Τελευταία Νέα
Οικονομία

DSA ΔΝΤ: Μη βιώσιμο το ελληνικό χρέος με έτος ορόσημο το 2032 - Να μην αυξηθεί ο κατώτατος μισθός - Οι τράπεζες χρειάζονται κεφάλαια

DSA ΔΝΤ: Μη βιώσιμο το ελληνικό χρέος με έτος ορόσημο το 2032 - Να μην αυξηθεί ο κατώτατος μισθός - Οι τράπεζες χρειάζονται κεφάλαια
Μη επιτεύξιμοι οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα - Απαραίτητη η διατήρηση των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας
Ακλόνητο σε ό,τι αφορά τις θέσεις που έχει εκφράσει εδώ και αρκετά χρόνια παραμένει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), στην έκθεσή του (Άρθρο 4) για την ελληνική οικονομία, στην οποία περιλαμβάνεται και η έκθεση βιωσιμότητας (DSA) για το ελληνικό χρέος.
Ωστόσο εγκατέλειψε τις αναφορές περί εξαιρετικά μη βιώσιμου χρέους αλλά οι γενικές παραδοχές και εκτιμήσεις του δεν έχουν αλλάξει.
Ως έτος - ορόσημο θεωρείται το 2032, έτος κατά το οποίο το Eurogroup έχει δεσμευθεί ότι θα υπάρξει επανεξέταση των μέτρων για το χρέος, με το Ταμείο να θεωρεί βέβαιο ότι αυτά θα είναι απολύτως απαραίτητα προκειμένου να βελτιωθεί η εικόνα του ελληνικού χρέους.
Επιπρόσθετα το ΔΝΤ εκτιμά ότι από το 2038 και μετά οι  μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες θα ξεπεράσουν το 20% του ΑΕΠ, γεγονός που καθιστά εκ των πραγμάτων το χρέος μη βιώσιμο.
Καμία αλλαγή στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας (σ.σ.: επαναφορά συλλογικών διαπραγματεύσεων, αύξηση κατώτατου μισθού), ανάγκη για περισσότερο φιλόδοξους στόχους μείωσης των ΝΡΕs των ελληνικών τραπεζών και δημιουργία πρόσθετων κεφαλαίων (buffers), μείωση των στόχων (σ.σ.: 3,5% του ΑΕΠ) για τα πρωτογενή πλεονάσματα και κυρίως περαιτέρω μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους μετά το 2032, είναι οι βασικές θέσεις που εκφράζει το Ταμείο στην έκθεσή του.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι σε αυτήν γίνεται ειδική αναφορά τόσο για το τι έχει επιτύχει η Ελλάδα έως και σήμερα, για το ποια θα πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα σε οικονομικό επίπεδο, οι εκτιμήσεις του Ταμείου για όλα τα μακροοικονομικά μεγέθη, καθώς και ο ρόλος του στην εποπτεία της περιόδου μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο 2018.
Παράλληλα το Ταμείο δεν διστάζει να εκφράσει και τις ανησυχίες του για τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχει στην οικονομία αλλά και στην πρόοδο που έχει επιτευχθεί στο θέμα των μεταρρυθμίσεων, το ενδεχόμενο των εκλογών, καθώς θα υπάρξει ενίσχυση της πολιτικής αβεβαιότητας και πιθανή αντιστροφή ορισμένων θετικών παραγόντων που μπορούν να στηρίξουν περαιτέρω την ανάπτυξη.

Χρέος: Θα χρειαστούν περαιτέρω μέτρα σε μακροχρόνιο ορίζοντα

Σύμφωνα με το ΔΝΤ η ελάφρυνση του χρέους που συμφωνήθηκε πρόσφατα με τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας έχει σημαντικά βελτιώσει τη βιωσιμότητα του μεσοπρόθεσμα, αλλά οι μακροπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν αβέβαιες.
Η παράταση των προθεσμιών λήξης κατά 10 έτη και άλλα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, σε συνδυασμό με ένα διευρυμένο «μαξιλάρι κεφαλαίων» θα πρέπει να εξασφαλίσει σταθερή μείωση του χρέους και των ακαθάριστων αναγκών χρηματοδότησης ως ποσοστό του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και με τον τρόπο αυτό θα βελτιωθούν οι προοπτικές πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές για χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου.
Όμως οι υπεύθυνοι του ΔΝΤ ανησυχούν και τονίζουν ότι η βελτίωση του χρέους σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα στηρίζεται σε ιδιαίτερα φιλόδοξες εκτιμήσεις για την πορεία του ΑΕΠ και σε εξίσου φιλόδοξες απόψεις για την ικανότητα της Ελλάδας να επιτύχει μεγάλα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, υποδεικνύοντας ότι θα ήταν δύσκολο να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα η πρόσβαση στην αγορά χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους.
Από αυτή την άποψη, το Ταμείο χαιρετίζει τη δέσμευση των ευρωπαίων εταίρων να παράσχουν πρόσθετη βοήθεια εάν αυτό χρειαστεί αλλά πιστεύουν ότι είναι πολύ σημαντικό να εξαρτάται κάθε τέτοια πρόσθετη αρωγή σε ρεαλιστικές υποθέσεις, ιδίως για την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρήσει τους ρυθμούς αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ όπως έχει προβλεφθεί από το πρόγραμμα και να κατορθώσει, όντως, να επιτύχει τα συμφωνηθέντα εξαιρετικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.

Οι παραδοχές του ΔΝΤ στο βασικό σενάριο της έκθεσης βιωσιμότητας του χρέους



Αναφορικά με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ για το ΑΕΠ της Ελλάδας, εκτιμά ανάπτυξη 2% φέτος, 2,4% το 2019 και 2,2% το 2020.









Τα εναλλακτικά σενάρια του ΔΝΤ για το χρέος



Τράπεζες: Εφαρμογή πιο φιλόδοξων στόχων για τα NPEs – Απαραίτητα τα κεφαλαιακά «μαξιλάρια»

Είναι σαφές ότι για να υπάρξει εξομάλυνση της βασικής λειτουργίας των τραπεζών, δηλαδή της παροχής δανείων σε επιχειρήσεις και της ουσιαστικής χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας θα πρέπει να εφαρμοστούν περισσότερο φιλόδοξοι στόχοι για τη μείωση των Μη εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΝΡΕs).
Οι τράπεζες θα πρέπει να στοχεύουν σε λύσεις αναδιάρθρωσης που επιδιώκουν την επιστροφή των δανειοληπτών σε μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και θα πρέπει να προσπαθήσουν να επιταχύνουν τις διαγραφές και τις πωλήσεις NPEs βάσει πιο φιλόδοξων και ευρύτερων στόχων μείωσης τους .
Προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι οι πρωτοβουλίες επίλυσης του συγκεκριμένου θέματος έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν νέους δημοσιονομικούς κινδύνους, όπως η ενίσχυση ένα καθεστώς προστασίας περιουσιακών στοιχείων (APS) που περιλαμβάνει δημόσιες εγγυήσεις.
Ενώ τα αποτελέσματα των πρόσφατων stress tests έδειξαν ότι δεν απαιτούνται άμεσες ενέργειες, οι τράπεζες εξακολουθούν να φαίνονται ευάλωτες σε αντιστροφή των συνθηκών που επικρατούν αλλά και σε εξωτερικούς κινδύνους.
Υπάρχει ανάγκη να μειωθεί η σημασία του αναβαλλόμενου φόρου, καθώς παρέχει περιορισμένη απορρόφηση ζημιών, αποτρέπει τους ιδιώτες επενδυτές και δημιουργεί δυνητικό δημοσιονομικό κόστος.
Δεδομένου του περιορισμένου οργανικού κεφαλαίου των τραπεζών, η αύξηση κεφαλαίου (π.χ. μέσω της έκδοσης μη αραιωτικών μέσων (dilution) για τους μετόχους σύμφωνα με το στόχο της περαιτέρω περιορισμού της κρατικής ιδιοκτησίας) θα πρέπει να ληφθεί υπόψη μεσοπρόθεσμα.
Σε ένα μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, οι τράπεζες θα πρέπει να απορροφήσουν πλήρως τα IFRS 9.
Οι τράπεζες θα πρέπει να προετοιμαστούν κατάλληλα για τη λήξη της περιόδου ισχύος του waiver από την ΕΚΤ, με δεδομένο ότι αυτό θα συμβεί μόλις η Ελλάδα εξέλθει του προγράμματος.
Οι τράπεζες πρέπει να περιορίσουν τα κενά ωριμότητας και να μειώσουν περιουσιακά στοιχεία.
Δεδομένου του προβλεπόμενου τερματισμού (όταν η Ελλάδα εξέρχεται του προγράμματος) της
Η Τράπεζα της Ελλάδος και ο SSM πρέπει να αυξήσουν την παρακολούθηση της προόδου στην εσωτερική διακυβέρνηση των τραπεζών και τη σχετική εποπτική δράση, με στόχο την αντιμετώπιση σημαντικών λειτουργικών ελλείψεων και κενών σε:

- τον εσωτερικό έλεγχο περιβάλλον
- το πλαίσιο διαχείρισης κινδύνου
- τη διακυβέρνηση της διαχείρισης των NPLs και τις πρακτικές απόδοσης.
Θα πρέπει να υπάρξει αποτελεσματική εφαρμογή των νομικών μεταρρυθμίσεων.





Μεταρρυθμίσεις; «Όχι» στην επιστροφή των συλλογικών διαπραγματεύσεων 

Η πρόοδος με τη μεταρρύθμιση της αγοράς προϊόντων υπήρξε άνιση και βραδεία σε ορισμένους τομείς .
Η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε διάφορους δείκτες ανταγωνιστικότητας.
Οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς συνέβαλαν στην ανάκαμψη της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας, αλλά η επαναφορά της ευνοϊκής ρύθμισης των συλλογικών συμβάσεων μπορεί στο μέλλον να αφαιρέσει σημαντικό μέρος αυτών των κερδών.
Το Ταμείο προτρέπει ένθερμα τις αρχές να μην αναστρέψουν αυτές τις μεταρρυθμίσεις.
Επίσης η όποια προσαρμογή των κατώτατων μισθών θα πρέπει να είναι συνετή και σύμφωνη με την πορεία της παραγωγικότητας, με στόχο τη διατήρηση της ορμής της ανάκαμψης της απασχόλησης και την αποφυγή κάθε διάβρωσης της ανταγωνιστικότητας.
Η βελτίωση των συνθηκών και η καλύτερη στόχευση ενεργών πολιτικών για την αγορά εργασίας θα βοηθούσε στην επανένταξή των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας.

Μη επιτεύξιμοι οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα

Το Ταμείο επιμένει ότι οι στόχοι που έχουν τεθεί για τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν μπορούν να επιτευχθούν σε μακροχρόνιο ορίζοντα και αυτός άλλωστε είναι ο βασικός παράγοντας που θεωρεί ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο.
Εκτιμά ότι με δεδομένα και τα δημογραφικά δεδομένα ο αντίκτυπος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να είναι σημαντικός να επιτύχει συνολικό μακροπρόθεσμο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 1% κατά το επόμενο μισό αιώνα.
Τυπικά, η πρόβλεψη ανάπτυξης 1% προϋποθέτει ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να αυξήσει τη συμμετοχή του εργατικού δυναμικού σε επίπεδα που υπερβαίνουν το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ.





Οι μεσοπρόθεσμες μακροοικονομικές προβλέψεις για την Ελλάδα



Dolman: Πολύ υψηλοί οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας 
 
Την εκτίμηση ότι οι στόχοι για το ελληνικό πρωτογενές πλεόνασμα θα έπρεπε να είναι χαμηλότεροι εξέφρασε ο επικεφαλής της αποστολής του ΔΝΤ στην Ελλάδα, Peter Dolman.
«Θα προτιμούσαμε αυτοί οι στόχοι να ήταν χαμηλότεροι.
Αμφιβάλλουμε ότι μπορούν να πετύχουν τον στόχο ενώ αναπτύσσονται με τον ρυθμό που αναμένεται και την ίδια στιγμή πρέπει να μειώνουν το χρέος» δήλωσε με αφορμή την παρουσίαση της έκθεσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Εν τω μεταξύ, όπως σχολιάζουν οι Financial Times, σύμφωνα με το ΔΝΤ ένας στόχος στο 1,5% για το πρωτογενές πλεόνασμα θα ήταν πιο ρεαλιστικός για την Ελλάδα.
Παράλληλα, το Ταμείο προειδοποιεί ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους.
Όπως αναφέρεται στην ανάλυση, χωρίς περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, η Ελλάδα «θα δυσκολευτεί να διατηρήσει την πρόσβαση στην αγορά μακροπρόθεσμα».
Παρ' όλο που σύμφωνα με την συμφωνία για το ελληνικό χρέος, η Ελλάδα θα πρέπει να πληρώσει ελάχιστα έως το 2032, το ΔΝΤ προειδοποίησε ότι μακροπρόθεσμα οι κυβερνήσεις της ΕΕ θα πρέπει να παρέχουν περισσότερη ελάφρυνση του χρέους ώστε να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στη χώρα και τελικά να αποτραπεί ένα νέο πρόγραμμα διάσωσης.
 
Ψαλιδόπουλος: Το μέτρο των συλλογικών διαπραγματεύσεων έχει συμφωνηθεί - Βιώσιμο το χρέος

Διαφορετική άποψη από αυτήν που εκφράζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) σε αρκετά μέρη της έκθεσής του (Άρθρο 4) διατυπώνει ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Ταμείο, Μ. Ψαλιδόπουλος.
Στις διαφωνίες του κ. Ψαλιδόπουλου (τις οποίες εξέφρασε με αντίστοιχη έκθεσή του που κατατέθηκε στο διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ στις 27 Ιουλίου 2018), περιλαμβάνεται το θέμα της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους αλλά και η άρση ορισμένων μεταρρυθμίσεων που αφορούν την αγορά εργασίας και την οποία το ΔΝΤ δεν επιθυμεί να λάβει χώρα (σ.σ.: συλλογικές διαπραγματεύσεις, αύξηση κατώτατου μισθού).
Στην επιστολή του προς το Ταμείο ο κ. Ψαλιδόπουλος τονίζει τα ακόλουθα: «Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική οικονομία έχει περάσει από μια κατάσταση παρατεταμένης οικονομικής κρίσης σε μια κατάσταση σταθερής οικονομικής ανάκαμψης.
Μετά από χρόνια παρατεταμένης ύφεσης, οκτώ χρόνια προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής και πολυάριθμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η Ελλάδα, σε λίγες εβδομάδες, θα ολοκληρώσει με επιτυχία το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής ESM 2015-18.
Το πρόγραμμα επέτρεψε στη χώρα να αποκαταστήσει τις σημαντικές δημοσιονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες που οδήγησαν στην κρίση του 2010, προετοιμάζοντας έτσι το δρόμο για την οικονομική ανάκαμψη και τη σταθερή πρόσβαση στην αγορά που παρατηρείται επί του παρόντος.
Οι αρχές ευχαριστούν κατ’ αρχήν το ΔΝΤ, για την τεχνική υποστήριξη που παρείχε σε αυτό το πρόγραμμα, και δεύτερον, για την κατ’ αρχήν έγκριση της Stand By Agreement (SBA)  για την Ελλάδα (Ιούλιος 2017), η οποία δεν ενεργοποιήθηκε λόγω χρονικών περιορισμών.
Στο πλαίσιο αυτό, οι ελληνικές αρχές χαιρετίζουν την έκθεση του Ταμείου (Άρθρο 4) για την Ελλάδα.
Η έκθεση είναι χρήσιμη ως βάση για τη συμμετοχή του ΔΝΤ και για την παροχή συνολικής αξιολόγησης της οικονομικής κατάστασης.
Οι ελληνικές αρχές χαιρετίζουν την αναγνώριση ότι οι μακροοικονομικές ανισορροπίες έχουν εξαλειφθεί σε μεγάλο βαθμό και έχουν πραγματοποιηθεί πολυάριθμες μεταρρυθμίσεις.
Ωστόσο, η έκθεση υποτιμά τον αντίκτυπο αρκετών δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, εστιάζοντας περισσότερο στις καθυστερήσεις, τις αδυναμίες και σε ό, τι δεν έχει εφαρμοστεί, και όχι στις οικονομικές δυνατότητες 450 νομοθετικών και υλοποιούμενων δράσεων κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών, συνοδευόμενη από την επιστροφή συνθήκες μακροοικονομικής και δημοσιονομικής σταθερότητας.
Οι αρχές χαιρετίζουν επίσης την πρόοδο του προσωπικού όσον αφορά την αναθεώρηση των μακροοικονομικών προοπτικών για την άμεση περίοδο μετά το πρόγραμμα.
Κατά τα τελευταία έτη, η επιτυχής δημοσιονομική εξυγίανση ενίσχυσε την αξιοπιστία, διέλυσε την οικονομική αβεβαιότητα και βελτίωσε το συνολικό μακροοικονομικό περιβάλλον.
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης το οποίο ανέρχεται σε -15,1% του ΑΕΠ το 2009, λόγω μιας μεγάλης διαρθρωτικής δημοσιονομικής προσαρμογής, μετατράπηκε σε πλεόνασμα 0,6% το 2016 και 0,8% το 2017, το καλύτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα τουλάχιστον τα τελευταία 20 χρόνια.
Η Ελλάδα έχει επίσης υπερέβη τους πρωτογενείς δημοσιονομικούς στόχους με ευρύ περιθώριο για τρία συναπτά έτη, υποδηλώνοντας την ικανότητα της οικονομίας να παράγει βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα.
Οι αρχές ζητούν από το ΔΝΤ να αναγνωρίσει τη σημαντική δημοσιονομική προσπάθεια και την ικανότητα της οικονομίας να παράγει σημαντικά πλεονάσματα στο ευνοϊκό περιβάλλον του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ, το οποίο καθορίζει τους στόχους για τη δημοσιονομική πολιτική και τις δεσμεύσεις των χωρών της ζώνης του ευρώ.
Οι αρχές και τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα επανειλημμένα δήλωσαν ότι θα απασχολούν τον σημαντικό δημοσιονομικό αντίκτυπο των νομοθετημένων μεταρρυθμίσεων, τόσο κατά τη διάρκεια όλων των αναθεωρήσεων του προγράμματος όσο και κατά την τελευταία έκθεση του άρθρου 2017, όπου το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2018 σχεδιάστηκε από το προσωπικό μόλις στο 1,5% .
Χωρίς να έχουν ληφθεί διαρθρωτικά δημοσιονομικά μέτρα από το 2017 και με χαμηλότερο αποτέλεσμα ανάπτυξης του ΑΕΠ από ό, τι προβλεπόταν τότε το ΔΝΤ, οι αρχές χαιρετίζουν την πρωτογενή αναθεώρηση του Ταμείου για το πλεόνασμα κατά 3,5% για την περίοδο 2018-2022, υποδεικνύοντας ότι οι προηγούμενες δημοσιονομικές προβλέψεις του Ταμείου ήταν σημαντικά πιο απαισιόδοξες, με περιθώριο τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ σε διαρθρωτικούς όρους.
Παρά την αναθεώρηση, οι αρχές εκφράζουν τη λύπη τους για το γεγονός ότι δεν προβλέπεται πρόσθετος χώρος από το 2019 έως το 2022, ενώ η υποκείμενη γραμμή βάσης περιλαμβάνει την μονομερή εφαρμογή της προ-νομοθετικής δέσμης μέτρων.
Το Άρθρο 4 θα επωφεληθεί από την επεξεργασία των πηγών αυτών των αναθεωρήσεων, καθώς και από μια λεπτομερή ανάλυση των επιπτώσεων στην ανάπτυξη και τη διανομή και των διαύλων διαβίβασης της προ νομοθετικής δέσμης δημοσιονομικών μέτρων, χωρίς τις οποίες οι προβλέψεις και οι προτάσεις προσωπικού που βασίζονται σε αυτές τις προβλέψεις, δεν υπάρχει αξιοπιστία.
Η προσπάθεια μεταρρύθμισης, ιδίως στους τομείς των αγορών προϊόντων, του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, της δικαιοσύνης και της δημόσιας διοίκησης, ήταν έντονη και έχει αρχίσει να αποδίδει καρπούς, ενώ ο τραπεζικός τομέας έχει υποστεί σημαντική αναδιάρθρωση του πλαισίου διακυβέρνησής του και τώρα εργάζεται με ευρύ και αποτελεσματικό σύνολο εργαλείων για τον καθαρισμό των ισολογισμών τους.
Έχουν εφαρμοστεί πολυάριθμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε όλους σχεδόν τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας και της δημόσιας διοίκησης, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Οι μεταρρυθμίσεις του προγράμματος που ξεχωρίζουν περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

- Όσον αφορά τη φορολογική πτυχή, τη μεταρρύθμιση του συστήματος των συντάξεων και της έμμεσης φορολογίας, η ενίσχυση των ηλεκτρονικών πληρωμών και η δημιουργία μιας ανεξάρτητης φορολογικής αρχής.

- Στον τραπεζικό τομέα, η στρατηγική επίλυσης των NPLs με τη νομοθεσία περί αφερεγγυότητας, εφαρμογή εξωδικαστικού διακανονισμού και δημιουργία ηλεκτρονικής πλατφόρμας πλειστηριασμών.

-  Όσον αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις: δημιουργήθηκε το Ταμείο Διαχείρισης των Περιουσιακών Στοιχείων του Ελληνικού Δημοσίου.

- Στις αγορές εργασίας και προϊόντων που καλύπτουν, μεταξύ άλλων, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις απολύσεις, καθώς και την αντιμετώπιση του προβλήματος της λαθραίας και ανεπαρκούς εργασίας και του υιοθέτηση συστάσεων του ΟΟΣΑ για την οργάνωση της αγοράς προϊόντων και τον ανταγωνισμό.

Εκτός από τις περισσότερες από 450 δράσεις που εγκρίθηκαν τα τελευταία τρία χρόνια, η προσπάθεια μεταρρύθμισης θα συνεχιστεί στα επόμενα χρόνια μέσω της ελληνικής στρατηγικής για την ανάπτυξη και του πλαισίου μετά το πρόγραμμα.
Η ελληνική αναπτυξιακή στρατηγική παρέχει μια συνοπτική εικόνα του μεσοπρόθεσμου στόχους που έχουν τεθεί από τις αρχές, υποστηριζόμενες από συγκεκριμένες δράσεις.
Συγκεκριμένα, υπογραμμίζει την ανάγκη να συνεχιστούν οι φιλικές προς την ανάπτυξη μεταρρυθμίσεις που θα προωθήσουν επίσης την κοινωνική συνοχή και ένταξη.
Στο πλαίσιο αυτό, εντοπίστηκαν τρεις τομείς που θα έχουν εξαιρετική προτεραιότητα, δεδομένου του σημαντικού αντικτύπου τους: δημόσια διοίκηση, επιχειρηματικό περιβάλλον και δικαστικό σύστημα.
Η έκθεση θα επωφεληθεί από έναν πιο ισορροπημένο τόνο όσον αφορά τα επιτεύγματα και τον πιθανό αντίκτυπο αυτών των μεταρρυθμίσεων στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Αντί να τονίσει τι έχει γίνει και να αναλύσει τον αντίκτυπο των εφαρμοζόμενων μεταρρυθμίσεων, η έκθεση παρουσιάζει μια υπερβολικά αρνητική εικόνα της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, δίνοντας έμφαση στις καθυστερήσεις χωρίς να δοθεί πίστη στα επιτεύγματα.
Όσον αφορά τον ανταγωνισμό, η έκθεση επικεντρώνεται στο εμπόριο της Κυριακής, καθώς αποτελεί μία από τις εκατοντάδες συστάσεων στο πλαίσιο των εργαλείων I, II και III του ΟΟΣΑ, χωρίς να αναφέρει ούτε άλλες συστάσεις που έχουν εφαρμοστεί, ούτε οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τους στην ανάπτυξη.
Όσον αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις, η έκθεση δεν αναγνωρίζει τις ολοκληρωμένες εξ αυτών, όπως το λιμάνι του Πειραιά, το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, τον Αστέρα, την ιδιωτικοποίηση της ελληνικής επιχείρησης τρένων, τα περιφερειακά αεροδρόμια και τη σημαντική πρόοδο στο Ελληνικό.
Οι αρχές εκφράζουν τη λύπη τους για το γεγονός ότι η έκθεση δεν αναγνωρίζει πλήρως την πρόοδο που σημειώθηκε και για να αντικατοπτρίζει τον αντίκτυπο των ευρύτατων μεταρρυθμίσεων στο μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της οικονομίας.
Στις αγορές εργασίας, η ανεργία μειώνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια, αλλά οι μισθοί παραμένουν υποτονικοί, υπονομεύοντας την ανάκαμψη και επιδεινώνοντας τις ανισότητες.
Στην περίοδο μετά το πρόγραμμα, η ανάπτυξη πρέπει να είναι περιεκτική και οι ευκαιρίες πρέπει να είναι διαθέσιμες για όλους.
Συνεπώς, ο συνετός σχηματισμός μισθών είναι ουσιαστικός, καθώς η οικονομική ανάπτυξη κερδίζει δυναμική που απαιτεί συνεργασία μεταξύ των αρχών και των κοινωνικών εταίρων κατά τον καθορισμό των κατώτατων μισθών.
Οι αρχές λαμβάνουν γνώση της άποψης του ΔΝΤ σχετικά με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τους κατώτατους μισθούς, αλλά δεν μπορούν να συμμετάσχουν στην άποψη αυτή και παραμένουν πεπεισμένοι για την ανάλυση που έχουν παράσχει μέχρι στιγμής.
Οι αρχές υπενθυμίζουν ότι οι αρχές της παράτασης και της ευνοϊκής μεταχείρισης ανεστάλησαν προσωρινά το 2012 με καθορισμένο χρονικό ορίζοντα για την αποκατάσταση.
Επιπλέον, στο πλαίσιο της τρίτης αναθεώρησης του προγράμματος ESM, δημιουργήθηκε μια ανεξάρτητη ομάδα εμπειρογνωμόνων με τη συναίνεση όλων των συνομιλητών, οι οποίοι έχουν επιφορτιστεί με την αξιολόγηση αυτών των αρχών.
Οι εμπειρογνώμονες τάχθηκαν υπέρ της επαναφοράς των δύο αρχών: ομόφωνα υπέρ της άρσης της αναστολής της αρχής της παράτασης και της πλειοψηφίας υπέρ της άρσης της αναστολής της αρχής της ευνοϊκής μεταχείρισης.
Δεδομένου ότι οι ρυθμίσεις αυτές ανεστάλησαν προσωρινά με ακριβή ημερομηνία επανένταξης, οι αρχές διαφωνούν με την άποψη ότι η επαναφορά αποτελεί αντιστροφή της πολιτικής.
Τέλος, οι αρχές χαιρετίζουν το γεγονός ότι το ΔΝΤ αναγνωρίζει τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας μεσοπρόθεσμα.
Ωστόσο, οι υποθέσεις του προσωπικού που χρησιμοποιούνται στο DSA παραμένουν υπερβολικά απαισιόδοξες όσον αφορά την ονομαστική ανάπτυξη, τη δημοσιονομική πορεία και τα ποσοστά αναχρηματοδότησης της αγοράς, ιδίως λόγω του μεγάλου χάσματος παραγωγής, των χαμηλών ποσοστών συμμετοχής στην αγορά εργασίας και των πολυάριθμων μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια.
Σε σύγκριση με τις παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν από όλα τα άλλα θεσμικά όργανα, το βασικό σενάριο του ΔΝΤ είναι σύμφωνο με το αρνητικό σενάριο και το σενάριο μας, αποτυγχάνοντας έτσι να ενσωματώσει τη δυνατότητα καλύτερων από αναμενόμενων αποτελεσμάτων.
Αυτές οι ασύμμετρες παραδοχές οφείλονται σε ένα χαμηλότερο σενάριο πρωτογενών πλεονασμάτων, στην ανεπαρκή αξιολόγηση του αντίκτυπου των μεταρρυθμίσεων στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και σε σημαντικά πιο απαισιόδοξους ρυθμούς αναχρηματοδότησης σε σύγκριση με τα πλέον πρόσφατα δεδομένα της αγοράς.
Οι επιπτώσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης στη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών και στην παραγωγή πλεονασμάτων για τις χώρες της ζώνης του ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, δεν λαμβάνονται επίσης υπόψη στην ανάλυση.
Η λογική πίσω από αυτές τις υποθέσεις χρειάζεται μια λεπτομερή εξήγηση.
Τέλος, αν και οι αρχές της Ελλάδας αναγνωρίζουν την ανάγκη για συνετή δημοσιονομική διαχείριση προς τα εμπρός, δεν συμμερίζονται την άποψη του προσωπικού ότι οι δημοκρατικές διαδικασίες πρέπει να θεωρούνται παράγοντας κινδύνου.


Σοφία Ζαφείρη
www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης