Τελευταία Νέα
Οικονομία

Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Πρόβλημα για την οικονομία τα NPLs – Προσοχή στην πολύ επιθετική δημοσιονομική πολιτική

tags :
Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Πρόβλημα για την οικονομία τα NPLs – Προσοχή στην πολύ επιθετική δημοσιονομική πολιτική
Με όχι και τόσο ρόδινα χρώματα περιγράφει την κατάσταση στην ελληνική οικονομία στην έκθεσή του για το α’ τρίμηνο το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής
Την ανάγκη διασφάλισης ευρύτερης πολιτικής συναίνεσης στην οικονομία, προκειμένου να υπάρξει κοινή γραμμή μετά το τέλος του προγράμματος στήριξης, ζητά το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, σε έκθεσή του για το α’ τρίμηνο του 2018.
Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη έκθεση που εκδίδεται με Συντονιστή τον πρώην Γενικό Γραμματέα του Γενικού Λογιστηρίου, καθ. Φραγκίσκο Κουτεντάκη.
Στην έκθεση αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «από πλευράς των επίσημων δανειστών, το κρίσιμο ζητούμενο είναι ένα αποτελεσματικό σύστημα κινήτρων που θα εξασφαλίζει την υπεύθυνη στάση των μελλοντικών κυβερνήσεων.
Εδώ αναμένεται να χρησιμοποιηθεί η ρύθμιση του χρέους υπό συνθήκες που θα αξιολογούνται σε βάθος χρόνου.
Ωστόσο, τα μέτρα ελάφρυνσης που θα αποφασιστούν θα πρέπει να συμβάλλουν στη μελλοντική σταθερότητα και να μην χαρακτηρίζονται από αιρεσιμότητα – καθώς κάτι τέτοιο καθιστά δύσκολη την εκτίμηση των χρηματοδοτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας  και θα καταστήσει δαπανηρότερη την αποκατάσταση της κανονικής χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου από τις ιδιωτικές αγορές, δηλαδή τον τελικό σκοπό του όλου εγχειρήματος».
Προστίθεται ακόμη πως «η ολοκλήρωση του προγράμματος και η εξάλειψη των εξωτερικών ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας υπήρξε το αποτέλεσμα μεταρρυθμίσεων και προσπαθειών διαδοχικών κυβερνήσεων τα τελευταία οκτώ χρόνια και σημαντικών επιβαρύνσεων για τους πολίτες της χώρας.
Ωστόσο, η αποκατάσταση της μακροοικονομικής και δημοσιονομικής ισορροπίας δεν συνεπάγεται το τέλος της προσπάθειας ούτε υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού».


Το Γραφείο Προϋπολογισμού τάσσεται υπέρ της ταχείας ολοκλήρωσης της 4ης αξιολόγησης, μετά το πέρας της οποίας θα υπάρξει ο καθορισμός και του πλαισίου εποπτείας της χώρας στη μετά-μνημονιακή περίοδο.
Κατά τους συγγραφείς της έκθεσης «θα χρειαστεί ένα στρατηγικό σχέδιο μακράς πνοής που εκ των πραγμάτων θα υπερβαίνει τη θητεία μιας κυβέρνησης. Συνεπώς, τα βασικά του στοιχεία θα πρέπει να τεθούν σε δημόσιο διάλογο προκειμένου να εξασφαλιστεί μια ελάχιστη συναίνεση».
 Ειδική αναφορά γίνεται τόσο στο χρέος του δημοσίου όσο και σε αυτά των πολιτικών αλλά και στην κάθετη πτώση των εισοδημάτων των Ελλήνων.
Μάλιστα στην έκθεση σημειώνεται ότι κάθε ένας από τους επιμέρους τομείς της ελληνικής οικονομίας αντιμετωπίζει τις δικές του ανοικτές απαιτήσεις και υποχρεώσεις:

1. Το ελληνικό κράτος έχει ένα υψηλό δημόσιο χρέος περίπου 330 δισ. ευρώ.
 
2. Οι εγχώριες επιχειρήσεις και νοικοκυριά, έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές περίπου 130 δισ. ευρώ προς το ελληνικό δημόσιο (φορολογικές αρχές και ασφαλιστικά ταμεία) και άλλα 95 δισ. ευρώ στις τράπεζες από μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Αυτό το τελευταίο σημαίνει ότι τα μισά περίπου δάνεια των τραπεζών δεν εξυπηρετούνται, την ίδια ώρα που οι καταθέσεις τους έχουν συρρικνωθεί σημαντικά σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο, τονίζουν οι συντάκτες της Εκθέσεως.
 
3.  Επιπλέον «πρόβλημα είναι η ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, δηλαδή του εργατικού δυναμικού που απασχολείται ή είναι διατεθειμένο να απασχοληθεί ως βασικός συντελεστής στην εγχώρια παραγωγική διαδικασία.
Αυτή η υποβάθμιση είναι συνέπεια αφενός της απώλειας εργασιακών δεξιοτήτων που υφίστανται οι μακροχρόνια άνεργοι και αφετέρου της μετανάστευσης ειδικευμένης εργασίας στο εξωτερικό» τονίζεται.

Παράλληλα, διαπιστώνονται κίνδυνοι που συνδέονται με το εξωτερικό περιβάλλον και ειδικότερα με: πιθανή αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης, ενδεχόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας λόγω, μεταξύ άλλων, του αυξανόμενου προστατευτισμού, ενδεχόμενων αναταράξεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου από μια ταχύτερη του αναμενομένου εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής στις αναπτυγμένες οικονομίες.
Επίσης «η συνέχιση της ανοδικής πορείας των επενδύσεων απαιτεί – εκτός από τις θετικές προσδοκίες – τη βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, πράγμα που με τη σειρά του προϋποθέτει την αντιμετώπιση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων που επιβαρύνουν το τραπεζικό σύστημα».
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην Έκθεση για το υπέρ-πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού: «η καλύτερη του αναμενομένου πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών για τρίτο συνεχόμενο έτος αποτελεί θετικό μήνυμα για τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας.
Η εξάλειψη των μεγάλων πρωτογενών ελλειμμάτων ήταν άλλωστε και ο κεντρικός στόχος του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και τα στοιχεία δείχνουν ότι ο στόχος έχει επιτευχθεί με διατηρήσιμο τρόπο» υποστηρίζουν οι συντάκτες της Έκθεσης.
Ωστόσο «το άμεσο αποτέλεσμα της  δημοσιονομικής προσαρμογής ήταν η αφαίρεση πόρων από την ιδιωτική οικονομία».
Παρόλα αυτά συνέβαλε, η βελτίωση της εμπιστοσύνης που προκάλεσε συνεισέφερε στην επικράτηση γενικότερων συνθηκών ομαλότητας που ωφέλησε εμμέσως και την ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα.
Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η δημοσιονομική σταθεροποίηση είχε σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος για τους πολίτες της χώρας.
Εξ ορισμού, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα δείχνει το καθαρό αποτέλεσμα των συναλλαγών της γενικής κυβέρνησης με τον ιδιωτικό τομέα (κυρίως τον εγχώριο).
Με άλλα λόγια, όσο υψηλότερο το πρωτογενές πλεόνασμα τόσο περισσότεροι οι πόροι που αφαιρούνται από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
Συνεπώς, η επίτευξη υψηλότερων πλεονασμάτων από τους στόχους του προγράμματος ισοδυναμεί με την υιοθέτηση υπέρ του δέοντος περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής.

Μη εξυπηρετούμενα δάνεια

Στην έκθεση τονίζεται ότι μία από τις πιο σημαντικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης ήταν η μεγάλη αύξηση της αδυναμίας εξυπηρέτησης δανείων από τους οφειλέτες.
Σύμφωνα με τις Εκθέσεις για τους επιχειρησιακούς στόχους μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος Απριλίου 2017 και Μαρτίου 2018, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (εξαιρώντας τα στοιχεία εκτός ισολογισμού και ενήμερα δάνεια δημοσίου) στο τέλος του 2017 ήταν 94,4 δισ. ευρώ ή 48,6% των συνολικών ανοιγμάτων, μειωμένα κατά 10,4 δισ. σε σύγκριση με το 2016 (104,8 δις ευρώ ή 50% των συνολικών ανοιγμάτων).
Η μείωση του 2017 αφορούσε τα καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια, σε αντίθεση με τα στεγαστικά που έμειναν σχεδόν στάσιμα με οριακή αύξηση.
Για το 2018 ο στόχος προβλέπει περαιτέρω μείωση στα 81,5 δις ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε πρόσφατα αναλυτική μελέτη για το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και κατέθεσε μια σειρά από συστάσεις στα κράτη-μέλη για την αποτελεσματικότερη διαχείρισή τους.
Μεταξύ άλλων προτείνεται η απευθείας αφαίρεση από τα ίδια κεφάλαια των τραπεζών των μελλοντικών ζημιών από μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (στα νέα δάνεια), η ταχύτερη εξωδικαστική εκποίηση των εξασφαλίσεων των μη εξυπηρετούμενων δανείων (με εξαίρεση την πρώτη κατοικία) και η ανάπτυξη των δευτερογενών αγορών δανείων σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Τέλος, γίνεται ιδιαίτερος λόγος στη δημιουργία εθνικών Εταιριών Διαχείρισης Δανείων (Asset Management Companies – AMCs) για όσα κράτη-μέλη επιθυμούν και παρουσιάζεται ένα γενικό πλαίσιο στηριζόμενο στις καλές πρακτικές των αντίστοιχων υφιστάμενων εταιριών.
Η δημιουργία εθνικής Εταιρίας Διαχείρισης Δανείων (bad bank στην καθομιλουμένη) στην Ελλάδα έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος το τελευταίο διάστημα (βλ. Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος του Φεβρουαρίου του 2018, σελ.26). Παρόμοιο εγχείρημα έχει ήδη ξεκινήσει στην Κύπρο, μια χώρα με επίσης σημαντικό πρόβλημα μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ένα βασικό πλεονέκτημα της Εταιρίας Διαχείρισης Δανείων είναι ο ομοιόμορφος τρόπος αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων για όλες τις τράπεζες χωρίς να παραβιάζεται η νομοθεσία της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις.
Επιπλέον, η ύπαρξη μιας τέτοιας Εταιρίας θα ενισχύσει τον ανταγωνισμό στην τιμολόγηση των κακών δανείων σε σχέση με τις ήδη υπάρχουσες εταιρίες (funds) ενώ ενδέχεται να αυξήσει και την ζήτηση στη δευτερογενή αγορά δανείων.
Ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης των μη εξυπηρετούμενων οφειλών προς τις τράπεζες και το δημόσιο θεσμοθετήθηκε με τον 4469/2017 και ξεκίνησε να εφαρμόζεται στις 3 Αυγούστου 2017.
Σύμφωνα με την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, μέχρι τις 27 Απριλίου 2018 είχαν ξεκινήσει 30.445 αιτήσεις από επιχειρήσεις και 10.863 από ελεύθερους επαγγελματίες.
Ωστόσο, μόνο 875 επιχειρήσεις και 787 ελεύθεροι επαγγελματίες είχαν ολοκληρώσει την υποβολή της αίτησης.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η διαδικασία κινείται με αργούς ρυθμούς και ενδεχομένως θα πρέπει να επανεξεταστεί το πλαίσιο προς την κατεύθυνση της απλοποίησής του.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης