«Βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου είναι η διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας», σύμφωνα με τον Φ. Κουτεντάκη
Η ανάκαμψη της οικονομίας «είναι εύθραυστη και θα πρέπει να προστατευθεί αποφεύγοντας ενέργειες που δημιουργούν αβεβαιότητες», δηλώνει ο Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, Φρ. Κουτεντάκης, ο οποίος υπογραμμίζει ότι «η τέταρτη αξιολόγηση και η ρύθμιση για το χρέος πρέπει να ολοκληρωθούν χωρίς καθυστερήσεις».
Όπως αναφέρει ο κ. Κουτεντάκης σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η ελληνική οικονομία φαίνεται να ανακάμπτει, όπως δείχνουν το ΑΕΠ, η απασχόληση και άλλες οικονομικές μεταβλητές,
Κατά τον ίδιο, «βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου είναι η διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας».
Αναφερόμενος στην κρίση της ελληνικής οικονομίας σημειώνει πως «η διαδικασία προσαρμογής ήταν οδυνηρή αλλά οι μεταρρυθμίσεις του πλαισίου δημοσιονομικής διαχείρισης ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση και πρέπει να διατηρηθούν».
Όπως ανέφερε «δεν οδηγηθήκαμε στην κρίση επειδή το κράτος ξόδευε πολλά, αλλά επειδή εισέπραττε λίγα.
Συνεπώς, ήταν μάλλον αυτονόητο η δημοσιονομική προσαρμογή να στηριχθεί περισσότερο στα έσοδα και λιγότερο στις δαπάνες ».
Ακόμη, ο κ. Κουτεντάκης επαναφέρει την πρόταση για ελάχιστη συναίνεση των πολιτικών κομμάτων και των κοινωνικών φορέων για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ελληνικής οικονομίας που διατύπωσε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή με την τριμηνιαία έκθεσή του.
Μεταξύ των προκλήσεων που έχουν μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα είναι το υψηλό δημόσιο χρέος, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των ιδιωτών προς το δημόσιο, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια προς τις τράπεζες, αλλά και η συρρίκνωση του φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου.
Σύμφωνα με τον κ. Κουτεντάκη, «η αντιμετώπισή τους απαιτεί μακροχρόνιο σχεδιασμό που δεν θα λειτουργήσει αν ανατρέπεται με κάθε κυβερνητική αλλαγή». Συνεπώς, «απαιτείται μια ελάχιστη συναίνεση για τις γενικές κατευθύνσεις».
Σχετικά με τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, αν και αναφέρει ότι το ακριβές ύψος τους μπορεί να πρέπει να συζητηθεί, προσθέτει ότι «είναι μια αναγκαιότητα που υπαγορεύεται από τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.
Συνεπώς δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια μείωσής τους».
Κατά τον ίδιο, «ακόμη και με δεδομένους τους υψηλούς στόχους πλεονασμάτων φαίνεται να υπάρχει δημοσιονομικός χώρος που επιτρέπει τη μείωση κάποιων φορολογικών συντελεστών είτε την επέκταση της κοινωνικής προστασίας είτε και τη βελτίωση των δημοσίων υπηρεσιών» και μάλιστα, «η κατανομή αυτού του δημοσιονομικού χώρου και η επακόλουθη διαμόρφωση του μίγματος είναι θέμα πολιτικής επιλογής».
Αναφορικά με την κριτική που ασκήθηκε πως η πρόσφατη έκθεσή του δεν αναφέρεται στην πιστοληπτική γραμμή, ούτε στην υπερφορολόγηση, τόνισε πως «σκοπός της έκθεσης δεν είναι η δημιουργία εντυπώσεων και ειδήσεων, αλλά η αναλυτική παρουσίαση της ελληνικής οικονομίας, όπου κάθε διαπίστωση τεκμηριώνεται από επίσημα στοιχεία με πίνακες, διαγράμματα και παραπομπές στις αντίστοιχες πηγές».
www.bankingnews.gr
Όπως αναφέρει ο κ. Κουτεντάκης σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η ελληνική οικονομία φαίνεται να ανακάμπτει, όπως δείχνουν το ΑΕΠ, η απασχόληση και άλλες οικονομικές μεταβλητές,
Κατά τον ίδιο, «βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου είναι η διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας».
Αναφερόμενος στην κρίση της ελληνικής οικονομίας σημειώνει πως «η διαδικασία προσαρμογής ήταν οδυνηρή αλλά οι μεταρρυθμίσεις του πλαισίου δημοσιονομικής διαχείρισης ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση και πρέπει να διατηρηθούν».
Όπως ανέφερε «δεν οδηγηθήκαμε στην κρίση επειδή το κράτος ξόδευε πολλά, αλλά επειδή εισέπραττε λίγα.
Συνεπώς, ήταν μάλλον αυτονόητο η δημοσιονομική προσαρμογή να στηριχθεί περισσότερο στα έσοδα και λιγότερο στις δαπάνες ».
Ακόμη, ο κ. Κουτεντάκης επαναφέρει την πρόταση για ελάχιστη συναίνεση των πολιτικών κομμάτων και των κοινωνικών φορέων για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ελληνικής οικονομίας που διατύπωσε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή με την τριμηνιαία έκθεσή του.
Μεταξύ των προκλήσεων που έχουν μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα είναι το υψηλό δημόσιο χρέος, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των ιδιωτών προς το δημόσιο, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια προς τις τράπεζες, αλλά και η συρρίκνωση του φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου.
Σύμφωνα με τον κ. Κουτεντάκη, «η αντιμετώπισή τους απαιτεί μακροχρόνιο σχεδιασμό που δεν θα λειτουργήσει αν ανατρέπεται με κάθε κυβερνητική αλλαγή». Συνεπώς, «απαιτείται μια ελάχιστη συναίνεση για τις γενικές κατευθύνσεις».
Σχετικά με τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, αν και αναφέρει ότι το ακριβές ύψος τους μπορεί να πρέπει να συζητηθεί, προσθέτει ότι «είναι μια αναγκαιότητα που υπαγορεύεται από τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.
Συνεπώς δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια μείωσής τους».
Κατά τον ίδιο, «ακόμη και με δεδομένους τους υψηλούς στόχους πλεονασμάτων φαίνεται να υπάρχει δημοσιονομικός χώρος που επιτρέπει τη μείωση κάποιων φορολογικών συντελεστών είτε την επέκταση της κοινωνικής προστασίας είτε και τη βελτίωση των δημοσίων υπηρεσιών» και μάλιστα, «η κατανομή αυτού του δημοσιονομικού χώρου και η επακόλουθη διαμόρφωση του μίγματος είναι θέμα πολιτικής επιλογής».
Αναφορικά με την κριτική που ασκήθηκε πως η πρόσφατη έκθεσή του δεν αναφέρεται στην πιστοληπτική γραμμή, ούτε στην υπερφορολόγηση, τόνισε πως «σκοπός της έκθεσης δεν είναι η δημιουργία εντυπώσεων και ειδήσεων, αλλά η αναλυτική παρουσίαση της ελληνικής οικονομίας, όπου κάθε διαπίστωση τεκμηριώνεται από επίσημα στοιχεία με πίνακες, διαγράμματα και παραπομπές στις αντίστοιχες πηγές».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών