Τελευταία Νέα
Οικονομία

ΔΝΤ: Οι 5 κίνδυνοι στα σχέδια μείωσης των NPEs των ελληνικών τραπεζών, στο επίκεντρο η επίπτωση στα κεφάλαια - Να μειωθούν οι φόροι

tags :
ΔΝΤ: Οι 5 κίνδυνοι στα σχέδια μείωσης των NPEs των ελληνικών τραπεζών, στο επίκεντρο η επίπτωση στα κεφάλαια - Να μειωθούν οι φόροι
Να μην παραβλεφθεί ο κίνδυνος της παραβίασης των κανόνων της ΕΕ για το state aid
Τα σχέδια μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) των ελληνικών τραπεζών θα πρέπει να "σέβονται" τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης τονίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκθεση – αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας που δημοσιεύτηκε σήμερα, 12 Μαρτίου 2019, και στην οποία επισημαίνει ότι θα πρέπει να εξεταστούν όλες οι προσφερόμενες λύσεις για τα NPEs.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει το ΔΝΤ, πρόσφατα, υποβλήθηκαν αρκετές προτάσεις για την αντιμετώπιση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) των ελληνικών τραπεζών:
(i) ένα καθεστώς προστασίας περιουσιακών στοιχείων (APS) που θα περιλαμβάνει senior εκδόσεις κρατικών εγγυήσεων για τμήματα τιτλοποιημένων χαρτοφυλακίων NPE
(ii) μια Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων (AMC) η οποία θα αναλάβει μέρος των NPEs
(iii) ένα καθεστώς κρατικών επιδοτήσεων για ενυπόθηκα δάνεια, το οποίο θα παρέχει φορολογική (δημοσιονομική) βοήθεια σε μια στοχοθετημένη ομάδα δανειοληπτών
Σε οποιοδήποτε από αυτά τα συστήματα, η συμμόρφωση με το δίκαιο της ΕΕ θα είναι βασική προϋπόθεση, τονίζει το ΔΝΤ.  
Η χρήση των δημόσιων κονδυλίων είναι πιθανόν να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση και ως εκ τούτου πρέπει να αναθεωρηθεί με βάση τους κανόνες της ΕΕ.
Αυτό μπορεί να απαιτεί, μεταξύ άλλων, την αξιολόγηση των παραμέτρων για κάθε σχέδιο για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση αυτή.

Μόλις καθοριστεί ο σχεδιασμός των στρατηγικών κρατικής υποστήριξης, η σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας των εν λόγω στρατηγικών που αφορούν ολόκληρο το σύστημα θα μπορούσαν να αναλυθούν με βάση πολλαπλά κριτήρια.
Οποιαδήποτε στρατηγική θα πρέπει να στοχεύει στην ταχεία και βιώσιμη εκκαθάριση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ως αποτέλεσμα αυτού, οι τράπεζες θα πρέπει να είναι σε θέση να προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια, να ξαναρχίσουν υγιείς δανεισμούς και να γίνουν πιο ανθεκτικές (μεταξύ άλλων μέσω ενός χαμηλότερου δεσμού με το κράτος).
Παράλληλα, τα στοιχεία που πρέπει να αξιολογηθούν προσεκτικά είναι:
• Ο αντίκτυπος στους ισολογισμούς των τραπεζών και στις καταστάσεις αποτελεσμάτων.
Η ανάλυση πρέπει να εκτιμά τόσο τα κέρδη όσον αφορά την ποιότητα του ενεργητικού (επίπεδο / σύνθεση / κάλυψη των NPEs) όσο και τις επιπτώσεις επί της κεφαλαιακής επάρκειας (τόσο σε επίπεδο ποσοστών όσο και στην ποιότητα).
Εάν είναι σκόπιμο, για τον αντίκτυπο της παρέμβασης του κράτους θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η παρέμβαση στις καταστάσεις αποτελεσμάτων των τραπεζών.
• Ο αντίκτυπος στον προϋπολογισμό του κράτους.
Η αξιολόγηση αυτή πρέπει να συλλάβει το συνολικό αναμενόμενο κόστος, το χρονοδιάγραμμα και τον τύπο της οικονομικής υποστήριξης, καθώς και κάθε πιθανή αποζημίωση (δηλ. εάν και πώς η κρατική παρέμβαση πρέπει να επιβραβεύεται, άμεσα με τη μορφή αμοιβών ή συμμετοχών ιδιοκτησίας).
• Η ταχύτητα υλοποίησης των σχεδίων.
Ενώ η γρήγορη εφαρμογή θα ήταν θα ήταν προτιμότερη για τις τράπεζες, και θα μπορούσε να βοηθήσει στη μείωση των κινδύνων για την ανάπτυξη, η ικανότητα του κράτους να απορροφά μεγάλα έκτακτα σοκ στο χρέος και το έλλειμμα χωρίς να δημιουργήσει περαιτέρω κινδύνους για το χρέος μπορεί να είναι περιορισμένη
• Ο αντίκτυπος στον δεσμό των τραπεζών με το κράτος.
Αυτό είναι ένα σημαντικό θέμα ευπάθειας που είναι υπεύθυνο για τη μετάδοση των κραδασμών και στους δύο χώρους.
Ως εκ τούτου, ceteris paribus, οι επιλογές που δεν επιδεινώνουν τη σχέση θα μπορούσε να έχει προτεραιότητα
• Άλλες σκέψεις (ακόμη και αν δεν είναι καθοριστικές, θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη):
i) η διακυβέρνηση της διαδικασίας επίλυσης των NPEs
ii) η αποτελεσματικότητα στο καθαρισμό των ισολογισμών και, συνεπώς, την ενίσχυση της ανάπτυξης
ii) οι δυνατότητες αύξησης του ηθικού κινδύνου και των επιπτώσεων στην πειθαρχία των πληρωμών
(iv) η ικανότητα προσέλκυσης επενδυτών
v) οι υπάρχουσες πρωτοβουλίες που επιδιώκουν οι μεμονωμένες τράπεζες
(vi) το αποτέλεσμα σχετικά με τη συγκέντρωση του συστήματος.

Έκθεση των ελληνικών τραπεζών σε κρατικούς κινδύνους

Οι τράπεζες αντιμετωπίζουν κινδύνους σε σχέση με το κράτος μέσω τριών τύπων έκθεσης.
Πρώτον, οι άμεσες εκθέσεις, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών συναλλαγών με το κράτος ως αντισυμβαλλόμενο.
Η μεταβλητότητα της αγοράς θα μπορούσε να επηρεάσει άμεσα τα κέρδη ή το κεφάλαιο των τραπεζών.
Δεύτερον, ενδεχόμενα προβλήματα που θα μπορούσαν να προκύψουν από τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTA) που είναι επιλέξιμες για τη μετατροπή σε αναβαλλόμενες φορολογικές ελαφρύνσεις (DTC).
Η μετατροπή ενεργοποιείται όταν οι τράπεζες αντιμετωπίζουν ζημίες μετά τη φορολογία και συνεπάγεται την έκδοση νέων μετοχών υπέρ του κράτους.
Τρίτον, έμμεσα χρηματοδοτικά ανοίγματα, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων που εκδίδονται από τον ιδιωτικό τομέα με συνδεδεμένο επιτόκιο αναφοράς σε χρεωστικούς τίτλους δημόσιου χρέους.
Οι πληροφορίες σχετικά με τις εκθέσεις αυτές είναι σπάνιες.
Παράλληλα, το ΔΝΤ εκτιμά ότι πιθανή αύξηση των αποδόσεων σε κρατικά χρεόγραφα κατά 100 μ.β. θα προκαλούσε μείωση στους δείκτες CET1 για τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες κατά περίπου 0,5 εκατοστιαία μονάδα κατά μέσο όρο.
Το σοκ εφαρμόζεται στα ανοίγματα που αποτιμώνται στην εύλογη αξία, αναλαμβάνοντας τα επιτόκια των Τραπεζογραμματίων και των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (GGBs), τα οποία είναι στο σύνολο των χαρτοφυλακίων περίπου στο 40% και 60%, αντίστοιχα, με μέση διάρκεια 0,3 έτη και 12 έτη αντίστοιχα.

Να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια και φορολογική διοίκηση

Να διατεθούν περισσότεροι δημοσιονομικοί πόροι στις δημόσιες επενδύσεις και στις καλύτερα στοχοθετημένες κοινωνικές δαπάνες, ζήτησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκθεση – αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας που δημοσιοποιήθηκε σήμερα, 12 Μαρτίου 2019, τονίζοντας επίσης ότι θα πρέπει να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια και φορολογική διοίκηση.
Ειδικότερα, όπως διαπίστωσε το ΔΝΤ, η οικονομική ανάκαμψη στην Ελλάδα επιταχύνεται και διευρύνεται.
Ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να φθάσει το 2,4% φέτος (από περίπου 2,1% το 2018) και να υποστηριχθεί από τις εξαγωγές, την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις καθώς το κλίμα βελτιώνεται.
Η σταδιακή ανάκαμψη των ιδιωτικών καταθέσεων διευκόλυνε την περαιτέρω χαλάρωση των μέτρων διαχείρισης της ροής κεφαλαίων (capital controls), αν και ο τραπεζικός δανεισμός παραμένει αρνητικός.
Μεσοπρόθεσμα, η οικονομική ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί σε λίγο πάνω από το 1%.
Η μεσοπρόθεσμη ικανότητα αποπληρωμής του χρέους της Ελλάδας είναι επαρκής, αλλά υπόκειται σε αυξανόμενους κινδύνους εν μέσω σημαντικών προκλήσεων.

Το χρέος προς το ΑΕΠ αναμένεται να παραμείνει σε καθοδική πορεία μεσοπρόθεσμα χάρη στα συνεχιζόμενα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που συμφωνήθηκαν με τους ευρωπαίους εταίρους, στην αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ και στην ελάφρυνση του χρέους, η οποία προέβλεπε ένα σημαντικό προληπτικό ταμειακό απόθεμα και χαμηλή εξυπηρέτηση του χρέους για τα δάνεια από τον επίσημο τομέα.
Ωστόσο, οι κίνδυνοι (τόσο εγχώριοι όσο και εξωτερικοί) έχουν αυξηθεί και οι κρίσεις - συμπεριλαμβανομένου του υψηλού δημόσιου χρέους και των συρρικνωμένων ισολογισμών - και η αδύναμη πειθαρχία στις πληρωμές εξακολουθούν να δημιουργούν σημαντικές αδυναμίες.
Η αποστολή του ΔΝΤ εξέφρασε την ικανοποίησή της για την αξιέπαινη πρόοδο στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων οι οποίες συνέβαλαν στην αποκατάσταση της σταθερότητας και της ανάπτυξης, στη μείωση της ανεργίας, στη βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους και στην επανείσοδο στις αγορές.
Η πορεία της ανάπτυξης της χώρας, ενθάρρυναν τις αρχές να αντιμετωπίσουν ακόμη σημαντικές ανισορροπίες και να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα της οικονομίας, ενισχύοντας την ευελιξία της αγοράς εργασίας, αναπροσανατολίζοντας το μίγμα των δημοσιονομικών πολιτικών και ενισχύοντας τους ισολογισμούς των τραπεζών για να στηρίξουν μια πιο βιώσιμη ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς.
Επίσης, το ΔΝΤ αναγνωρίζει ότι η μεσοπρόθεσμη ικανότητα αποπληρωμής της Ελλάδας παραμένει επαρκής, αλλά σημείωσε την αύξηση των κινδύνων που απαιτούν περαιτέρω ενέργειες για την ενίσχυση της οικονομίας.
Σημειώνει επίσης ότι απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες για να περιοριστούν τα εμπόδια στην ανταγωνιστικότητα, να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και να διασφαλιστεί η ευελιξία της αγοράς εργασίας.
Εξέφρασε την ανησυχία του για τους κινδύνους για την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα από τον συνδυασμό της πρόσφατης ανατροπής της μεταρρύθμισης των συλλογικών διαπραγματεύσεων του 2012 και της αύξησης του κατώτατου μισθού, ο οποίος ήταν πολύ υψηλότερος από την αύξηση της παραγωγικότητας.
Όσον αφορά το μέλλον, το ΔΝΤ ενθάρρυνε τις αρχές να επιταχύνουν τις μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να μετριάσουν αυτούς τους κινδύνους και να βοηθήσουν στην αύξηση της παραγωγικότητας και στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους.
Συνιστούν επίσης περαιτέρω βήματα για τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και τη διευκόλυνση των υψηλότερων και πιο διαφοροποιημένων επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των μεταρρυθμίσεων της αγοράς προϊόντων που απαιτούνταν σε βάθος χρόνου, με σκοπό τη βελτίωση της επιλογής των προϊόντων, της ποιότητας και του ανταγωνισμού.
Επίσης, το ΔΝΤ τόνισε τη σημασία της υιοθέτησης ενός πιο φιλικού προς την ανάπτυξη και κοινωνικά ασφαλούς συνδυασμού δημοσιονομικών πολιτικών.
Ζήτησε περαιτέρω δημοσιονομική επανεξισορρόπηση, τηρώντας τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους που συμφωνήθηκαν με τους ευρωπαίους εταίρους.
Επίσης, υποστήριξε τις προγραμματιζόμενες φορολογικές περικοπές το 2020, δίνοντας προτεραιότητα σε χαμηλότερους συντελεστές άμεσου φόρου και την παράλληλη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Σύστησε επίσης, να διατεθούν περισσότεροι δημοσιονομικοί πόροι στις δημόσιες επενδύσεις και στις καλύτερα στοχοθετημένες κοινωνικές δαπάνες.
Για τη στήριξη αυτών των στόχων, το ΔΝΤ ζήτησε επίσης την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων της δημόσιας οικονομικής διαχείρισης και της φορολογικής συμμόρφωσης, καθώς και την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αιτιών των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Επίσης, πρότεινε καλύτερο προγραμματισμό έκτακτης ανάγκης για την πιθανότητα αυξανόμενων δημοσιονομικών κινδύνων.
Τέλος, το ΔΝΤ ενθάρρυνε τις αρχές να υιοθετήσουν μια πιο ολοκληρωμένη και καλά συντονισμένη προσέγγιση για την ενίσχυση των ισολογισμών των τραπεζών και την αύξηση του δανεισμού που ενισχύει την ανάπτυξη.
Σημειώνοντας το υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, ενθάρρυναν τις αρχές να συνεργαστούν με τους βασικούς ενδιαφερόμενους και να καταρτίσουν μέτρα πολιτικής, που να βασίζονται σε εκτιμήσεις κόστους-απόδοσης των διαφόρων εναλλακτικών λύσεων μείωσης των NPE, εξετάζοντας ταυτόχρονα τον αντίκτυπο των προσεχών ρυθμιστικών αλλαγών και των συναφών δημοσιονομικών επιπτώσεων.
Ενθάρρυνε, παράλληλα, την περαιτέρω ενίσχυση των νομικών εργαλείων για τη διευκόλυνση της μείωσης των NPE και την αποφυγή μέτρων που θα μπορούσαν να διαταράξουν περαιτέρω την πειθαρχία των πληρωμών, βελτιώνοντας παράλληλα την εσωτερική διακυβέρνηση των τραπεζών.
Η απελευθέρωση των μέτρων ελέγχου της ροής κεφαλαίων θα πρέπει να συνεχιστεί, καταλήγει το ΔΝΤ.
 


Η Ελλάδα εξετάζει την πρόωρη αποπληρωμή των δανείων προς το ΔΝΤ

Το ενδεχόμενο να πληρώσει νωρίτερα του αναμενομένου τις υποχρεώσεις της προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εξετάζει η ελληνική κυβέρνηση, όπως γνωστοποίησε το Ταμείο στην έκθεση - αξιολόγηση της οικονομίας της Ελλάδας που δημοσίευσε σήμερα, 12 Μαρτίου 2019.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει το ΔΝΤ, με βάση τα στοιχεία του Ιανουαρίου 2019 η Ελλάδα έχει υποχρεώσεις 7,7 δισ. δολάρια σε ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (SDR) που ξεπερνούν το 318% της ποσόστωσής της.
Ο σχεδιασμός είναι να καταβάλει 1,5 δισ. δολάρια για κάθε χρόνο μέχρι το 2023, με την τελική δόση να είναι το 2024 της τάξεως των 0,3 δισ. δολάρια.
Όπως όμως έχουν αναφέρει οι ελληνικές αρχές, εξετάζεται το ενδεχόμενο πρόωρης αποπληρωμής, με το τελικό ποσό να είναι λίγο πάνω από τα 4,6 δισ. δολάρια.
Επίσης, όπως γνωστοποιεί το ΔΝΤ, οι ελληνικές αρχές σχεδιάζουν την τακτική έξοδο της χώρας στις αγορές και τη σταδιακή εξάντληση των ταμειακών της αποθεμάτων.
Το κυβερνητικό σχέδιο χρηματοδότησης προβλέπει την έκδοση περίπου 7 δισ. ευρώ με μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ομόλογα το 2019 και 2 έως 5 δισ. ευρώ ετησίως κατά την περίοδο 2020-23, με το ακριβές ποσό να εξαρτάται από τους στόχους της αγοράς και τους στόχους διαχείρισης.
Επίσης, σχεδιάζεται το αποθεματικό να μειωθεί φέτος σε περίπου 23 δισ. ευρώ (12% του ΑΕΠ ή 112% του χρέους) και έπειτα σταδιακά να υποχωρήσει περίπου 10 δισ. ευρώ έως το 2024.
Όπως σημειώνει το ΔΝΤ, η ικανότητα αποπληρωμής της Ελλάδας είναι γενικά επαρκής σύμφωνα με το βασικό σενάριο, με το διαθέσιμο ταμειακό απόθεμα να υπολογίζεται σε περίπου 30 δισ. ευρώ (16% του ΑΕΠ).
Αυτό είναι σημαντικά υψηλότερο από ότι είχαν άλλες χώρες της Ευρωζώνης κατά την έξοδο τους από το πρόγραμμα.
Στο πλαίσιο του σχεδιασμού, το ταμειακό απόθεμα θα επιτρέψει στην ελληνική κυβέρνηση να εξυπηρετήσει το χρέος της έως το 2022 χωρίς περαιτέρω χρηματοδότηση από την αγορά.


Μείωση φόρων για να αντισταθμιστεί το ρίσκο από την αύξηση του κατώτατου μισθού

Την ανησυχία του για την περιορισμένη ευελιξία στην αγορά εργασίας εκφράζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκθεσή για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι η μειωμένη ευελιξία στην αγορά εργασίας και οι αυξανόμενες μισθολογικές πιέσεις, απειλούν την ανταγωνιστικότητα και αποδυναμώνουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Σχολιάζοντας την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους και την αύξηση του κατώτατου μισθού, το Ταμείο σημειώνει ότι αυτές οι δράσεις είναι πιθανό να στηρίξουν βραχυπρόθεσμα τη εγχώρια ζήτηση και την ανάπτυξη, συνιστούν απειλή για την ανάπτυξη της παραγωγικότητας , την κοινωνική ένταξη και την ανταγωνιστικότητα, λόγω της αύξησης του κόστους.
Το ρίσκο από την αύξηση του κατώτατου μισθού θα αυξηθεί  εάν η αύξηση επεκταθεί στη δομή των μισθών, μέσω των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και λόγω της πιθανής μονομερούς προσφυγής στην υποχρεωτική διαιτησία,  προειδοποιεί το ΔΝΤ.
 




Τι προτείνει το ΔΝΤ

Το Ταμείο προτείνει την εφαρμογή πιο ευέλικτων πολιτικών στην αγορά εργασίας και την εισαγωγή μέτρων με στόχο την ενίσχυση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας.
Προκειμένου να μειωθεί το καθοδικό ρίσκο από τα μέτρα που έχει λάβει η ελληνική κυβέρνηση, το ΔΝΤ προτείνει τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, μέσω της μείωσης των φόρων και του κόστους χρηματοδότησης.
 

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης