Mια συνήθης λειτουργία της δημοσιονομικής πολιτικής είναι η συγκέντρωση και χρήση πόρων για τη σταθεροποίηση του οικονομικού κύκλου και την επίτευξη των αναδιανεμητικών στόχων της κυβέρνησης
Τη σημασία της δημιουργίας ενός ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος μέσω ενός συστήματος φορολογικών κινήτρων, τονίζει στην έκθεσή του για το 2017 ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Όπως τονίζεται, μια συνήθης λειτουργία της δημοσιονομικής πολιτικής είναι η συγκέντρωση και χρήση πόρων για τη σταθεροποίηση του οικονομικού κύκλου και την επίτευξη των αναδιανεμητικών στόχων της κυβέρνησης.
Με αυτή την έννοια η δημοσιονομική πολιτική συνιστά πολιτική διαχείρισης της ζήτησης.
Ωστόσο, τις περισσότερες φορές τα προβλήματα είναι βαθύτερα και ανάγονται σε δομικές ατέλειες, η θεραπεία των οποίων απαιτεί αλλαγές στη δομή και στον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας, δηλαδή διαρθρωτικές πολιτικές.
Ενδεικτικό παράδειγμα του πώς η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να καταστεί διαρθρωτική είναι οι πολιτικές προώθησης της
καινοτομίας και της τεχνολογίας μέσω καλά σχεδιασμένων μέτρων, μικροοικονομικού και μακροοικονομικού χαρακτήρα.
Τέτοια μέτρα, μεταξύ άλλων, είναι η δημιουργία ενός ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος μέσω ενός συστήματος φορολογικών κινήτρων, υπογραμμίζει η ΤτΕ.
Η παρούσα ανάλυση εξετάζει την περίπτωση της Ελλάδος και ειδικότερα τη σημασία των φοροαπαλλαγών ως εργαλείου ενθάρρυνσης της ιδιωτικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας στον τομέα της Ε&Α.
Κρατική ενίσχυση της δαπάνης του επιχειρηματικού τομέα για Ε&Α
Τα τελευταία χρόνια οι κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων χωρών έχουν εντείνει τις προσπάθειές τους να συνδράμουν μέσω της παροχής γενναιόδωρων φορολογικών κινήτρων στις επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν επενδυτικά προγράμματα Ε&Α.
Η συγκεκριμένη μορφή κρατικής ενίσχυσης αποσκοπεί στη μείωση του κόστους λειτουργίας της επιχείρησης και στην προώθηση της τεχνολογίας και της εξωστρεφούς καινοτομίας, με σεβασμό ταυτόχρονα των κανόνων του διεθνούς ανταγωνισμού.
Η προνομιακή φορολόγηση δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι επιχειρηματικές δραστηριότητες εντάσεως γνώσης συνεισφέρουν στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο και συντελούν στη μετάβαση στην “έξυπνη οικονομία”, δηλαδή στην
“οικονομία της γνώσης και της καινοτομίας”.
Σε μια τέτοια οικονομία, οι πνευματικές δεξιότητες αποτελούν κινητήριο μοχλό ανάπτυξης.
Και τούτο διότι μέσω της δαπάνης για Ε&Απαράγονται καινοτόμα προϊόντα και διαδικασίες, συντελούνται οργανωτικές αλλαγές, βελ-
τιώνεται ο τρόπος προώθησης του προϊόντος και εισάγονται νέα επιχειρηματικά μοντέλα όπως, για παράδειγμα, το ηλεκτρονικό εμπόριο, η “οικονομία διαμοιρασμού” (sharing economy), η “οικονομία peer-to-peer” (P2P) και η καινοτομία στις χρηματοπιστωτικές αγορές (πλατφόρμες επενδύσεων στο διαδίκτυο, δημιουργία αλγορίθμων συναλλαγών υψηλής ταχύτητας
και κρυπτονομίσματα).
Οι επιχειρήσεις είναι ο βασικός πρωταγωνιστής του συστήματος τεχνολογίας και καινοτομίας, αφού είναι αυτές που όχι μόνο παράγουν αλλά και μετουσιώνουν την καινοτόμο ιδέα σε οικονομική αξία και ευκαιρία απασχόλησης. Κατά συνέπεια, η πορεία και η ταχύτητα της τεχνολογικής προόδου είναι συνυφασμένες με τις κυβερνητικές πολιτικές που αφορούν τη στήριξη της δαπάνης των επιχειρήσεων για Ε&Α.
Ως εκ τούτου, στην Ελλάδα η πληροφόρηση τόσο για το ύψος όσο και για τα χαρακτηριστικά της δημόσιας χρηματοδότησης κρίνεται αναγκαία και συνιστά ασφαλή οδηγό στο σχεδιασμό της μακροπρόθεσμης αναπτυξιακής πολιτικής.
Τυπικά γνωρίσματα της επιχειρηματικής δαπάνης για Ε&Α στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα παρατηρούνται:
Πρώτον αύξηση της επιχειρηματικής δαπάνης για Ε&Α.
Μεταξύ 2006 και 2016 υπερδιπλασιάστηκε και ανήλθε το 2016 σε 0,42% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, υστερεί έναντι του μέσου όρου της ΕΕ (1,25%) και του ΟΟΣΑ (1,64%). Αναλογεί δε σε μόνο 1/3 της ακαθάριστης εγχώριας δαπάνης (33%) σε σύγκριση με 2/3 στην ΕΕ (63,6%) και τον ΟΟΣΑ (69,1%).
Δεύτερον, αλλαγή της σύνθεσης της κρατικής ενίσχυσης προς όφελος της έμμεσης χρηματοδότησης.
Τρίτον, θετική συσχέτιση της δαπάνης του επιχειρηματικού τομέα για Ε&Α με το ύψος της συνολικής κρατικής ενίσχυσης.
Η αύξηση της συνολικής χρηματοδότησης κατά 6 μονάδες βάσης του ΑΕΠ μεταξύ 2006 και 2014 φαίνεται να συνδέεται ceteris paribus με σχεδόν υπερδιπλάσια αύξηση της δαπάνης (11 μονάδες βάσης του ΑΕΠ).
Τέταρτον, σχετικά μικρό προσδοκώμενο όφελος της ελάφρυνσης, ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συγκριτικά με τις χώρες του ΟΟΣΑ.
Αν και το ύψος της ελάφρυνσης διαφέρει σημαντικά μεταξύ των χωρών, αφού εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων (μέγεθος επιχείρησης και ύψος φορολογικής υποχρέωσης), καθώς και από τα σχεδιαστικά χαρακτηριστικά του εθνικού συστήματος παροχής φορολογικού κινήτρου (τύπος κινήτρου, διάρκεια, επιλέξιμες δαπάνες, ποσοστό έκπτωσης), το ελληνικό σύστημα φοροαπαλλαγών δεν φάνηκε το 2017 να είναι αρκετά γενναιόδωρο, τουλάχιστον για τις κερδοφόρες μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ).
Δεν φάνηκε επίσης να διαφοροποιείται μεταξύ μεγάλων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Η τελική προσδοκώμενη ελάφρυνση για μία επιπλέον μονάδα δαπάνης για Ε&Α που καταβάλλει μια μικρομεσαία επιχείρηση (implicit marginal tax subsidy rate) με επαρκή κέρδη, και επομένως με φορολογική υποχρέωση, ώστε να είναι σε θέση να κάνει πλήρη χρήση του παρεχόμενου κινήτρου (βλ. τον πίνακα) ήταν γύρω στο
10% (0,11 της μονάδας του δείκτη), αρκετά μικρότερη από τη διάμεσο τιμή των χωρών του ΟΟΣΑ (0,18) και μόνο 8% για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις με ανεπαρκή κέρδη ή με ζημίες (ΟΟΣΑ=0,15).
Φορολογικά κίνητρα και αναπτυξιακές επιδόσεις στην Ελλάδα
Αυτό που έχει ίσως μεγαλύτερη σημασία για τη διασφάλιση βιώσιμου ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης είναι η απόδοση των παρεχόμενων φοροαπαλλαγών, όπως αποτυπώνεται όχι μόνο απότο ύψος της ελάφρυνσης, αλλά και από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων (π.χ. μέγεθος, τομέας δραστηριότητας).
Η πληροφόρηση αυτή είναι χρήσιμη, αφού η ζήτηση προϊόντων
Ε&Α και η κερδοφορία καθορίζουν ex post τη συνολική αξία των φοροαπαλλαγών και κατά συνέπεια προσδιορίζουν έναν ενάρετο κύκλο τεχνολογικής προόδου και αναπτυξιακής δυναμικής.
Από αυτή την άποψη, στην Ελλάδα παρατηρούνται:.
Η αξία των φοροεκπτώσεων (βλ. Διάγραμμα Α), όπως προσεγγίζεται με την αξία των εγκεκριμένων αιτημάτων, ήταν το 2014 σχεδόν διπλάσια (90 εκατ.ευρώ) σε σχέση με το 2011 (49 εκατ. ευρώ).
Η απότομη αύξηση που σημειώθηκε το 2012 ήταν το αποτέλεσμα της εφαρμογής του ν. 3908/2011, που μετέστρεψε το χαρακτήρα της κρατικής χρηματοδότησης από άμεση σε έμμεση και συνέβαλε ceteris paribus στην ταχεία αύξηση της επιχειρηματικής δαπάνης.
Όπως έχει δείξει η διεθνής εμπειρία,η δαπάνη για Ε&Α είναι εντάσεως κεφαλαίου και χαρακτηρίζεται από υψηλή συγκέντρωση σεένα σχετικά μικρό αριθμό επιχειρήσεων μεγάλου μεγέθους.
Η ελληνική εμπειρία δεν αποτελείεξαίρεση.
Το 2015, η δαπάνη για Ε&Α των επιχειρήσεων μεγάλου μεγέθους αποτελούσε τα 2/3 (67%) του συνόλου (βλ. Διάγραμμα Β). Ωστόσο, οι ΜΜΕ ήταν εκείνες που έλαβαν μεγαλύτερη κρατική ενίσχυση (2/3 της αξίας των εγκεκριμένων αιτημάτων) σε σχέση με τη συμμετοχή τους (1/3 της δαπάνης).
Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι πρόθεση της κρατικής παρέμβασης είναι εξομαλύνει τις δυσκολίες στην εύρεση χρηματοδότησης που συνήθως χαρακτηρίζουν τις ΜΜΕ και τις αποθαρρύνουν από την ανάληψη ερευνητικών επενδυτικών σχεδίων.
Ο τομέας της μεταποίησης, με μερίδιο το 2015 λιγότερο από το 1/3 της δαπάνης, κατέγραψε μεγαλύτερο αριθμό και υψηλότερη αξία εγκεκριμένων αιτημάτων το 2014 συγκριτικά με τον τομέα των υπηρεσιών, ο οποίος όμως είχε μεγαλύτερο μερίδιο (2/3) στη δαπάνη.
Η μέση αξία της φοροαπαλλαγής (“μέση υποστήριξη”), που προσεγγίζεται με το λόγο της συνολικής αξίας των εγκεκριμένων αιτημάτων προς τον αριθμό τους, ανά μέγεθος επιχείρησης και ανά τομέα δραστηριότητας, μπορεί να θεωρηθεί δείκτης αποτελεσματικότητας του συστήματος των φοροαπαλλαγών.
Tο 2014 οι μεγάλες επιχειρήσεις έλαβαν μεγαλύτερη μέση υποστήριξη (3,4 εκατ. ευρώ) από ό,τι το σύνολο της οικονομίας (1,9 εκατ. ευρώ), ένδειξη ότι η επενδυτική δραστηριότητα σε Ε&Α εξακολουθεί να αποτελεί προνόμιο των επιχειρήσεων μεγάλου μεγέθους, των οποίων η δαπάνη ήταν το 2015 διπλάσια από ό,τι η δαπάνη των ΜΜΕ (βλ. Διάγραμμα Β).
Οι τελευταίες, παρά τη μεγάλη κρατική ενίσχυση που τους εγκρίθηκε (σε όρους αξίας και αριθμού αιτημάτων), μείωσαν εν τέλει τη δαπάνη για Ε&Α.
Μπορούμε δηλαδή να υποθέσουμε ότι εάν δεν ελάμβαναν κρατική ενίσχυση, δεν θα υλοποιούσαν επενδυτικά σχέδια Ε&Α. Ελλοχεύει επομένως ο κίνδυνος της σκόπιμης διατήρησης του μικρού
μεγέθους (small business trap) για την εκμετάλλευση των ωφελειών που παρέχουν οι φοροεκπτώσεις.
Τέλος, με βάση τη διάκριση ανά τομέα δραστηριότητας, η μεταποίηση ήταν ο τομέας που έλαβε τη μεγαλύτερη κρατική ενίσχυση, με μέση υποστήριξη 2,3 εκατ. ευρώ.
Παρ’ όλα αυτά, μείωσε τη δαπάνη της, η οποία το 2015 ήταν υποδιπλάσια από τη δαπάνη του τομέα των υπηρεσιών.
Τελικές παρατηρήσεις
Δύο είναι τα βασικά συμπεράσματα της ανάλυσης:
Πρώτον, αν και η δαπάνη των επιχειρήσεων για Ε&Α σημείωσε αύξηση τα τελευταία χρόνια παρά τη δυσμενή εθνική μακροοικονομική συγκυρία, υστερεί έναντι των αντίστοιχων μεγεθών των οικονομιών της ΕΕ καιτου ΟΟΣΑ, με δυσμενείς συνέπειες για τη συνολική παραγωγικότητα και τη μακροχρόνια αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας.
Δεύτερον, το ύψος της συνολικής κρατικής χρηματοδότησης αυξήθηκε και το σχήμα της επανασχεδιάστηκε την περίοδο 2013-2014 με μεγαλύτερη έμφαση στην έμμεση χρηματοδότηση μέσω φοροαπαλλαγών, θεωρώντας τη ζήτηση των επιχειρήσεων για προϊόντα τεχνολογίας και καινοτομίας ως κύριο προσδιοριστικό παράγοντα του συστήματος των φορολογικών κινήτρων.
Ως προς την αποτελεσματικότητα αυτών των κινήτρων, παρατηρούνται διαφοροποιήσεις μεταξύ επιχειρήσεων με βάση
ορισμένα κριτήρια όπως το μέγεθος και ο τομέας δραστηριότητας. Πράγματι, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και η μεταποίηση, αν και ωφελήθηκαν περισσότερο, δεν φαίνεται εν τέλει να αύξησαν τη δραστηριότητά τους σε Ε&Α.
Για την ενίσχυση επομένως της αποτελεσματικότητας των παρεχόμενων φορολογικών κινήτρων, θα μπορούσε να εφαρμοστεί ένα πλέγμα οικονομικών κριτηρίων που, εκτός του μεγέθους της επιχείρησης και του είδους της δραστηριότητας, θα λαμβάνει υπόψη και μια σειρά από άλλους οικονομικούς δείκτες, όπως η πορεία του κύκλου εργασιών, ο αριθμός των νέων θέσεων εργασίας, καθώς και η ικανότητα διείσδυσης σε ξένες αγορές.
Κατά συνέπεια, η συγκέντρωση στατιστικών στοιχείων σε επίπεδο επιχείρησης θα επέτρεπε την ολιστική αξιολόγηση του συστήματος των φοροαπαλλαγών, δηλαδή την ποσοτικοποίηση των επιδράσεων διάχυσης της τεχνολογικής προόδου στο σύνολο της οικονομία.
www.bankingnews.gr
Όπως τονίζεται, μια συνήθης λειτουργία της δημοσιονομικής πολιτικής είναι η συγκέντρωση και χρήση πόρων για τη σταθεροποίηση του οικονομικού κύκλου και την επίτευξη των αναδιανεμητικών στόχων της κυβέρνησης.
Με αυτή την έννοια η δημοσιονομική πολιτική συνιστά πολιτική διαχείρισης της ζήτησης.
Ωστόσο, τις περισσότερες φορές τα προβλήματα είναι βαθύτερα και ανάγονται σε δομικές ατέλειες, η θεραπεία των οποίων απαιτεί αλλαγές στη δομή και στον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας, δηλαδή διαρθρωτικές πολιτικές.
Ενδεικτικό παράδειγμα του πώς η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να καταστεί διαρθρωτική είναι οι πολιτικές προώθησης της
καινοτομίας και της τεχνολογίας μέσω καλά σχεδιασμένων μέτρων, μικροοικονομικού και μακροοικονομικού χαρακτήρα.
Τέτοια μέτρα, μεταξύ άλλων, είναι η δημιουργία ενός ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος μέσω ενός συστήματος φορολογικών κινήτρων, υπογραμμίζει η ΤτΕ.
Η παρούσα ανάλυση εξετάζει την περίπτωση της Ελλάδος και ειδικότερα τη σημασία των φοροαπαλλαγών ως εργαλείου ενθάρρυνσης της ιδιωτικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας στον τομέα της Ε&Α.
Κρατική ενίσχυση της δαπάνης του επιχειρηματικού τομέα για Ε&Α
Τα τελευταία χρόνια οι κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων χωρών έχουν εντείνει τις προσπάθειές τους να συνδράμουν μέσω της παροχής γενναιόδωρων φορολογικών κινήτρων στις επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν επενδυτικά προγράμματα Ε&Α.
Η συγκεκριμένη μορφή κρατικής ενίσχυσης αποσκοπεί στη μείωση του κόστους λειτουργίας της επιχείρησης και στην προώθηση της τεχνολογίας και της εξωστρεφούς καινοτομίας, με σεβασμό ταυτόχρονα των κανόνων του διεθνούς ανταγωνισμού.
Η προνομιακή φορολόγηση δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι επιχειρηματικές δραστηριότητες εντάσεως γνώσης συνεισφέρουν στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο και συντελούν στη μετάβαση στην “έξυπνη οικονομία”, δηλαδή στην
“οικονομία της γνώσης και της καινοτομίας”.
Σε μια τέτοια οικονομία, οι πνευματικές δεξιότητες αποτελούν κινητήριο μοχλό ανάπτυξης.
Και τούτο διότι μέσω της δαπάνης για Ε&Απαράγονται καινοτόμα προϊόντα και διαδικασίες, συντελούνται οργανωτικές αλλαγές, βελ-
τιώνεται ο τρόπος προώθησης του προϊόντος και εισάγονται νέα επιχειρηματικά μοντέλα όπως, για παράδειγμα, το ηλεκτρονικό εμπόριο, η “οικονομία διαμοιρασμού” (sharing economy), η “οικονομία peer-to-peer” (P2P) και η καινοτομία στις χρηματοπιστωτικές αγορές (πλατφόρμες επενδύσεων στο διαδίκτυο, δημιουργία αλγορίθμων συναλλαγών υψηλής ταχύτητας
και κρυπτονομίσματα).
Οι επιχειρήσεις είναι ο βασικός πρωταγωνιστής του συστήματος τεχνολογίας και καινοτομίας, αφού είναι αυτές που όχι μόνο παράγουν αλλά και μετουσιώνουν την καινοτόμο ιδέα σε οικονομική αξία και ευκαιρία απασχόλησης. Κατά συνέπεια, η πορεία και η ταχύτητα της τεχνολογικής προόδου είναι συνυφασμένες με τις κυβερνητικές πολιτικές που αφορούν τη στήριξη της δαπάνης των επιχειρήσεων για Ε&Α.
Ως εκ τούτου, στην Ελλάδα η πληροφόρηση τόσο για το ύψος όσο και για τα χαρακτηριστικά της δημόσιας χρηματοδότησης κρίνεται αναγκαία και συνιστά ασφαλή οδηγό στο σχεδιασμό της μακροπρόθεσμης αναπτυξιακής πολιτικής.
Τυπικά γνωρίσματα της επιχειρηματικής δαπάνης για Ε&Α στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα παρατηρούνται:
Πρώτον αύξηση της επιχειρηματικής δαπάνης για Ε&Α.
Μεταξύ 2006 και 2016 υπερδιπλασιάστηκε και ανήλθε το 2016 σε 0,42% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, υστερεί έναντι του μέσου όρου της ΕΕ (1,25%) και του ΟΟΣΑ (1,64%). Αναλογεί δε σε μόνο 1/3 της ακαθάριστης εγχώριας δαπάνης (33%) σε σύγκριση με 2/3 στην ΕΕ (63,6%) και τον ΟΟΣΑ (69,1%).
Δεύτερον, αλλαγή της σύνθεσης της κρατικής ενίσχυσης προς όφελος της έμμεσης χρηματοδότησης.
Τρίτον, θετική συσχέτιση της δαπάνης του επιχειρηματικού τομέα για Ε&Α με το ύψος της συνολικής κρατικής ενίσχυσης.
Η αύξηση της συνολικής χρηματοδότησης κατά 6 μονάδες βάσης του ΑΕΠ μεταξύ 2006 και 2014 φαίνεται να συνδέεται ceteris paribus με σχεδόν υπερδιπλάσια αύξηση της δαπάνης (11 μονάδες βάσης του ΑΕΠ).
Τέταρτον, σχετικά μικρό προσδοκώμενο όφελος της ελάφρυνσης, ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συγκριτικά με τις χώρες του ΟΟΣΑ.
Αν και το ύψος της ελάφρυνσης διαφέρει σημαντικά μεταξύ των χωρών, αφού εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων (μέγεθος επιχείρησης και ύψος φορολογικής υποχρέωσης), καθώς και από τα σχεδιαστικά χαρακτηριστικά του εθνικού συστήματος παροχής φορολογικού κινήτρου (τύπος κινήτρου, διάρκεια, επιλέξιμες δαπάνες, ποσοστό έκπτωσης), το ελληνικό σύστημα φοροαπαλλαγών δεν φάνηκε το 2017 να είναι αρκετά γενναιόδωρο, τουλάχιστον για τις κερδοφόρες μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ).
Δεν φάνηκε επίσης να διαφοροποιείται μεταξύ μεγάλων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Η τελική προσδοκώμενη ελάφρυνση για μία επιπλέον μονάδα δαπάνης για Ε&Α που καταβάλλει μια μικρομεσαία επιχείρηση (implicit marginal tax subsidy rate) με επαρκή κέρδη, και επομένως με φορολογική υποχρέωση, ώστε να είναι σε θέση να κάνει πλήρη χρήση του παρεχόμενου κινήτρου (βλ. τον πίνακα) ήταν γύρω στο
10% (0,11 της μονάδας του δείκτη), αρκετά μικρότερη από τη διάμεσο τιμή των χωρών του ΟΟΣΑ (0,18) και μόνο 8% για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις με ανεπαρκή κέρδη ή με ζημίες (ΟΟΣΑ=0,15).
Φορολογικά κίνητρα και αναπτυξιακές επιδόσεις στην Ελλάδα
Αυτό που έχει ίσως μεγαλύτερη σημασία για τη διασφάλιση βιώσιμου ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης είναι η απόδοση των παρεχόμενων φοροαπαλλαγών, όπως αποτυπώνεται όχι μόνο απότο ύψος της ελάφρυνσης, αλλά και από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων (π.χ. μέγεθος, τομέας δραστηριότητας).
Η πληροφόρηση αυτή είναι χρήσιμη, αφού η ζήτηση προϊόντων
Ε&Α και η κερδοφορία καθορίζουν ex post τη συνολική αξία των φοροαπαλλαγών και κατά συνέπεια προσδιορίζουν έναν ενάρετο κύκλο τεχνολογικής προόδου και αναπτυξιακής δυναμικής.
Από αυτή την άποψη, στην Ελλάδα παρατηρούνται:.
Η αξία των φοροεκπτώσεων (βλ. Διάγραμμα Α), όπως προσεγγίζεται με την αξία των εγκεκριμένων αιτημάτων, ήταν το 2014 σχεδόν διπλάσια (90 εκατ.ευρώ) σε σχέση με το 2011 (49 εκατ. ευρώ).
Η απότομη αύξηση που σημειώθηκε το 2012 ήταν το αποτέλεσμα της εφαρμογής του ν. 3908/2011, που μετέστρεψε το χαρακτήρα της κρατικής χρηματοδότησης από άμεση σε έμμεση και συνέβαλε ceteris paribus στην ταχεία αύξηση της επιχειρηματικής δαπάνης.
Όπως έχει δείξει η διεθνής εμπειρία,η δαπάνη για Ε&Α είναι εντάσεως κεφαλαίου και χαρακτηρίζεται από υψηλή συγκέντρωση σεένα σχετικά μικρό αριθμό επιχειρήσεων μεγάλου μεγέθους.
Η ελληνική εμπειρία δεν αποτελείεξαίρεση.
Το 2015, η δαπάνη για Ε&Α των επιχειρήσεων μεγάλου μεγέθους αποτελούσε τα 2/3 (67%) του συνόλου (βλ. Διάγραμμα Β). Ωστόσο, οι ΜΜΕ ήταν εκείνες που έλαβαν μεγαλύτερη κρατική ενίσχυση (2/3 της αξίας των εγκεκριμένων αιτημάτων) σε σχέση με τη συμμετοχή τους (1/3 της δαπάνης).
Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι πρόθεση της κρατικής παρέμβασης είναι εξομαλύνει τις δυσκολίες στην εύρεση χρηματοδότησης που συνήθως χαρακτηρίζουν τις ΜΜΕ και τις αποθαρρύνουν από την ανάληψη ερευνητικών επενδυτικών σχεδίων.
Ο τομέας της μεταποίησης, με μερίδιο το 2015 λιγότερο από το 1/3 της δαπάνης, κατέγραψε μεγαλύτερο αριθμό και υψηλότερη αξία εγκεκριμένων αιτημάτων το 2014 συγκριτικά με τον τομέα των υπηρεσιών, ο οποίος όμως είχε μεγαλύτερο μερίδιο (2/3) στη δαπάνη.
Η μέση αξία της φοροαπαλλαγής (“μέση υποστήριξη”), που προσεγγίζεται με το λόγο της συνολικής αξίας των εγκεκριμένων αιτημάτων προς τον αριθμό τους, ανά μέγεθος επιχείρησης και ανά τομέα δραστηριότητας, μπορεί να θεωρηθεί δείκτης αποτελεσματικότητας του συστήματος των φοροαπαλλαγών.
Tο 2014 οι μεγάλες επιχειρήσεις έλαβαν μεγαλύτερη μέση υποστήριξη (3,4 εκατ. ευρώ) από ό,τι το σύνολο της οικονομίας (1,9 εκατ. ευρώ), ένδειξη ότι η επενδυτική δραστηριότητα σε Ε&Α εξακολουθεί να αποτελεί προνόμιο των επιχειρήσεων μεγάλου μεγέθους, των οποίων η δαπάνη ήταν το 2015 διπλάσια από ό,τι η δαπάνη των ΜΜΕ (βλ. Διάγραμμα Β).
Οι τελευταίες, παρά τη μεγάλη κρατική ενίσχυση που τους εγκρίθηκε (σε όρους αξίας και αριθμού αιτημάτων), μείωσαν εν τέλει τη δαπάνη για Ε&Α.
Μπορούμε δηλαδή να υποθέσουμε ότι εάν δεν ελάμβαναν κρατική ενίσχυση, δεν θα υλοποιούσαν επενδυτικά σχέδια Ε&Α. Ελλοχεύει επομένως ο κίνδυνος της σκόπιμης διατήρησης του μικρού
μεγέθους (small business trap) για την εκμετάλλευση των ωφελειών που παρέχουν οι φοροεκπτώσεις.
Τέλος, με βάση τη διάκριση ανά τομέα δραστηριότητας, η μεταποίηση ήταν ο τομέας που έλαβε τη μεγαλύτερη κρατική ενίσχυση, με μέση υποστήριξη 2,3 εκατ. ευρώ.
Παρ’ όλα αυτά, μείωσε τη δαπάνη της, η οποία το 2015 ήταν υποδιπλάσια από τη δαπάνη του τομέα των υπηρεσιών.
Τελικές παρατηρήσεις
Δύο είναι τα βασικά συμπεράσματα της ανάλυσης:
Πρώτον, αν και η δαπάνη των επιχειρήσεων για Ε&Α σημείωσε αύξηση τα τελευταία χρόνια παρά τη δυσμενή εθνική μακροοικονομική συγκυρία, υστερεί έναντι των αντίστοιχων μεγεθών των οικονομιών της ΕΕ καιτου ΟΟΣΑ, με δυσμενείς συνέπειες για τη συνολική παραγωγικότητα και τη μακροχρόνια αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας.
Δεύτερον, το ύψος της συνολικής κρατικής χρηματοδότησης αυξήθηκε και το σχήμα της επανασχεδιάστηκε την περίοδο 2013-2014 με μεγαλύτερη έμφαση στην έμμεση χρηματοδότηση μέσω φοροαπαλλαγών, θεωρώντας τη ζήτηση των επιχειρήσεων για προϊόντα τεχνολογίας και καινοτομίας ως κύριο προσδιοριστικό παράγοντα του συστήματος των φορολογικών κινήτρων.
Ως προς την αποτελεσματικότητα αυτών των κινήτρων, παρατηρούνται διαφοροποιήσεις μεταξύ επιχειρήσεων με βάση
ορισμένα κριτήρια όπως το μέγεθος και ο τομέας δραστηριότητας. Πράγματι, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και η μεταποίηση, αν και ωφελήθηκαν περισσότερο, δεν φαίνεται εν τέλει να αύξησαν τη δραστηριότητά τους σε Ε&Α.
Για την ενίσχυση επομένως της αποτελεσματικότητας των παρεχόμενων φορολογικών κινήτρων, θα μπορούσε να εφαρμοστεί ένα πλέγμα οικονομικών κριτηρίων που, εκτός του μεγέθους της επιχείρησης και του είδους της δραστηριότητας, θα λαμβάνει υπόψη και μια σειρά από άλλους οικονομικούς δείκτες, όπως η πορεία του κύκλου εργασιών, ο αριθμός των νέων θέσεων εργασίας, καθώς και η ικανότητα διείσδυσης σε ξένες αγορές.
Κατά συνέπεια, η συγκέντρωση στατιστικών στοιχείων σε επίπεδο επιχείρησης θα επέτρεπε την ολιστική αξιολόγηση του συστήματος των φοροαπαλλαγών, δηλαδή την ποσοτικοποίηση των επιδράσεων διάχυσης της τεχνολογικής προόδου στο σύνολο της οικονομία.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών