Μετά από οκτώ επώδυνα χρόνια παρατεταμένης ύφεσης, που οδήγησε σε τεράστιες απώλειες εισοδήματος και απασχόλησης, η Ελλάδα σταδιακά ανακάμπτει, αλλά με πολύ αργούς ρυθμούς λαμβάνοντας υπόψη την σημαντική ώθηση που δόθηκε στην ανταγωνιστικότητα από την μείωση του κόστους παραγωγής.
Η σημερινή κυβέρνηση – μια συμμαχία της λαικιστικής αριστεράς με το δεξιό εθνικισμό – επιχειρεί να γυρίσει σελίδα εγκαταλείποντας ξεπερασμένα συνθήματα και υιοθετώντας ένα πιο σύγχρονο λόγο.
Όμως, οι μεταρρυθμίσεις είναι ανεπαρκείς και δεν εφαρμόζονται αποτελεσματικά, η λειτουργία της διοίκησης και της δικαιοσύνης χειροτερεύει ενώ οι αντι-επιχειρηματικές πολιτικές παραμένουν.
Παράλληλα, το ραγδαία μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον δημιουργεί νέες προοπτικές.
Του Γιάννου Παπαντωνίου*
Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Strategic Europe
Η νίκη του D. Trump στις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, η συνεχιζόμενη αμφισβήτηση του μεταπολεμικού εδαφικού status quo από τη Ρωσία, η απομάκρυνση της Τουρκίας από το ευρωπαικό – και δυτικό – σύστημα, το Brexit, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της νομισματικής ένωσης και η μεταναστευτική κρίση συγκροτούν ένα σύμπλεγμα προβλημάτων που απαιτούν βαθειές μεταρρυθμίσεις στην Ευρωπαική Ένωση.
Ο διάλογος στην Ευρώπη μεταφέρεται από το οικονομικό - δημοσιονομικό πεδίο, όπου επικεντρώνεται στη λιτότητα και σε πολιτικές εξόδου από την κρίση χρέους, σε ευρύτερα, περισσότερο μακροχρόνια θέματα, όπως η οικονομική ανάπτυξη, η ασφάλεια, η προστασία των συνόρων, και οι πολιτικές προώθησης της κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να συμβάλει με δυναμικό και δημιουργικό τρόπο στη νέα πολιτική ατζέντα.
Τοποθετημένη στο νοτιοανατολικό άκρο της ΕΕ, κοντά στις πηγές των μεταναστευτικών ροών, με κοινά σύνορα με μια ταραγμένη Τουρκία στο σταυροδρόμι της Ανατολής με τη Δύση και ανήκοντας ταυτόχρονα στη «Μεσογειακή Λέσχη» - που είναι κρίσιμη για τη διατήρηση γεωπολιτικής ισορροπίας στην Ένωση - εξελίσσεται σε πυλώνα σταθερότητας στην περιοχή.
Η Ελλάδα μπορεί, κατά συνέπεια, να προσβλέπει σε αρκετή διεθνή στήριξη ώστε να εξασφαλίσει ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη και να παίξει έναν ευρύτερο ρόλο, τόσο σε περιφερειακό επίπεδο όσο και μέσα στην Ευρωπαική Ένωση.
Οι πρόσφατες προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να επεκτείνουν την αμυντική συνεργασία και να ενισχύσουν τις οικονομικές σχέσεις είναι ενδεικτικές του αυξανόμενου ενδιαφέροντος για τις δυνατότητες της Ελλάδας να δράσει ως σταθεροποιητική δύναμη.
Η ευκαιρία πρέπει να ισοσταθμιστεί με την ικανότητα.
Η επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών είναι το κλειδί για την αναγκαία προσπάθεια.
Το οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον πρέπει να βελτιωθεί ριζικά ώστε να γίνει ελκυστικό για επενδυτικά κεφάλαια και νέες τεχνολογίες, που προέρχονται κυρίως από το εξωτερικό.
Χαμηλότεροι φόροι είναι αναγκαίοι και μπορούν να βοηθήσουν, αλλά δεν αρκούν.
Μείζονα ζητήματα που αφορούν την αποτελεσματικότητα, την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα των θεσμών της δημόσιας σφαίρας, κυρίως της διοίκησης και της δικαιοσύνης, πρέπει να αντιμετωπιστούν με ρηξικέλευθο τρόπο.
Η συνταγματική αναθεώρηση έχει καθυστερήσει, αλλά η αλλαγή δεν μπορεί πλέον να μετατεθεί.
Πρακτικές, γρήγορες λύσεις απαιτούνται, ιδιαίτερα για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών και του εξοπλισμού, την καθιέρωση μεθόδων σύγχρονου μάνατζμεντ, την αξιολόγηση, αναβάθμιση και ανακατανομή των ανθρώπινων πόρων και την προστασία των θεσμών από πολιτικές παρεμβάσεις.
Οι μεταρρυθμίσεις, για να είναι αποτελεσματικές, πρέπει να σχεδιαστούν από την ελληνική κυβέρνηση η οποία θα πρέπει να αναλάβει την πλήρη ευθύνη υλοποίησής τους – σε αντίθεση με ότι συνέβη στη διάρκεια της κρίσης όταν τα προγράμματα διάσωσης επιβλήθηκαν από τους δανειστές ενώ η κυβέρνηση εμφανίστηκε ότι εξαναγκάζεται να τα εφαρμόσει.
Στο διεθνές επίπεδο, η Ελλάδα πρέπει να επιβεβαιώσει την προσήλωσή της στην ευρωπαική ενοποίηση συμμετέχοντας στη νέα προσπάθεια που θέλει να αναλάβει ο Γάλλος πρόεδρος E. Macron με την στήριξη της Γερμανίας. Το εύρος των μεταρρυθμιστικών προτάσεων που θα τεθούν στο τραπέζι, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την ολοκλήρωση της οικοδόμησης της ευρωζώνης, δεν είναι ακόμα γνωστό.
Η γερμανική αποστροφή προς μια «ένωση μεταβιβάσεων» παραμένει ένα εμπόδιο.
Αποτυχία της προσπάθειας ολοκλήρωσης θα εκθέσει τη νομισματική ένωση στον κίνδυνο αποσταθεροποίησης από μελλοντικές χρηματοοικονομικές κρίσεις, οδηγώντας ενδεχομένως στη διάσπασή της.
Από την άλλη μεριά, μια ενοποιημένη ευρωζώνη μπορεί να αποξενώσει τις χώρες που δεν θα μετέχουν δημιουργώντας διαίρεση και διχόνοιες που θα υπονομεύσουν τη λειτουργία της Ένωσης.
Γι’ αυτό, πρέπει να αποφευχθούν αποκλεισμοί και να στηριχτούν οι πιο αδύναμες χώρες ώστε να συμμετάσχουν στην προσπάθεια.
Η Ελλάδα χρειάζεται τέτοια στήριξη σήμερα.
Ουσιαστική ελάφρυνση χρέους, όπως έχουν υποσχεθεί οι δανειστές, είναι απαραίτητη για την αποκατάσταση της ελληνικής πιστοληπτικής ικανότητας.
Οι υπεκφυγές της Γερμανίας στην αντιμετώπιση του ζητήματος είναι ανησυχητικές, ιδιαίτερα αν η πολιτική αβεβαιότητα που προκάλεσε το αποτέλεσμα των εκλογών οδηγήσει σε μια κυβέρνηση που θα στερείται σταθερότητας και κατεύθυνσης. Ταυτόχρονα, οι μακροχρόνιοι στόχοι για δημοσιονομικά πλεονάσματα πρέπει να περιοριστούν για να μπορέσει η ζήτηση να στηρίξει τους αναπτυξιακούς στόχους.
Για την Ελλάδα, η σημερινή συγκυρία δημιουργεί ευκαιρίες.
Απόκειται στους πολιτικούς της χώρας να τις αξιοποιήσουν.
Όμως, και οι εταίροι έχουν τη δική τους ευθύνη, για το κοινό καλό.
*Γιάννος Παπαντωνίου Πρώην υπουργός, πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής
www.bankingnews.gr
Η σημερινή κυβέρνηση – μια συμμαχία της λαικιστικής αριστεράς με το δεξιό εθνικισμό – επιχειρεί να γυρίσει σελίδα εγκαταλείποντας ξεπερασμένα συνθήματα και υιοθετώντας ένα πιο σύγχρονο λόγο.
Όμως, οι μεταρρυθμίσεις είναι ανεπαρκείς και δεν εφαρμόζονται αποτελεσματικά, η λειτουργία της διοίκησης και της δικαιοσύνης χειροτερεύει ενώ οι αντι-επιχειρηματικές πολιτικές παραμένουν.
Παράλληλα, το ραγδαία μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον δημιουργεί νέες προοπτικές.
Του Γιάννου Παπαντωνίου*
Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό Strategic Europe
Η νίκη του D. Trump στις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, η συνεχιζόμενη αμφισβήτηση του μεταπολεμικού εδαφικού status quo από τη Ρωσία, η απομάκρυνση της Τουρκίας από το ευρωπαικό – και δυτικό – σύστημα, το Brexit, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της νομισματικής ένωσης και η μεταναστευτική κρίση συγκροτούν ένα σύμπλεγμα προβλημάτων που απαιτούν βαθειές μεταρρυθμίσεις στην Ευρωπαική Ένωση.
Ο διάλογος στην Ευρώπη μεταφέρεται από το οικονομικό - δημοσιονομικό πεδίο, όπου επικεντρώνεται στη λιτότητα και σε πολιτικές εξόδου από την κρίση χρέους, σε ευρύτερα, περισσότερο μακροχρόνια θέματα, όπως η οικονομική ανάπτυξη, η ασφάλεια, η προστασία των συνόρων, και οι πολιτικές προώθησης της κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να συμβάλει με δυναμικό και δημιουργικό τρόπο στη νέα πολιτική ατζέντα.
Τοποθετημένη στο νοτιοανατολικό άκρο της ΕΕ, κοντά στις πηγές των μεταναστευτικών ροών, με κοινά σύνορα με μια ταραγμένη Τουρκία στο σταυροδρόμι της Ανατολής με τη Δύση και ανήκοντας ταυτόχρονα στη «Μεσογειακή Λέσχη» - που είναι κρίσιμη για τη διατήρηση γεωπολιτικής ισορροπίας στην Ένωση - εξελίσσεται σε πυλώνα σταθερότητας στην περιοχή.
Η Ελλάδα μπορεί, κατά συνέπεια, να προσβλέπει σε αρκετή διεθνή στήριξη ώστε να εξασφαλίσει ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη και να παίξει έναν ευρύτερο ρόλο, τόσο σε περιφερειακό επίπεδο όσο και μέσα στην Ευρωπαική Ένωση.
Οι πρόσφατες προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να επεκτείνουν την αμυντική συνεργασία και να ενισχύσουν τις οικονομικές σχέσεις είναι ενδεικτικές του αυξανόμενου ενδιαφέροντος για τις δυνατότητες της Ελλάδας να δράσει ως σταθεροποιητική δύναμη.
Η ευκαιρία πρέπει να ισοσταθμιστεί με την ικανότητα.
Η επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών είναι το κλειδί για την αναγκαία προσπάθεια.
Το οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον πρέπει να βελτιωθεί ριζικά ώστε να γίνει ελκυστικό για επενδυτικά κεφάλαια και νέες τεχνολογίες, που προέρχονται κυρίως από το εξωτερικό.
Χαμηλότεροι φόροι είναι αναγκαίοι και μπορούν να βοηθήσουν, αλλά δεν αρκούν.
Μείζονα ζητήματα που αφορούν την αποτελεσματικότητα, την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα των θεσμών της δημόσιας σφαίρας, κυρίως της διοίκησης και της δικαιοσύνης, πρέπει να αντιμετωπιστούν με ρηξικέλευθο τρόπο.
Η συνταγματική αναθεώρηση έχει καθυστερήσει, αλλά η αλλαγή δεν μπορεί πλέον να μετατεθεί.
Πρακτικές, γρήγορες λύσεις απαιτούνται, ιδιαίτερα για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών και του εξοπλισμού, την καθιέρωση μεθόδων σύγχρονου μάνατζμεντ, την αξιολόγηση, αναβάθμιση και ανακατανομή των ανθρώπινων πόρων και την προστασία των θεσμών από πολιτικές παρεμβάσεις.
Οι μεταρρυθμίσεις, για να είναι αποτελεσματικές, πρέπει να σχεδιαστούν από την ελληνική κυβέρνηση η οποία θα πρέπει να αναλάβει την πλήρη ευθύνη υλοποίησής τους – σε αντίθεση με ότι συνέβη στη διάρκεια της κρίσης όταν τα προγράμματα διάσωσης επιβλήθηκαν από τους δανειστές ενώ η κυβέρνηση εμφανίστηκε ότι εξαναγκάζεται να τα εφαρμόσει.
Στο διεθνές επίπεδο, η Ελλάδα πρέπει να επιβεβαιώσει την προσήλωσή της στην ευρωπαική ενοποίηση συμμετέχοντας στη νέα προσπάθεια που θέλει να αναλάβει ο Γάλλος πρόεδρος E. Macron με την στήριξη της Γερμανίας. Το εύρος των μεταρρυθμιστικών προτάσεων που θα τεθούν στο τραπέζι, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την ολοκλήρωση της οικοδόμησης της ευρωζώνης, δεν είναι ακόμα γνωστό.
Η γερμανική αποστροφή προς μια «ένωση μεταβιβάσεων» παραμένει ένα εμπόδιο.
Αποτυχία της προσπάθειας ολοκλήρωσης θα εκθέσει τη νομισματική ένωση στον κίνδυνο αποσταθεροποίησης από μελλοντικές χρηματοοικονομικές κρίσεις, οδηγώντας ενδεχομένως στη διάσπασή της.
Από την άλλη μεριά, μια ενοποιημένη ευρωζώνη μπορεί να αποξενώσει τις χώρες που δεν θα μετέχουν δημιουργώντας διαίρεση και διχόνοιες που θα υπονομεύσουν τη λειτουργία της Ένωσης.
Γι’ αυτό, πρέπει να αποφευχθούν αποκλεισμοί και να στηριχτούν οι πιο αδύναμες χώρες ώστε να συμμετάσχουν στην προσπάθεια.
Η Ελλάδα χρειάζεται τέτοια στήριξη σήμερα.
Ουσιαστική ελάφρυνση χρέους, όπως έχουν υποσχεθεί οι δανειστές, είναι απαραίτητη για την αποκατάσταση της ελληνικής πιστοληπτικής ικανότητας.
Οι υπεκφυγές της Γερμανίας στην αντιμετώπιση του ζητήματος είναι ανησυχητικές, ιδιαίτερα αν η πολιτική αβεβαιότητα που προκάλεσε το αποτέλεσμα των εκλογών οδηγήσει σε μια κυβέρνηση που θα στερείται σταθερότητας και κατεύθυνσης. Ταυτόχρονα, οι μακροχρόνιοι στόχοι για δημοσιονομικά πλεονάσματα πρέπει να περιοριστούν για να μπορέσει η ζήτηση να στηρίξει τους αναπτυξιακούς στόχους.
Για την Ελλάδα, η σημερινή συγκυρία δημιουργεί ευκαιρίες.
Απόκειται στους πολιτικούς της χώρας να τις αξιοποιήσουν.
Όμως, και οι εταίροι έχουν τη δική τους ευθύνη, για το κοινό καλό.
*Γιάννος Παπαντωνίου Πρώην υπουργός, πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών