάζουν τα σχέδια των ομαδικών απολύσεων πρέπει να είναι περισσότερο εξειδικευμένα απ’ ότι είναι σήμερα.
Συνεπώς, η Ελλάδα μπορεί να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου με τροποποιήσεις των ισχυουσών διατάξεων διατηρώντας ένα σύστημα ουσιαστικής διοικητικής προέγκρισης των ομαδικών απολύσεων και όχι καταργώντας το, όπως αρκετοί θα ήλπιζαν ή είχαν προεξοφλήσει ότι θα συμβεί».
Όπως επισημαίνουν εργατολόγοι σχολιάζοντας την απόφαση:
- Η διοικητική διαδικασία έγκρισης των ομαδικών απολύσεων από το υπουργείο εργασίας δεν είναι ασύμβατη με την ευρωπαική οδηγία περί ελευθερίας εγκαταστάσεως των επιχειρήσεων ( δεν περιορίζει την ελευθερία των επιχειρήσεων)
- Το πρόβλημα της Ελλάδος είναι ότι τα τρία κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η αξιολόγηση “πάσχουν” καθώς χαρακτηρίζονται γενικά και ασαφή.
Τα κριτήρια είναι:
α) η κατάσταση στην αγορά εργασίας
β) η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης και
γ) η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.
- Οι δικαστές αναφέρουν συγκεκριμένα ότι δε δέχονται ως κριτήριο την « κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.
Αντίθετα θεωρούν πολύ πιο σημαντικό κριτήριο την ενίσχυση της απασχόλησης και την ανάγκη προστασίας των εργαζόμενων».
Η ΓΣΕΕ χαρακτηρίζει αναντίστοιχη των προσδοκιών των εργαζομένων σε όλη την Ευρώπη την απόφαση του δικαστηρίου, τονίζοντας:
«Η συγκεκριμένη απόφαση αναμένεται να εντείνει τις παράλογες απαιτήσεις των θεσμών που εκπροσωπούν τους δανειστές της χώρας, την ευθύνη όμως για τον τρόπο ενσωμάτωσης της απόφασης στην ελληνική νομοθεσία φέρει αποκλειστικά η ελληνική κυβέρνηση.
Δεδομένου ότι αυτό που αναμένεται πλέον είναι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της υπόθεσης συνολικά, ζητούμε από την Κυβέρνηση λόγω της υποχρέωσης συμμόρφωσης στην απόφαση του ΔΕΕ (και όχι στους δανειστές) να λάβει υπόψη της την επίσημη και γραπτή συμφωνία της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών οργανώσεων ότι δεν επιθυμούν κάποια αλλαγή στο εθνικό πλαίσιο των ομαδικών απολύσεων, που έγινε αρχικά υπό το ILO το 2014 και επαναβεβαιώθηκε το 2016.
Η κυβέρνηση παράλληλα οφείλει:
α) να λάβει υπόψη της τη συμφωνία εργοδοτών – εργαζομένων που περιέχεται στην από 22/1/2014 απόφαση για την αναβάθμιση των αρμοδιοτήτων και του ρόλου της Ολομέλειας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας ως προς τη διαδικασία των ομαδικών απολύσεων και
β) χωρίς καμία καθυστέρηση να ενισχύσει τον έλεγχο στις κρίσιμες διαδικασίες ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων, όπως επίσης να αυστηροποιήσει και τα πρόστιμα σε περίπτωση παραβίασής τους.
Είναι απαράδεκτο στη διαβάθμιση της σημασίας των παραβάσεων η έλλειψη ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων να είναι χαρακτηρισμένο ως παράβαση “χαμηλής προτεραιότητας”.
Η κυβέρνηση πρέπει επιτέλους να δηλώσει ανοιχτά ποιος είναι ο σκοπός των σχεδιαζόμενων παράλληλων παρεμβάσεων στις ομαδικές απολύσεις, στην απεργία και τον συνδικαλιστικό νόμο.
Ποιες επιχειρηματικές αναδιαρθρώσεις σκοπεύουν να εξυπηρετηθούν ή ποιες επενδύσεις με την εγγύηση τριτοκοσμικών όρων εργασίας περιμένουν να γίνουν σε αντάλλαγμα της περαιτέρω μείωσης του επιπέδου προστασίας των εργαζομένων.
Σε κάθε περίπτωση το υπουργείο Εργασίας πρέπει να προχωρήσει άμεσα στη λήψη αποφάσεων προκειμένου να ληφθούν τα απαραίτητα αντισταθμιστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της εργοδοτικής παραβατικότητας, κρίσιμη πτυχή της οποίας είναι οι εικονικές αναδιαρθρώσεις με μόνιμα θύματα τους εργαζομένους».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών