Τελευταία Νέα
Οικονομία

ΚΕΠΕ: Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας χειροτερεύει...

tags :
ΚΕΠΕ: Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας χειροτερεύει...
Είναι προφανές ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται επείγουσες μεταρρυθμίσεις στον τομέα των θεσμών
Ενώ η ελληνική οικονομία δείχνει να εξέρχεται από την οικονομική κρίση, η ανάπτυξη παραμένει αναιμική στο 1,4% το 2017 και αναμένεται λίγο πάνω από το 2% για το 2018, παρατηρεί σε νέα ανάλυσή του το ΚΕΠΕ.
Συγκριτικά αναφέρεται ότι οικονομίες με παρόμοια κρίση και μνημονιακές υποχρεώσεις, όπως η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Κύπρος και η Πορτογαλία, το 2017 είχαν ανάπτυξη 7,8%, 3,1%, 3,6% και 2,7%, αντίστοιχα.
Όπως είναι γνωστό, ο ρυθμός ανάπτυξης μιας οικονομίας σχετίζεται άμεσα με το επίπεδο ανταγωνιστικότητάς της, αφού η ανταγωνιστικότητα επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την παραγωγικότητα της οικονομίας (WEF, 2015 σ. 4).
Παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία αφήνει πίσω την κρίση, η κατάταξή της στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας συνεχίζει να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, και μάλιστα παρουσιάζει χειροτέρευση τα τελευταία χρόνια.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις ετήσιες Εκθέσεις Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η ελληνική οικονομία έχασε άλλες 4 θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη και βρέθηκε στην 57η θέση το 2018 από την 53η την προηγούμενη χρονιά.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η τελευταία Έκθεση Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας που εξεδόθη τον περασμένο Οκτώβριο έχει εφαρμόσει μια νέα μέθοδο που λαμβάνει υπ’ όψιν της τα νέα δεδομένα στις διεθνείς οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, όπως είναι η λεγόμενη τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση (4IR).
Το ανθρώπινο κεφάλαιο, η καινοτομία, η ανθεκτικότητα και η ευελιξία παίζουν σημαντικό ρόλο σε ένα περιβάλλον ταχείας τεχνολογικής ανάπτυξης και επιταχυνόμενης προόδου στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης.
Κατά συνέπεια, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ εξέδωσε τον νέο δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας GCI 4.0 ο οποίος βαθμολογεί τις οικονομίες στην κλίμακα 0-100, όπου 100 είναι το ιδεατό άριστο (WEF, 2018).
Το σύνολο των υποδεικτών είναι πλέον 98, από 114 στις προηγούμενες εκδόσεις, ενώ οι Πυλώνες παραμένουν 12 με μερικές μικρές αλλαγές σε σχέση με τους 12 αρχικούς Πυλώνες.
Οι νέοι Πυλώνες (Pillars) είναι οι εξής: Θεσμοί (Institutions), Υποδομές (Infrastructure), Υιοθέτηση ΤΠΕ (ICT adoption), Μακροοικονομική σταθερότητα (Macroeconomic stability), Υγεία (Health), Δεξιότητες (Skills), Αγορά αγαθών (Product market), Αγορά εργασίας (Labour market), Χρηματοπιστωτικό σύστημα (Financial system), Μέγεθος αγοράς (Market size), Δυναμική επιχειρήσεων (Business dynamism) και Ικανότητα καινοτομίας (Innovation capability) (WEF, 2018).
Όπως και στις προηγούμενες εκδόσεις, πολλοί από τους υποδείκτες μετριούνται βάσει στοιχείων από δευτερογενή δεδομένα που συλλέγονται και είναι διαθέσιμα από διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΟΣΑ, ενώ ορισμένοι άλλοι υποδείκτες μετριούνται βάσει της έρευνας γνώμης στελεχών (executive opinion survey) και αποτελούν πρωτογενή δεδομένα.
Γενικά, η μέθοδος που εφαρμόζει το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ είναι διεθνώς αναγνωρισμένη και χρησιμοποιείται ευρέως σε κοινωνικοοικονομικές έρευνες αλλά και από τις κυβερνήσεις, δεδομένου ότι παρέχει χρήσιμη πληροφόρηση για το τι θα πρέπει κάθε οικονομία να προσέξει, προς ποια κατεύθυνση να κινηθεί και ποια μέτρα να λάβει προκειμένου να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της (WEF, 2018).
Στους Πίνακες 4.2.1 και 4.2.2 παρουσιάζονται συγκριτικά η βαθμολογία και η κατάταξη, αντίστοιχα, της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τις άλλες τέσσερις ευρωπαϊκές οικονομίες που επίσης υπέγραψαν μνημονιακές συμβάσεις.

Όπως ανεφέρθη και ανωτέρω, όσο πιο κοντά στο 100 πλησιάζει η βαθμολογία, τόσο πιο ανταγωνιστική είναι η οικονομία.
Ο παγκόσμιος μέσος όρος είναι περίπου στο 60 και δείχνει ότι οι περισσότερες οικονομίες έχουν σημαντικό δρόμο να διανύσουν μέχρι να πλησιάσουν στο 100.
Αντιστρόφως, στον Πίνακα 4.2.2 όπου παρουσιάζεται η κατάταξη, όσο πιο μεγάλος είναι ο αριθμός, τόσο χαμηλότερα στην κατάταξη είναι η οικονομία.
Το σύνολο των οικονομιών που συμπεριλαμβάνονται στον δείκτη είναι 140.
Η ελληνική οικονομία συγκρίνεται με την ομάδα οικονομιών της περιοχής «Ευρώπη και Βόρειος Αμερική» (Europe and North America), η μέση βαθμολογία των οποίων περιλαμβάνεται στον Πίνακα 4.2.1.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η χώρα μας υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου της περιοχής αλλά και των επιλεγμένων οικονομιών που πέρασαν παρόμοια οικονομική κρίση.
Εκεί που η χώρα μας τα πάει καλά είναι στην υγεία (ουσιαστικά μετράει το προσδόκιμο ζωής με καλή υγεία), στις υποδομές όπου βρίσκεται σε σχετικά καλή θέση πίσω από την Ιρλανδία και μπροστά από την Κύπρο αλλά και στις δεξιότητες (70) όπου υπολείπεται σχετικά λίγο από τον μέσο όρο (74,2).
Όσον αφορά το μέγεθος αγοράς (δηλαδή, το μέγεθος του ΑΕΠ κάθε οικονομίας, αλλά και των οικονομιών με τις οποίες έχει εμπορικές συναλλαγές), το οποίο δείχνει να είμαστε κοντά στον μέσο όρο, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στην Ευρώπη υπάρχουν αρκετές μικρού μεγέθους οικονομίες.
Αξίζει να αναφερθεί ότι, παρά το γεγονός ότι η Ιρλανδία έχει λιγότερο από τον μισό πληθυσμό της Ελλάδος, έχει μεγαλύτερη αγορά λόγω του πολύ υψηλοτέρου (υπερδιπλάσιου) κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Παρομοίως, η Πορτογαλία, ενώ έχει λίγο μικρότερο πληθυσμό, έχει ξεπεράσει το ελληνικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια.
Σημειώνεται ότι το μέγεθος αγοράς συνυπολογίζει επενδύσεις και εξαγωγές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά τις μεταρρυθμίσεις στον τομέα της αγοράς εργασίας, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να έχει μια σχετικά μη ανταγωνιστική αγορά εργασίας που την κατατάσσει πολύ πίσω από όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες ως μια αγορά ανελαστική και μη ευέλικτη.
Η αγορά εργασίας χρειάζεται μεταρρυθμίσεις ουσιαστικές που να αφορούν τα κίνητρα για εργασία και καινοτομία αλλά και τη σύνδεση της αμοιβής με την παραγωγικότητα.
Είναι επίσης προφανές ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται επείγουσες μεταρρυθμίσεις στον τομέα των θεσμών.
Μέρος αυτών είναι το εξαιρετικά χρονοβόρο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, όπου για τέταρτη συνεχή χρονιά βρισκόμαστε μακράν οι τελευταίοι μεταξύ των εταίρων μας στην ομάδα των ανεπτυγμένων οικονομιών στον χρόνο επίλυσης μιας μέσης
δικαστικής υποθέσεως με 1.580 μέρες όταν ο μέσος όρος δεν είναι πάνω από 600 μέρες (WB, 2018).
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα επίσης χρειάζεται ριζικές βελτιώσεις.
Στους υποδείκτες ‘χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων’, ‘ευρωστία τραπεζών’ και ‘μη εξυπηρετούμενα δάνεια’ κατατασσόμαστε 137οι.
Θεσμοί και χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελούν βασικούς παράγοντες εξαιτίας των οποίων οι άμεσες ξένες επενδύσεις ήταν και συνεχίζουν να είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα στην Ελλάδα.
Μόλις 1,2% του ΑΕΠ είναι ο μέσος όρος εισροής αμέσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα της τελευταίας πενταετίας (2013-17), από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση (βλ. Πίνακα 4.2.3).

Τέλος, στον Πίνακα 4.2.3 παρουσιάζονται μερικοί δείκτες που, στα πλαίσια της νέας μεθόδου υπολογισμού του δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας, έχουν επιλεγεί να παρατίθενται ξεχωριστά από τον συνολικό δείκτη ως επιπλέον πληροφοριακά στοιχεία για την κάθε οικονομία.
Αυτοί οι δείκτες είναι κυρίως κοινωνικού και περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος, όπως ο δείκτης ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς (inclusive growth index), ο δείκτης ανισότητας Gini, καθώς και ο δείκτης περιβαλλοντικού αποτυπώματος ο οποίος μετριέται σε παγκόσμια εκτάρια (global hectares) κατά κεφαλήν.
Σε ένα σύστημα οικολογικής λογιστικής ο δείκτης αυτός ορίζεται ως η βιολογικά παραγωγική περιοχή που απαιτείται για την παροχή όλων όσων χρησιμοποιεί ο άνθρωπος: φρούτα, λαχανικά, ψάρια, ξύλο, ίνες, απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα από τη χρήση ορυκτών καυσίμων και χώρος για κτίρια και δρόμους.
Όσον αφορά την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς (βαθμολογείται από 1-7, με το 7 να είναι η άριστη επίδοση), βλέπουμε ότι οι άλλες οικονομίες που πέρασαν παρόμοια κρίση έχουν καλύτερες επιδόσεις από την ελληνική οικονομία.
Όσον αφορά την ανισότητα, η οποία φαίνεται από τον συντελεστή Gini (υπολογίζεται στην κλίμακα 0-100, όπου 0 είναι πλήρης ισότητα και 100 πλήρης ανισότητα), η ελληνική οικονομία έχει παρόμοια επίδοση με την Ισπανία, ενώ οι άλλες τρεις οικονομίες έχουν επιτύχει μεγαλύτερα επίπεδα ισότητας στην οικονομία τους, και ιδιαίτερα η Ιρλανδία, η οποία φαίνεται να έχει καταφέρει (μέσω κατάλληλων πολιτικών αλλά και μέσω των αυξημένων άμεσων ξένων επενδύσεων που εισρέουν στην οικονομία) να δημιουργήσει θέσεις εργασίας (βλ. πολύ χαμηλή ανεργία) που οδηγούν σε όσο το δυνατόν περισσότερη ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης