Υπάρχει ακόμη αρκετή απόσταση που πρέπει να διανυθεί, ώστε οι εξαγωγές να αποτελέσουν έναν από τους βασικούς μοχλούς ανάπτυξης της οικονομίας
Αν το μεγάλο ζητούμενο της ελληνικής οικονομίας για την περίοδο μετά την κρίση είναι η αποτελεσματική στροφή προς ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο, η ενίσχυση της εξαγωγικής βάσης της χώρας αποτελεί την πρωταρχική προϋπόθεση ώστε αυτό να καταστεί εφικτό.
Αυτό ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ. Στουρνάρας, κατά τον χαιρετισμό του στο συνέδριο «Εξαγωγές για ανάπτυξη» στην ΤτΕ.
Σύμφωνα με τον ίδιο, "είναι γεγονός ότι από το 2010 και μετά οι εξαγωγές αυξάνονται με ιδιαίτερα ικανοποιητικό ρυθμό.
Ειδικά οι εξαγωγές αγαθών ακολουθούν σταθερή ανοδική πορεία.
Η συμμετοχή τους στο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ συνολικά σημείωσαν άνοδο κατά 51% σε σταθερές τιμές σωρευτικά ως το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2017, συμβάλλοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό στη βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών.
Η θετική πορεία των εξαγωγών αντανακλά τις εξαιρετικές εξαγωγικές επιδόσεις αρκετών επί μέρους κλάδων, όπως των τροφίμων, που είναι από τους πιο παραδοσιακούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, των διυλιστηρίων πετρελαίου, γεγονός που συνέβαλλε στη σημαντική αύξηση του μεριδίου τους στις ελληνικές εξαγωγές, καθώς και των κλάδων των φαρμακευτικών, των χημικών και πλαστικών, των ηλεκτρονικών υπολογιστών (Η/Υ), του ηλεκτρολογικού και μηχανολογικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων.
Μάλιστα, οι τελευταίοι, αν και σχετικά μικρού μεγέθους και με περιορισμένη συμμετοχή στο σύνολο των εξαγωγών, αντιπροσωπεύουν το πιο δυναμικό κομμάτι των ελληνικών εξαγωγών.
Σε ότι αφορά τις υπηρεσίες, ο τουρισμός ακολουθεί σταθερή ανοδική πορεία ειδικά από το 2013 και μετά ενώ αντίθετα η ανοδική πορεία των εισπράξεων από τη ναυτιλία ανακόπηκε απότομα το 2015 λόγω της επιβολής των περιορισμών στην κίνηση των κεφαλαίων.
Επιπρόσθετα, με βάση τα στοιχεία του εννεάμηνου του τρέχοντος έτους η άνοδος των εξαγωγών έχει επιταχυνθεί περαιτέρω με αποτέλεσμα η συμμετοχή τους στην ανάκαμψη της οικονομίας να εμφανίζεται ιδιαίτερα σημαντική.
Μάλιστα, οι εξαγωγές αγαθών εκτός καυσίμων και πλοίων παρουσιάζουν άνοδο που ξεπερνά το 6% σε πραγματικούς όρους σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι. Ιδιαίτερα σημαντική όμως είναι η αύξηση των εισπράξεων από τις εξαγωγές υπηρεσιών.
Ειδικότερα, ο τουρισμός θα καταγράψει καινούργιο ρεκόρ το 2017 καθώς οι σχετικές εισπράξεις εκτιμάται ότι θα υπερβούν τα 14,5 δισεκ. ευρώ για το έτος, ενώ και η άνοδος των αφίξεων ξεπέρασε το 10% την περίοδο Ιανουαρίου –Σεπτεμβρίου.
Η ναυτιλία, από την άλλη πλευρά, εμφανίζεται να έχει ανακτήσει ένα σημαντικό μέρος των απωλειών της μετά την επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων τον Ιούνιο του 2015 και η πορεία ανάκαμψης των σχετικών εισπράξεων φαίνεται να εδραιώνεται καθώς παρουσιάζονται αυξημένες κατά 17% στο εννεάμηνο σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι.
Τα στοιχεία αυτά αναμφίβολα είναι πολύ ενθαρρυντικά και, σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη συντελεστεί, είναι πιθανόν να σηματοδοτούν την απαρχή της διαδικασίας αναδιάρθρωσης της οικονομίας προς την κατεύθυνση ενός νέου, εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου.
Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι σχετικές τιμές των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν έναντι των μη εμπορεύσιμων κατά περίπου 10% μεταξύ 2010 και 2016 με αποτέλεσμα το μερίδιό τους στην ιδιωτική οικονομία να έχει διευρυνθεί.
Αυτή η εξέλιξη αντανακλά τη θετική επίδραση πάνω στην διεθνή ανταγωνιστικότητα, πρώτον, των μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας κατά κύριο λόγο αλλά και των αγαθών και υπηρεσιών και δεύτερον, της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Επίσης, οι τομείς των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών που έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό αντιμετώπισαν ηπιότερη ύφεση και κατά συνέπεια υπέστησαν μικρότερη συρρίκνωση σε σχέση με τους αντίστοιχους των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών.
Υπάρχουν, λοιπόν, σοβαρές ενδείξεις ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να περάσει σε μια νέα αναπτυξιακή τροχιά, βασιζόμενη σε ένα νέο, αναπτυξιακό πρότυπο με έμφαση στην υγιή επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις και την εξωστρέφεια.
Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος των αδυναμιών που περιόριζαν την εξαγωγική επίδοση της χώρας στο παρελθόν έχει διευθετηθεί.
Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, παρά την ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και την ανοδική πορεία που καταγράφουν οι εξαγωγές, η εξαγωγική επίδοση της χώρας υπολείπεται του επιπέδου που θα αναμενόταν, με βάση τις ιστορικές συσχετίσεις μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών.
Επομένως, υπάρχει ακόμη αρκετή απόσταση που πρέπει να διανυθεί, ώστε οι εξαγωγές να αποτελέσουν έναν από τους βασικούς μοχλούς ανάπτυξης της οικονομίας.
Σύμφωνα με το Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας 2017-2018 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 87η θέση μεταξύ 137 χωρών όσον αφορά την ποιότητα των θεσμών.
Η Ελλάδα κατατάσσεται σε αρκετά χαμηλή θέση ως προς την αποτελεσματικότητα των δημόσιων δαπανών, το βάρος των διοικητικών ρυθμίσεων και την αποτελεσματικότητα του νομικού πλαισίου για την επίλυση διαφορών και την αμφισβήτηση κανονισμών.
Επίσης σύμφωνα με τον παραπάνω Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας, η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία και την προτελευταία θέση όσον αφορά την παροχή φορολογικών κινήτρων για επενδύσεις (137η μεταξύ 137 χωρών) και εργασία (136η μεταξύ 137 χωρών).
Επιπλέον, σύμφωνα με το δείκτη «ευχέρειας του επιχειρείν» που καταρτίζει η Παγκόσμια Τράπεζα σχετικά με τους όρους ίδρυσης μιας επιχείρησης, η θέση της Ελλάδος έχει βελτιωθεί σημαντικά μεταξύ 2011 και 2017 (από 148η το 2011 σε 37η το 2017), αλλά παραμένει χαμηλή σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους της.
Συνεπώς, οι δυσκολίες που εξακολουθούν να υπάρχουν στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, οι καθυστερήσεις στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και η υπερφορολόγηση, η οποία επιβραδύνει ή και ανακόπτει την πρόοδο προς την αποκατάσταση της συνολικής ανταγωνιστικότητας, επιδρούν επιβαρυντικά στην περαιτέρω ενίσχυση της εξαγωγικής βάσης, καθώς δεν αφήνουν τις ελληνικές επιχειρήσεις να εκμεταλλευτούν πλήρως ευκαιρίες που παρουσιάζονται στις διεθνείς αγορές.
Επιπρόσθετα, μένουν ακόμη αρκετά να γίνουν σε θέματα όπως η μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, η θέσπιση ενός σταθερού φορολογικού συστήματος και η δημιουργία οικονομικού περιβάλλοντος πιο φιλικού προς την επιχειρηματικότητα.
Επίσης, απαραίτητη είναι η διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού και ευέλικτου θεσμικού πλαισίου που διευκολύνει τις επενδύσεις, η μείωση της γραφειοκρατίας και η λήψη των απαραίτητων μέτρων για την υποστήριξη όχι μόνο της υπάρχουσας επιχειρηματικής δραστηριότητας, αλλά και για την προώθηση της νέας επιχειρηματικότητας.
Όλες αυτές οι ενέργειες μπορούν να επιδράσουν ουσιαστικά στην περαιτέρω ανάκαμψη των εξαγωγών και, επομένως, στην ενίσχυση της αναπτυξιακής πορείας της χώρας.
Επιπλέον, παρά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις, η περαιτέρω επιτάχυνση της κανονιστικής μεταρρύθμισης μπορεί να αποφέρει μεγάλα οφέλη.
Οι αγορές προϊόντων στην Ελλάδα εξακολουθούν να είναι από τις πλέον ρυθμιζόμενες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Οι προτεινόμενες πολιτικές περιλαμβάνουν τη μείωση του αριθμού των εμποδίων για την έναρξη και την επέκταση μιας επιχείρησης, την ενίσχυση του νόμου περί ανταγωνισμού και την επιβολή κυρώσεων, τη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού, την άρση των περιοριστικών κανονισμών, ιδίως στους τομείς των υπηρεσιών, την αποτελεσματική εφαρμογή των διαδικασιών πτώχευσης, τη διασφάλιση κράτους δικαίου και ενός αποτελεσματικού δικαστικού συστήματος, όπου η απονομή δικαιοσύνης δεν καθυστερεί.
Η γρήγορη και αποτελεσματική ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να στοχεύει σαφώς στην περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, την εξάλειψη των περιττών και στρεβλωτικών κανονισμών και την ενίσχυση της ανεξαρτησίας των ρυθμιστικών φορέων.
Εκτός, όμως, από τα παραπάνω, απαιτείται η Ελλάδα να διευρύνει και τη βάση του συγκριτικού της πλεονεκτήματος. Η ελληνική οικονομία υστερεί σε κρίσιμους καινοτόμους και διεθνώς ανταγωνιστικούς βιομηχανικούς κλάδους, όπως και σε μεγάλες επιχειρήσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία και υψηλής εξειδίκευσης θέσεις εργασίας.
Για να επιτευχθεί, όμως, αυτό ένα ιδιαίτερα σημαντικό προαπαιτούμενο είναι οι νέες επενδύσεις.
Οι νέες επενδύσεις, επιτρέποντας την εισαγωγή νέων τεχνολογιών και διευκολύνοντας την καινοτομία μπορούν να έχουν καταλυτική επίδραση στη βελτίωση της ποιότητας των ελληνικών εξαγωγών, αυξάνοντας τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής της οικονομίας.
Παράλληλα, το περαιτέρω άνοιγμα προς τις αγορές του εξωτερικού, η συμμετοχή σε παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής και η αύξηση των εμπορικών δεσμών με χώρες και επιχειρήσεις που βρίσκονται στην αιχμή της τεχνολογίας σε παγκόσμια κλίμακα, θα έχουν ως συνέπεια την απορρόφηση νέων τεχνολογιών από τις εξαγωγικές επιχειρήσεις και τη διάχυσή τους στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, ενισχύοντας τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές της προοπτικές.
Σημαντική θετική επίδραση μπορεί επίσης να έχουν η βελτίωση των δικτύων μεταφορών και της εφοδιαστικής μέριμνας (logistics) και η αναβάθμιση των υποδομών τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής, σε συνδυασμό με τις υποδομές γνώσης και καινοτομίας, λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο που οι τεχνολογίες αυτές επηρεάζουν την παραγωγικότητα και όλες τις πτυχές της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας.
Σε κάθε περίπτωση, παρά την ανάγκη για περαιτέρω ποιοτική αναβάθμιση της παραγωγικής βάσης της χώρας, δεν θα πρέπει να υποβαθμίζουμε τη σημαντική αλλαγή και το σταδιακό μετασχηματισμό της δομής της ελληνικής οικονομίας τις τελευταίες δεκαετίες: από μια οικονομία που εξήγαγε κατά κύριο λόγο αγροτικά αγαθά, σε μία οικονομία που τώρα εξάγει κατά κύριο λόγο βιομηχανικά προϊόντα.
Αναμφίβολα, όμως, η πρόκληση σήμερα, όπως προανέφερα, είναι η περαιτέρω άνοδος των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών στην κλίμακα της τεχνολογικής εξειδίκευσης.
Με λίγα λόγια, το μεγάλο ζητούμενο είναι η περαιτέρω αναβάθμιση του εξαγωγικού προτύπου, από εξαγωγές προϊόντων χαμηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης, σε εξαγωγές μέσης και υψηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης, καθώς και η ένταξη των ελληνικών επιχειρήσεων σε διεθνείς αλυσίδες αξίας.
Η ελληνική οικονομία διαθέτει σήμερα όλες τις προϋποθέσεις προκειμένου να παράγει και να εξάγει καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες.
Είμαι αισιόδοξος ότι η σημερινή ημερίδα μπορεί να συμβάλλει τόσο στην καλύτερη κατανόηση σημαντικών προβλημάτων που απασχολούν την ελληνική οικονομία, και που σε μεγάλο βαθμό αποτελούν τροχοπέδη στην διεύρυνση της εξαγωγικής βάσης της χώρας, όσο και στην ανάδειξη πιο αποτελεσματικών τρόπων προσέγγισής τους.
Και επειδή πολλές φορές μπορούμε να αντλήσουμε πολύ χρήσιμα συμπεράσματα από τις εμπειρίες άλλων χωρών που κατάφεραν να ξεπεράσουν αντίστοιχα προβλήματα και να διακριθούν, έχουμε προσκαλέσει δύο διακεκριμένους επιστήμονες από το Ισραήλ και τη Νότια Κορέα, να μας παρουσιάσουν τις δικές τους εμπειρίες.
Οι δύο αυτές χώρες, όπως και η Ελλάδα, ξεκίνησαν από πολύ χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης αντιμετωπίζοντας πολλά προβλήματα.
Κατάφεραν, όμως, να πετύχουν ιδιαίτερα υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, στηριζόμενες κατά κύριο λόγο στην ανάδειξη κλάδων υψηλής τεχνολογίας δημιουργώντας μια σημαντική εξαγωγική βάση η οποία αποτέλεσε την ατμομηχανή της ανάπτυξής τους.
Το Ισραήλ είναι η χώρα που, μέσω της τεχνολογίας, αξιοποίησε την έρημο υπερδιπλασιάζοντας τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Η υψηλή τεχνολογία αποτελεί τη βάση της οικονομίας της, και το δικό της «Silicon Valley» υπολείπεται μόνο του αυθεντικού της Καλιφόρνιας.
Η Νότιος Κορέα χρειάστηκε μόνο μία γενιά για να μετασχηματιστεί από μία από τις πιο φτωχές χώρες στο κόσμο σε μια δυναμική και σύγχρονη οικονομία.
Η έμφαση στην ανάπτυξη κλάδων υψηλής τεχνολογίας και η στρατηγική ενίσχυσης της εξαγωγικής βάσης έχουν αναγάγει τη Νότια Κορέα στον έβδομο μεγαλύτερο εξαγωγέα παγκοσμίως, με αποτέλεσμα να έχει αναρριχηθεί στην ομάδα των 20 πιο αναπτυγμένων χωρών του κόσμου.
Περιμένουμε, λοιπόν, με μεγάλο ενδιαφέρον τις παρουσιάσεις των δύο προσκεκλημένων μας, θεωρώντας βέβαιο ότι θα μας βοηθήσουν να καταλήξουμε σε χρήσιμα συμπεράσματα, ιδιαίτερα σε θέματα οικονομικής πολιτικής.
Στο δεύτερο μέρος του συνεδρίου θα μας απασχολήσουν θέματα χρηματοδότησης των επιχειρήσεων.
Η επαρκής χρηματοδότηση των επιχειρήσεων αποτελεί το μεγάλο ζητούμενο κυρίως λόγω του ιδιαίτερα υψηλού ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων που επιβαρύνουν τις τράπεζες.
Η παρουσία ειδικών από τις μεγάλες τράπεζες της χώρας αποτελεί εχέγγυο για την εγκυρότητα της ενημέρωσης ως προς τις πρωτοβουλίες των τραπεζών για την επαρκή στήριξη των εξαγωγών, κατέληξε ο κ. Στουρνάρας.
www.bankingnews.gr
Αυτό ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ. Στουρνάρας, κατά τον χαιρετισμό του στο συνέδριο «Εξαγωγές για ανάπτυξη» στην ΤτΕ.
Σύμφωνα με τον ίδιο, "είναι γεγονός ότι από το 2010 και μετά οι εξαγωγές αυξάνονται με ιδιαίτερα ικανοποιητικό ρυθμό.
Ειδικά οι εξαγωγές αγαθών ακολουθούν σταθερή ανοδική πορεία.
Η συμμετοχή τους στο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ συνολικά σημείωσαν άνοδο κατά 51% σε σταθερές τιμές σωρευτικά ως το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2017, συμβάλλοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό στη βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών.
Η θετική πορεία των εξαγωγών αντανακλά τις εξαιρετικές εξαγωγικές επιδόσεις αρκετών επί μέρους κλάδων, όπως των τροφίμων, που είναι από τους πιο παραδοσιακούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, των διυλιστηρίων πετρελαίου, γεγονός που συνέβαλλε στη σημαντική αύξηση του μεριδίου τους στις ελληνικές εξαγωγές, καθώς και των κλάδων των φαρμακευτικών, των χημικών και πλαστικών, των ηλεκτρονικών υπολογιστών (Η/Υ), του ηλεκτρολογικού και μηχανολογικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων.
Μάλιστα, οι τελευταίοι, αν και σχετικά μικρού μεγέθους και με περιορισμένη συμμετοχή στο σύνολο των εξαγωγών, αντιπροσωπεύουν το πιο δυναμικό κομμάτι των ελληνικών εξαγωγών.
Σε ότι αφορά τις υπηρεσίες, ο τουρισμός ακολουθεί σταθερή ανοδική πορεία ειδικά από το 2013 και μετά ενώ αντίθετα η ανοδική πορεία των εισπράξεων από τη ναυτιλία ανακόπηκε απότομα το 2015 λόγω της επιβολής των περιορισμών στην κίνηση των κεφαλαίων.
Επιπρόσθετα, με βάση τα στοιχεία του εννεάμηνου του τρέχοντος έτους η άνοδος των εξαγωγών έχει επιταχυνθεί περαιτέρω με αποτέλεσμα η συμμετοχή τους στην ανάκαμψη της οικονομίας να εμφανίζεται ιδιαίτερα σημαντική.
Μάλιστα, οι εξαγωγές αγαθών εκτός καυσίμων και πλοίων παρουσιάζουν άνοδο που ξεπερνά το 6% σε πραγματικούς όρους σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι. Ιδιαίτερα σημαντική όμως είναι η αύξηση των εισπράξεων από τις εξαγωγές υπηρεσιών.
Ειδικότερα, ο τουρισμός θα καταγράψει καινούργιο ρεκόρ το 2017 καθώς οι σχετικές εισπράξεις εκτιμάται ότι θα υπερβούν τα 14,5 δισεκ. ευρώ για το έτος, ενώ και η άνοδος των αφίξεων ξεπέρασε το 10% την περίοδο Ιανουαρίου –Σεπτεμβρίου.
Η ναυτιλία, από την άλλη πλευρά, εμφανίζεται να έχει ανακτήσει ένα σημαντικό μέρος των απωλειών της μετά την επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων τον Ιούνιο του 2015 και η πορεία ανάκαμψης των σχετικών εισπράξεων φαίνεται να εδραιώνεται καθώς παρουσιάζονται αυξημένες κατά 17% στο εννεάμηνο σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι.
Τα στοιχεία αυτά αναμφίβολα είναι πολύ ενθαρρυντικά και, σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη συντελεστεί, είναι πιθανόν να σηματοδοτούν την απαρχή της διαδικασίας αναδιάρθρωσης της οικονομίας προς την κατεύθυνση ενός νέου, εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου.
Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι σχετικές τιμές των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν έναντι των μη εμπορεύσιμων κατά περίπου 10% μεταξύ 2010 και 2016 με αποτέλεσμα το μερίδιό τους στην ιδιωτική οικονομία να έχει διευρυνθεί.
Αυτή η εξέλιξη αντανακλά τη θετική επίδραση πάνω στην διεθνή ανταγωνιστικότητα, πρώτον, των μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας κατά κύριο λόγο αλλά και των αγαθών και υπηρεσιών και δεύτερον, της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Επίσης, οι τομείς των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών που έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό αντιμετώπισαν ηπιότερη ύφεση και κατά συνέπεια υπέστησαν μικρότερη συρρίκνωση σε σχέση με τους αντίστοιχους των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών.
Υπάρχουν, λοιπόν, σοβαρές ενδείξεις ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να περάσει σε μια νέα αναπτυξιακή τροχιά, βασιζόμενη σε ένα νέο, αναπτυξιακό πρότυπο με έμφαση στην υγιή επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις και την εξωστρέφεια.
Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος των αδυναμιών που περιόριζαν την εξαγωγική επίδοση της χώρας στο παρελθόν έχει διευθετηθεί.
Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, παρά την ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και την ανοδική πορεία που καταγράφουν οι εξαγωγές, η εξαγωγική επίδοση της χώρας υπολείπεται του επιπέδου που θα αναμενόταν, με βάση τις ιστορικές συσχετίσεις μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών.
Επομένως, υπάρχει ακόμη αρκετή απόσταση που πρέπει να διανυθεί, ώστε οι εξαγωγές να αποτελέσουν έναν από τους βασικούς μοχλούς ανάπτυξης της οικονομίας.
Σύμφωνα με το Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας 2017-2018 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 87η θέση μεταξύ 137 χωρών όσον αφορά την ποιότητα των θεσμών.
Η Ελλάδα κατατάσσεται σε αρκετά χαμηλή θέση ως προς την αποτελεσματικότητα των δημόσιων δαπανών, το βάρος των διοικητικών ρυθμίσεων και την αποτελεσματικότητα του νομικού πλαισίου για την επίλυση διαφορών και την αμφισβήτηση κανονισμών.
Επίσης σύμφωνα με τον παραπάνω Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας, η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία και την προτελευταία θέση όσον αφορά την παροχή φορολογικών κινήτρων για επενδύσεις (137η μεταξύ 137 χωρών) και εργασία (136η μεταξύ 137 χωρών).
Επιπλέον, σύμφωνα με το δείκτη «ευχέρειας του επιχειρείν» που καταρτίζει η Παγκόσμια Τράπεζα σχετικά με τους όρους ίδρυσης μιας επιχείρησης, η θέση της Ελλάδος έχει βελτιωθεί σημαντικά μεταξύ 2011 και 2017 (από 148η το 2011 σε 37η το 2017), αλλά παραμένει χαμηλή σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους της.
Συνεπώς, οι δυσκολίες που εξακολουθούν να υπάρχουν στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, οι καθυστερήσεις στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και η υπερφορολόγηση, η οποία επιβραδύνει ή και ανακόπτει την πρόοδο προς την αποκατάσταση της συνολικής ανταγωνιστικότητας, επιδρούν επιβαρυντικά στην περαιτέρω ενίσχυση της εξαγωγικής βάσης, καθώς δεν αφήνουν τις ελληνικές επιχειρήσεις να εκμεταλλευτούν πλήρως ευκαιρίες που παρουσιάζονται στις διεθνείς αγορές.
Επιπρόσθετα, μένουν ακόμη αρκετά να γίνουν σε θέματα όπως η μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, η θέσπιση ενός σταθερού φορολογικού συστήματος και η δημιουργία οικονομικού περιβάλλοντος πιο φιλικού προς την επιχειρηματικότητα.
Επίσης, απαραίτητη είναι η διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού και ευέλικτου θεσμικού πλαισίου που διευκολύνει τις επενδύσεις, η μείωση της γραφειοκρατίας και η λήψη των απαραίτητων μέτρων για την υποστήριξη όχι μόνο της υπάρχουσας επιχειρηματικής δραστηριότητας, αλλά και για την προώθηση της νέας επιχειρηματικότητας.
Όλες αυτές οι ενέργειες μπορούν να επιδράσουν ουσιαστικά στην περαιτέρω ανάκαμψη των εξαγωγών και, επομένως, στην ενίσχυση της αναπτυξιακής πορείας της χώρας.
Επιπλέον, παρά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις, η περαιτέρω επιτάχυνση της κανονιστικής μεταρρύθμισης μπορεί να αποφέρει μεγάλα οφέλη.
Οι αγορές προϊόντων στην Ελλάδα εξακολουθούν να είναι από τις πλέον ρυθμιζόμενες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Οι προτεινόμενες πολιτικές περιλαμβάνουν τη μείωση του αριθμού των εμποδίων για την έναρξη και την επέκταση μιας επιχείρησης, την ενίσχυση του νόμου περί ανταγωνισμού και την επιβολή κυρώσεων, τη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού, την άρση των περιοριστικών κανονισμών, ιδίως στους τομείς των υπηρεσιών, την αποτελεσματική εφαρμογή των διαδικασιών πτώχευσης, τη διασφάλιση κράτους δικαίου και ενός αποτελεσματικού δικαστικού συστήματος, όπου η απονομή δικαιοσύνης δεν καθυστερεί.
Η γρήγορη και αποτελεσματική ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να στοχεύει σαφώς στην περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, την εξάλειψη των περιττών και στρεβλωτικών κανονισμών και την ενίσχυση της ανεξαρτησίας των ρυθμιστικών φορέων.
Εκτός, όμως, από τα παραπάνω, απαιτείται η Ελλάδα να διευρύνει και τη βάση του συγκριτικού της πλεονεκτήματος. Η ελληνική οικονομία υστερεί σε κρίσιμους καινοτόμους και διεθνώς ανταγωνιστικούς βιομηχανικούς κλάδους, όπως και σε μεγάλες επιχειρήσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία και υψηλής εξειδίκευσης θέσεις εργασίας.
Για να επιτευχθεί, όμως, αυτό ένα ιδιαίτερα σημαντικό προαπαιτούμενο είναι οι νέες επενδύσεις.
Οι νέες επενδύσεις, επιτρέποντας την εισαγωγή νέων τεχνολογιών και διευκολύνοντας την καινοτομία μπορούν να έχουν καταλυτική επίδραση στη βελτίωση της ποιότητας των ελληνικών εξαγωγών, αυξάνοντας τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής της οικονομίας.
Παράλληλα, το περαιτέρω άνοιγμα προς τις αγορές του εξωτερικού, η συμμετοχή σε παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής και η αύξηση των εμπορικών δεσμών με χώρες και επιχειρήσεις που βρίσκονται στην αιχμή της τεχνολογίας σε παγκόσμια κλίμακα, θα έχουν ως συνέπεια την απορρόφηση νέων τεχνολογιών από τις εξαγωγικές επιχειρήσεις και τη διάχυσή τους στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, ενισχύοντας τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές της προοπτικές.
Σημαντική θετική επίδραση μπορεί επίσης να έχουν η βελτίωση των δικτύων μεταφορών και της εφοδιαστικής μέριμνας (logistics) και η αναβάθμιση των υποδομών τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής, σε συνδυασμό με τις υποδομές γνώσης και καινοτομίας, λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο που οι τεχνολογίες αυτές επηρεάζουν την παραγωγικότητα και όλες τις πτυχές της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας.
Σε κάθε περίπτωση, παρά την ανάγκη για περαιτέρω ποιοτική αναβάθμιση της παραγωγικής βάσης της χώρας, δεν θα πρέπει να υποβαθμίζουμε τη σημαντική αλλαγή και το σταδιακό μετασχηματισμό της δομής της ελληνικής οικονομίας τις τελευταίες δεκαετίες: από μια οικονομία που εξήγαγε κατά κύριο λόγο αγροτικά αγαθά, σε μία οικονομία που τώρα εξάγει κατά κύριο λόγο βιομηχανικά προϊόντα.
Αναμφίβολα, όμως, η πρόκληση σήμερα, όπως προανέφερα, είναι η περαιτέρω άνοδος των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών στην κλίμακα της τεχνολογικής εξειδίκευσης.
Με λίγα λόγια, το μεγάλο ζητούμενο είναι η περαιτέρω αναβάθμιση του εξαγωγικού προτύπου, από εξαγωγές προϊόντων χαμηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης, σε εξαγωγές μέσης και υψηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης, καθώς και η ένταξη των ελληνικών επιχειρήσεων σε διεθνείς αλυσίδες αξίας.
Η ελληνική οικονομία διαθέτει σήμερα όλες τις προϋποθέσεις προκειμένου να παράγει και να εξάγει καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες.
Είμαι αισιόδοξος ότι η σημερινή ημερίδα μπορεί να συμβάλλει τόσο στην καλύτερη κατανόηση σημαντικών προβλημάτων που απασχολούν την ελληνική οικονομία, και που σε μεγάλο βαθμό αποτελούν τροχοπέδη στην διεύρυνση της εξαγωγικής βάσης της χώρας, όσο και στην ανάδειξη πιο αποτελεσματικών τρόπων προσέγγισής τους.
Και επειδή πολλές φορές μπορούμε να αντλήσουμε πολύ χρήσιμα συμπεράσματα από τις εμπειρίες άλλων χωρών που κατάφεραν να ξεπεράσουν αντίστοιχα προβλήματα και να διακριθούν, έχουμε προσκαλέσει δύο διακεκριμένους επιστήμονες από το Ισραήλ και τη Νότια Κορέα, να μας παρουσιάσουν τις δικές τους εμπειρίες.
Οι δύο αυτές χώρες, όπως και η Ελλάδα, ξεκίνησαν από πολύ χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης αντιμετωπίζοντας πολλά προβλήματα.
Κατάφεραν, όμως, να πετύχουν ιδιαίτερα υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, στηριζόμενες κατά κύριο λόγο στην ανάδειξη κλάδων υψηλής τεχνολογίας δημιουργώντας μια σημαντική εξαγωγική βάση η οποία αποτέλεσε την ατμομηχανή της ανάπτυξής τους.
Το Ισραήλ είναι η χώρα που, μέσω της τεχνολογίας, αξιοποίησε την έρημο υπερδιπλασιάζοντας τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Η υψηλή τεχνολογία αποτελεί τη βάση της οικονομίας της, και το δικό της «Silicon Valley» υπολείπεται μόνο του αυθεντικού της Καλιφόρνιας.
Η Νότιος Κορέα χρειάστηκε μόνο μία γενιά για να μετασχηματιστεί από μία από τις πιο φτωχές χώρες στο κόσμο σε μια δυναμική και σύγχρονη οικονομία.
Η έμφαση στην ανάπτυξη κλάδων υψηλής τεχνολογίας και η στρατηγική ενίσχυσης της εξαγωγικής βάσης έχουν αναγάγει τη Νότια Κορέα στον έβδομο μεγαλύτερο εξαγωγέα παγκοσμίως, με αποτέλεσμα να έχει αναρριχηθεί στην ομάδα των 20 πιο αναπτυγμένων χωρών του κόσμου.
Περιμένουμε, λοιπόν, με μεγάλο ενδιαφέρον τις παρουσιάσεις των δύο προσκεκλημένων μας, θεωρώντας βέβαιο ότι θα μας βοηθήσουν να καταλήξουμε σε χρήσιμα συμπεράσματα, ιδιαίτερα σε θέματα οικονομικής πολιτικής.
Στο δεύτερο μέρος του συνεδρίου θα μας απασχολήσουν θέματα χρηματοδότησης των επιχειρήσεων.
Η επαρκής χρηματοδότηση των επιχειρήσεων αποτελεί το μεγάλο ζητούμενο κυρίως λόγω του ιδιαίτερα υψηλού ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων που επιβαρύνουν τις τράπεζες.
Η παρουσία ειδικών από τις μεγάλες τράπεζες της χώρας αποτελεί εχέγγυο για την εγκυρότητα της ενημέρωσης ως προς τις πρωτοβουλίες των τραπεζών για την επαρκή στήριξη των εξαγωγών, κατέληξε ο κ. Στουρνάρας.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών