Η Κομισιόν υπεραμύνθηκε της συμφωνίας για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους παρά την DSA του ΔΝΤ
Της συμφωνίας ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους που επιτεύχθηκε τον Ιούνιο του 2018 υπεραμύνθηκε η Κομισιόν -μία ημέρα μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους (DSA)- κάνοντας λόγο για «επαρκή» μέτρα.
Ειδικότερα, η εκπρόσωπος της Κομισιόν, Mina Andreeva, δήλωσε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ότι οι προβλέψεις του ΔΝΤ για την Ελλάδα είναι ανέκαθεν απαισιόδοξες και ότι το Ταμείο αναγκάστηκε να τις αναθεωρήσει στο παρελθόν.
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο ESM και η ΕΚΤ έχουν κάνουν τη δική τους εκτίμηση και εμείς ως Ευρωπαίοι χρηματοδοτούμε το πρόγραμμα.
Το συμπέρασμα μας είναι ότι η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους είναι επαρκής» τόνισε.
Ωστόσο πρόσθεσε «έχουμε επίσης πει ότι θα το ξαναδούμε το 2032».
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το ΔΝΤ, ενώ τα μέτρα που συμφωνήθηκαν κάνουν το ελληνικό χρέους βιώσιμο μεσοπρόθεσμα, οι αισιόδοξες υποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη και το πρωτογενές πλεόνασμα κάνουν αβέβαιη τη βιωσιμότητα μακροπρόθεσμα, κυρίως μετά το 2038.
Τι αναφέρει η DSA του ΔΝΤ
Ακλόνητο σε ό,τι αφορά τις θέσεις που έχει εκφράσει εδώ και αρκετά χρόνια παραμένει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), στην έκθεσή του (Άρθρο 4) για την ελληνική οικονομία, στην οποία περιλαμβάνεται και η έκθεση βιωσιμότητας (DSA) για το ελληνικό χρέος.
Ωστόσο εγκατέλειψε τις αναφορές περί εξαιρετικά μη βιώσιμου χρέους αλλά οι γενικές παραδοχές και εκτιμήσεις του δεν έχουν αλλάξει.
Ως έτος - ορόσημο θεωρείται το 2032, έτος κατά το οποίο το Eurogroup έχει δεσμευθεί ότι θα υπάρξει επανεξέταση των μέτρων για το χρέος, με το Ταμείο να θεωρεί βέβαιο ότι αυτά θα είναι απολύτως απαραίτητα προκειμένου να βελτιωθεί η εικόνα του ελληνικού χρέους.
Επιπρόσθετα το ΔΝΤ εκτιμά ότι από το 2038 και μετά οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες θα ξεπεράσουν το 20% του ΑΕΠ, γεγονός που καθιστά εκ των πραγμάτων το χρέος μη βιώσιμο.
Καμία αλλαγή στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας (σ.σ.: επαναφορά συλλογικών διαπραγματεύσεων, αύξηση κατώτατου μισθού), ανάγκη για περισσότερο φιλόδοξους στόχους μείωσης των ΝΡΕs των ελληνικών τραπεζών και δημιουργία πρόσθετων κεφαλαίων (buffers), μείωση των στόχων (σ.σ.: 3,5% του ΑΕΠ) για τα πρωτογενή πλεονάσματα και κυρίως περαιτέρω μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους μετά το 2032, είναι οι βασικές θέσεις που εκφράζει το Ταμείο στην έκθεσή του.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι σε αυτήν γίνεται ειδική αναφορά τόσο για το τι έχει επιτύχει η Ελλάδα έως και σήμερα, για το ποια θα πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα σε οικονομικό επίπεδο, οι εκτιμήσεις του Ταμείου για όλα τα μακροοικονομικά μεγέθη, καθώς και ο ρόλος του στην εποπτεία της περιόδου μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο 2018.
Παράλληλα το Ταμείο δεν διστάζει να εκφράσει και τις ανησυχίες του για τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχει στην οικονομία αλλά και στην πρόοδο που έχει επιτευχθεί στο θέμα των μεταρρυθμίσεων, το ενδεχόμενο των εκλογών, καθώς θα υπάρξει ενίσχυση της πολιτικής αβεβαιότητας και πιθανή αντιστροφή ορισμένων θετικών παραγόντων που μπορούν να στηρίξουν περαιτέρω την ανάπτυξη.
Χρέος: Θα χρειαστούν περαιτέρω μέτρα σε μακροχρόνιο ορίζοντα
Σύμφωνα με το ΔΝΤ η ελάφρυνση του χρέους που συμφωνήθηκε πρόσφατα με τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας έχει σημαντικά βελτιώσει τη βιωσιμότητα του μεσοπρόθεσμα, αλλά οι μακροπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν αβέβαιες.
Η παράταση των προθεσμιών λήξης κατά 10 έτη και άλλα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, σε συνδυασμό με ένα διευρυμένο «μαξιλάρι κεφαλαίων» θα πρέπει να εξασφαλίσει σταθερή μείωση του χρέους και των ακαθάριστων αναγκών χρηματοδότησης ως ποσοστό του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και με τον τρόπο αυτό θα βελτιωθούν οι προοπτικές πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές για χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου.
Όμως οι υπεύθυνοι του ΔΝΤ ανησυχούν και τονίζουν ότι η βελτίωση του χρέους σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα στηρίζεται σε ιδιαίτερα φιλόδοξες εκτιμήσεις για την πορεία του ΑΕΠ και σε εξίσου φιλόδοξες απόψεις για την ικανότητα της Ελλάδας να επιτύχει μεγάλα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, υποδεικνύοντας ότι θα ήταν δύσκολο να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα η πρόσβαση στην αγορά χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους.
Από αυτή την άποψη, το Ταμείο χαιρετίζει τη δέσμευση των ευρωπαίων εταίρων να παράσχουν πρόσθετη βοήθεια εάν αυτό χρειαστεί αλλά πιστεύουν ότι είναι πολύ σημαντικό να εξαρτάται κάθε τέτοια πρόσθετη αρωγή σε ρεαλιστικές υποθέσεις, ιδίως για την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρήσει τους ρυθμούς αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ όπως έχει προβλεφθεί από το πρόγραμμα και να κατορθώσει, όντως, να επιτύχει τα συμφωνηθέντα εξαιρετικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
www.bankingnews.gr
Ειδικότερα, η εκπρόσωπος της Κομισιόν, Mina Andreeva, δήλωσε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ότι οι προβλέψεις του ΔΝΤ για την Ελλάδα είναι ανέκαθεν απαισιόδοξες και ότι το Ταμείο αναγκάστηκε να τις αναθεωρήσει στο παρελθόν.
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο ESM και η ΕΚΤ έχουν κάνουν τη δική τους εκτίμηση και εμείς ως Ευρωπαίοι χρηματοδοτούμε το πρόγραμμα.
Το συμπέρασμα μας είναι ότι η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους είναι επαρκής» τόνισε.
Ωστόσο πρόσθεσε «έχουμε επίσης πει ότι θα το ξαναδούμε το 2032».
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το ΔΝΤ, ενώ τα μέτρα που συμφωνήθηκαν κάνουν το ελληνικό χρέους βιώσιμο μεσοπρόθεσμα, οι αισιόδοξες υποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη και το πρωτογενές πλεόνασμα κάνουν αβέβαιη τη βιωσιμότητα μακροπρόθεσμα, κυρίως μετά το 2038.
Τι αναφέρει η DSA του ΔΝΤ
Ακλόνητο σε ό,τι αφορά τις θέσεις που έχει εκφράσει εδώ και αρκετά χρόνια παραμένει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), στην έκθεσή του (Άρθρο 4) για την ελληνική οικονομία, στην οποία περιλαμβάνεται και η έκθεση βιωσιμότητας (DSA) για το ελληνικό χρέος.
Ωστόσο εγκατέλειψε τις αναφορές περί εξαιρετικά μη βιώσιμου χρέους αλλά οι γενικές παραδοχές και εκτιμήσεις του δεν έχουν αλλάξει.
Ως έτος - ορόσημο θεωρείται το 2032, έτος κατά το οποίο το Eurogroup έχει δεσμευθεί ότι θα υπάρξει επανεξέταση των μέτρων για το χρέος, με το Ταμείο να θεωρεί βέβαιο ότι αυτά θα είναι απολύτως απαραίτητα προκειμένου να βελτιωθεί η εικόνα του ελληνικού χρέους.
Επιπρόσθετα το ΔΝΤ εκτιμά ότι από το 2038 και μετά οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες θα ξεπεράσουν το 20% του ΑΕΠ, γεγονός που καθιστά εκ των πραγμάτων το χρέος μη βιώσιμο.
Καμία αλλαγή στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας (σ.σ.: επαναφορά συλλογικών διαπραγματεύσεων, αύξηση κατώτατου μισθού), ανάγκη για περισσότερο φιλόδοξους στόχους μείωσης των ΝΡΕs των ελληνικών τραπεζών και δημιουργία πρόσθετων κεφαλαίων (buffers), μείωση των στόχων (σ.σ.: 3,5% του ΑΕΠ) για τα πρωτογενή πλεονάσματα και κυρίως περαιτέρω μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους μετά το 2032, είναι οι βασικές θέσεις που εκφράζει το Ταμείο στην έκθεσή του.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι σε αυτήν γίνεται ειδική αναφορά τόσο για το τι έχει επιτύχει η Ελλάδα έως και σήμερα, για το ποια θα πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα σε οικονομικό επίπεδο, οι εκτιμήσεις του Ταμείου για όλα τα μακροοικονομικά μεγέθη, καθώς και ο ρόλος του στην εποπτεία της περιόδου μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο 2018.
Παράλληλα το Ταμείο δεν διστάζει να εκφράσει και τις ανησυχίες του για τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχει στην οικονομία αλλά και στην πρόοδο που έχει επιτευχθεί στο θέμα των μεταρρυθμίσεων, το ενδεχόμενο των εκλογών, καθώς θα υπάρξει ενίσχυση της πολιτικής αβεβαιότητας και πιθανή αντιστροφή ορισμένων θετικών παραγόντων που μπορούν να στηρίξουν περαιτέρω την ανάπτυξη.
Χρέος: Θα χρειαστούν περαιτέρω μέτρα σε μακροχρόνιο ορίζοντα
Σύμφωνα με το ΔΝΤ η ελάφρυνση του χρέους που συμφωνήθηκε πρόσφατα με τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας έχει σημαντικά βελτιώσει τη βιωσιμότητα του μεσοπρόθεσμα, αλλά οι μακροπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν αβέβαιες.
Η παράταση των προθεσμιών λήξης κατά 10 έτη και άλλα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, σε συνδυασμό με ένα διευρυμένο «μαξιλάρι κεφαλαίων» θα πρέπει να εξασφαλίσει σταθερή μείωση του χρέους και των ακαθάριστων αναγκών χρηματοδότησης ως ποσοστό του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και με τον τρόπο αυτό θα βελτιωθούν οι προοπτικές πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές για χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου.
Όμως οι υπεύθυνοι του ΔΝΤ ανησυχούν και τονίζουν ότι η βελτίωση του χρέους σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα στηρίζεται σε ιδιαίτερα φιλόδοξες εκτιμήσεις για την πορεία του ΑΕΠ και σε εξίσου φιλόδοξες απόψεις για την ικανότητα της Ελλάδας να επιτύχει μεγάλα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, υποδεικνύοντας ότι θα ήταν δύσκολο να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα η πρόσβαση στην αγορά χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους.
Από αυτή την άποψη, το Ταμείο χαιρετίζει τη δέσμευση των ευρωπαίων εταίρων να παράσχουν πρόσθετη βοήθεια εάν αυτό χρειαστεί αλλά πιστεύουν ότι είναι πολύ σημαντικό να εξαρτάται κάθε τέτοια πρόσθετη αρωγή σε ρεαλιστικές υποθέσεις, ιδίως για την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρήσει τους ρυθμούς αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ όπως έχει προβλεφθεί από το πρόγραμμα και να κατορθώσει, όντως, να επιτύχει τα συμφωνηθέντα εξαιρετικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών