Για να μειώσετε το έλλειμμα «πρέπει να εξετάσετε εκείνους τους τομείς της οικονομίας στους οποίους έχουν προσληφθεί άνθρωποι για πολιτικούς λόγους», αναφέρει ο επικεφαλής του Euro Working Group, Thomas Wieser
«Είναι ιδιαίτερα ενδεδειγμένο και πολύ πιθανό η Ελλάδα να πάρει επαρκή ελάφρυνση του χρέους» τονίζει ο επικεφαλής της ομάδας των οικονομολόγων της ευρωζώνης (Euroworking Group), Thomas Wieser, σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο ίδιος υπογραμμίζει χαρακτηριστικά ότι «το ελληνικό πολιτικό σύστημα στέκεται ως εμπόδιο στην ανάπτυξη», ενώ σημειώνει ότι «πρέπει να απαλλαγείτε από τα στοιχεία που έφεραν τις ανισορροπίες στην ελληνική οικονομία για να απαλλαγείτε από το έλλειμμα».
Ο επικεφαλής του Euro Working Group, Thomas Wieser, λίγες μέρες πριν την συνταξιοδότησή του και την αναχώρηση του από τις Βρυξέλλες για την Αυστρία, εκτιμά ότι από πολιτική και οικονομική άποψη «είναι ιδιαίτερα ενδεδειγμένο και πολύ πιθανό η Ελλάδα να πάρει επαρκή ελάφρυνση του χρέους», συμπληρώνοντας πως «όλοι γνωρίζουμε ποιες είναι οι προϋποθέσεις.
Ότι το πρόγραμμα εξελίσσεται όπως έχει προβλεφθεί και ότι θα ολοκληρωθεί ομαλά έτσι ώστε στο τέλος να υπάρξει ελάφρυνση του χρέους.
Αυτή φυσικά εξαρτάται από την ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους».
Αναφέρει ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα προκειμένου να υπάρξει ελάφρυνση του χρέους είναι ιδιαίτερα επιθυμητή για πολλούς λόγους, ενώ σε ερώτηση για το αν η όποια συμφωνία για το χρέος θα συνδέεται με συγκεκριμένα χρονικά και ποιοτικά ορόσημα, απαντά πως «εάν υπάρξει ελάφρυνση του χρέους και πιστεύω ότι υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα να γίνει κάτι τέτοιο, θα υπάρξει με την ολοκλήρωση του προγράμματος.
Ποια θα είναι η σχέση της Ελλάδας με την ευρωζώνη μετά το τέλος του προγράμματος;
Σε αυτό είναι που πολλοί στην Ελλάδα -και όχι εκτός- που προσπαθούν να βάλουν λόγια στο στόμα μου, που δεν είπα ποτέ.
Ωστοσο αυτό που είναι βέβαιο είναι πως κάθε κράτος μέλος που βγαίνει από ένα πρόγραμμα υπόκειται σε μεταμνημονιακή επιτήρηση έως ότου αποπληρωθεί το 75% του χρέους του.
Αυτό, στην περίπτωση της Ελλάδας -επειδή έχει ήδη οικονομικά ευνοϊκές συνθήκες αποπληρωμής του χρέους, το οποίο με κάποιο τρόπο οι άνθρωποι τείνουν να ξεχνούν- θα γίνει μετά από πολύ μεγάλο διάστημα.
Και λέγοντας επιτήρηση μετά το τέλος του προγράμματος εννοούμε ότι θα υπάρχει μια αυστηρή ματιά στις οικονομικές πολιτικές και στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται η οικονομία».
Ωστόσο, «μέχρι στιγμής δεν υπάρχει καμία τελική απόφαση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει αυτή η επιτήρηση μετά το πρόγραμμα.
Και δεν υπάρχει επίσης ακόμα συζήτηση για το αν αυτή η ελάφρυνση του χρέους θα εξαρτηθεί από κάτι», τονίζει και προσθέτει ότι είναι γεγονός ότι ήδη «η Ελλάδα έχει πολύ σημαντικές θετικές ρυθμίσεις ως προς την απόσβεση του δημοσίου χρεους. Αλλά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι ορισμένα μικρότερα τμήματα των μέτρων που σχετίζονται με το χρέος θα υπόκεινται σε συμφωνίες μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών.
Αυτό παραμένει προς συζήτηση».
Κληθείς να απαντήσει εάν η Ελλάδα μπορεί να χρηματοδοτήσει τον εαυτό της και το χρέος της χωρίς μια πιστωτική γραμμή από τον ΕΜΣ στο μέλλον, ο T. Wieser αναφέρει «εάν κατανοώ σωστά τη συζήτηση, είναι πρωτίστως η ελληνική κυβέρνηση που λέει ότι δεν θέλει κάτι τέτοιο.
Είναι λοιπόν σαν τα Χριστούγεννα.
Εάν κάποιος πει ότι δε θέλει χριστουγεννιάτικα δώρα τότε κανείς δεν πρόκειται να σκεφτεί να τού πάρει δώρα.
Εάν δεν υπάρχει σχετικό αίτημα, δεν το συζητούμε καν και το ερώτημα εάν θα υπάρξει συμφωνία ή όχι δεν υφίσταται καν.
Έτσι λοιπόν, δεν πρόκειται να υπάρξει καμία προληπτική πιστωτική γραμμή».
Με αφορμή την άποψη που έχει εκφράσει ότι η κύρια «ρίζα» της ελληνικής κρίσης έχει να κάνει με τη διακυβέρνηση του κράτους, υπογραμμίζει ότι κατά τον ίδιο «το ελληνικό πολιτικό σύστημα στέκεται ως εμπόδιο στην ανάπτυξη». Σύμφωνα με τον ίδιο, «όλοι οι εταίροι έμαθαν τα τελευταία δέκα χρόνια ότι η ζωή σε μια νομισματική ένωση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με τη ζωή και τις οικονομικές πολιτικές εκτός της νομισματικής ένωσης», «η μακροοικονομία είναι εξαιρετικά σημαντική όπως και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» και «στην «καρδιά» μιας οικονομίας που λειτουργεί καλά, υπάρχουν καλά οργανωμένοι θεσμοί και σωστή διακυβέρνηση.
Αν οι κοινωνικοί θεσμοί απευθύνονται σε όλους και παρέχουν ίση πρόσβαση στις πολιτικές και στις κυβερνητικές λειτουργίες, αυτό αυξάνει την εμπιστοσύνη του κάθε πολίτη στο κράτος και στη συνέχεια είναι πιο πρόθυμοι να συνεισφέρουν στο κράτος».
Εκτιμά δε, πως εάν «από την κρίση βγει μια ελληνική κοινωνία που είναι τόσο ανταγωνιστική και με πελατειακές σχέσεις όσο ήταν πριν, τότε οι επόμενες δεκαετίες θα είναι εξίσου δύσκολες.
Και αν έχει λιγότερες πελατειακές σχέσεις, αλλά περισσότερο ανταγωνιστική, τότε το μέλλον είναι λαμπρό».
Ακόμη, μιλώντας για την προηγούμενη δεκαετία, ο T. Wieser υπογραμμίζει ότι «η δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας όταν μπήκε στο ευρώ και πιο πριν ακόμη, δεν ήταν αυτή που έπρεπε», εκτιμώντας ότι τα πράγματα θα είχαν αποδειχθεί άσχημα και χωρίς την κρίση του 2008, αλλά δεν θα είχαν καταλήξει τόσο καταστροφικά.
Όπως αναφέρει, «η φοροδιαφυγή και η αύξηση των κρατικών εξόδων που οδήγησαν τότε στο έλλειμμα του 15,6% του ΑΕΠ ήταν αναμφισβήτητα η απόλυτη θρυαλλίδα», προσθέτοντας ότι «κάποιος πρέπει να ρωτήσει τους πολιτικούς εκείνης της εποχής γιατί συνέβη».
«Το εκπληκτικό για μένα είναι ότι αυτή είναι μια συζήτηση η οποία, εξ' όσων τουλάχιστον γνωρίζω, δεν έχει γίνει ακόμα στην Ελλάδα.
Έχει γίνει σε ορισμένες άλλες χώρες, αλλά όχι στην Ελλάδα», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι η κρίση ήρθε σε μια συγκυρία παγκόσμιων οικονομικών εξελίξεων, λέγοντας πως «τη λάθος στιγμή υπήρξαν λάθος εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία.
Ήταν η εποχή μιας οικονομικής απορρύθμισης, μιας πολύ κακής εποπτείας των χρηματοπιστωτικών τομέων και μιας υπερβολικά χαλαρής και επεκτατικής νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ που οδήγησαν στην τεράστια αύξηση της παγκόσμιας μόχλευσης, του παγκόσμιου χρέους και των κερδοσκοπικών ροών κεφαλαίων.
Και τότε έγινε η πτώση της Lehman Βrothers.
Αυτό έθεσε σε αμφισβήτηση τη σταθερότητα, τη ρευστότητα και την φερεγγυότητα μεγάλου μέρους του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Οι επενδυτές άρχισαν να αναρωτιούνται εάν θα πρέπει να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν τα ομόλογα, να φοβούνται ότι με την πάροδο του χρόνου ίσως κάτι κακό να συμβεί στις τράπεζες και να σκέπτονται πως, αν αυτό συμβεί, ίσως πρέπει να μεσολαβήσει το κράτος.
Και αν μεσολαβήσει το κράτος θα έπρεπε να γίνει με πολύ μεγάλα ποσά.
Αυτός ο διαβλεπόμενος κίνδυνος τους οδήγησε στην απόφαση να σταματήσουν να αγοράζουν κρατικά ομόλογα».
Κληθείς να απαντήσει γιατί κυρίως τα ελληνικά, σημείωσε πως «ήμασταν αντιμέτωποι με μια κατάσταση αναστροφής των ροών κεφαλαίων που έπληξε μερικές χώρες πολύ χειρότερα απ' ότι κάποιες άλλες.
Οι παγκόσμιοι επενδυτές είχαν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην αγορά γερμανικών ή γαλλικών ομολόγων ή άλλων, παρά στα ελληνικά.
Με δεδομένη την οικονομική πολιτική στην Ελλάδα και δεδομένης της δημοσιονομικής και χρεωστικής κατάστασης, δεν υπήρχε εμπιστοσύνη ότι η χώρα θα μπορέσει να αποπληρώσει το χρέος της.
Κόπηκαν λοιπόν οι ροές κεφαλαίων προς την Ελλάδα.
Τότε άρχισαν στις Βρυξέλλες να αναρωτιούνται τι να κάνουν.
Κάποιος άνοιξε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και επισήμανε ότι εκεί υπάρχει η «ρήτρα μη διάσωσης» (bail-out clause) του λεγόμενου 'Αρθρου 125 που προβλέπει σαφώς ότι «τα κράτη μέλη δεν πρέπει να διασώζονται».
Με άλλα λόγια η ζώνη του ευρώ δεν διέθετε κανένα οικονομικό μέσο για τέτοιες στιγμές πίεσης.
Επρεπε λοιπόν να εφεύρουμε κάτι εντελώς καινούριο.
Δεν ήταν εύκολο.
Οι οικονομολόγοι προτείναμε διάφορες λύσεις, αλλά στη συνέχεια έρχονταν κάποιοι δικηγόροι και έλεγαν, «μα, αυτό δεν το επιτρέπει η Συνθήκη, δεν μπορείτε να το κάνετε, είναι παράνομο κλπ».
Έπρεπε λοιπόν να ξεπεραστούν όλα αυτά τα πολύ σημαντικά προβλήματα ερμηνείας της Συνθήκης και των εθνικών Συνταγμάτων για να μπορέσει πραγματικά να ξεκινήσει η δημιουργία ενός μηχανισμού στήριξης.
Στην αρχή κάποιοι ήταν τόσο απόλυτοι ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό βάσει της Συνθήκης, ώστε έπρεπε εμείς οι οικονομολόγοι να οργανώσουμε κάποια κράτη-μέλη να δώσουν διμερή δάνεια στην Ελλάδα, το λεγόμενο Μηχανισμό Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης για την Ελλάδα.
Και έτσι κατά κάποιον τρόπο καταφέραμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα».
Ακόμη, ο ίδιος χαρακτηρίζει «εξαιρετικά αφελείς» τις προβλέψεις για 50 δισεκατομμύρια, έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι «επειδή το χρέος της Ελλάδας οφειλόταν σε ανεύθυνες δημοσιονομικές πολιτικές και οι δημοσιονομικές απαιτήσεις της χώρας ήταν τεράστιες, υπήρξαν κάποιες υποθέσεις στο χρηματοδοτικό τμήμα του πρώτου προγράμματος.
Πολλές από αυτές εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι ήταν εξαιρετικά αφελείς.
Όπως π.χ. ότι τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις θα έφταναν τα 50 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η εξέλιξη του χρηματοδοτικού κονδυλίου από τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο εντατικών συζητήσεων».
Περί ελλείμματος
«Είναι ανοησία να πιστεύει κάποιος ότι με δημοσιονομικό έλλειμμα κοντά στο 16% του ΑΕΠ δεν έπρεπε να γίνει ταχεία δημοσιονομική προσαρμογή», αναφέρει ο T. Wieser, ο οποίος κάνει αναφορά στο πως προέκυψε αυτό το δημοσιονομικό έλλειμμα 16% του ΑΕΠ.
Όπως τονίζει, «προέκυψε προσφέροντας σε ομάδες ειδικών συμφερόντων υπερβολικά αμοιβόμενες θέσεις εργασίας (αν και δεν είμαι σίγουρος αν ήταν δουλειές).
Κατά τον ίδιο, για να μειωθεί το έλλειμμα «πρέπει να εξετάσετε εκείνους τους τομείς της οικονομίας στους οποίους έχουν προσληφθεί άνθρωποι για πολιτικούς λόγους. Εάν κοιτάξετε τους μισθούς στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο, υπάρχουν εργαζόμενοι εξαιρετικά κακώς αμοιβόμενοι και κάποιοι άλλοι σε πολύ προστατευμένους τομείς, που ήταν εξαιρετικά υψηλόμισθοι, χωρίς άλλο λόγο παρά την πολιτική υποστήριξη. Εάν δεν το ξεφορτωθείτε όλο αυτό, ποτέ δεν θα ξεφορτωθείτε το έλλειμμα και αυτό είναι ακριβώς η σχέση ανάμεσα στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική πολιτική.
Δεν υπάρχει δημοσιονομική πολιτική που να είναι εντελώς διαχωρισμένη από τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες.
Πρέπει να απαλλαγείτε από τα στοιχεία που έφεραν τις ανισορροπίες στην ελληνική οικονομία για να απαλλαγείτε από το έλλειμμα».
www.bankingnews.gr
Ο ίδιος υπογραμμίζει χαρακτηριστικά ότι «το ελληνικό πολιτικό σύστημα στέκεται ως εμπόδιο στην ανάπτυξη», ενώ σημειώνει ότι «πρέπει να απαλλαγείτε από τα στοιχεία που έφεραν τις ανισορροπίες στην ελληνική οικονομία για να απαλλαγείτε από το έλλειμμα».
Ο επικεφαλής του Euro Working Group, Thomas Wieser, λίγες μέρες πριν την συνταξιοδότησή του και την αναχώρηση του από τις Βρυξέλλες για την Αυστρία, εκτιμά ότι από πολιτική και οικονομική άποψη «είναι ιδιαίτερα ενδεδειγμένο και πολύ πιθανό η Ελλάδα να πάρει επαρκή ελάφρυνση του χρέους», συμπληρώνοντας πως «όλοι γνωρίζουμε ποιες είναι οι προϋποθέσεις.
Ότι το πρόγραμμα εξελίσσεται όπως έχει προβλεφθεί και ότι θα ολοκληρωθεί ομαλά έτσι ώστε στο τέλος να υπάρξει ελάφρυνση του χρέους.
Αυτή φυσικά εξαρτάται από την ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους».
Αναφέρει ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα προκειμένου να υπάρξει ελάφρυνση του χρέους είναι ιδιαίτερα επιθυμητή για πολλούς λόγους, ενώ σε ερώτηση για το αν η όποια συμφωνία για το χρέος θα συνδέεται με συγκεκριμένα χρονικά και ποιοτικά ορόσημα, απαντά πως «εάν υπάρξει ελάφρυνση του χρέους και πιστεύω ότι υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα να γίνει κάτι τέτοιο, θα υπάρξει με την ολοκλήρωση του προγράμματος.
Ποια θα είναι η σχέση της Ελλάδας με την ευρωζώνη μετά το τέλος του προγράμματος;
Σε αυτό είναι που πολλοί στην Ελλάδα -και όχι εκτός- που προσπαθούν να βάλουν λόγια στο στόμα μου, που δεν είπα ποτέ.
Ωστοσο αυτό που είναι βέβαιο είναι πως κάθε κράτος μέλος που βγαίνει από ένα πρόγραμμα υπόκειται σε μεταμνημονιακή επιτήρηση έως ότου αποπληρωθεί το 75% του χρέους του.
Αυτό, στην περίπτωση της Ελλάδας -επειδή έχει ήδη οικονομικά ευνοϊκές συνθήκες αποπληρωμής του χρέους, το οποίο με κάποιο τρόπο οι άνθρωποι τείνουν να ξεχνούν- θα γίνει μετά από πολύ μεγάλο διάστημα.
Και λέγοντας επιτήρηση μετά το τέλος του προγράμματος εννοούμε ότι θα υπάρχει μια αυστηρή ματιά στις οικονομικές πολιτικές και στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται η οικονομία».
Ωστόσο, «μέχρι στιγμής δεν υπάρχει καμία τελική απόφαση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει αυτή η επιτήρηση μετά το πρόγραμμα.
Και δεν υπάρχει επίσης ακόμα συζήτηση για το αν αυτή η ελάφρυνση του χρέους θα εξαρτηθεί από κάτι», τονίζει και προσθέτει ότι είναι γεγονός ότι ήδη «η Ελλάδα έχει πολύ σημαντικές θετικές ρυθμίσεις ως προς την απόσβεση του δημοσίου χρεους. Αλλά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι ορισμένα μικρότερα τμήματα των μέτρων που σχετίζονται με το χρέος θα υπόκεινται σε συμφωνίες μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών.
Αυτό παραμένει προς συζήτηση».
Κληθείς να απαντήσει εάν η Ελλάδα μπορεί να χρηματοδοτήσει τον εαυτό της και το χρέος της χωρίς μια πιστωτική γραμμή από τον ΕΜΣ στο μέλλον, ο T. Wieser αναφέρει «εάν κατανοώ σωστά τη συζήτηση, είναι πρωτίστως η ελληνική κυβέρνηση που λέει ότι δεν θέλει κάτι τέτοιο.
Είναι λοιπόν σαν τα Χριστούγεννα.
Εάν κάποιος πει ότι δε θέλει χριστουγεννιάτικα δώρα τότε κανείς δεν πρόκειται να σκεφτεί να τού πάρει δώρα.
Εάν δεν υπάρχει σχετικό αίτημα, δεν το συζητούμε καν και το ερώτημα εάν θα υπάρξει συμφωνία ή όχι δεν υφίσταται καν.
Έτσι λοιπόν, δεν πρόκειται να υπάρξει καμία προληπτική πιστωτική γραμμή».
Με αφορμή την άποψη που έχει εκφράσει ότι η κύρια «ρίζα» της ελληνικής κρίσης έχει να κάνει με τη διακυβέρνηση του κράτους, υπογραμμίζει ότι κατά τον ίδιο «το ελληνικό πολιτικό σύστημα στέκεται ως εμπόδιο στην ανάπτυξη». Σύμφωνα με τον ίδιο, «όλοι οι εταίροι έμαθαν τα τελευταία δέκα χρόνια ότι η ζωή σε μια νομισματική ένωση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με τη ζωή και τις οικονομικές πολιτικές εκτός της νομισματικής ένωσης», «η μακροοικονομία είναι εξαιρετικά σημαντική όπως και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» και «στην «καρδιά» μιας οικονομίας που λειτουργεί καλά, υπάρχουν καλά οργανωμένοι θεσμοί και σωστή διακυβέρνηση.
Αν οι κοινωνικοί θεσμοί απευθύνονται σε όλους και παρέχουν ίση πρόσβαση στις πολιτικές και στις κυβερνητικές λειτουργίες, αυτό αυξάνει την εμπιστοσύνη του κάθε πολίτη στο κράτος και στη συνέχεια είναι πιο πρόθυμοι να συνεισφέρουν στο κράτος».
Εκτιμά δε, πως εάν «από την κρίση βγει μια ελληνική κοινωνία που είναι τόσο ανταγωνιστική και με πελατειακές σχέσεις όσο ήταν πριν, τότε οι επόμενες δεκαετίες θα είναι εξίσου δύσκολες.
Και αν έχει λιγότερες πελατειακές σχέσεις, αλλά περισσότερο ανταγωνιστική, τότε το μέλλον είναι λαμπρό».
Ακόμη, μιλώντας για την προηγούμενη δεκαετία, ο T. Wieser υπογραμμίζει ότι «η δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας όταν μπήκε στο ευρώ και πιο πριν ακόμη, δεν ήταν αυτή που έπρεπε», εκτιμώντας ότι τα πράγματα θα είχαν αποδειχθεί άσχημα και χωρίς την κρίση του 2008, αλλά δεν θα είχαν καταλήξει τόσο καταστροφικά.
Όπως αναφέρει, «η φοροδιαφυγή και η αύξηση των κρατικών εξόδων που οδήγησαν τότε στο έλλειμμα του 15,6% του ΑΕΠ ήταν αναμφισβήτητα η απόλυτη θρυαλλίδα», προσθέτοντας ότι «κάποιος πρέπει να ρωτήσει τους πολιτικούς εκείνης της εποχής γιατί συνέβη».
«Το εκπληκτικό για μένα είναι ότι αυτή είναι μια συζήτηση η οποία, εξ' όσων τουλάχιστον γνωρίζω, δεν έχει γίνει ακόμα στην Ελλάδα.
Έχει γίνει σε ορισμένες άλλες χώρες, αλλά όχι στην Ελλάδα», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι η κρίση ήρθε σε μια συγκυρία παγκόσμιων οικονομικών εξελίξεων, λέγοντας πως «τη λάθος στιγμή υπήρξαν λάθος εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία.
Ήταν η εποχή μιας οικονομικής απορρύθμισης, μιας πολύ κακής εποπτείας των χρηματοπιστωτικών τομέων και μιας υπερβολικά χαλαρής και επεκτατικής νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ που οδήγησαν στην τεράστια αύξηση της παγκόσμιας μόχλευσης, του παγκόσμιου χρέους και των κερδοσκοπικών ροών κεφαλαίων.
Και τότε έγινε η πτώση της Lehman Βrothers.
Αυτό έθεσε σε αμφισβήτηση τη σταθερότητα, τη ρευστότητα και την φερεγγυότητα μεγάλου μέρους του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Οι επενδυτές άρχισαν να αναρωτιούνται εάν θα πρέπει να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν τα ομόλογα, να φοβούνται ότι με την πάροδο του χρόνου ίσως κάτι κακό να συμβεί στις τράπεζες και να σκέπτονται πως, αν αυτό συμβεί, ίσως πρέπει να μεσολαβήσει το κράτος.
Και αν μεσολαβήσει το κράτος θα έπρεπε να γίνει με πολύ μεγάλα ποσά.
Αυτός ο διαβλεπόμενος κίνδυνος τους οδήγησε στην απόφαση να σταματήσουν να αγοράζουν κρατικά ομόλογα».
Κληθείς να απαντήσει γιατί κυρίως τα ελληνικά, σημείωσε πως «ήμασταν αντιμέτωποι με μια κατάσταση αναστροφής των ροών κεφαλαίων που έπληξε μερικές χώρες πολύ χειρότερα απ' ότι κάποιες άλλες.
Οι παγκόσμιοι επενδυτές είχαν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην αγορά γερμανικών ή γαλλικών ομολόγων ή άλλων, παρά στα ελληνικά.
Με δεδομένη την οικονομική πολιτική στην Ελλάδα και δεδομένης της δημοσιονομικής και χρεωστικής κατάστασης, δεν υπήρχε εμπιστοσύνη ότι η χώρα θα μπορέσει να αποπληρώσει το χρέος της.
Κόπηκαν λοιπόν οι ροές κεφαλαίων προς την Ελλάδα.
Τότε άρχισαν στις Βρυξέλλες να αναρωτιούνται τι να κάνουν.
Κάποιος άνοιξε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και επισήμανε ότι εκεί υπάρχει η «ρήτρα μη διάσωσης» (bail-out clause) του λεγόμενου 'Αρθρου 125 που προβλέπει σαφώς ότι «τα κράτη μέλη δεν πρέπει να διασώζονται».
Με άλλα λόγια η ζώνη του ευρώ δεν διέθετε κανένα οικονομικό μέσο για τέτοιες στιγμές πίεσης.
Επρεπε λοιπόν να εφεύρουμε κάτι εντελώς καινούριο.
Δεν ήταν εύκολο.
Οι οικονομολόγοι προτείναμε διάφορες λύσεις, αλλά στη συνέχεια έρχονταν κάποιοι δικηγόροι και έλεγαν, «μα, αυτό δεν το επιτρέπει η Συνθήκη, δεν μπορείτε να το κάνετε, είναι παράνομο κλπ».
Έπρεπε λοιπόν να ξεπεραστούν όλα αυτά τα πολύ σημαντικά προβλήματα ερμηνείας της Συνθήκης και των εθνικών Συνταγμάτων για να μπορέσει πραγματικά να ξεκινήσει η δημιουργία ενός μηχανισμού στήριξης.
Στην αρχή κάποιοι ήταν τόσο απόλυτοι ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό βάσει της Συνθήκης, ώστε έπρεπε εμείς οι οικονομολόγοι να οργανώσουμε κάποια κράτη-μέλη να δώσουν διμερή δάνεια στην Ελλάδα, το λεγόμενο Μηχανισμό Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης για την Ελλάδα.
Και έτσι κατά κάποιον τρόπο καταφέραμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα».
Ακόμη, ο ίδιος χαρακτηρίζει «εξαιρετικά αφελείς» τις προβλέψεις για 50 δισεκατομμύρια, έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι «επειδή το χρέος της Ελλάδας οφειλόταν σε ανεύθυνες δημοσιονομικές πολιτικές και οι δημοσιονομικές απαιτήσεις της χώρας ήταν τεράστιες, υπήρξαν κάποιες υποθέσεις στο χρηματοδοτικό τμήμα του πρώτου προγράμματος.
Πολλές από αυτές εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι ήταν εξαιρετικά αφελείς.
Όπως π.χ. ότι τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις θα έφταναν τα 50 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η εξέλιξη του χρηματοδοτικού κονδυλίου από τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο εντατικών συζητήσεων».
Περί ελλείμματος
«Είναι ανοησία να πιστεύει κάποιος ότι με δημοσιονομικό έλλειμμα κοντά στο 16% του ΑΕΠ δεν έπρεπε να γίνει ταχεία δημοσιονομική προσαρμογή», αναφέρει ο T. Wieser, ο οποίος κάνει αναφορά στο πως προέκυψε αυτό το δημοσιονομικό έλλειμμα 16% του ΑΕΠ.
Όπως τονίζει, «προέκυψε προσφέροντας σε ομάδες ειδικών συμφερόντων υπερβολικά αμοιβόμενες θέσεις εργασίας (αν και δεν είμαι σίγουρος αν ήταν δουλειές).
Κατά τον ίδιο, για να μειωθεί το έλλειμμα «πρέπει να εξετάσετε εκείνους τους τομείς της οικονομίας στους οποίους έχουν προσληφθεί άνθρωποι για πολιτικούς λόγους. Εάν κοιτάξετε τους μισθούς στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο, υπάρχουν εργαζόμενοι εξαιρετικά κακώς αμοιβόμενοι και κάποιοι άλλοι σε πολύ προστατευμένους τομείς, που ήταν εξαιρετικά υψηλόμισθοι, χωρίς άλλο λόγο παρά την πολιτική υποστήριξη. Εάν δεν το ξεφορτωθείτε όλο αυτό, ποτέ δεν θα ξεφορτωθείτε το έλλειμμα και αυτό είναι ακριβώς η σχέση ανάμεσα στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική πολιτική.
Δεν υπάρχει δημοσιονομική πολιτική που να είναι εντελώς διαχωρισμένη από τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες.
Πρέπει να απαλλαγείτε από τα στοιχεία που έφεραν τις ανισορροπίες στην ελληνική οικονομία για να απαλλαγείτε από το έλλειμμα».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών