Σε ένα υποθετικό σενάριο ότι η Ελλάδα θα δανειζόταν από τις αγορές με ένα μέσο επιτόκιο κοντά στο 5% - 5,5% τότε το ύψος των τόκων δεν ξεπερνά τα 64 δις. ευρώ για την ίδια περίοδο.
Σε 40 δισ. ευρώ ή 6,6 δις. ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο υπολογίζονται οι επιβαρύνσεις από τόκους για την περίοδο 2021- 2026 που θεωρείται και η πιο προβληματική καθώς εκπνέει το διάστημα χάρητος που είχε στην διάθεσης της η ελληνική δημοκρατεία προκειμένου να εξοφλήσεις τις υποχρεώσεις από το πρώτο δάνειο διάσωσης.
Θα πρέπει να τονισθεί σε αυτό το ποσό δεν συνυπολογίζεται το κόστος από την επικείμενη αναχρηματοδότηση του ελληνικού χρέους.
Σε ένα υποθετικό σενάριο ότι η Ελλάδα θα δανειζόταν από τις αγορές με ένα μέσο επιτόκιο κοντά στο 5% - 5,5% τότε το ύψος των τόκων δεν ξεπερνά τα 64 δις. ευρώ για την ίδια περίοδο.
Αυτό αναφέρει αξιωματούχος του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης στον απόηχο του θέματος με τις λανθασμένες εκτιμήσεις των δαπανών για τόκους για τα έτη 2021-2026 που υπολογίζονται σε 84,3 δισ. ευρώ από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
Ο υπολογισμός από τους οικονομολόγους της Βουλής έγινε με παρωχημένες παραδοχές (στοιχεία 2014) και ήταν φυσικό να οδηγήσουν σε λάθος συμπεράσματα για το μελλοντικό ύψος των επιβαρύνσεων και να εξαχθούν τρομολαγνικά σενάρια για το ελληνικό χρέος.
Από τις τελευταίες εκθέσεις βιωσιμότητας για το ελληνικό χρέος (DSA) που έχουν συντάξει Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προκύπτει ότι η επιβάρυνση από τους τόκους, για το διάστημα μετά το 2022 και ως το 2024, έχει μειωθεί σε σχέση με το 2014 κατά 9-10 δισ. ευρώ, από τα 24 δις. ευρώ στα 14 δισ. ευρώ περίπου ως αποτέλεσμα των χαμηλότερων επιτοκίων δανεισμού σε σχέση με αυτά που ίσχυαν πριν από τέσσερα χρόνια.
Επίσης, αν και δεν υπάρχει επίσημη απόφαση από το Eurogroup εντούτοις, οι πληροφορίες κάνουν λόγο για άτυπη συμφωνία με τους δανειστές για την μετάθεση πληρωμής των τόκων του πρώτου δανείου σε βάθος 30 με 32 χρόνια.
Άλλοι παράμετροι που οδήγησαν στην μείωση των επιβαρύνσεων από τόκους είναι τα μειωμένα επιτόκια δανεισμού από τον EFSF και εν συνεχεία από τον ΕSM, σε σχέση με τα δάνεια του πρώτου μνημονίου από την Ευρωζώνη καθώς το επιτόκιο από το 1,6% υποχώρησε στο 0,8% καθώς και η αλλαγή που επήλθε στο προφίλ του χρέους.
Τέλος, το 2014 είχε προβλεφθεί ένα ποσό για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τελικά όμως τα κεφαλαία αντλήθηκαν από τους ιδιώτες και δεν υπήρξε επιβάρυνση για το δημόσιο χρέος.
Μάριος Χριστοδούλου
www.bankingnews.gr
Θα πρέπει να τονισθεί σε αυτό το ποσό δεν συνυπολογίζεται το κόστος από την επικείμενη αναχρηματοδότηση του ελληνικού χρέους.
Σε ένα υποθετικό σενάριο ότι η Ελλάδα θα δανειζόταν από τις αγορές με ένα μέσο επιτόκιο κοντά στο 5% - 5,5% τότε το ύψος των τόκων δεν ξεπερνά τα 64 δις. ευρώ για την ίδια περίοδο.
Αυτό αναφέρει αξιωματούχος του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης στον απόηχο του θέματος με τις λανθασμένες εκτιμήσεις των δαπανών για τόκους για τα έτη 2021-2026 που υπολογίζονται σε 84,3 δισ. ευρώ από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
Ο υπολογισμός από τους οικονομολόγους της Βουλής έγινε με παρωχημένες παραδοχές (στοιχεία 2014) και ήταν φυσικό να οδηγήσουν σε λάθος συμπεράσματα για το μελλοντικό ύψος των επιβαρύνσεων και να εξαχθούν τρομολαγνικά σενάρια για το ελληνικό χρέος.
Από τις τελευταίες εκθέσεις βιωσιμότητας για το ελληνικό χρέος (DSA) που έχουν συντάξει Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προκύπτει ότι η επιβάρυνση από τους τόκους, για το διάστημα μετά το 2022 και ως το 2024, έχει μειωθεί σε σχέση με το 2014 κατά 9-10 δισ. ευρώ, από τα 24 δις. ευρώ στα 14 δισ. ευρώ περίπου ως αποτέλεσμα των χαμηλότερων επιτοκίων δανεισμού σε σχέση με αυτά που ίσχυαν πριν από τέσσερα χρόνια.
Επίσης, αν και δεν υπάρχει επίσημη απόφαση από το Eurogroup εντούτοις, οι πληροφορίες κάνουν λόγο για άτυπη συμφωνία με τους δανειστές για την μετάθεση πληρωμής των τόκων του πρώτου δανείου σε βάθος 30 με 32 χρόνια.
Άλλοι παράμετροι που οδήγησαν στην μείωση των επιβαρύνσεων από τόκους είναι τα μειωμένα επιτόκια δανεισμού από τον EFSF και εν συνεχεία από τον ΕSM, σε σχέση με τα δάνεια του πρώτου μνημονίου από την Ευρωζώνη καθώς το επιτόκιο από το 1,6% υποχώρησε στο 0,8% καθώς και η αλλαγή που επήλθε στο προφίλ του χρέους.
Τέλος, το 2014 είχε προβλεφθεί ένα ποσό για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τελικά όμως τα κεφαλαία αντλήθηκαν από τους ιδιώτες και δεν υπήρξε επιβάρυνση για το δημόσιο χρέος.
Μάριος Χριστοδούλου
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών