Το 2020 θα είναι έτος προπαρασκευής και προετοιμασίας, έτος δοκιμασίας, έτος κρίσης για την κυβέρνηση της ΝΔ.
Ο Μητσοτάκης ο έλληνας πρωθυπουργός κατάφερε στους περίπου 6 μήνες διακυβέρνησης της ΝΔ να φέρει καλύτερες ημέρες στην οικονομία, την επενδυτική ψυχολογία και γενικώς στην αποτίμηση της Ελλάδος στους διεθνείς επενδυτικούς κύκλους.
Από την εποχή της αντίδρασης, της εσωστρέφειας, της ιδεολογικής εμμονής του ΣΥΡΙΖΑ, από τον βαρύ χειμώνα της ελληνικής οικονομίας, στην εποχή της προσδοκίας για οικονομική Άνοιξη του Μητσοτάκη.
Αυτά πιστώνονται στο Μητσοτάκη και την Κυβέρνηση του παρ΄ ότι οι παρεμβάσεις που έχουν σημειωθεί στην οικονομία δεν είναι θεαματικές.
Χρειαζόταν το σύστημα όμως μια αφύπνιση, να καλλιεργηθεί μια προσδοκία ότι η περίοδος του σκοταδισμού αντικαθίσταται από φως.
Όμως ενώ ο Μητσοτάκης έχει κερδίσει ουσία και εντυπώσεις, η επιτυχία του αυτή δεν στηρίχθηκε σε θεαματικές ανατροπές στην οικονομία, τις τράπεζες, την αγορά.
Το 2020 θα είναι έτος σοβαρής δοκιμασίας για την κυβέρνηση της ΝΔ καθώς θα κρίνει εάν το 2021 η Ελλάδα αναβαθμιστεί σε επενδυτική βαθμίδα, εάν θα ενταχθεί σε ποσοτική χαλάρωση εάν θα μειωθεί το πρωτογενές πλεόνασμα.
Το 2020 θα είναι έτος προπαρασκευής και προετοιμασίας, έτος δοκιμασίας, έτος κρίσης για την κυβέρνηση της ΝΔ.
Όλα τα βασικά θέματα που αποτελούν προτεραιότητες της Ελλάδος συνδέονται μεταξύ τους.
Η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει και το 2020 αλλά και το 2021 να εμφανίζει αύξηση του ΑΕΠ του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, έτσι θα μπορέσει να αναβαθμιστεί ο 2021 σε επενδυτική βαθμίδα, η ΕΚΤ τότε θα εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και οι δανειστές ακολούθως θα δεχθούν να μειωθεί ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα από 3,5% σε 2,2%.
Η συνοχή όλων των παραμέτρων ΑΕΠ, αναβάθμιση, ποσοτική χαλάρωση και μείωση πρωτογενών πλεονασμάτων είναι καθοριστικής σημασίας.
Όμως η Ελλάδα τόσο το 2020 όσο και το 2021 δεν θα καταφέρει να επιτύχει ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ πάνω από 2,5% με 2,7% μακριά από τον στόχο για 4% αύξησης του ΑΕΠ.
Εάν η Ελλάδα το 2019 και 2020 μπορούσε να επιτύχει ρυθμούς ανάπτυξης 4%... στο τέλος του 2020 θα ήταν σε επενδυτική βαθμίδα από τους οίκους αξιολόγησης, θα μειωνόντουσαν τα πρωτογενή πλεονάσματα και το χρέος θα μπορούσε να μπει σε τροχιά μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας.
Ελλείψει υψηλών ρυθμών ανάπτυξης το έργο της ελληνικής κυβέρνησης τόσο το 2020 όσο και το 2021 είναι πολύ δύσκολο.
Η κυβέρνηση και ορθώς εστιάζει στην εμπροσθοβαρή εξυγίανση των τραπεζών για να μπορέσουν οι τράπεζες πιο γρήγορα να ανακάμψουν αλλά το δεύτερο κύμα εξυγίανσης των τραπεζών θα είναι πολύ επώδυνο κεφαλαιακά.
Δεν θα μπορέσουν μετά το πρώτο κύμα των 33 δισεκ. NPEs του Ηρακλή οι ελληνικές τράπεζες να μειώσουν εκ νέου επιθετικά τα NPEs χωρίς να χρειαστούν νέα κεφάλαια και χωρίς να δαπανήσουν περί τα 6 δισεκ. κεφάλαια.
Το 2020 χωρίς καμία αμφιβολία θα είναι έτος προπαρασκευής για την ελληνική οικονομία και δοκιμασίας για την ελληνική κυβέρνηση.
Ότι χτιστεί το 2020 θα καταγραφεί ως αποτέλεσμα το 2021 την χρονιά που θα κριθούν
-Βιωσιμότητα χρέους
-Πρωτογενή πλεονάσματα
-Αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα κατ΄ ελάχιστο ΒΒΒ-
-Ένταξη των ελληνικών ομολόγων σε ποσοτική χαλάρωση με στόχο το 10ετές ελληνικό ομόλογο από 1,45% να υποχωρήσει στο 0,60% με ποσοτική χαλάρωση.
Με ΑΕΠ στο 2,5% με 2,7% η Ελλάδα πολύ δύσκολα θα επιτύχει να μετατρέψει το χρέος σε βιώσιμο.
Με το χρέος στα 356 δισεκ. ευρώ ή 181% του ΑΕΠ η βιωσιμότητα είναι ουτοπία.
Μπορεί να έχει βελτιωθεί σημαντικά η εξυπηρέτηση του χρέους όχι όμως η βιωσιμότητα.
Οι θεσμοί για να δεχθούν μείωση πρωτογενών πλεονασμάτων από 3,5% σε 2,2% θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι το χρέος θα έχει καταστεί βιώσιμο.
Υπάρχουν κάποια σχέδια να μειωθεί το κεφαλαιακό μαξιλάρι των 24 δισεκ. που δημιουργήθηκε από κεφάλαια του ESM στα 12 δισεκ. ώστε να μειωθεί το χρέος 12 δισεκ. να αποπληρωθεί το ΔΝΤ αρχικά έως την Quota την ποσόστωση της Ελλάδος στο ΔΝΤ δηλαδή περί τα 3 δισεκ. καθώς και κάποιες άλλες λήξεις ομολόγων.
Θα μπορούσε δηλαδή το χρέος να μειωθεί 20 δισεκ μέσα στο 2021.
Το σχέδιο μείωσης του κεφαλαιακού μαξιλαριού των 24 δισεκ. αφορά το 2021 όχι το 2020.
Σε μια τέτοια περίπτωση η μέτρια αύξηση του ΑΕΠ θα μπορούσε να ισοσκελιστεί από την μείωση του χρέους σε απόλυτα μεγέθη.
Στο τέλος του 2020 σε αυτό το σενάριο η σχέση χρέους προς ΑΕΠ θα έχει μειωθεί στο 171% από 181% του ΑΕΠ.
www.bankingnews.gr
Από την εποχή της αντίδρασης, της εσωστρέφειας, της ιδεολογικής εμμονής του ΣΥΡΙΖΑ, από τον βαρύ χειμώνα της ελληνικής οικονομίας, στην εποχή της προσδοκίας για οικονομική Άνοιξη του Μητσοτάκη.
Αυτά πιστώνονται στο Μητσοτάκη και την Κυβέρνηση του παρ΄ ότι οι παρεμβάσεις που έχουν σημειωθεί στην οικονομία δεν είναι θεαματικές.
Χρειαζόταν το σύστημα όμως μια αφύπνιση, να καλλιεργηθεί μια προσδοκία ότι η περίοδος του σκοταδισμού αντικαθίσταται από φως.
Όμως ενώ ο Μητσοτάκης έχει κερδίσει ουσία και εντυπώσεις, η επιτυχία του αυτή δεν στηρίχθηκε σε θεαματικές ανατροπές στην οικονομία, τις τράπεζες, την αγορά.
Το 2020 θα είναι έτος σοβαρής δοκιμασίας για την κυβέρνηση της ΝΔ καθώς θα κρίνει εάν το 2021 η Ελλάδα αναβαθμιστεί σε επενδυτική βαθμίδα, εάν θα ενταχθεί σε ποσοτική χαλάρωση εάν θα μειωθεί το πρωτογενές πλεόνασμα.
Το 2020 θα είναι έτος προπαρασκευής και προετοιμασίας, έτος δοκιμασίας, έτος κρίσης για την κυβέρνηση της ΝΔ.
Όλα τα βασικά θέματα που αποτελούν προτεραιότητες της Ελλάδος συνδέονται μεταξύ τους.
Η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει και το 2020 αλλά και το 2021 να εμφανίζει αύξηση του ΑΕΠ του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, έτσι θα μπορέσει να αναβαθμιστεί ο 2021 σε επενδυτική βαθμίδα, η ΕΚΤ τότε θα εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και οι δανειστές ακολούθως θα δεχθούν να μειωθεί ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα από 3,5% σε 2,2%.
Η συνοχή όλων των παραμέτρων ΑΕΠ, αναβάθμιση, ποσοτική χαλάρωση και μείωση πρωτογενών πλεονασμάτων είναι καθοριστικής σημασίας.
Όμως η Ελλάδα τόσο το 2020 όσο και το 2021 δεν θα καταφέρει να επιτύχει ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ πάνω από 2,5% με 2,7% μακριά από τον στόχο για 4% αύξησης του ΑΕΠ.
Εάν η Ελλάδα το 2019 και 2020 μπορούσε να επιτύχει ρυθμούς ανάπτυξης 4%... στο τέλος του 2020 θα ήταν σε επενδυτική βαθμίδα από τους οίκους αξιολόγησης, θα μειωνόντουσαν τα πρωτογενή πλεονάσματα και το χρέος θα μπορούσε να μπει σε τροχιά μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας.
Ελλείψει υψηλών ρυθμών ανάπτυξης το έργο της ελληνικής κυβέρνησης τόσο το 2020 όσο και το 2021 είναι πολύ δύσκολο.
Η κυβέρνηση και ορθώς εστιάζει στην εμπροσθοβαρή εξυγίανση των τραπεζών για να μπορέσουν οι τράπεζες πιο γρήγορα να ανακάμψουν αλλά το δεύτερο κύμα εξυγίανσης των τραπεζών θα είναι πολύ επώδυνο κεφαλαιακά.
Δεν θα μπορέσουν μετά το πρώτο κύμα των 33 δισεκ. NPEs του Ηρακλή οι ελληνικές τράπεζες να μειώσουν εκ νέου επιθετικά τα NPEs χωρίς να χρειαστούν νέα κεφάλαια και χωρίς να δαπανήσουν περί τα 6 δισεκ. κεφάλαια.
Το 2020 χωρίς καμία αμφιβολία θα είναι έτος προπαρασκευής για την ελληνική οικονομία και δοκιμασίας για την ελληνική κυβέρνηση.
Ότι χτιστεί το 2020 θα καταγραφεί ως αποτέλεσμα το 2021 την χρονιά που θα κριθούν
-Βιωσιμότητα χρέους
-Πρωτογενή πλεονάσματα
-Αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα κατ΄ ελάχιστο ΒΒΒ-
-Ένταξη των ελληνικών ομολόγων σε ποσοτική χαλάρωση με στόχο το 10ετές ελληνικό ομόλογο από 1,45% να υποχωρήσει στο 0,60% με ποσοτική χαλάρωση.
Με ΑΕΠ στο 2,5% με 2,7% η Ελλάδα πολύ δύσκολα θα επιτύχει να μετατρέψει το χρέος σε βιώσιμο.
Με το χρέος στα 356 δισεκ. ευρώ ή 181% του ΑΕΠ η βιωσιμότητα είναι ουτοπία.
Μπορεί να έχει βελτιωθεί σημαντικά η εξυπηρέτηση του χρέους όχι όμως η βιωσιμότητα.
Οι θεσμοί για να δεχθούν μείωση πρωτογενών πλεονασμάτων από 3,5% σε 2,2% θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι το χρέος θα έχει καταστεί βιώσιμο.
Υπάρχουν κάποια σχέδια να μειωθεί το κεφαλαιακό μαξιλάρι των 24 δισεκ. που δημιουργήθηκε από κεφάλαια του ESM στα 12 δισεκ. ώστε να μειωθεί το χρέος 12 δισεκ. να αποπληρωθεί το ΔΝΤ αρχικά έως την Quota την ποσόστωση της Ελλάδος στο ΔΝΤ δηλαδή περί τα 3 δισεκ. καθώς και κάποιες άλλες λήξεις ομολόγων.
Θα μπορούσε δηλαδή το χρέος να μειωθεί 20 δισεκ μέσα στο 2021.
Το σχέδιο μείωσης του κεφαλαιακού μαξιλαριού των 24 δισεκ. αφορά το 2021 όχι το 2020.
Σε μια τέτοια περίπτωση η μέτρια αύξηση του ΑΕΠ θα μπορούσε να ισοσκελιστεί από την μείωση του χρέους σε απόλυτα μεγέθη.
Στο τέλος του 2020 σε αυτό το σενάριο η σχέση χρέους προς ΑΕΠ θα έχει μειωθεί στο 171% από 181% του ΑΕΠ.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών