Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε τρέχουσες τιμές και ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης για το 2016 ανήλθε σε 19,9 χιλιάδες ευρώ έναντι 31,7 χιλιάδων ευρώ στην Ευρωζώνη
Το μέσο κόστος δανεισμού των ελληνικών (μη χρηματοπιστωτικών) επιχειρήσεων διαμορφώθηκε το 2017 στο 4,51% έναντι 1,76% στην Ευρωζώνη και το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων ελληνικών νοικοκυριών ανήλθε σε 2,78% έναντι 1,86% στην Ευρωζώνη.
Αυτό αναφέρει η ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το 2017, αναδεικνύοντας ένα βασικό πρόβλημα της ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Εντούτοις, όπως αναφέρεται στην έκθεση, η αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών της Ελλάδας πέρυσι συνέβαλε στην ανάπτυξη της οικονομίας της με ρυθμό 1,4%, σύμφωνα με στοιχεία της ετήσιας έκθεσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για το 2017.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, οι ακαθάριστες επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 15,7% έναντι αύξησης 3,7% στην Ευρωζώνη και οι εξαγωγές κατά 6,8% έναντι 4,9%, αντίστοιχα.
Η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε 0,1% έναντι αύξησης 1,6% στην Ευρωζώνη και οι εισαγωγές κατά 7,2% έναντι 4,4%, ενώ η δημόσια κατανάλωση μειώθηκε 1,1% έναντι αύξησης 1,2% στην Ευρωζώνη.
Συνολικά, το ΑΕΠ της Ευρωζώνης αυξήθηκε 2,3% πέρυσι.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε τρέχουσες τιμές και ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης για το 2016 (το τελευταίο έτος που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία ) ανήλθε σε 19,9 χιλιάδες ευρώ έναντι 31,7 χιλιάδων ευρώ κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη.
Το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ είχε το Λουξεμβούργο με 77,6 χιλιάδες ευρώ, ενώ το δεύτερο χαμηλότερο μετά την Ελλάδα είχε η Λετονία με 19,4 χιλιάδες ευρώ.
Σύμφωνα με την έκθεση, η απασχόληση στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 2,1% το 2017 έναντι αύξησης 1,6% στην Ευρωζώνη, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας μειώθηκε 0,8% έναντι αύξησης 0,7% στην Ευρωζώνη.
Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε 0,9% πέρυσι, όσο και στην Ευρωζώνη, ενώ η μέση αμοιβή των εργαζομένων αυξήθηκε 0,1% έναντι 1,6% στην Ευρωζώνη.
Το χρέος των ελληνικών (μη χρηματοπιστωτικών) επιχειρήσεων το 2016 ήταν χαμηλότερο από το αντίστοιχο της Ευρωζώνης (63,9% του ΑΕΠ έναντι 107,7% του ΑΕΠ), ενώ το χρέος των ελληνικών νοικοκυριών για το ίδιο έτος ήταν λίγο υψηλότερο από της Ευρωζώνης (60,7% έναντι 58,2%).
Το ποσοστό αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών το 2016 ήταν αρνητικό (-6,8% του ΑΕΠ) έναντι 12,1% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό των νοικοκυριών της Ευρωζώνης.
Η Ελλάδα είχε το 2016 πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ στο ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης έναντι ελλείμματος 1,5% που είχε η Ευρωζώνη, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα της χώρας ανήλθε στο 3,7% του ΑΕΠ έναντι 0,6% της Ευρωζώνης. «Μετά το κλείσιμο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ) για την Ελλάδα και την Πορτογαλία το 2017 και καθώς η Γαλλία αναμένεται να διορθώσει το υπερβολικό δημοσιονομικό της έλλειμμα το 2017, η Ισπανία θα είναι η μόνη χώρα της ζώνης του ευρώ που παραμένει σε καθεστώς ΔΥΕ το 2018», σημειώνει η έκθεση της ΕΚΤ.
Το μέσο κόστος δανεισμού των ελληνικών (μη χρηματοπιστωτικών) επιχειρήσεων διαμορφώθηκε το 2017 στο 4,51% έναντι 1,76% στην Ευρωζώνη και το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων ελληνικών νοικοκυριών ανήλθε σε 2,78% έναντι 1,86% στην Ευρωζώνη.
Τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις μειώθηκαν πέρυσι κατά 0,1% έναντι αύξησης 3,1% στην Ευρωζώνη. Μεγαλύτερη ήταν η μείωση των δανείων προς τα νοικοκυριά, που ανήλθε στο 1,9% έναντι αύξησης 2,9% στην Ευρωζώνη.
Ο σταθμισμένος ως προς το ΑΕΠ μέσος όρος των αποδόσεων των δεκαετών κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ διαμορφώθηκε σε 1,0% στις 29 Δεκεμβρίου 2017, παραμένοντας αμετάβλητος σε σχέση με το μέσο επίπεδο που είχε καταγραφεί τον Δεκέμβριο του 2016. «Η διαφορά αποδόσεων μεταξύ των δεκαετών κρατικών ομολόγων των επιμέρους χωρών της ζώνης του ευρώ και του γερμανικού δεκαετούς Bund μειώθηκε, ιδίως για την Πορτογαλία και την Ελλάδα, ως αποτέλεσμα της βελτίωσης της πιστοληπτικής διαβάθμισης των χωρών αυτών στη διάρκεια του 2017», σημειώνει η έκθεση.
Κίνδυνοι και ευπάθειες του χρηματοπιστωτικού συστήματος της ζώνης του ευρώ
Η ΕΚΤ παρουσιάζει την ανάλυση των συστημικών κινδύνων που διενεργεί στην εξαμηνιαία έκδοση Financial Stability Review.
Οι περισσότεροι δείκτες συστημικής πίεσης στη ζώνη του ευρώ παρέμειναν συγκρατημένοι το 2017 (βλ. Διάγραμμα 27), γεγονός που υποδηλώνει ότι η κατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας παρουσίασε θετική εξέλιξη το εξεταζόμενο έτος. Η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών στη ζώνη του ευρώ ενίσχυσε τις αγορές περιουσιακών στοιχείων και συνέβαλε στη χαμηλή μεταβλητότητα σε όλες τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων κατά τη διάρκεια του 2017.
Οι πιέσεις στον τραπεζικό τομέα της ζώνης του ευρώ παρέμειναν χαμηλές, καθώς οι επενδυτές προσδοκούσαν βελτίωση της κερδοφορίας των τραπεζών λόγω του υψηλότερου όγκου των δανείων και των υψηλότερων επιτοκιακών περιθωρίων, υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεχιζόταν η βελτίωση των προοπτικών οικονομικής ανάπτυξης και η αύξηση των επιτοκίων.
Αντίθετα, οι συστημικές πιέσεις στις αγορές κρατικών ομολόγων παρουσίασαν άνοδο στις αρχές του 2017, εν μέρει λόγω της αυξημένης πολιτικής αβεβαιότητας σε ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ.
Στη συνέχεια, τα αποτελέσματα των εκλογών σε σημαντικές χώρες της ζώνης του ευρώ περιόρισαν αυτή την αβεβαιότητα, με συνέπεια την πτώση του δείκτη πίεσης στην αγορά κρατικών ομολόγων το δεύτερο εξάμηνο του 2017.
Κατά τα λοιπά οι δείκτες συστημικής πίεσης στη ζώνη του ευρώ παρέμειναν συγκρατημένοι, παρά την ύπαρξη στοιχείων που συνεπάγονται αυξημένη γεωπολιτική αβεβαιότητα σε παγκόσμιο επίπεδο π.χ. σε σχέση με τις αυξανόμενες εντάσεις στην κορεατική χερσόνησο.
Σε αυτό το περιβάλλον εντοπίστηκαν τέσσερις βασικοί κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ κατά τη διάρκεια του 2017.
Κατ’ αρχάς, η πιθανότητα αιφνίδιας και μεγάλης ανατιμολόγησης των παγκόσμιων ασφαλίστρων κινδύνου παρέμεινε ο βασικός κίνδυνος το 2017.
Κατά τη διάρκεια του έτους σημειώθηκαν συνολικά χαμηλή μεταβλητότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές, αυξημένες αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων και συμπίεση των ασφαλίστρων κινδύνου σε ορισμένες αγορές, στοιχεία που υποδηλώνουν αυξημένη ανάληψη κινδύνων.
Ειδικότερα, στις αγορές ομολόγων οι διαφορές αποδόσεων των εκδοτών τίτλων υψηλότερου κινδύνου παρέμειναν πολύ χαμηλές, αντανακλώντας την εκτίμηση των συμμετεχόντων ότι η πιθανότητα εμφάνισης αδυναμιών ήταν μικρή.
Παρόλο που οι εξελίξεις αυτές εν μέρει συνδέονταν με τις βελτιωμένες μακροοικονομικές συνθήκες και, ως εκ τούτου, αντανακλούσαν την εξέλιξη θεμελιωδών μεγεθών, υπήρχαν αυξανόμενες ενδείξεις ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές μπορεί να μην είχαν συνειδητοποιήσει πλήρως ότι το κλίμα στις αγορές ενδέχεται να αλλάξει γρήγορα.
Ο δεύτερος βασικός κίνδυνος σχετίζεται με τις προοπτικές της κερδοφορίας των τραπεζών της ζώνης του ευρώ.
Η κερδοφορία των τραπεζών της ζώνης του ευρώ βελτιώθηκε ελαφρώς λόγω της αύξησης των εσόδων από μη τοκοφόρες εργασίες.
Ο δείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών ήταν 3,2% τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2017, έναντι 2,5% την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους.
Οι δείκτες φερεγγυότητας εξακολούθησαν επίσης να βελτιώνονται, καθώς ο ελάχιστος δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 έφθασε το 14,5% το γ΄ τρίμηνο του 2017, από 13,9% το 2016.
Τα μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κερδοφορία των τραπεζών μέσω δύο κυρίως διαύλων.
Πρώτον, το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων συμβάλλει στη συμπίεση των επιτοκιακών περιθωρίων των τραπεζών, μειώνοντας έτσι τα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών.
Δεύτερον, το αρνητικό επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ δημιουργεί άμεση επιβάρυνση στην υπερβάλλουσα ρευστότητα για το τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ συνολικά.
Ωστόσο, αυτές οι αρνητικές πτυχές μέχρι σήμερα αντισταθμίζονται εν γένει από τις θετικές επιδράσεις που έχει στην κερδοφορία των τραπεζών η ισχυρή και ευρείας βάσης οικονομική ανάπτυξη.
Ειδικότερα, το κόστος σχηματισμού προβλέψεων των τραπεζών μειώνεται όσο αναβαθμίζεται η πιστωτική ποιότητα των δανειοληπτών λόγω βελτίωσης των οικονομικών προοπτικών.
Επιπλέον, η αύξηση του όγκου των χορηγήσεων λόγω της οικονομικής ανάκαμψης, καθώς και τα κεφαλαιακά κέρδη λόγω της ανόδου των τιμών των περιουσιακών στοιχείων ενισχύουν την κερδοφορία των τραπεζών.
Τέλος, ενώ υπάρχει προς τα κάτω ακαμψία στα επιτόκια καταθέσεων λιανικής, οι καταθέσεις χονδρικής – ιδίως των μη κατοίκων – συχνά έχουν αρνητικά επιτόκια, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η καθοδική επίδραση των αρνητικών ονομαστικών επιτοκίων στα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών.
Συνολικά, η καθαρή επίδραση των μέτρων νομισματικής πολιτικής στην κερδοφορία των τραπεζών της ζώνης του ευρώ το 2014-2017 (βλ. Διάγραμμα 28) παρέμεινε περιορισμένη, αν και με μικρές διαφορές μεταξύ χωρών.
Παρά τις θετικές αυτές εξελίξεις, οι προοπτικές του τραπεζικού τομέα παρέμειναν υποτονικές.
Το γεγονός αυτό αντανακλάται και στις σχετικά χαμηλές τιμές των μετοχών της ζώνης του ευρώ – η αγοραία αξία των τραπεζών της ζώνης του ευρώ παραμένει σημαντικά χαμηλότερη από τη λογιστική αξία τους.
Οι αμφιβολίες των αγορών σχετίζονται με δύο κυρίως παράγοντες.
Πρώτον, ορισμένες διαρθρωτικές προκλήσεις συνέχισαν να επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα κόστους πολλών τραπεζών της ζώνης του ευρώ και τις δυνατότητες διαφοροποίησης των πηγών εσόδων τους.
Δεύτερον, παρόλο που πραγματοποιήθηκε σημαντική πρόοδος κατά τη διάρκεια του έτους για την αντιμετώπιση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) (βλ. Διάγραμμα 29), η πρόοδος αυτή ήταν άνιση μεταξύ τραπεζών και χωρών, καθώς κάποιες υστέρησαν.
Οι υψηλοί λόγοι μη εξυπηρετούμενων δανείων εξακολούθησαν να ασκούν πιέσεις στην κερδοφορία των τραπεζών – τόσο άμεσα με τον σχηματισμό υψηλών προβλέψεων όσο και έμμεσα, καθώς τα ΜΕΔ δεσμεύουν πόρους του ισολογισμού.
Η ΕΚΤ συνέβαλε στον δημόσιο διάλογο σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης των εναπομενουσών προκλήσεων στον τραπεζικό τομέα.
Για παράδειγμα, μια πλατφόρμα συναλλαγών για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα μπορούσε να συμβάλει στην ταχύτερη εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών.
Ομοίως, η από κοινού πραγματοποίηση επενδύσεων από τον ιδιωτικό τομέα και το Δημόσιο (τηρουμένων των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις) θα μπορούσε να μειώσει τις ασυμμετρίες πληροφόρησης μεταξύ δυνητικών αγοραστών και πωλητών μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Όσον αφορά τις διαρθρωτικές προκλήσεις, η περαιτέρω αναδιάρθρωση και ψηφιοποίηση του τραπεζικού τομέα θα μπορούσε να συμβάλει στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας κόστους.
Οι προσπάθειες μείωσης του αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων θα μπορούσαν επίσης να συμβάλουν στην αύξηση της διασυνοριακής τραπεζικής δραστηριότητας, η οποία με τη σειρά τους θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη γεωγραφική διαφοροποίηση των πηγών εσόδων.
Ιδίως οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις και εξαγορές θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ενοποίηση σε επίπεδο λιανικής τραπεζικής.
Η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, καθώς και άλλα μέτρα πολιτικής στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως η εναρμόνιση της φορολογίας και των κανόνων αφερεγγυότητας, θα ήταν χρήσιμα από αυτή την άποψη
www.bankingnews.gr
Αυτό αναφέρει η ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το 2017, αναδεικνύοντας ένα βασικό πρόβλημα της ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Εντούτοις, όπως αναφέρεται στην έκθεση, η αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών της Ελλάδας πέρυσι συνέβαλε στην ανάπτυξη της οικονομίας της με ρυθμό 1,4%, σύμφωνα με στοιχεία της ετήσιας έκθεσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για το 2017.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, οι ακαθάριστες επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 15,7% έναντι αύξησης 3,7% στην Ευρωζώνη και οι εξαγωγές κατά 6,8% έναντι 4,9%, αντίστοιχα.
Η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε 0,1% έναντι αύξησης 1,6% στην Ευρωζώνη και οι εισαγωγές κατά 7,2% έναντι 4,4%, ενώ η δημόσια κατανάλωση μειώθηκε 1,1% έναντι αύξησης 1,2% στην Ευρωζώνη.
Συνολικά, το ΑΕΠ της Ευρωζώνης αυξήθηκε 2,3% πέρυσι.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε τρέχουσες τιμές και ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης για το 2016 (το τελευταίο έτος που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία ) ανήλθε σε 19,9 χιλιάδες ευρώ έναντι 31,7 χιλιάδων ευρώ κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη.
Το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ είχε το Λουξεμβούργο με 77,6 χιλιάδες ευρώ, ενώ το δεύτερο χαμηλότερο μετά την Ελλάδα είχε η Λετονία με 19,4 χιλιάδες ευρώ.
Σύμφωνα με την έκθεση, η απασχόληση στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 2,1% το 2017 έναντι αύξησης 1,6% στην Ευρωζώνη, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας μειώθηκε 0,8% έναντι αύξησης 0,7% στην Ευρωζώνη.
Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε 0,9% πέρυσι, όσο και στην Ευρωζώνη, ενώ η μέση αμοιβή των εργαζομένων αυξήθηκε 0,1% έναντι 1,6% στην Ευρωζώνη.
Το χρέος των ελληνικών (μη χρηματοπιστωτικών) επιχειρήσεων το 2016 ήταν χαμηλότερο από το αντίστοιχο της Ευρωζώνης (63,9% του ΑΕΠ έναντι 107,7% του ΑΕΠ), ενώ το χρέος των ελληνικών νοικοκυριών για το ίδιο έτος ήταν λίγο υψηλότερο από της Ευρωζώνης (60,7% έναντι 58,2%).
Το ποσοστό αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών το 2016 ήταν αρνητικό (-6,8% του ΑΕΠ) έναντι 12,1% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό των νοικοκυριών της Ευρωζώνης.
Η Ελλάδα είχε το 2016 πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ στο ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης έναντι ελλείμματος 1,5% που είχε η Ευρωζώνη, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα της χώρας ανήλθε στο 3,7% του ΑΕΠ έναντι 0,6% της Ευρωζώνης. «Μετά το κλείσιμο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ) για την Ελλάδα και την Πορτογαλία το 2017 και καθώς η Γαλλία αναμένεται να διορθώσει το υπερβολικό δημοσιονομικό της έλλειμμα το 2017, η Ισπανία θα είναι η μόνη χώρα της ζώνης του ευρώ που παραμένει σε καθεστώς ΔΥΕ το 2018», σημειώνει η έκθεση της ΕΚΤ.
Το μέσο κόστος δανεισμού των ελληνικών (μη χρηματοπιστωτικών) επιχειρήσεων διαμορφώθηκε το 2017 στο 4,51% έναντι 1,76% στην Ευρωζώνη και το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων ελληνικών νοικοκυριών ανήλθε σε 2,78% έναντι 1,86% στην Ευρωζώνη.
Τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις μειώθηκαν πέρυσι κατά 0,1% έναντι αύξησης 3,1% στην Ευρωζώνη. Μεγαλύτερη ήταν η μείωση των δανείων προς τα νοικοκυριά, που ανήλθε στο 1,9% έναντι αύξησης 2,9% στην Ευρωζώνη.
Ο σταθμισμένος ως προς το ΑΕΠ μέσος όρος των αποδόσεων των δεκαετών κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ διαμορφώθηκε σε 1,0% στις 29 Δεκεμβρίου 2017, παραμένοντας αμετάβλητος σε σχέση με το μέσο επίπεδο που είχε καταγραφεί τον Δεκέμβριο του 2016. «Η διαφορά αποδόσεων μεταξύ των δεκαετών κρατικών ομολόγων των επιμέρους χωρών της ζώνης του ευρώ και του γερμανικού δεκαετούς Bund μειώθηκε, ιδίως για την Πορτογαλία και την Ελλάδα, ως αποτέλεσμα της βελτίωσης της πιστοληπτικής διαβάθμισης των χωρών αυτών στη διάρκεια του 2017», σημειώνει η έκθεση.
Κίνδυνοι και ευπάθειες του χρηματοπιστωτικού συστήματος της ζώνης του ευρώ
Η ΕΚΤ παρουσιάζει την ανάλυση των συστημικών κινδύνων που διενεργεί στην εξαμηνιαία έκδοση Financial Stability Review.
Οι περισσότεροι δείκτες συστημικής πίεσης στη ζώνη του ευρώ παρέμειναν συγκρατημένοι το 2017 (βλ. Διάγραμμα 27), γεγονός που υποδηλώνει ότι η κατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας παρουσίασε θετική εξέλιξη το εξεταζόμενο έτος. Η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών στη ζώνη του ευρώ ενίσχυσε τις αγορές περιουσιακών στοιχείων και συνέβαλε στη χαμηλή μεταβλητότητα σε όλες τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων κατά τη διάρκεια του 2017.
Οι πιέσεις στον τραπεζικό τομέα της ζώνης του ευρώ παρέμειναν χαμηλές, καθώς οι επενδυτές προσδοκούσαν βελτίωση της κερδοφορίας των τραπεζών λόγω του υψηλότερου όγκου των δανείων και των υψηλότερων επιτοκιακών περιθωρίων, υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεχιζόταν η βελτίωση των προοπτικών οικονομικής ανάπτυξης και η αύξηση των επιτοκίων.
Αντίθετα, οι συστημικές πιέσεις στις αγορές κρατικών ομολόγων παρουσίασαν άνοδο στις αρχές του 2017, εν μέρει λόγω της αυξημένης πολιτικής αβεβαιότητας σε ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ.
Στη συνέχεια, τα αποτελέσματα των εκλογών σε σημαντικές χώρες της ζώνης του ευρώ περιόρισαν αυτή την αβεβαιότητα, με συνέπεια την πτώση του δείκτη πίεσης στην αγορά κρατικών ομολόγων το δεύτερο εξάμηνο του 2017.
Κατά τα λοιπά οι δείκτες συστημικής πίεσης στη ζώνη του ευρώ παρέμειναν συγκρατημένοι, παρά την ύπαρξη στοιχείων που συνεπάγονται αυξημένη γεωπολιτική αβεβαιότητα σε παγκόσμιο επίπεδο π.χ. σε σχέση με τις αυξανόμενες εντάσεις στην κορεατική χερσόνησο.
Σε αυτό το περιβάλλον εντοπίστηκαν τέσσερις βασικοί κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ κατά τη διάρκεια του 2017.
Κατ’ αρχάς, η πιθανότητα αιφνίδιας και μεγάλης ανατιμολόγησης των παγκόσμιων ασφαλίστρων κινδύνου παρέμεινε ο βασικός κίνδυνος το 2017.
Κατά τη διάρκεια του έτους σημειώθηκαν συνολικά χαμηλή μεταβλητότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές, αυξημένες αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων και συμπίεση των ασφαλίστρων κινδύνου σε ορισμένες αγορές, στοιχεία που υποδηλώνουν αυξημένη ανάληψη κινδύνων.
Ειδικότερα, στις αγορές ομολόγων οι διαφορές αποδόσεων των εκδοτών τίτλων υψηλότερου κινδύνου παρέμειναν πολύ χαμηλές, αντανακλώντας την εκτίμηση των συμμετεχόντων ότι η πιθανότητα εμφάνισης αδυναμιών ήταν μικρή.
Παρόλο που οι εξελίξεις αυτές εν μέρει συνδέονταν με τις βελτιωμένες μακροοικονομικές συνθήκες και, ως εκ τούτου, αντανακλούσαν την εξέλιξη θεμελιωδών μεγεθών, υπήρχαν αυξανόμενες ενδείξεις ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές μπορεί να μην είχαν συνειδητοποιήσει πλήρως ότι το κλίμα στις αγορές ενδέχεται να αλλάξει γρήγορα.
Ο δεύτερος βασικός κίνδυνος σχετίζεται με τις προοπτικές της κερδοφορίας των τραπεζών της ζώνης του ευρώ.
Η κερδοφορία των τραπεζών της ζώνης του ευρώ βελτιώθηκε ελαφρώς λόγω της αύξησης των εσόδων από μη τοκοφόρες εργασίες.
Ο δείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών ήταν 3,2% τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2017, έναντι 2,5% την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους.
Οι δείκτες φερεγγυότητας εξακολούθησαν επίσης να βελτιώνονται, καθώς ο ελάχιστος δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 έφθασε το 14,5% το γ΄ τρίμηνο του 2017, από 13,9% το 2016.
Τα μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κερδοφορία των τραπεζών μέσω δύο κυρίως διαύλων.
Πρώτον, το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων συμβάλλει στη συμπίεση των επιτοκιακών περιθωρίων των τραπεζών, μειώνοντας έτσι τα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών.
Δεύτερον, το αρνητικό επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ δημιουργεί άμεση επιβάρυνση στην υπερβάλλουσα ρευστότητα για το τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ συνολικά.
Ωστόσο, αυτές οι αρνητικές πτυχές μέχρι σήμερα αντισταθμίζονται εν γένει από τις θετικές επιδράσεις που έχει στην κερδοφορία των τραπεζών η ισχυρή και ευρείας βάσης οικονομική ανάπτυξη.
Ειδικότερα, το κόστος σχηματισμού προβλέψεων των τραπεζών μειώνεται όσο αναβαθμίζεται η πιστωτική ποιότητα των δανειοληπτών λόγω βελτίωσης των οικονομικών προοπτικών.
Επιπλέον, η αύξηση του όγκου των χορηγήσεων λόγω της οικονομικής ανάκαμψης, καθώς και τα κεφαλαιακά κέρδη λόγω της ανόδου των τιμών των περιουσιακών στοιχείων ενισχύουν την κερδοφορία των τραπεζών.
Τέλος, ενώ υπάρχει προς τα κάτω ακαμψία στα επιτόκια καταθέσεων λιανικής, οι καταθέσεις χονδρικής – ιδίως των μη κατοίκων – συχνά έχουν αρνητικά επιτόκια, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η καθοδική επίδραση των αρνητικών ονομαστικών επιτοκίων στα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών.
Συνολικά, η καθαρή επίδραση των μέτρων νομισματικής πολιτικής στην κερδοφορία των τραπεζών της ζώνης του ευρώ το 2014-2017 (βλ. Διάγραμμα 28) παρέμεινε περιορισμένη, αν και με μικρές διαφορές μεταξύ χωρών.
Παρά τις θετικές αυτές εξελίξεις, οι προοπτικές του τραπεζικού τομέα παρέμειναν υποτονικές.
Το γεγονός αυτό αντανακλάται και στις σχετικά χαμηλές τιμές των μετοχών της ζώνης του ευρώ – η αγοραία αξία των τραπεζών της ζώνης του ευρώ παραμένει σημαντικά χαμηλότερη από τη λογιστική αξία τους.
Οι αμφιβολίες των αγορών σχετίζονται με δύο κυρίως παράγοντες.
Πρώτον, ορισμένες διαρθρωτικές προκλήσεις συνέχισαν να επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα κόστους πολλών τραπεζών της ζώνης του ευρώ και τις δυνατότητες διαφοροποίησης των πηγών εσόδων τους.
Δεύτερον, παρόλο που πραγματοποιήθηκε σημαντική πρόοδος κατά τη διάρκεια του έτους για την αντιμετώπιση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) (βλ. Διάγραμμα 29), η πρόοδος αυτή ήταν άνιση μεταξύ τραπεζών και χωρών, καθώς κάποιες υστέρησαν.
Οι υψηλοί λόγοι μη εξυπηρετούμενων δανείων εξακολούθησαν να ασκούν πιέσεις στην κερδοφορία των τραπεζών – τόσο άμεσα με τον σχηματισμό υψηλών προβλέψεων όσο και έμμεσα, καθώς τα ΜΕΔ δεσμεύουν πόρους του ισολογισμού.
Η ΕΚΤ συνέβαλε στον δημόσιο διάλογο σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης των εναπομενουσών προκλήσεων στον τραπεζικό τομέα.
Για παράδειγμα, μια πλατφόρμα συναλλαγών για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα μπορούσε να συμβάλει στην ταχύτερη εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών.
Ομοίως, η από κοινού πραγματοποίηση επενδύσεων από τον ιδιωτικό τομέα και το Δημόσιο (τηρουμένων των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις) θα μπορούσε να μειώσει τις ασυμμετρίες πληροφόρησης μεταξύ δυνητικών αγοραστών και πωλητών μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Όσον αφορά τις διαρθρωτικές προκλήσεις, η περαιτέρω αναδιάρθρωση και ψηφιοποίηση του τραπεζικού τομέα θα μπορούσε να συμβάλει στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας κόστους.
Οι προσπάθειες μείωσης του αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων θα μπορούσαν επίσης να συμβάλουν στην αύξηση της διασυνοριακής τραπεζικής δραστηριότητας, η οποία με τη σειρά τους θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη γεωγραφική διαφοροποίηση των πηγών εσόδων.
Ιδίως οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις και εξαγορές θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ενοποίηση σε επίπεδο λιανικής τραπεζικής.
Η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, καθώς και άλλα μέτρα πολιτικής στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως η εναρμόνιση της φορολογίας και των κανόνων αφερεγγυότητας, θα ήταν χρήσιμα από αυτή την άποψη
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών