«Οι αγορές δεν πείθονται από εξαγγελίες για ανάπτυξη, αλλά από συγκεκριμένες πολιτικές και μέτρα»
Σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής βρίσκεται η χώρα, καθώς οι προσπάθειες και οι θυσίες που έγιναν όλα τα προηγούμενα χρόνια θα κριθούν από το πότε και με ποιο ρυθμό θα αρχίσει ξανά η ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται, επεσήμανε ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος, σε ομιλία του στο συνέδριο του ΠΣΕ με θέμα «Οι δρόμοι της εξόδου από την κρίση».
«Και πρέπει εδώ να αποσαφηνιστεί ότι ο στόχος για ανάπτυξη δεν περιορίζεται σε μια οριακά θετική μεταβολή του ΑΕΠ από εξάμηνο σε εξάμηνο ή από έτος σε έτος.
Για να μπορέσει να αποκατασταθεί, έστω και σταδιακά, το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και για να συνεχίσει η χώρα να εξυπηρετεί τις δανειακές της υποχρεώσεις, χρειάζονται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης για αρκετά χρόνια.
Χρειάζονται μεγάλα κεφάλαια και επενδύσεις, τα οποία πρέπει να προέλθουν από τον ιδιωτικό τομέα, κυρίως από επενδυτές του εξωτερικού.
Χρειάζεται αύξηση των εξαγωγών και ενίσχυση της συμμετοχής τους στο ΑΕΠ κατά 10 τουλάχιστον ποσοστιαίες μονάδες, ώστε να φθάσει τουλάχιστον στα επίπεδα του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης» είπε.
Ωστόσο, η προσπάθεια να κινηθεί αποτελεσματικά η χώρα στις δύο αυτές κατευθύνσεις καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη, εξαιτίας δύο βασικών παραγόντων.
Ο πρώτος αφορά το εφαρμοζόμενο μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής.
Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που πετυχαίνει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια – και στα οποία έχει δεσμευθεί και για τα επόμενα – στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στο σκέλος των εσόδων και στη φορολογική εξόντωση νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Το ύψος των φόρων και των εισφορών που ισχύουν σήμερα στην Ελλάδα, είναι ένα από τα σημαντικότερα – αν όχι το σημαντικότερο – εμπόδιο, τόσο στην προσέλκυση επενδύσεων, όσο και στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και προϊόντων.
Ο δεύτερος παράγοντας προβληματισμού, σχετίζεται με το θέμα της παρούσας ενότητας: την αξιοπιστία της Ελλάδας και την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Είναι γεγονός ότι από το 2010 και μετά η Ελλάδα έχει βρεθεί συχνά στο επίκεντρο της διεθνούς δημοσιότητας, με κάθε άλλο παρά θετικές αφορμές.
Κρίση χρέους, απεργίες και βίαια επεισόδια, πολιτική αστάθεια, σενάρια εξόδου από το ευρώ, επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων κτλ.
Σύμφωνα με τον κ. Μίχαλο «στην υποβάθμιση της εικόνας της χώρας έχουν συντελέσει μια σειρά από παράγοντες, εσωτερικοί και εξωτερικοί.
Υπήρξε κατ’ αρχήν η απαξιωτική στάση των δανειστών, από την αρχή σχεδόν της κρίσης.
Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες που εντάχθηκαν στο μηχανισμό στήριξης, η Ελλάδα αντιμετωπίστηκε όχι μόνο ως αδύναμη να εξυπηρετήσει το δανεισμό της, αλλά όλο και περισσότερο ως αναξιόπιστη.
Ως ένα μαύρο πρόβατο, το οποίο στηρίζουν αναγκαστικά, για το καλό της ευρωζώνης.
Μεγάλες ευθύνες ανήκουν επίσης και στην ελληνική πλευρά και στην απροθυμία διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων, να προχωρήσουν στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να γίνουν – σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις των υπολοίπων μνημονιακών χωρών, που σήμερα έχουν ανακτήσει τόσο τη δημοσιονομική τους ανεξαρτησία, όσο και την αξιοπιστία τους.
Τόσο από την πλευρά των δανειστών, όσο και από την πλευρά των ελληνικών κυβερνήσεων, το πρόβλημα ήταν η υιοθέτηση μιας στάσης και μιας ρητορικής που αποσκοπούσαν στην ικανοποίηση εσωτερικών ακροατηρίων και όχι στην υπέρβαση της ελληνικής κρίσης.
Η συμφωνία στο Eurogroup
Αναφερόμενος στη συμφωνία του Eurogroup, ο κ. Μίχαλος επισημαίνει ότι πριν από λίγες μέρες ολοκληρώθηκε ακόμα ένα σίριαλ διαπραγματεύσεων με τους εταίρους, αφού όμως πρώτα είχε περάσει ένα εξάμηνο αβεβαιότητας με έντονο αρνητικό αντίκτυπο στην αγορά.
Η επίτευξη συμφωνίας την περασμένη εβδομάδα αποκατέστησε ένα βαθμό ηρεμίας, απομακρύνοντας τον κίνδυνο μιας νέας αναταραχής.
Παρ' όλα αυτά, όμως, «είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η λήξη μιας εκκρεμότητας ανοίγει από μόνη της διάπλατα το δρόμο της εξωστρέφειας και των επενδύσεων», καθώς οι επενδυτές, οι πελάτες και οι συνεργάτες από ξένες αγορές, δεν πείθονται με διαβεβαιώσεις και προσκλήσεις.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προϋποθέτει κυβερνήσεις οι οποίες θα πείθουν ότι σέβονται και τηρούν τους δημοσιονομικούς στόχους της χώρας, αλλά κυρίως ότι είναι αποφασισμένες να προωθήσουν τις δομικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η ελληνική οικονομία.
«Δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν τις μεταρρυθμίσεις ως ''πικρό ποτήρι'' και αγωνίζονται για να τις αποφύγουν, ή να τις ''ανταλλάξουν'' με πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα.
Οι αγορές δεν πείθονται από εξαγγελίες για ανάπτυξη, αλλά από συγκεκριμένες πολιτικές και μέτρα, για μια οικονομία στηριγμένη σε σταθερές και υγιείς βάσεις.
Πείθονται από τη διαμόρφωση ενός σταθερού και ευνοϊκού φορολογικού περιβάλλοντος, το οποίο θα επιτρέπει σε έναν επενδυτή να προγραμματίσει, να προϋπολογίσει και να σχεδιάσει την επένδυσή του, με μεσοπρόθεσμο τουλάχιστον ορίζοντα» επεσήμανε ο κ. Μίχαλος.
«Και πρέπει εδώ να αποσαφηνιστεί ότι ο στόχος για ανάπτυξη δεν περιορίζεται σε μια οριακά θετική μεταβολή του ΑΕΠ από εξάμηνο σε εξάμηνο ή από έτος σε έτος.
Για να μπορέσει να αποκατασταθεί, έστω και σταδιακά, το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και για να συνεχίσει η χώρα να εξυπηρετεί τις δανειακές της υποχρεώσεις, χρειάζονται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης για αρκετά χρόνια.
Χρειάζονται μεγάλα κεφάλαια και επενδύσεις, τα οποία πρέπει να προέλθουν από τον ιδιωτικό τομέα, κυρίως από επενδυτές του εξωτερικού.
Χρειάζεται αύξηση των εξαγωγών και ενίσχυση της συμμετοχής τους στο ΑΕΠ κατά 10 τουλάχιστον ποσοστιαίες μονάδες, ώστε να φθάσει τουλάχιστον στα επίπεδα του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης» είπε.
Ωστόσο, η προσπάθεια να κινηθεί αποτελεσματικά η χώρα στις δύο αυτές κατευθύνσεις καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη, εξαιτίας δύο βασικών παραγόντων.
Ο πρώτος αφορά το εφαρμοζόμενο μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής.
Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που πετυχαίνει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια – και στα οποία έχει δεσμευθεί και για τα επόμενα – στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στο σκέλος των εσόδων και στη φορολογική εξόντωση νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Το ύψος των φόρων και των εισφορών που ισχύουν σήμερα στην Ελλάδα, είναι ένα από τα σημαντικότερα – αν όχι το σημαντικότερο – εμπόδιο, τόσο στην προσέλκυση επενδύσεων, όσο και στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και προϊόντων.
Ο δεύτερος παράγοντας προβληματισμού, σχετίζεται με το θέμα της παρούσας ενότητας: την αξιοπιστία της Ελλάδας και την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Είναι γεγονός ότι από το 2010 και μετά η Ελλάδα έχει βρεθεί συχνά στο επίκεντρο της διεθνούς δημοσιότητας, με κάθε άλλο παρά θετικές αφορμές.
Κρίση χρέους, απεργίες και βίαια επεισόδια, πολιτική αστάθεια, σενάρια εξόδου από το ευρώ, επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων κτλ.
Σύμφωνα με τον κ. Μίχαλο «στην υποβάθμιση της εικόνας της χώρας έχουν συντελέσει μια σειρά από παράγοντες, εσωτερικοί και εξωτερικοί.
Υπήρξε κατ’ αρχήν η απαξιωτική στάση των δανειστών, από την αρχή σχεδόν της κρίσης.
Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες που εντάχθηκαν στο μηχανισμό στήριξης, η Ελλάδα αντιμετωπίστηκε όχι μόνο ως αδύναμη να εξυπηρετήσει το δανεισμό της, αλλά όλο και περισσότερο ως αναξιόπιστη.
Ως ένα μαύρο πρόβατο, το οποίο στηρίζουν αναγκαστικά, για το καλό της ευρωζώνης.
Μεγάλες ευθύνες ανήκουν επίσης και στην ελληνική πλευρά και στην απροθυμία διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων, να προχωρήσουν στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να γίνουν – σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις των υπολοίπων μνημονιακών χωρών, που σήμερα έχουν ανακτήσει τόσο τη δημοσιονομική τους ανεξαρτησία, όσο και την αξιοπιστία τους.
Τόσο από την πλευρά των δανειστών, όσο και από την πλευρά των ελληνικών κυβερνήσεων, το πρόβλημα ήταν η υιοθέτηση μιας στάσης και μιας ρητορικής που αποσκοπούσαν στην ικανοποίηση εσωτερικών ακροατηρίων και όχι στην υπέρβαση της ελληνικής κρίσης.
Η συμφωνία στο Eurogroup
Αναφερόμενος στη συμφωνία του Eurogroup, ο κ. Μίχαλος επισημαίνει ότι πριν από λίγες μέρες ολοκληρώθηκε ακόμα ένα σίριαλ διαπραγματεύσεων με τους εταίρους, αφού όμως πρώτα είχε περάσει ένα εξάμηνο αβεβαιότητας με έντονο αρνητικό αντίκτυπο στην αγορά.
Η επίτευξη συμφωνίας την περασμένη εβδομάδα αποκατέστησε ένα βαθμό ηρεμίας, απομακρύνοντας τον κίνδυνο μιας νέας αναταραχής.
Παρ' όλα αυτά, όμως, «είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η λήξη μιας εκκρεμότητας ανοίγει από μόνη της διάπλατα το δρόμο της εξωστρέφειας και των επενδύσεων», καθώς οι επενδυτές, οι πελάτες και οι συνεργάτες από ξένες αγορές, δεν πείθονται με διαβεβαιώσεις και προσκλήσεις.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προϋποθέτει κυβερνήσεις οι οποίες θα πείθουν ότι σέβονται και τηρούν τους δημοσιονομικούς στόχους της χώρας, αλλά κυρίως ότι είναι αποφασισμένες να προωθήσουν τις δομικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η ελληνική οικονομία.
«Δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν τις μεταρρυθμίσεις ως ''πικρό ποτήρι'' και αγωνίζονται για να τις αποφύγουν, ή να τις ''ανταλλάξουν'' με πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα.
Οι αγορές δεν πείθονται από εξαγγελίες για ανάπτυξη, αλλά από συγκεκριμένες πολιτικές και μέτρα, για μια οικονομία στηριγμένη σε σταθερές και υγιείς βάσεις.
Πείθονται από τη διαμόρφωση ενός σταθερού και ευνοϊκού φορολογικού περιβάλλοντος, το οποίο θα επιτρέπει σε έναν επενδυτή να προγραμματίσει, να προϋπολογίσει και να σχεδιάσει την επένδυσή του, με μεσοπρόθεσμο τουλάχιστον ορίζοντα» επεσήμανε ο κ. Μίχαλος.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών