Τα πολύ χαμηλά επιτόκια ανάγκασαν πολλούς επενδυτές να επιδιώξουν απόδοση, στρεφόμενοι σε χώρες που θεωρούνταν παρίες
Σύγκριση του ομολόγου που είχε εκδοθεί το 2014 επί κυβέρνησης Αντώνη Σαμαρά και αυτού που εκδόθηκε χθες (25/7/2017) κάνουν οι Financial Times, καταλήγοντας ουσιαστικά στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση δεν έχει και πολλούς λόγους να πανηγυρίζει, καθώς δεδομένων των συνθηκών οι όροι που πέτυχε η σημερινή κυβέρνηση δεν είναι καλύτεροι από εκείνους του 2014.
Αν και ο Αλέξης Τσίπρας, λοιπόν, «ο οποίος παραλίγο να οδηγήσει τη χώρα εκτός της ευρωζώνης δύο χρόνια πριν, χαρακτήρισε την ενέργεια (σσ. έκδοση ομολόγου) ως ένα ''σημαντικό βήμα'' προς την έξοδο της Αθήνας από το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης στα μέσα του 2018», η πραγματική κατάσταση είναι λίγο διαφορετική.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι σύμφωνα με τους υπολογισμούς της εφημερίδας, περίπου οι μισοί αγοραστές του νέου ομολόγου ήταν οι ιδιοκτήτες εκείνου που έληγε το 2019, οι οποίοι δέχθηκαν να το ανταλλάξουν με το νέο με την καταβολή επιπλέον 40 εκατ. ευρώ από την ελληνική κυβέρνηση.
«Τα αμφιλεγόμενα μηνύματα που στάλθηκαν από τους επενδυτές είναι συμβολικά της μικτής επιτυχίας της κυβέρνησης Τσίπρα στην ανατροπή της ζημιάς που προκάλεσε η αποτυχία της διαπραγμάτευσης του 2015, που τρόμαξε τους επενδυτές και τους αξιωματούχους της ευρωζώνης, με αποτέλεσμα το κλείσιμο των τραπεζών για τρεις εβδομάδες» αναφέρεται στο δημοσίευμα των Financial Times.
Οι προσφορές 6,5 δισ. ευρώ για το ομόλογο επέτρεψε στην Ελλάδα και στους τραπεζίτες της να διαμορφώσουν την απόδοση του ομολόγου κάτω από την αρχική καθοδήγηση του 4,875%, στο 4,625%, που ήταν επίσης πολύ χαμηλότερο από την απόδοση του πενταετούς ομολόγου που πωλήθηκε το 2014 (4,9%).
Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, ένας επενδυτής ο οποίος κατέχει το ομόλογο του 2019 αλλά επέλεξε να μην το ανταλλάξει με το νέο, δήλωσε ότι ενώ το «μειονέκτημα περιορίζεται» λόγω της βελτίωσης της ελληνικής οικονομίας και της αύξησης της δημοσιονομικής διαφάνειας, «δεν βλέπουμε ουσιαστική ανατίμηση κεφαλαίου (capital appreciation) από αυτά τα επίπεδα αποδόσεων».
Ο ίδιος ανέφερε την «ξεχωριστή πιθανότητα» ότι ένα άλλο αδιέξοδο μεταξύ των πιστωτών της Ελλάδας σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να προκαλέσει νέα πολιτική αβεβαιότητα το επόμενο έτος.
«Οι επενδυτές σημείωσαν ότι ενώ η δημοπρασία ήταν ένα σημάδι αυξανόμενης εμπιστοσύνης στην Αθήνα μεταξύ των επενδυτών, η πώληση έδειξε επίσης ότι τα ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα επιτοκίων σε μεγάλο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου τους ανάγκασαν να επιδιώξουν αποδόσεις, στρεφόμενοι σε χώρες που θεωρούνταν παρίες» επισημαίνεται στο ίδιο δημοσίευμα.
Αν και ο Αλέξης Τσίπρας, λοιπόν, «ο οποίος παραλίγο να οδηγήσει τη χώρα εκτός της ευρωζώνης δύο χρόνια πριν, χαρακτήρισε την ενέργεια (σσ. έκδοση ομολόγου) ως ένα ''σημαντικό βήμα'' προς την έξοδο της Αθήνας από το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης στα μέσα του 2018», η πραγματική κατάσταση είναι λίγο διαφορετική.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι σύμφωνα με τους υπολογισμούς της εφημερίδας, περίπου οι μισοί αγοραστές του νέου ομολόγου ήταν οι ιδιοκτήτες εκείνου που έληγε το 2019, οι οποίοι δέχθηκαν να το ανταλλάξουν με το νέο με την καταβολή επιπλέον 40 εκατ. ευρώ από την ελληνική κυβέρνηση.
«Τα αμφιλεγόμενα μηνύματα που στάλθηκαν από τους επενδυτές είναι συμβολικά της μικτής επιτυχίας της κυβέρνησης Τσίπρα στην ανατροπή της ζημιάς που προκάλεσε η αποτυχία της διαπραγμάτευσης του 2015, που τρόμαξε τους επενδυτές και τους αξιωματούχους της ευρωζώνης, με αποτέλεσμα το κλείσιμο των τραπεζών για τρεις εβδομάδες» αναφέρεται στο δημοσίευμα των Financial Times.
Οι προσφορές 6,5 δισ. ευρώ για το ομόλογο επέτρεψε στην Ελλάδα και στους τραπεζίτες της να διαμορφώσουν την απόδοση του ομολόγου κάτω από την αρχική καθοδήγηση του 4,875%, στο 4,625%, που ήταν επίσης πολύ χαμηλότερο από την απόδοση του πενταετούς ομολόγου που πωλήθηκε το 2014 (4,9%).
Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, ένας επενδυτής ο οποίος κατέχει το ομόλογο του 2019 αλλά επέλεξε να μην το ανταλλάξει με το νέο, δήλωσε ότι ενώ το «μειονέκτημα περιορίζεται» λόγω της βελτίωσης της ελληνικής οικονομίας και της αύξησης της δημοσιονομικής διαφάνειας, «δεν βλέπουμε ουσιαστική ανατίμηση κεφαλαίου (capital appreciation) από αυτά τα επίπεδα αποδόσεων».
Ο ίδιος ανέφερε την «ξεχωριστή πιθανότητα» ότι ένα άλλο αδιέξοδο μεταξύ των πιστωτών της Ελλάδας σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να προκαλέσει νέα πολιτική αβεβαιότητα το επόμενο έτος.
«Οι επενδυτές σημείωσαν ότι ενώ η δημοπρασία ήταν ένα σημάδι αυξανόμενης εμπιστοσύνης στην Αθήνα μεταξύ των επενδυτών, η πώληση έδειξε επίσης ότι τα ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα επιτοκίων σε μεγάλο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου τους ανάγκασαν να επιδιώξουν αποδόσεις, στρεφόμενοι σε χώρες που θεωρούνταν παρίες» επισημαίνεται στο ίδιο δημοσίευμα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών